Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η ΦΟΝΙΣΣΑ, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Θα ’θελα να ευχαριστήσω από καρδιάς, τον Κώστα Σταμάτη, που στάθηκε αφορμή να ξαναδιαβάσω, μετά από πολλές δεκαετίες, τη «Φόνισσα», να συναντήσω και πάλι, «τον όσιο και αλήτη», όπως αποκάλεσε ο Κωστής Παλαμάς, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Οφείλω να εκφράσω ακόμα, τον θαυμασμό και την περηφάνεια μου για τον φίλο μου, καθώς η όλη επιμέλεια, η εισαγωγή, τα σχόλια, οι σημειώσεις, η κριτική προσέγγιση και ερμηνεία του, η ταπεινή αγάπη του για τον Παπαδιαμάντη, η οποία αναδύεται στο βιβλίο, εμποτίζει τον αναγνώστη και συντελεί στην απρόσκοπτη και «καθαρή», την αποκαθαρμένη εννοώ, πρόσληψη του έργου.

Οι καίριες και διακριτικές επισημάνσεις του, βοηθούν, όχι μόνο τον νεαρής ηλικίας αναγνώστη, αυτόν που θα έχει την τύχη να διαβάσει για πρώτη φορά την «Φόνισσα», αλλά πολύ περισσότερο, τους παλαιότερους αναγνώστες του, τούς δίνει την ευκαιρία να ερωτευτούν, να μαγευτούν ξανά, από το «σκοτεινό τρυγόνι». Γιατί εμείς, οι παλαιότεροι, έχουμε σκονιστεί από τον «κουρνιαχτό», που σκέπασε το έργο του. Είτε τον αντιπαθητικό σε μένα ελληνοκεντρισμό, τον ελληνορθόδοξο μανδύα, με τον οποίο τον κουκούλωσαν τον ποιητή, παραγνωρίζοντας και υποτιμώντας έτσι την καλλιτεχνική αξία του έργου του, τη βαθιά ανθρωπιστική θεώρηση του κόσμου του, την παγανιστική, εν πολλοίς, και ανατρεπτική φύση του, είτε επίσης, και από τις στείρες απόπειρες των «ειδικών», να του φορτώσουν του Α.Π., ηθογραφικές προθέσεις, κοινωνιολογικές σκοπιμότητες, και άλλα ιδεολογήματα, που κατατρύχουν τους ίδιους, ούτως ώστε κι αυτοί να τον εντάξουν στον άνυδρο κόσμο τους και να τον οικειοποιηθούν ανάλογα, υποβαθμίζοντας, κατά συνέπεια, τη λογοτεχνική του αξία.

Ανάγκη λοιπόν, να αποτινάξουμε αυτό το οχληρό φορτίο και να προσέλθουμε αθώοι, ξανά κοντά του. Μετά φόβου, πίστεως και αγάπης, για να μεταλάβουμε των αχράντων  μυστηρίων του.

Μας παραδίδεται, λοιπόν, σήμερα «Η Φόνισσα», σ’ αυτό το ωραίο βιβλίο των Εκδόσεων Πατάκη, σε επιμέλεια του Κώστα Σταμάτη, με φιλολογική επάρκεια και ψύχραιμη, διακριτική αποστασιοποίηση, στηριγμένο στην πρώτη δημοσίευσή της, στο περιοδικό «Παναθήναια», το 1903. Ο επιμελητής σταχυολογεί, μεταξύ άλλων, διάφορες επαινετικές, όσο και αρνητικές απόψεις για το έργο του Α.Π., οι οποίες χαρακτηρίζουν, βεβαίως, τον κάθε κριτικό, χωρίς να αποφεύγει να καταθέσει και ο ίδιος ο επιμελητής την προσωπική του θέση. Έτσι βλέπουμε π.χ., τις γνώμες του Νιρβάνα και του Ξενόπουλου, του Δημαρά και του Λίνου Πολίτη, του Κώστα Χατζόπουλου, κ.ά. Ιδιαίτερα εστιάζεται ο Κώστας Σταμάτης στη θαυμαστή προσέγγιση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η οποία προφανώς και τον εκφράζει εν πολλοίς.

Οπότε, μπορεί, πλέον, ο καθένας, ανάλογα με την δροσιά που φέρει μέσα του, να περπατήσει προφυλαγμένος, έχοντας αντιληφθεί το κλίμα της εποχής και την «υποδοχή» του Α.Π., σε τούτον τον ζωντανό και καθόλου παρωχημένο, κόσμο της «Φόνισσας».

Αφού, ο αυθεντικός κόσμος, δεν θολώνει ποτέ, ούτε παλιώνει. Η Τέχνη τον κρατά ζωντανό και τον αναδεικνύει αειθαλή και υπερχρονικό.

Επιτρέψτε μου, σε μια σύντομη περιδιάβαση, να αναφέρω λίγα από τα αμέτρητα «σημεία» –θαυμάσια– της «Φόνισσας», που με γοήτευσαν, να εξομολογηθώ πώς την βλέπω τώρα εγώ, σε τούτη τη φάση της ζωής μου, όπως συνηθίζεται να λέγεται.

Δεν θα παραστήσω τον κριτικό της λογοτεχνίας, είπαμε, έχουν τόσα γραφτεί, που το «σκεπάσανε» μάλλον το έργο, άλλα προστατευτικά, άλλα αποπνικτικά, και το πουμώσανε, όπως θα’λεγε και ο ίδιος ο Α.Π.

Γιατί τον εαυτό μας ξεσκεπάζουμε, ξεθάβουμε μ’ ένα βιβλίο που αγαπήσαμε, όταν το ανοίγουμε ξανά μετά από πολλά χρόνια. Με αγωνία μεγάλη για να διαπιστώσουμε, να δούμε, αν είναι σε θέση να συγκινηθεί ακόμα, να θαυμάσει, αν θα μπορέσει να αντικρύσει το θαύμα και να υποταχθεί σ’ αυτό, ή αν στέγνωσε η ψυχή μας, και δεν μπορεί πια ν’αγαπήσει.

Το βιβλίο τώρα στα χέρια μου, κι εγώ να το κρατώ ξανά, κι ο παλιός μου χρόνος να στέκεται ανάμεσά μας χαιρέκακος, σίγουρος πως δεν μπορώ πια να εμβαπτιστώ σε νέα νάματα.

Όμως, αντικρύζω, πολύ γρήγορα, τις «ασύλληπτες μεθόδους» του Α.Π., τη μαγεία της «Φόνισσας» και ενδίδω, με την ίδια πρώτη έκπληξη, ανακτώντας έτσι, δανειζόμενος, έναν καινούργιο, άθικτο χρόνο. Και τότε πιστεύω ένα έργο ξαναζεί, εάν αφυπνίζει από τον λήθαργο, την υπνώτουσα συνείδηση, εφόσον φέρει σε επαφή τον αναγνώστη του, με τον ξεχασμένο, τον εγκαταλελειμμένο εαυτό του, όταν συντελεί σ’ αυτήν τη συνάντηση.

Στην πρώτη κιόλας παράγραφο της «Φόνισσας», υπογραμμίζω με το μολύβι μου, στην πέμπτη σειρά, «η θεία Χαδούλα δεν εκοιμάτο» και καταλαβαίνω πως κι εγώ πρέπει να «αφυπνιστώ», για να δυνηθώ να το διαβάσω.

Διαισθάνομαι επίσης πως ξεκινά in media res, από τη «μέση», την αφήγηση    –όσο κι αν με τυπικούς όρους αυτό δεν φαίνεται να ισχύει– ότι την έχει, τη φέρει ολόκληρη μέσα του, τη φοβερή ιστορία του, ως συντελεσμένο, πλέον, ως αναπότρε-πτο συμβάν, ο αφηγητής.

Κι είναι πολύ μελαγχολικό αλήθεια, για τον συγγραφέα, να έχει ολοκληρωθεί το γεγονός εντός του. Να μην μπορεί ούτε αυτός, να το επηρεάσει, να το αποτρέψει.

Η «θεία Χαδούλα», καταλαβαίνω πως αχάιδευτη θα παραμένει, καθώς σ’ όλη της τη ζωή.

Λίγες σειρές παρακάτω, στην ίδια σελίδα, αρχίζει η περιγραφή του δωματίου της. Η λεπτομερής.

Δεν έχω υπ’ όψη μου τι έχει γραφεί για την εστίαση στη λεπτομέρεια, γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη, γνωρίζω όμως, ότι πολλοί σύγχρο-νοι κριτικοί το θεωρούν βασικό μειονέκτημα της γραφής. Εγώ πιστεύω, πως η λεπτομέρεια είναι που αποτυπώνει, που φανερώνει τη συγγραφική δύναμη.

«I can see the world in a grain of sand, and the heaven in a wild flower», διακηρύσσει ο Ουΐλλιαμ Μπλέηκ. Μόνο μέσα από το μικρό μπορούμε να δούμε τον κόσμο. (Και για τ’ αγριολούλουδα, άραγε, ποιος μπορεί να μιλήσει καλύτερα από τον Α.Π.;)

Γιατί, δεν είναι μόνο τακτική επιβράδυνσης της αφήγησης, η περιγραφή, και η λεπτομερής απεικόνιση, δεν υποβάλλει απλά το ρυθμό της ανάγνωσης και σύμπλευσης με τον αναγνώστη, η αξία της έγκειται στο τι επιλέγει ο συγγραφέας, και ιδιαίτερα στα επίθετα που χρησιμοποιεί γι’ αυτό. Επίθετα, τα οποία επίσης καταφρονούνται, γιατί καθυστερούν, δήθεν, την αναγνωστική πορεία και συνιστούν μια άσκοπη φλυαρία, την ίδια φλυαρία φαντάζομαι που χαρακτηρίζει τον Ντίκενς.

Λες και σκοπός της ανάγνωσης είναι να φτάσει κανείς στο τέλος, στο συμπέ-ρασμα. Ότι δεν είναι η διαδικασία και οι διεργασίες, οι περιπέτειες και παγίδες των λέξεων, που συνιστούν τη μαγεία της, το τέλος, την εντελέχειά του, η μορφή που γοητεύει, παρά ότι είναι οι ιδέες, οι απόψεις, τα κοινωνικά, ως επί το πλείστον, μηνύματα, η έτοιμη, η μασημένη τροφή. Οι απόψεις από τις οποίες ήδη εμφορούνται, όσοι διαβάζουν, προσδοκώντας από την ανάγνωση την επιβεβαίωσή τους. Κι έτσι αξιολογούν το έργο. Μ’ αυτό το κριτήριο. Ότι στις ιδέες βρίσκεται η αξία ενός έργου.

Ο Παπαδιαμάντης προσκυνά ευλαβικά το μικρό, το οποίο, έχει την ευλογία να προσλαμβάνει ως μέγα.

Πενιχρά έπιπλα, σημειώνω ευθύς εξ αρχής, το επίθετο. Και βαθαίνω στο «πενιχρά», γιατί εγώ το ξέρω καλά το επίθετο. Όσοι δεν γνωρίζουν τη λέξη, πάνε βιαστικοί παρακάτω. Κι όλο στο παρακάτω βρίσκονται. Κι όταν περατώνουν την ανάγνωση, ίσως τότε να πέσουν, για μια στιγμή, στον πανικό, πως δεν έχουν ξεκινήσει το διάβασμα, πως δεν έχουν μπει ακόμα μέσα στο βιβλίο. Ότι δεν μπόρεσαν να αφήσουν το χέρι τους στη χούφτα του συγγραφέα, να τους οδηγήσει εκείνος. Ότι δεν έχουν προσωπικό χρόνο.

Θέλω να πω, πως αξιωνόμαστε, να αναδειχτούμε αναγνώστες ενός βιβλίου.

Και η Χαδούλα; «Με δυο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της», όχι μόνο προοικονομώντας έτσι τη δράση ο Α.Π., αλλά δίνοντας ταυτόχρονα μια πρώτη, ελάχιστη, νύξη του παράλογου, του αφύσικου και παραμυθητικού, που θα λάβει χώρα στη συνέχεια.

Χαίρομαι να συνεχίζω την ανάγνωση, καθώς σκαλώνω σε τέτοιες υπαινικτικές προειδοποιήσεις – άδολα αφηγηματικά τεχνάσματα για τα πάθη και την αναπόληση της ηρωίδας, ώστε να γίνει μια πρώτη αναδρομή της βασανισμένης ζωής της Φραγκογιαννούς, μια αβρή διεργασία αποπλάνησης και γητείας, η καλόβολη παγίδευση του αναγνώστη στον μύθο, για να προλειάνει επίσης και να μαλακώσει τα συμβάντα ο συγγραφέας. Να προειδοποιήσει διακριτικά και να προφυλάξει τον αναγνώστη από την επερχόμενη φρίκη.

Το πρώτο δηλαδή κυνηγητό της μάνας της Φραγκογιαννούς, από τους κλέφτες του Καρατάσου και του Γάτσου, πριν τη μεγάλη, δική της καταδίωξη, αυτή τη λειτουργία επιτελεί.

            «Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθέν της –την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών–, και τ’αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ’ αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς».

            Αυτό το «λάφυρον», με παραπέμπει στην ανθοδέσμη της νύφης, κι όποιος το πιάσει, την ίδια μοίρα θα έχει (ο διώκτης αύριο, θα κυνηγηθεί και ο ίδιος).

            Είπαμε, ο κάθε αναγνώστης και μία ερμηνεία. Το τόνιζαν οι νεοκριτικοί, ογδόντα τόσα χρόνια πριν, το υποστήριζε και ο δικός μας, ο Γιώργος Σεφέρης: «Είμαστε η ερμηνεία μας».

            Και παρακάτω, «γίγας ο πεύκος μεταξύ νάνων».

            Η υπερβολή είναι κυρίαρχο γνώρισμα του παπαδιαμαντικού κόσμου. Μόνο που την υπερβολή, εμείς, την προσλαμβάνουμε ως τέτοια, όχι ο αφηγητής που βιώνει έναν κόσμο μαγεμένο, σε τεράστιες διαστάσεις. Ωσάν θαύμα.

            «Οι τρεις άντρες έτρεξαν, την επροσπέρασαν, και εξηκολούθουν να τρέχουν» (οι κλέφτες δεν την είδαν τη μάνα της Χαδούλας, «στραβώθηκαν», παρ’ όλο που αυτή ήταν μπροστά στα μάτια τους).

            Ο αφηγητής δεν σταματά να υπαινίσσεται, δεν δηλώνει όμως, περιγράφει, όντας μέσα και ο ίδιος, στο συμβάν, μέσα στο θαύμα.

Κι ο νοών, νοείτο.

Ο αναγνώστης, ας διαλέξει το ρόλο του σ’ αυτήν την ιστορία. Γιατί δεν την είδαν άραγε οι διώκτες της; Ποια νομοτέλεια, τι είδους τυχαιότητα, διέπει τη ζωή του καθενός;

Το όνειρο στον Α.Π., ως μέσον αναπόλησης και αναδρομής, ως αφηγηματικός τρόπος, η πανταχού παρούσα, υποδόροια ειρωνεία, ο πιο φανερός αυτοσαρκασμός, η νοσταλγία, όχι ως παρελθούσα όμως κατάσταση, παρά ως μελλοντική προοπτική. Ως θαλπωρή και καταφύγιο και ελπίδα επανεκκίνησης. Στο χτες εναποθέτει. Ο Α.Π. ζει με τη νοσταλγία.

Φαντασιώνεται πως είναι σε θέση να ανατρέψει και να δημιουργήσει μια άλλη πραγματικότητα με το χτες. Και γι’ αυτό γράφει.

Η εμπρόθετη, συνειδητή επανάληψη επιλέγεται για εμπέδωση των έντονων καταστάσεων, περισσότερο για τον ίδιο τον συγγραφέα. (Όπως η ίδια η εμφάνιση των στραγγαλισμένων βρεφών στα νομίσματα, και στα φυτά, και στα τρομακτικά όνειρα της Φραγκογιαννούς).

            Οι διακοπές της δράσης, ο επίλογος των κεφαλαίων, ξαφνικές σαν τσεκουριές, ώστε να στηθεί το σκηνικό καινούργιο πάλι, και αποκαθαρμένο. Το μοντάζ στην ανέλιξη της ιστορίας της «Φόνισσας», οι διαδοχικές, αυτόνομες σκηνές, δεν σ’ αφήνουν να πλήξεις, όσο κι αν πολλοί έχουν προσάψει την πλήξη ως ελάττωμα του παπαδιαμαντικού έργου. Δεν πλήττεις ποτέ, παρ’ εκτός και την πλήξη την φέρεις μέσα σου. Σε κάθε νέο σκηνικό φυσάει μια άλλη αύρα. «Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ’ επήγε διά τον ταρσανάν». Τόσο απότομα και τελεσίδικα τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο.

            «Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης˙ το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της».

            Με αυτό, το πολυσύνδετο σχήμα, αρχίζει ένα καινούργιο, το δεύτερο κεφάλαιο. Ανεξάρτητο σχεδόν από το πρώτο, δανείζοντας έναν φρέσκο χρόνο στον αναγνώστη του. Αν πέσεις στα ίδια σκότη, δεν είναι ευθύνη του αφηγητή, αφού ερήμην και του ιδίου συντελούνται τα γεγονότα. Άλλη μέρα, η ίδια μέρα.

            Δεν πρόκειται να συνεχίσω στον ίδιο ρυθμό και για τα υπόλοιπα κεφάλαια της «Φόνισσας», γιατί θα επαληθεύσω το φόβο μου, που μόλις ακούω κάποιον ομιλητή να δηλώνει αρχίζοντας, πως θα είναι σύντομος, πανικοβάλλομαι, γιατί γνωρίζω πως το αντίθετο ακριβώς θα συμβεί.

Θα πηδήξω τώρα βιαστικά, από κλαδί σε κλαδί, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, προσπαθώντας να περισυλλέξω ελάχιστα δείγματα, περιστέλλοντας τη ζέση μου.

            Ούτε σκοπεύω να υποτιμήσω, σε κάθε περίπτωση, τις κοινωνικές καταγγελ-τικές θέσεις του Α.Π., τη συμπόνοια και αγανάκτησή του για την φτώχεια, τον μεροκαματιάρη, τους βασανισμένους συντοπίτες του, για την αναλγησία της εξουσίας, τη φρικτή καταπίεση της γυναίκας, και την τραγική μοίρα της, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, με την προίκα να την εξαχριώνει ακόμη πιο πολύ, ή και άλλες, ενδιάθετες σκέψεις φιλοσοφικού και άλλου προβληματισμού, τις οποίες, «κατά το εικός και το αναγκαίον», παρεμβάλλει το αφηγητής, όπως βεβαίως, κι εκείνον τον υφέρποντα φλογερό ερωτισμό του.

            Όμως εμένα, ό,τι με γοητεύει πιο πολύ στον Α.Π., είναι ο ρυθμός της αφήγησης, η σιωπή κι ο υπαινιγμός, η επιλογή των δικών του λέξεων, η αύρα της ποίησης που διαπερνά κάθε σελίδα του, οι πυκνές νοήματος αλληγορικές περιγρα-φές του, το παπαδιαμαντικό ύφος. «Είχεν υποψιθυρίσει χωρίς κανείς να την ακούσει μέσα της». Το «υποψιθυρίσει», φερ’ειπείν, συγκινεί περισσότερο από μια διαπίστω-ση, γιατί εμπεριέχει, αποκαλύπτει ένα ολόκληρο κόσμο με συγκεκριμένη στάση ζωής.

            Αυτή η συγγραφική «δολιότητα», η διεργασία της νόμιμης αποπλάνησης του αναγνώστη, καταφαίνεται, επί παραδείγματι, στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου. «Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτον ικανή να το κάμει ποτέ. Και η ίδια δεν το επίστευε» (την ώρα που γεννιόνται δηλαδή τα κορίτσια, να τα καρυδοπνίγει).

           Απαλείφονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι υποψίες του αναγνώστη ότι προοι-κονομεί ο συγγραφέας κάτι τέτοιο, απίθανο. Γιατί θέλει, ο Α.Π., να ξαφνιαστεί ακόμη πιο πολύ ο αναγνώστης, να τον συλλάβει απολύτως εξαπήνης αργότερα.

            Καταλογίζουν στον Α.Π. ότι η δράση, η πλοκή του, είναι ισχνή. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Γιατί η πλοκή του, είναι εσωτερική, πρόκειται για την πολυσύν-θετη διαπλοκή των χαρακτήρων του. Εκεί εκτυλίσσεται, ξεδιπλώνεται το δράμα των ηρώων του, όσο και της δικής του ύπαρξης.

            Σκέπτομαι ακόμα, πως πιο χαρακτηριστικός γυναικείος χαρακτήρας, από την Φραγκογιαννού, δεν υπάρχει, κι ας τον θεωρεί η Γαλάτεια Καζαντζάκη «ανύπαρκτο και απίθανο τύπο».

            Εκείνο, ωστόσο, που βρίσκω συγκλονιστικό στη νουβέλα, είναι η ταύτιση του συγγραφέα με την «Φόνισσα».

Η στέρεα και κατακαθισμένη θέση του, πως δεν υπάρχει γενικός χαρακτηρισμός των πράξεων, αλλά αυτές αναδεικνύονται ως καλές ή κακές, η κάθε μία, ειδικά και ξεχωριστά, και δεν έχουν από πριν τον χαρακτηρισμό τους, προτού συντελεστούν. Ανάλογα με τον δράστη, τις συνθήκες, με την πραγματικότητα των εμπλεκομένων, χαρακτηρίζονται και ονοματίζονται.

            Η συνταύτιση με την «Φόνισσα», η ενσυναίσθησή του γι’ αυτήν, τον καθιστά έναν αδέκαστο παρατηρητή. Αυτός, μόνο καταγράφει και αποτυπώνει, ό,τι συντελεί-ται, χωρίς να λαμβάνει θέση κι ο ίδιος. Να καταδικάζει ή να επαινεί. Δεν αποδέχεται έναν παρόμοιο ρόλο. Το δράμα εξελίσσεται κι όλοι μας είμαστε θεατές του και οιονεί συμμέτοχοι.

            Θεατές παράλληλα και της ίδιας, της δικής μας ζωής, ωσάν το δράμα που λαμβάνει χώρα να είναι και το δικό μας.

            Όλοι μας έχουμε λόγο να πράττουμε ό,τι πράττουμε. Η λογοτεχνία δεν ποδη-γετεί, δεν κατηχεί, δεν κρίνει. Δείχνει.

          Ο Μούρος, ο γιος της Φραγογιαννούς, ο δολοφόνος, το απόβρασμα της μικρής κοινωνίας, ως μια τρυφερή ψυχή φαντάζει σε μένα, ένα παιδί οργισμένο, που έχει τα χίλια δίκια να οργίζεται, παραλογισμένος από την αδικία του κόσμου.

            «Αφήστε τον παιδιά, παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τον σκοτώνετε παιδιά με το καμιτσίκι», παρακαλεί η μάνα τους χωροφύλακες. Η μάνα, η συγγραφι-κή περσόνα.

            Αλλά και οι χωροφύλακες, δεν είναι στερεοτυπικές φιγούρες. Ο ένας απάν-θρωπος. Ο άλλος, πονεσιάρης: «Αχ, έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ κάμπτων τον λίχανον της δεξιάς χειρός και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως δια να τον δαγκάσει μετά σείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας ξηλώσουν».

            Γιατί αυτή η λεπτομερής περιγραφή;

Επειδή αναγνωρίζει πως ο καθένας μας είναι φυλακισμένος στο ρόλο του κι εκεί μόνο μπορεί να «παίξει». Και γι’ αυτό το λόγο, γι’ αυτήν την άδικη μοίρα του, τον συμπονεί ο συγγραφέας. Επειδή ακριβώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στον προκαθορισμένο ρόλο.

            Εμποτισμένος, επομένως, με μια βαθιά μελαγχολία, ως εσαεί παρατηρητής, περιγράφει, καταγράφει τις συμπεριφορές, τα «εύλογα ανομήματα» των ανθρώπων του νησιού του, εναποθέτοντας τις ελπίδες του μόνο στους ελαφροΐσκιωτους, καθώς ο ίδιος. Στους σημαδιακούς και αταίριαστους. «Α, ιδού, κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο –μάλλον το ενάντιον–» και θαυμάζει όσους «ψηλώνει ο νους τους».

            Γιατί η υπέρβαση των ορίων είναι που γοητεύει. Αυτή τον συνεπαίρνει. Αυτή δίνει το νόημα στην ύπαρξη. Αυτή δικαιώνει τον άνθρωπο. Κι ο συγγραφέας, ο αληθινός, βρίσκεται πάντα από τη μεριά του θύτη. Δεν είναι με το θύμα. Επειδή ίσως αυτό διεκδικεί και μπορεί να προσδοκά στη δικαιοσύνη. Και ίσως την λάβει κάποτε. Βρίσκει το θύτη να υποφέρει περισσότερο.

            «Δεν κάνεις τον κόπο ν’ ανάψεις το καντήλι μάνα;

Αν θέλεις, σήκω συ κι άναψέ το, δεν έχω χέρια», απαντά η «Φόνισσα». Κι όμως, μ’ αυτά τα χέρια καρυδώνει τα βρέφη.

            Αλλά και η φύση είναι ύπουλη και φθονερή. Μαγεμένη, σε συνέργεια και συμπαιγνία στο μοχθηρό παιχνίδι της πραγματικότητας. Γι’ αυτό κι οι επίμονα λεπτομερείς περιγραφές του τοπίου. «Η ποίηση δεν είναι ζήτημα προσώπων, αλλά τόπων», ανακαλώ τον Wallace Stevens. Οι τόποι στον Α.Π. είναι που κυοφορούν, που αναδεικνύουν τα πρόσωπα, που τα γεννούν.

            «Η γραία ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ’Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόσμους πλατάνους˙ ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποια έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου».

Ντρέπομαι που κόβω την περιγραφή για λόγους οικονομίας.

            Ο Α.Π. σκάβει στο ασυνείδητο, εξορύττει επίμονα, με έξαψη και οίστρο. Από εκεί ξεπηδούν ταυτόχρονα, μαζί, η Φραγκογιαννού η Φόνισσα κι η Φραγκογιαννού, μια ζωή ιάτρισσα. Πάντα στην προσφορά, στην υπηρεσία των άλλων. Των αντρών, των παιδιών της, και των βρεφών, που τους αφαιρεί τη ζωή, σε όσους και όσες θεραπεύει με τα μαντζούνια της, όλους «για το καλό τους».

            Μέγας ψυχαναλυτής ο Α.Π. πριν από τους εμβληματικούς ψυχαναλυτές του αιώνα, σημειώνει: «Κι ενόμιζεν ότι έφευγεν τον κίνδυνον και την συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερεν μαζί της. Και εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν. Και η ειρκτή και η κόλασις, ήτο μέσα της».

            Αυτός ο θρήσκος, όπως πολλοί τον θέλουν, ο πιστός λέω εγώ, δεν διστάζει να παραδεχτεί, «αχ, η κάθε αμαρτία, έχει και τη γλύκα της».

            Η απόλυτη, συγκινητική συνταύτιση με την ηρωίδα του, καταξιώνεται σε μια φαινομενικά αδιάφορη περιγραφή απόπειρας πνιγμού δύο μικρών κοριτσιών. «Η Γιαννού εθώπευσε τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον και το εν εφώναξεν. Μάνα».

            Το ΙΣΤ κεφάλαιο κλείνει ως εξής: «Καλά, τρέξε. Και η Φραγκογιαννού έτρεχε». Για ν’ ακολουθήσει, στα δύο τελευταία, το ΙΖ και το ΙΗ, η μεγάλη καταδίωξη.

            «Δεν ήτο δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, με αιματωμένους τους πόδας, δυστυχή γυναίκα – περί της ενοχής της οποίας δεν ήτο καν βέβαιος». Και ο αγροφύλαξ, πάλι ο Α.Π. Και οι τελευταίες λέξεις της Χαδούλας πριν πνιγεί και η ίδια: «Ω, να το προικιό μου».

Ό,τι της κληροδότησε ο Θεός, η μοίρα, η ζωή. Η προίκα της. Μια υπόσχεση διαψευσθείσα.

            Κι όμως, «όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάσει, κι όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη». Ετούτο είχε ακούσει η Χαδούλα από τον πνευματικό της. Πως το είχε πει ο Χριστός. Ίσως θα’πρεπε αυτά τα λόγια του Παπαδιαμάντη, να κρατήσουμε.   

  

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ»

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

 Εκδόσεις Πατάκη 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular