Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η πτώση, Παντελής Καψής, 2011 Το έτος μηδέν της κεντροαριστεράς, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

«Μνημόνια υπέγραψαν όλοι, γιατί την πλήρωσε μόνο το ΠΑΣΟΚ;»

Ο Παντελής Καψής στο βιβλίο του Η Πτώση, Τo έτος μηδέν της Κεντροαριστεράς, Μεταίχμιο 2023, αλλά και σε συνεντεύξεις που παραχώρησε μετά την έκδοσή του, δηλώνει ότι καταπιάστηκε με το συγκεκριμένο θέμα στην προσπάθειά του να κατανοήσει το γεγονός ότι «ενώ όλα τα κόμματα υπέγραψαν Μνημόνιο, μόνο το ΠΑΣΟΚ είχε τόσο μεγάλο πολιτικό κόστος».

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι δυο ευρύτερα αποδεκτές και διαδεδομένες απόψεις που θεωρούν πως ερμηνεύουν το φαινόμενο αυτό δεν τον ικανοποιούσαν. Θυμίζουμε ότι η πρώτη αποδίδει την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ στο ότι «έβαλε τη χώρα στα μνημόνια», ενώ η δεύτερη – διαδεδομένη περισσότερο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ – αποδίδει την εκλογική του κατάρρευση στο ότι χρεώθηκε και πλήρωσε «τις αμαρτίες άλλων και ιδίως της κυβέρνησης Καραμανλή». Η πρώτη ερμηνεία μπορεί να θεωρηθεί μερικώς και μόνο αληθής για τον απλό λόγο ότι και τα αλλά δυο κόμματα εξουσίας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψαν μνημόνια αλλά κάτι τέτοιο δεν οδήγησε και στην δική τους κατάρρευση. Η δεύτερη, εμπεριέχει με τη σειρά της στοιχεία αλήθειας, αλλά είναι εξίσου ανεπαρκής. Όντως, το μέγεθος του δυσθεώρητου ελλείματος της χώρας (15.6% του ΑΕΠ), όπως αποκαλύφθηκε επισήμως ένα και πλέον έτος μετά τις εκλογές του 2009 (15/11/2010) έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή. Όμως οι όροι εκτίναξής του θεμελιώθηκαν δεκαετίες πριν. Επιπλέον, ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου μπορούσε να πάει σε εκλογές αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του πραγματικού ελλείματος, δεν το έπραξε. Με αποτέλεσμα να  χρεωθεί, σχεδόν οικειοθελώς, τα συνεχή δυσβάστακτα μέτρα που   επέβαλαν οι δανειστές στη χώρα.

Έτσι, ο Παντελής Καψής προσπαθώντας να απαντήσει στο βασικό του ερώτημα σ’ αυτό το λίαν αποκαλυπτικό, εξαιρετικά δομημένο και προσεκτικά ντοκουμεταρισμένο βιβλίο αναδεικνύει το «παράδοξο», που συνήθως παραβλέπει ο καθημερινός πολιτικός λόγος. Ενώ τα δυο άλλα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) διάνυσαν μια εν πολλοίς ομοειδή  διαδρομή μεταλλασσόμενα από «αντιμνημονιακά» σε «μνημονιακά» (ΝΔ Ζάππεια, ΣΥΡΙΖΑ  «kolotoumpa) μπορεί να απώλεσαν περιστασιακά μέρος της εκλογικής τους δύναμης, αλλά παραμένουν βασικοί διεκδικητές της εξουσίας, όταν το ΠΑΣΟΚ, αν και εκ των πραγμάτων δικαιώθηκε για την απόφασή του να αντιμετωπίσει με το όποιο κόστος το σοβαρό πρόβλημα της χώρας, σχεδόν εξανεμίστηκε και παραμένει μέχρι και σήμερα αισθητά συρρικνωμένο, σκιά του ένδοξου παρελθόντος του, αδυνατώντας να ανακάμψει.

Ας σημειώσουμε ότι το φαινόμενο της συρρίκνωσης του  ΠΑΣΟΚ, γνωστό πλέον διεθνώς με τον όρο Pasokification που δηλώνει την μείωση της εκλογικής επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 2010 και την ταυτόχρονη ανάδυση εθνικιστικών, αριστερών ή δεξιών εναλλακτικών, εντάσσεται  αναλυτικά στην  ιστορικά αναγνωρισμένη «τάση» συμπίεσης του πολιτικού κέντρου σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής Κρίσης (π.χ. Δημοκρατία της Βαϊμάρης).

Αυτή η «συμπίεση» δεν θα ενδιέφερε ιδιαίτερα (κόμματα εμφανίζονται, μεσουρανούν και εξαφανίζονται) αν δεν είχε και σοβαρές επιπτώσεις συνολικά στην πολιτική ζωή της χώρας, όπως σημειώνει ο Καψής. Επειδή αυξάνει την πολιτική ένταση μεταξύ των δυο άλλων άκρων του πολιτικού συνεχές, με αποτέλεσμα την αδυναμία επίτευξης στοιχειώδους πολιτικής συναίνεσης. Δηλαδή, η πολιτική ένταση καταστρέφει το απαραίτητο εκείνο πολιτικό «εργαλείο» που έχει απόλυτη ανάγκη μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, ώστε να ανταπεξέλθει στις σύνθετες απαιτήσεις του μέλλοντος. Επιπλέον, και ίσως το πλέον σημαντικό, η «κρίση εκπροσώπησης του μεσαίου χώρου», που προέκυψε ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου φαινομένου, πάει χέρι χέρι με την «πόλωση στην κοινωνία», φαινόμενο ακόμα πιο επικίνδυνο και καταστροφικό για την κοινωνική συνοχή, κατά την άποψή μου.

Με την έννοια αυτή, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει το βιβλίο του Παντελή Καψή ως ένα σημαντικό έργο πολιτικής «αυτογνωσίας». Ένα έργο που ανατέμνοντας μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας μας, που εξακολουθεί να μας επηρεάζει άμεσα μέχρι σήμερα και κατά τα φαινόμενα θα μας επηρεάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν εκλείψουν οι οικονομικοί και κοινωνικοί όροι που αυτή επέβαλε στη χώρα και τους πολίτες.

Με άλλα λόγια, τα ερωτήματα εκκίνησης που θέτει ο Καψής και η διερεύνησή τους εν συνεχεία, όχι μόνο δεν αποτελούν μια ακαδημαϊκού χαρακτήρα εργασία πολιτικής ιστορίας, – γραμμένη με τη μορφή δημοσιογραφικής προσέγγισης και ανάλυσης-, αλλά λειτουργούν ως επερωτήσεις για την ζώσα πολιτική κατάσταση της χώρας. Για αυτόν τον λόγο, κατά την άποψή μου, ο καλύτερος τρόπος να διαβαστεί το βιβλίο του Καψή δεν είναι να παραμείνει ο αναγνώστης στην προσεκτική εκ των έσω θέαση των γεγονότων της έντονα συναισθηματικά φορτισμένης περιόδου, ικανοποιώντας την όποια περιέργειά του, αλλά να προβληματιστεί ουσιαστικά για τα χαρακτηριστικά του πολιτικού μας συστήματος και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, καθώς και  Ελλήνων πολιτών σε σχέση με την ικανότητα  κατανόησης των δυνατοτήτων τους, αλλά και των δυνατοτήτων της χώρας στο σύγχρονο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Ο Παντελής Καψής, βέβαια, ως πολύπειρος δημοσιογράφος και, ταυτόχρονα πρόσωπο που θήτευσε σε πολιτικές θέσεις, γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι οι απαντήσεις τόσο στο αρχικό του ερώτημα, όσο και σε επιμέρους που αναδύονται στη συνέχεια του βιβλίου του, θα είναι πάντα ατελείς. Παρ’ όλα αυτά, ακολουθώντας τη γνωστή ρήση του ποιητή που θέλει το ταξίδι να ‘ναι πιο ενδιαφέρον από τον τελικό προορισμό του, αναδεικνύει, αναλύει και αξιολογεί τα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου, παραθέτοντας επιλεγμένα αποσπάσματα από βιβλία των πρωταγωνιστών αλλά και δηλώσεις τους που έγιναν στον τύπο ή συνεργάτες τους.

Μεθοδολογικά ο Παντελής Καψής χωρίζει το βιβλίο του σε είκοσι ένα επιμέρους κεφάλαια, ενώ συμπληρωματικά και υποβοηθητικά για την ανάλυσή του και τον αναγνώστη παραθέτει εισαγωγικά ένα αναλυτικό Χρονικό της Κατάρρευσης, όπου εν είδει ημερολογίου μας θυμίζει όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής  από την Κυριακή, 10 Οκτωβρίου 2009, όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει της εκλογές με το συντριπτικό ποσοστό του 43.9% μέχρι και την Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου 2011, όταν ορκίζεται η Κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Το «ημερολόγιο» αυτό αναδεικνύει από τη μια την  πυκνότητα του πολιτικού χρόνου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και από την άλλη βάζει τα γεγονότα σε μια τάξη, που θα αποδειχθεί πολύ χρήσιμη για τους αναγνώστες εν συνεχεία. Ακόμα και για όσους από εμάς ζήσαμε από πρώτο χέρι και έντονα τη συγκεκριμένη περίοδο. ΄

Συμπληρωματικά στα βασικά κεφάλαια παρατίθενται επιπλέον στο τέλος του βιβλίου: α) οι  Σημειώσεις, όπου συνοπτικά ο συγγραφέας μας θυμίζει όρους της εποχής που έρχονται και επανέρχονται στην ανάλυση (π.χ. swaps, μεσοπρόθεσμο κ.ά.), β) Το Πρωταγωνιστές και Ρολίστες, όπου ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τα «βιογραφικά»  των ανθρώπων που διαδραμάτισαν ρόλο στην συγκεκριμένη περίοδο ή σχετίζονται με κάποιο τρόπο μαζί της, Εδώ η σύντομη πληροφόρηση συνδυάζεται αριστοτεχνικά με αιχμές κριτικής αποτίμησης και χιούμορ. Ενδεικτικά: «Αλέκος Αλαβάνος: Διετέλεσε Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και έδωσε οικειοθελώς τη θέση του στον Αλέξη Τσίπρα. Μετά το μετάνιωσε αλλά ήταν αργά. ‘’Και ο Ιησούς έπεσε έξω’’ δήλωσε σε μια κρίση ταπεινοφροσύνης».

Στο κύριο σώμα του βιβλίου, ο αναγνώστης πριν προχωρήσει στην ανάγνωση των 21 βασικών κεφαλαίων που προαναφέρθηκαν, θα απολαύσει μια σφικτή και καλογραμμένη εισαγωγή που καλύπτει όλο το υπό εξέταση χρονικό διάστημα και δίνει το στίγμα της θέασης του Καψή στα γεγονότα.

Στα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ο συγγραφέας αναδεικνύει μέσα από μια «προσωπική ιστορία» αυτό που θα μπορούσαμε, καταφεύγοντας σε ένα δάνειο όρο από την ψυχιατρική, να χαρακτηρίσουμε ως γενέθλιο «τραυματικό γεγονός». Πρόκειται για το «τραύμα» που, όπως θα δείξει στη συνέχεια της προσέγγισής του, προσδιόρισε πολλές όψεις της διακυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, πέρα από το βαθμό που το έπραξε η προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά του άντρα. Αφορά στην επιχείρηση ανατροπής του από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ένα «καλά οργανωμένο πραξικόπημα», όπως το χαρακτηρίζει ο Καψής. Εξυφάνθηκε λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές του 2007 και εκδηλώθηκε το βράδυ της εκλογικής αποτυχίας του ΠΑΣΟΚ, όταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος ζήτησε στο Ζάππειο την παραίτησή του Γιώργου («μια αψυχολόγητη πράξη»). Στόχος του «πραξικοπήματος» ήταν να αναλάβει τη αρχηγία του κόμματος ο Βενιζέλος με την υποστήριξη του Λαμπράκη και του Βήματος (όχι των Νέων), του Μπόμπολο αλλά και του ίδιου του Σημίτη.

Η αποτυχία του «πραξικοπήματος», εν πολλοίς, μας λέει ο Παντελής Καψής, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι διοργανωτές τους απευθύνονταν στο «εθνικό ακροατήριο», ενώ ο Γιώργος (και λόγω ονόματος) έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του κόμματος. Προκάλεσε, όμως, ανεπανόρθωτη «ρήξη» στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, πέρα από το γεγονός ότι γύρισε μπούμερακ και στο συγκότημα Λαμπράκη. Επιπλέον και το σοβαρότερο, στέρησε από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, την εποχή των δύσκολων αποφάσεων, την ύπαρξη ενός δυναμικού πολιτικού κέντρου στελεχωμένου από πεπειραμένους στη διακυβέρνηση της χώρας βουλευτές και υπουργούς, που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τη βάση του κόμματος. Η απουσία αυτού του Κέντρου υποκαταστάθηκε από τους λεγόμενους  «κηπουρούς» του Γιώργου, στελέχη που στην πλειονότητά τους όχι μόνο δεν διέθεταν κυβερνητική εμπειρία αλλά και δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της βάσης του κόμματος. Με δυο λόγια, το 2007 δημιουργήθηκαν οι όροι αποκοπής της ηγεσίας τόσο από την πραγματικότητα της χώρας όσο και από τη βάση του κόμματος, παρά το γεγονός ότι το όνομα Παπανδρέου δρούσε υποστηρικτικά για τον Γιώργο και «μετρούσε» πάντα στη κομματική βάση.

Στα επόμενα τρία κεφάλαια ο Καψής (Λεφτά υπάρχουν, Δεν είναι Τσάρος, Έλλειψη Κατανόησης) φωτίζει τη στροφή του Γιώργου στο λαϊκισμό και την παροχολογία κατά την προεκλογική περίοδο και τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές. Περιγράφει επίσης την αδυναμία του υπουργού οικονομικών, κ. Παπακωνσταντίνου να επιβάλει τις αυτονόητες πολιτικές που υπαγόρευε η σκληρή πραγματικότητα, αλλά και συνολικά την αδυναμία που επέδειξε όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και το πολιτικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ και της χώρας – πέρα από τους Εταίρους – να αντιληφθούν εγκαίρως την κατάσταση και να πάρουν τα απαιτούμενα μέτρα.

Η Ανώμαλη Προσγείωση στην πραγματικότητα για τον Γιώργο Παπανδρέου συνέβη στο Νταβός (κεφάλαιο 7) τέλη Ιανουαρίου του 2010. Τότε συνειδητοποιεί ότι χωρίς την έγκριση των ευρωπαίων εταίρων το ΔΝΤ δεν μπορεί να εμπλακεί σε πρόγραμμα διάσωσης της χώρας. Εξάλλου, από τη μια τα χρήματα του Ταμείου δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις υπέρμετρες ανάγκες της χώρας και από την άλλη η ΕΕ δεν είχε αναπτύξει κατάλληλους θεσμούς, μηχανισμούς και εργαλεία για την αντιμετώπιση μιας τόσο σύνθετης κατάστασης. Το αφήγημα του Γιώργου (κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα) μπορεί να ακουγόταν με συμπάθεια από τους ομολόγους του, υπέσκαπτε όμως την αξιοπιστία της χώρας και, επιπλέον, επέτεινε την ήδη αρνητική αντιμετώπιση του ξένου, λαϊκίστικου και όχι μόνο τύπου. Έτσι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – και ιδιαίτερα η Μέρκελ – επεδείκνυαν σκληρότητα και έθετα υπέρμετρες απαιτήσεις στη χώρα, για να μην εκτεθούν στα εθνικά τους ακροατήρια και απωλέσουν την εκλογική τους υποστήριξη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία ανάπτυξης ενός άλλου αφηγήματος ( Ένα Άλλο Αφήγημα, κεφάλαιο 9), όταν η Λαγκάρντ, πραγματοποιώντας τη μεγάλη υπέρβαση, κατηγόρησε ευθέως τη Γερμανία ότι φέρει ευθύνες για τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ευρωζώνη», προβάλλοντας στην πράξη μια άλλη διευρυμένη, συστημική ερμηνεία και για την Ελληνική κρίση, πέρα από την λαϊκίστικη (Τεμπέληδες Έλληνες, κεφάλαιο 8).

Στις Δυο Γραμμές στη Γερμανία, ο Καψής αλλάζει την οπτική προσέγγισης και αναδεικνύει το ρόλο του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Από τη μια οι καθυστερήσεις που προσπαθούσε για εσωτερικούς λόγους να κρατήσει η Μέρκελ σε συνδυασμό με τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιούσε έναντι της χώρας μας για εκλογικούς λόγους. Από την άλλη, η θέση του «φιλοευρωπαίου» Σόιμπλε, που θεωρούσε ότι ένα «προσωρινό»  Grexit (θεωρία αδύναμου κρίκου), θα λειτουργούσε ενισχυτικά για την ενότητα της ευρωζώνης από την μια και ταυτόχρονα ως ένα «καλό» μάθημα για όσες χώρες δεν θα τηρούσαν με ευλάβεια τη δημοσιονομική πειθαρχία από την άλλη. Αυτή που ως πανάκεια επέβαλε.

Έτσι, παρά τις ανησυχίες που εξέφραζε ο Ομπάμα για τη διεθνή οικονομική κατάσταση, οι ευρωπαίοι αποδεικνύονται ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν εγκαίρως και αποτελεσματικά την Κρίση, Μόνο μετά από επιμονή της Μέρκελ, που παρά την αρνητική της στάση και τους δισταγμούς της για την παροχή βοήθειας, φοβόταν ότι πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα λειτουργούσε ως ντόμινο και θα οδηγούσε σε επιθέσεις και στις οικονομίες και άλλων χωρών, το ΔΝΤ εμπλέκεται στην ελληνική, βλέπε εν συνεχεία ευρωπαϊκή, Κρίση.

Είναι γνωστό ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας προκλήθηκε κατά παρέκκλιση «στους όρους λειτουργίας του», και κόντρα στην απαιτούμενη και προηγούμενη αναδιάρθρωση του χρέους, που απέφευγαν οι Ευρωπαίοι για τον γνωστό λόγο της μεγάλης έκθεσης των Τραπεζών τους στα ελληνικά ομόλογα. Το ερώτημα, λοιπόν, που εγείρεται είναι γιατί «το ΔΝΤ αποδέχθηκε μια τόσο κακή λύση», ένα σχέδιο καταδικασμένο σε αποτυχία, όσο κι αν αξιωματούχοι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη έδειχναν αρχικά πεπεισμένοι για το αντίθετο.

Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι άλλη από την πολιτική εντολή. Η ‘Άγνωστη Συμφωνία Ομπάμα – Μέρκελ «εξηγεί πολλά παράδοξα». Ας μην ξεχνάμε ότι η συμφωνία εγκρίθηκε 18 μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman… Αν η αναδιάρθρωση είχε προηγηθεί, «το χρέος θα μειωθεί κατά 18 μονάδες του ΑΕΠ και θα είχαμε ένα πιο ήπιο και γι’ αυτό λιγότερο τιμωρητικό Μνημόνιο». «Η Μέρκελ ικανοποίησε το αίτημα του Ομπάμα να μην κουρευτεί το χρέος κι αυτός της το ανταπέδωσε προσφέροντας το ΔΝΤ στο πιάτο. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να την πείσει ότι ‘’στύβοντας την ήδη τραυματισμένη ελληνική οικονομία θα ήταν αντοιπαραγωγικό’’».

Φτάνουμε, λοιπόν, στο να ψηφιστεί το Πρώτο Μνημόνιο από την Ελληνική Βουλή (8-05-2010), ενώ η Αθήνα συνταράσσεται από ογκώδεις διαδηλώσεις και την πυρπόληση της MARFIN που προκάλεσε την δολοφονία (ο όρος δικός μου) τριών ανθρώπων. Η ψήφιση του Μνημονίου προκαλεί τις πρώτες διαγραφές από το ΠΑΣΟΚ (τρεις βουλευτές) και αυτή της Ντόρας Μπακογιάννη από την ΝΔ, επειδή το υπερψήφισε. Ο κύκλος των πολιτικών σεισμών που ακολούθησαν έχει ανοίξει, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς αρνείται κάθε είδους συναίνεση και λίγο αργότερα στο Ζάππειο (7/07/2010) υπόσχεται να μηδενίσει το χρέος σε 18 μήνες (!!).

Πόσο ανεπαρκείς αποδείχθηκε το πολιτικό προσωπικό της χώρας στην πλέον κρίσιμη για την νεότερη ιστορία της στιγμή, δικαιούται να σκεφτεί ο αναγνώστης, κατά την ανάγνωση του βιβλίο… Αν κι ο Παντελής Καψής με την αστική ευγένεια που διαθέτει μένει μόνο στην περιγραφή γεγονότων και χαρακτηριστικών και δεν καταφεύγει ποτέ σε γενικούς αφορισμούς. Εμείς, όμως, είμαστε ελεύθεροι να το κάνουμε..

Το λάθος Μνημόνιο (κεφάλαιο 12) είναι γεγονός. Στην ερώτηση του Κώστα Σημίτη «γιατί η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε αυτή τη συμφωνία και δεν αντέδρασε για να πετύχει μια καλύτερη λύση», ο ίδιος δίνει την απάντηση: «γιατί δεν ήξερε να κάνει αλλιώς». Δεν είχε σχέδιο, δεν είχε δική της αντίληψη για τα πράγματα, σπατάλησε χρόνο σε αδιέξοδες συζητήσεις (είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα τα «σεμινάρια» του Γιώργου στο Υπουργικό Συμβούλιο ακόμα και τον Ιανουάριο του 2010) και έτσι, όταν πια η στάση πληρωμών ήταν προ των πυλών «συμφώνησε για να προλάβει το χειρότερο».

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης του βιβλίου θα μπορούσε δικαιολογημένα να αναρωτηθεί, μαζί μας. Σαφώς η ελληνική κυβέρνηση ήταν πλήρως απροετοίμαστη και ακατάλληλη, όπως αποδείχθηκε, στο να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση. , αλλά μήπως ομοίως απροετοίμαστοι ήταν η αξιωματική και η ελάσσονα αντιπολίτευση, καθώς και οι Έλληνες πολίτες; Μήπως οι ερμηνείες για την όλη αντιμετώπιση της Κρίσης υπερβαίνουν τους όρους διαχείρισης της οικονομίας και αφορούν το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας; Μήπως εκτείνονται και στη εξέταση της νοοτροπίας των Ελλήνων πολιτικών, που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτεύματός μας, εδώ και πολλές δεκαετίες και διακατέχει τον μέσο Έλληνα πολίτη; Γιατί οι Κύπριοι, για παράδειγμα, συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά;

Στο επόμενο κεφάλαιο Από τα πρώιμα τρακτέρ στη Μαρφίν (13) ο Παντελής Καψής μας θυμίζει το κλίμα που επικράτησε στη χώρα εκείνη την τόσο κοντινή και ταυτόχρονα μακρινή εποχή. Πριν και μετά την ψήφιση του Μνημονίου «είχαμε βροχή κινητοποιήσεων από επαγγελματικούς φορείς και συνδικάτα». Η κοινωνία «απολύτως ανέτοιμη να αποδεχθεί την ανάγκη μέτρων για τον περιορισμό των ελλειμάτων». Δεν υπάρχει επαγγελματική ομάδα που να μην κινητοποιηθεί – ακόμα και οι πλέον προνομιούχες- με αιτήματα εκτός τόπου, χρόνου και λογικής, ενώ η ανεργία εκτοξεύεται, χιλιάδες μαγαζιά κλείνουν και η δραστική μείωση του εισοδήματος μεγάλου μέρους του πληθυσμού δικαιολογούν ότι οι «κινητοποιήσεις δεν γίνονται στο κενό». Υπάρχει συνεχής «βομβαρδισμός μέτρων και αλλαγών χωρίς τέλος. Ήταν αναπόφευκτο η κοινή γνώμη να είναι στα κάγκελα».

Οι τριγμοί στην κοινωνία αλλά και στο σύνολο των κομμάτων είναι συνεχείς. Η Ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ που από καιρό (2008) θεωρεί ότι το κόμμα έχει καταντήσει «αριστερίστικη σέχτα», μετά κι από την «εκπαραθύρωση» του Φ. Κουβέλη από τους αντιπροσώπους του επικείμενου συνεδρίου, που ενορχήστρωσε μια αριστερίστικη ομάδα στην οργάνωση της Καλλιθέας, θα αποχωρήσει τελικά από το κόμμα ιδρύοντας την ΔΗΜΑΡ (27/06/2010).

Τις τάσεις αναδιάρθρωσης των πολιτικών δυνάμεων της χώρας επιτείνουν τα συνεχή νέα μέτρα (Από το ‘’όχι νέα μέτρα στη νέα λιτότητα, κεφάλαιο 15). Η αναγκαιότητα αυτών διαφαίνεται την επομένη της επιτυχίας του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές (14/11/2010), όταν η Γιούροστατ ανακοινώνει (15/11/2010) πως το πραγματικό ύψος του ελλείματος της χώρας φτάνει το 15.6%!!!. Το «λεφτά υπάρχουν» πλέον ηχεί όχι ως απλή «απρονοησία» αλλά ως κακόγουστο αστείο. Η κοινωνική έκρηξη και [ο] Εσωκομματικός Εμφύλιος (κεφάλαιο (16) ξεσπούν αδυσώπητα. «Η κυβέρνηση επιχειρεί την κατά μέτωπο σύγκρουση με τον ιστορικό πυρήνα της μεταπολιτευτικής της εκλογικής επιρροής» εκτιμά ο Δημήτρης Μαυρίδης (Public Issue) σε εκείνη τη φάση.

Το κύμα και η ένταση των απεργιών, καθώς και οι μεθοδευμένες από την αντιπολίτευση και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ επιδείξεις δύναμης, με σκοπό πλέον το διασυρμό κάθε είδους κρατικής οντότητας (πχ. μεταφορά μεταναστών από Κρήτη, Κερατέα) ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, ενώ η κυβερνητική αδυναμία και ο εσωτερικός εμφύλιος των υπουργών τονίζουν το γεγονός ότι Το κράτος σηκώνει τα χέρια ψηλά (κεφάλαιο 18). Οι Βουλευτές [βρίσκονται] στα όριά τους (κεφάλαιο 19), οι εκκλήσεις του Γιώργου Παπανδρέου για στοιχειώδη συναίνεση, ακόμα κι αν αυτός χρειαζόταν να αποχωρήσει από την Πρωθυπουργία υπονομεύονται και πέφτουν στο κενό. Αυτή η στάση φαντάζει ακατανόητη στους Ευρωπαίους αξιωματούχους, που εντωμεταξύ η κρίση στην Ιρλανδία και Πορτογαλία έχει κάνει ακόμα πιο απαιτητικούς. Οι πιέσεις για εθνική συναίνεση εκ μέρους τους είναι συνεχείς. Ο Όλι Ρεν, μάλιστα, θέτει την επίτευξη συναίνεσης της μείζονος αντιπολίτευσης ως προϋπόθεση για «την απελευθέρωση της επόμενης δόσης. ‘’Αν αυτό είναι εφικτό για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία γιατί να μην είναι και για την Ελλάδα;». Η συναίνεση όμως αποτελεί είδος σε σπανή στον τόπο μας.

Αντίθετα τα βίαια επεισόδια και με την ανοιχτή και ενεργή συμμετοχή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι καθημερινά. Οργανωμένο σχέδιο εκ μέρους του ή όχι; Μπορεί κάτι τέτοιο να μην είναι δυνατό να αποδειχθεί αλλά το αποτέλεσμα είναι σαφές: καρπώνεται άμεσα τη βίαια συμπεριφορά εναντίον κυρίως στελεχών του ΠΑΣΟΚ αφομοιώνοντας ταχύτατα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Ο αριστερίστικό λαϊκισμός τελικά αποδίδει σε περίοδο κρίσης; Είναι ένα απ’ όσα μπορεί ν’ αναρωτηθεί ο αναγνώστης.

Η αρχή της κατάρρευσης της κυβέρνησης του Γιώργου τοποθετείται από τον Παντελή Καψή την 15η Ιουνίου του 2011. Όταν «πρότεινε στον Αντώνη Σαμαρά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας» δηλώνοντας μάλιστα ότι «αν είμαι εγώ το πρόβλημα να κάνω στην άκρη». Η πρόταση διαρρέει αμέσως στον τύπο κι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να κυβερνήσει», ζητώντας εκλογές. Από τη μεριά του το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι η ΝΔ επίτηδες διέρρευσε τη συνομιλία, αφού προηγουμένως την υπονόμευσε θέτοντας όρο την από κοινού μετάβαση των δυο αρχηγών στις Βρυξέλες με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. «Ενδεικτική ασφαλώς για το πόσο εκτός τόπου και χρόνου ήταν η αξιωματική αντιπολίτευση», σχολιάζει ο συγγραφέας.

Παρά το αρνητικό κλίμα, στο επίπεδο της οικονομίας επικρατεί μια σχετική σταθεροποίηση, αλλά οι έντονες αντιδράσεις της κοινωνίας συνεχίζονται απρόσκοπτα. Μετά τον ανασχηματισμό της 17ης Ιουνίου και τη τοποθέτηση του Βαγγέλη Βενιζέλου στο Υπουργείο Οικονομικών, ακολουθεί και η απόφαση των εταίρων τον Ιούλιο του 2011 στο Συμβούλιο Κορυφής για την επιμήκυνση των ελληνικών δανείων «με μείωση των επιτοκίων» και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα για πρώτη φορά, απόφαση που άνοιγε το δρόμο για την αναδιάρθρωση του χρέους, γεγονός εξαιρετικά σημαντικό. Όμως τον Σεπτέμβριο ο Βενιζέλος ανακοινώνει ξαφνικά τη διακοπή των συζητήσεων με την τρόικα, με αφορμή το αίτημά της για πρόσθετα μέτρα (1.7 δις το 2012), θεωρώντας ότι το θέμα «πρέπει να πάει στο Γιούρογκρουπ» ως αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης.» Ήταν ένα ακατανόητο λάθος», σημειώνει ο Καψής. Οι διαπραγματεύσεις, ως γνωστόν, είχαν εκχωρηθεί στη τρόικα. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης Τρόικας – Βενιζέλου ήταν η λήψη σκληρότερων μέτρων και η ήττα του Βενιζέλου, όταν ο Σόιμπλε επαναφέρει την  πρόταση της «φιλικής» εξόδου από το € και «η Αθήνα πανικοβλήθηκε». Τα πρόσθετα μέτρα ήταν το τέλος ακινήτων και η περίφημη «εφεδρεία» στο δημόσιο. Ο Βενιζέλος «δεν είχε άδικο», όταν θεωρούσε ταπεινωτικό για τον ίδιο και τη χώρα να διαπραγματεύεται για τόσο σοβαρά θέματα με «χαμηλόβαθμα» στελέχη στης τρόικας, όμως «η αντίδρασή του… γύρισε μπούμερανγκ».

Το τελικό χτύπημα και η Κατάρρευση (κεφάλαιο 21) της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου ήρθε μετά τα γνωστά επεισόδια της 28ης Οκτωβρίου 2011. Την παραμονή οι εταίροι έχουν συμφωνήσει «επί της αρχής» για την αναδιάρθρωση του χρέους (50%) και την παροχή πρόσθετης βοήθειας 130 δις στη χώρα. Η ευκαιρία είναι μεγάλη. Όμως η κατάσταση τόσο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ όσο και στην κοινωνία είναι εκτός ελέγχου. Σε όλη την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του εορτασμού σημειώνονται σοβαρά επεισόδια. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις ότι δυο μπλοκ διακόπτουν την παρέλαση και προπηλακίζουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια «τον οποίο κάποιοι αποκάλεσαν ‘’προδότη’’».  Το ένα μπλοκ αποτελείται από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, συνδικαλιστές και αντιεξουσιαστές και το άλλο «πιο αλλοπρόσαλλο» από «Δεν πληρώνω», ακροδεξιούς και διαφωνούντες με την κάρτα του πολίτη και το 666. Στα Τρίκαλα γρονθοκοπείται βουλευτής του ΠΑΣΟΚ από στέλεχος του κόμματος, ενώ μαθητές παρελαύνουν με μαύρα περιβραχιόνια σε όλη την χώρα και ένας μουτζώνει του επισήμους, απολαμβάνοντας όχι μόνο πλήρη ασυλία αλλά και θετική προβολή. Ο Μανόλης Γλέζος, μάλιστα, δηλώνει ότι οι Θεσσαλονικείς αποκατέστησαν  «το πραγματικό νόημα της 28ης Οκτωβρίου», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ χαιρετίζει τα επεισόδια.

Ο Γιώργος Παπανδρέου γαλουχημένος με τον «Ανένδοτο», τον αντιδικτατορικό αγώνα και την πορεία προς την Αλλαγή «ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί ότι ο ίδιος θα ήταν η εξαίρεση, ο μόνος στην οικογένεια που θα πήγαινε κόντρα στο λαϊκό ρεύμα». Η παλιά ιδέα του για δημοψήφισμα (αφού κάθε προσπάθειά του για στοιχειώδη συναίνεση έχει αποτύχει) επανέρχεται το βράδυ της επομένης σε σύσκεψη στο Καστρί, σε πολύ στενό κύκλο συνεργατών του (Καστανίδης, Ρέππας, Πετσάλνικος). Την επομένη ανακοινώνεται στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να τεθεί εκ νέου σε κανένα όργανο, ως συνήθως. Το κλίμα είναι «μουδιασμένο», έντονα αντιδρά μόνο ο Λοβέρδος φωνάζοντας «αυτό είναι λάθος», ενώ στα πηγαδάκια συζητιέται ότι είναι αδύνατο να υποστηρίξουν το δημοψήφισμα, αφού «δεν μπορούμε να πάμε καν στις παρελάσεις».

Το αυθόρμητο και παρορμητικό της κίνησης Παπανδρέου αναδεικνύει κατά τον Καψή και το βασικό πρόβλημα της Κυβέρνησής του: «την απουσία ενός πολιτικού κέντρου» και κατ’  επέκταση ενός πολιτικού σχεδίου. Τα δυο αυτά επέδρασαν δραματικά στην αδυναμία χάραξης επικοινωνιακής πολιτικής, στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και «την αποδοχή των μέτρων από την κοινωνία». Επιπλέον, η Κρίση υποτιμήθηκε αρχικά και στην πραγματικότητα η Κυβέρνηση δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη του Μνημονίου. Έτσι, το πολιτικό της προσωπικό εξαντλήθηκε στην κυριολεξία ενώ «διαψεύδονταν διαρκώς οι προσδοκίες για τη σταθεροποίηση της οικονομίας».

Το γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά. Οι αγορές την επομένη της ανακοίνωσης αντιδρούν εξαιρετικά αρνητικά, τα χρηματιστήρια πέφτουν, τα σπρεντ εκτοξεύονται, «της Ιταλίας 450 μονάδες» και η πολιτική υποδοχή της πρότασης αναμενόμενη. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Monde κυκλοφορεί με τίτλο «Τι μύγα τσίμπησε τον Γιώργο;», ενώ στο διεθνή τύπο η σωτηρία του € δεν θεωρείται πλέον δεδομένη. «Χειρότερη στιγμή για να ανακοινώσει το δημοψήφισμα ο Γιώργος δεν θα μπορούσε να υπάρξει», σημειώνει ο συγγραφέας.

Ο Παπανδρέου θα κληθεί στη συνεδρίαση των G-7 στις Κάννες, όπου η Μέρκελ και ο Σαρκοζί θα του ξεκαθαρίσουν ότι δημοψήφισμα σημαίνει μέσα ή έξω από το €. Ο Μπαρόζο στο περιθώριο της διάσκεψης, αφού συνεννοηθεί προηγουμένως με τον Σαμαρά που επιθυμεί «απεγνωσμένα» να αποφευχθεί το δημοψήφισμα και δηλώνει ότι δέχεται πλέον κυβέρνηση εθνικής ενότητας, θα πάρει παράμερα τον Βενιζέλο, λέγοντάς του «πρέπει να σκοτώσουμε το δημοψήφισμα». Ο Βενιζέλος θα αντιληφθεί την κατάσταση. Πιθανώς, θα συμπεράνει ο αναγνώστης, και την ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς του 2007.

Οι προειδοποιήσεις συνεργάτη του Παπανδρέου «να περιμένει δήλωση του Βενιζέλου» δεν ανησυχούν τον Γιώργο, που είναι σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. «Αποκλείεται να το κάνει αυτό ο Βαγγέλης», σημειώνει ο Καψής ότι φέρεται να απάντησε. Ο Βενιζέλος, όμως, κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο θα σκοτώσει με τη γνωστή δήλωσή του το δημοψήφισμα. «Η θέση της Ελλάδας στο ευρώ είναι μια ιστορική κατάκτηση της χώρας που δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το κεκτημένο αυτό του ελληνικού λαού δεν μπορεί να εξαρτηθεί από τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος».

Όμως, ήδη πριν να αναχωρήσουν οι δυο τους για τις Κάννες η κυβέρνηση δεν διέθεται πλέον πλειοψηφία στη Βουλή, αφού πέντε βουλευτές είχαν γνωστοποιήσει την πρόθεσή τους να καταψηφίσουν την πρόταση (Μιρέλα Αποστολάκη, Βάσω Παπανδρέου, Εύα Καϊλή Χαρά Κεφαλίδου, Κωστας Καρτάλης). Εξάλλου, ο ίδιος ο Παπανδρέου εξηγώντας σε συνέντευξή του, γιατί δεν επέμενε στην πρότασή υποστηρίξε χαρακτηριστικά πως στις Κάννες «είχα ήδη ανατραπεί».

Λίγα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 2015 ο Γιώργος Παπανδρέου θα μείνει εκτός Βουλής, αφού πρώτα «ανταπέδωσε» με τη δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ το χτύπημα στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Το ΠΑΣΟΚ υφίσταται κυριολεκτικά πανωλεθρία στις εκλογές του Ιανουαρίου (4,68%), γεγονός που αναγκάζει τον Βενιζέλο να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος. «Ο κύκλος που είχε ανοίξει 8 χρόνια πριν έκλεισε με την πολιτική περιθωριοποίηση και των δυο πρωταγωνιστών», παρατηρεί εύστοχα ο συγγραφέας, κλείνοντας το βιβλίο.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του  βιβλίου του Παντελή Καψή εύλογα θα αναρωτηθούμε μαζί του: αν τότε συνέβησαν όλα αυτά, θα μπορούσαν να συμβούν διαφορετικά και τι ακριβώς επέδρασε στο να συμβούν όπως συνέβησαν; Ο τρόπος γραφής του, όμως, δεν μας κάνει ούτε μια στιγμή οφθαλμολάγνους του παρελθόντος. Αντίθετα, συμβάλει στο να περιηγηθούμε το παρελθόν ως ενεργοί πολίτες και να εξάγουμε συμπεράσματα για το δέον γενέσθαι για το σήμερα. Αφού, το «αν» ως προς τα γεγονότα του χτες δεν έχει καμία αξία, αλλά η άριστη γνώση τους ενδεχομένως μας προστατεύει από την επανάληψη των ίδιων λαθών στο παρόν και το μέλλον. Πιστεύω ότι αυτή ήταν και η απώτερη πρόθεση του συγγραφέα που για να επιτύχει το σκοπό του έβαλε απέναντι από όλους μας – και ιδιαίτερα το πολιτικό προσωπικό της χώρας – έναν καθρέφτη. Η πράξη του είναι βέβαιο ότι ενοχλεί. Είναι, όμως, πράξη θάρρους, που απαίτησε εκ μέρους του και μεγάλη ψυχική αντοχή. Ο Παντελής Καψής, όμως, ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων, είναι προφανές ότι διαθέτει τόσο αντοχή όσο και θάρρος.

Υ.Γ. Είναι προφανές ότι μια τόσο εκτεταμένη ανάγνωση ενός βιβλίου δεν είναι κατάλληλη για βιβλιοκριτική παρουσίασή του, αφού «αποκαλύπτει» μέρος του βιβλίου, Αν και το βιβλίου του Παντελή Καψή, Η πτώση, 2011 Το έτος μηδέν της κεντροαριστεράς, είναι τόσο πλούσιο κείμενο που για να το περιγράψει κανείς αναλυτικά απαιτούνται διπλάσιες σελίδες απ’ αυτές του ίδιου. Ομολογώ, λοιπόν, ότι αυτό το είδος της ανάγνωσης, προέκυψε ως εσωτερική ανάγκη αναστοχασμού εκείνης της εποχής και το σημαντικών γεγονότων που συνδέονται μαζί της, επειδή την έζησα έντονα. Στο χώρο της Εκπαίδευσης, βέβαια, όπου θήτευα ως Σχολικός Σύμβουλος. Μπαίνω λοιπόν στον πειρασμό να καταθέσω δυο πολύ ενδεικτικά επεισόδια.

Το πρώτο αφορά στο γεγονός ότι δεν ήταν μόνο η πολιτική ηγεσία του τόπου που αδυνατούσε να κατανοήσει το πρόβλημα της χώρας και σε ποια ακριβώς κατάσταση βρισκόμαστε ως χώρα εκείνη την εποχή. Το γεγονός έχει ως εξής: Πρέπει να ήταν τέλος Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου του 2009, όταν δέχτηκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο ένα  μήνυμα, όπου περιγραφόταν αναλυτικά μια εξαιρετική πρόταση αναδιάρθρωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με τον τίτλο «Νέο Σχολείο». Το σχέδιο ήταν άψογο με μια μικρή λεπτομέρεια: αφορούσε μια χώρα με ευκολία χρηματοδότησης του εκπαιδευτικού της συστήματος και στοιχειώδες κλίμα συναίνεσης, όταν ήδη οι φήμες για αδυναμία πληρωμής των μισθών μας ήταν εντονότατες και το κλίμα ήδη τεταμένο. Απάντησα στους εκλεκτούς φίλους που είχαν συντάξει την πρόταση «τρελός παπάς σας βάπτισε». Εν συνεχεία όμως πάλεψα μαζί τους, παρά το γεγονός ότι δεν άνηκα πολιτικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ αλλά στην ανανεωτική αριστερά, για την υλοποίηση της πρότασης αυτής. Όπως και για μια σειρά άλλες΄(βλ. αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων, mentoring  εκπαιδευτικών, ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αναδιάρθρωση σχολικού δικτύου κλπ.). Επρόκειτο για μια δέσμη μέτρων που είχε επεξεργαστεί το επιτελείο της Άννας Διαμαντοπούλου, όλοι άνθρωποι με καλή γνώση των χρόνιων προβλημάτων του χώρου. Μια συνολική πρόταση που για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες επιχειρούσε την ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού μας σύστημα, αλλά ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι θα συναντούσε έντονες συντεχνιακές και τοπικιστικές  αντιδράσεις για το σύνολο των προαναφερθέντων μεταρρυθμίσεων.

Το δεύτερο επεισόδιο συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με το πρώτο και είναι ενδεικτικό και αυτό της κουλτούρας που καλλιέργησε το ΠΑΣΟΚ και αναγκαστικά συγκρούστηκε μαζί της. Θα ήταν ίσως αρχές Μαρτίου του 2010 που διασταυρώθηκα στις σκάλες των γραφείων της εκπαιδευτικής διεύθυνσης πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ήταν και το δικό μου γραφείο, με τον επικεφαλής συνδικαλιστή της ΠΑΣΚ και αιρετό εκπρόσωπο των εκπαιδευτικών στο τοπικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Γνωριζόμαστε, από τη συμμετοχή μου ως σχολικός σύμβουλος στο συμβούλιο αυτό, όταν λειτουργούσε ως συμβούλιο επιλογής διευθυντών σχολείων. Νομομαθής και με νοοτροπία γραφειοκράτη,  πάντα σε αγαστή συνεργασία με τον έτερο αιρετό της Αριστεράς, είχαν την αίσθηση ότι αυτοί διευθύνουν το συμβούλιο και επιλέγουν στην πράξη τους διευθυντές σχολείων. Είχα ήδη συγκρουστεί μαζί τους επί κυβερνήσεως ΝΔ, αλλά χαιρετηθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για το πώς πάνε τα πράγματα στο χώρο. Τότε του εξέφρασα την άποψή μου λέγοντας του ότι η Διαμαντοπούλου για πρώτη φορά μετά από χρόνια που είχα επαφή με το Υπουργείο από το 2003, ως μέλος του ΔΣ της Ένωσης Σχολικών Συμβούλων, έμοιαζε  να έχει ένα όραμα για την Εκπαίδευση και να εργάζεται για την υλοποίησή του. Με κοίταξε υποτιμητικά και μου γύρισε την πλάτη, απατώντας ξερά: «Αν η Διαμαντοπούλου νομίζει ότι διοικεί το Υπουργείο Παιδείας,  θα της δείξουμε εμείς ποιος το διοικεί στην πραγματικότητα». Προφανώς, εννοούσε τον εαυτό του, κάποια στελέχη της ΠΑΣΚ, γιατί γνώρισα και εξαιρετικούς συνδικαλιστές της και γενικότερα το λεγόμενο βαθύ ΠΑΣΟΚ. Ασς σημειώσω εδώ ότι ο εν λόγω συνδικαλιστής δεν έμεινε για πολύ καιρό ακόμα, στην ΠΑΣΚ, που εγκατέλειψε  για να περάσει στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου εδώ και χρόνια είναι επικεφαλής της συνδικαλιστικής του παράταξης στην ίδια περιοχή. Οι μεταρρυθμίσεις της Άννας Διαμαντοπούλου εκκρεμούν ακόμα…

Τέλος, μια μικρή παρατήρηση ως προς το βιβλίο. Ο Παντελής Καψής ορθός παραμένει στο βιβλίο του στην αναζήτηση ερμηνειών μέσα από ντοκουμέντα και φτάνει μόνο στην περιγραφή στοιχείων του χαρακτήρα των βασικών πρωταγωνιστών. Δεν θα μπορούσε εξάλλου, να κάνει διαφορετικά λόγω της διπλής του ιδιότητας, του δημοσιογράφου και πολιτικού. Προσωπικά με την αυθαιρεσία που διαθέτει ο ερασιτέχνης αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο σκέφτηκα ότι το φαινόμενο της «τιμωρίας» του ΠΑΣΟΚ από τους ίδιους τους οπαδούς του, δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με εργαλεία της ορθολογικής πολιτικής ανάλυσης, αλλά και με δάνεια από το χώρο της πολιτικής ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Συνοπτικά, καταθέτω μια σκέψη που έχω διατυπώσει και σε άλλα κείμενα. Στην πατρίδα μας για διάφορους λόγους που σχετίζονται βέβαια με τη «φύση» του πολιτικού μας συστήματος, το Κράτος δεν λειτουργεί ως το Υπέρ Εγώ – Πατέρας που επιβάλει απαγορεύσεις και διαμορφώνει έτσι νοοτροπίες και στάσεις των πολιτών του, αλλά ως ένα Μαστός –  Μητέρα που βυζαίνει συνεχώς στα παιδιά της – πολίτες. Όταν η ροή γάλατος σταμάτησε ξαφνικά, τα βρέφη – πολίτες επαναστάτησαν. Και επειδή το Κράτος στην Ελλάδα ταυτίζεται με το Κόμμα Εξουσίας κι αυτό ήταν για πολλές δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ στο «πρόσωπό του» οι Έλληνες πολίτες «τιμώρησαν» την Μητέρα που σταμάτησε να τους βυζαίνει και ταυτόχρονα να νανουρίζει…

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular