Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, ο Κωστής Παλαμάς φεύγει από τη ζωή στα 84 του χρόνια

Σαν σήμερα το 1943 πεθαίνει σε ηλικία 84 ετών ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα, ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου 1943, είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα του, Μαρία. Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

Η κηδεία του την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο. «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα», είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα «Παλαμάς», που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή.

Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή για να καταθέσει στεφάνι. Τότε ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά -περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος-, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλο τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “ζήτω η ελευθερία του πνεύματος”. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε “ζήτω η ελευθερία”!».

Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «Γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.

Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την «Τρισεύγενη» (1903), αλλά και τον ολυμπιακό ύμνο, που μελοποίησε ο Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Σαμάρας.

Πηγή: Φως on line

Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας

Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»


Δόξα στὸ Μεσολόγγι

(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι – ἀπόσπασμα)

Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,

Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.

Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου

Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες

Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,

Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,

Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.


Τὸ Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ

Κ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
Κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.Οἱ καταφρονεμένοι μ᾿ ἀγκαλιάσανε
και σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιό μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου.

Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μία μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἴσαστ᾿ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!

Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν᾿ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῇ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομῶντα σου ὁ ναὸς μ᾿ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.

Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ᾿ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θᾶμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.

Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορῶνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μέσ᾿ τὸν Παρθενώνα.

Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθᾶ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρικὴ τοῦ Ὀλύμπου λαμπεράδα.

Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ᾿ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπῃ ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἶν᾿ ἐδῶ κάπου μιὰ ζωή, καὶ εἶν᾿ ἄξια γιὰ νὰ ζήσῃ.

Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ᾿ ἐσένα, ὦ Γῆ Πανάγια καὶ ὦ πρώτη μου πατρίδα.
Σ᾿ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ᾿ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχὴ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!

(1913)


Ἡ Κασσιανή

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.


Μυστικὴ Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσῃς.

Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μοῦ λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;

Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.


Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!

Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!

Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,

εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,

κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.

Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,

ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!

Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·

δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.


Στὴ Νεολαία μας

Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα:
Μεθύστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.

1η Νοεμβρίου 1940


Ἡ ἐληά

Εἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα
ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή,
κι ἡ τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γύρω νεκρωμένη
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.

Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία
δὲ μοῦ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲν βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.

Φρίκη κι ἐρμιά, νερὰ καὶ σκότη
τὴν γὴν ἐθάψαν μιὰ φορά…
Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ἐμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.

Ἐδῶ στὸν ἥσκιο μ᾿ ἀποκάτου
ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθεῖ,
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθεῖ.
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.

Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,
τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸ φωτίζω,
σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.


Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.

Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή.
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ,
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι,
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ,
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα,
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά,
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη,
τὸν καβαλλάρη νηστικό,
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή,
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.


Τὸ καλοκαίρι

Ὁ κόσμος λάμπει
σὰν ἕνα ἀστέρι,
βουνὰ καὶ κάμποι,
δένδρα, νερά,
γιορτάζουν πάλι,
καθὼς προβάλει
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Φωνοῦλες γέλια
φέρνει τ᾿ ἀγέρι
μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλια
τὰ καρπερά.
Παιδιὰ ἀγγελούδια
ψέλνουν τραγούδια
στὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Τὴν ὥρα τούτη
σκορπᾶ ἕνα χέρι
χάδια καὶ πλούτη,
κι ἡ γῆ φορᾶ,
σὰν μιὰ πορφύρα.
Ζωῆς πλημμύρα
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Ἡ φύσις πέρα
ὦ νέοι καὶ γέροι,
σὰ μιὰ μητέρα
μᾶς καρτερᾶ.
Ἡ φύσις ὅλη
σὰν περιβόλι
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!


Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912


Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα

Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου

Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων…
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.


Γύριζε

«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»

(1908)


Ἀνατολή

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.


Ἡ ἀσάλευτη ζωή

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.

καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.

Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»

Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.

Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!

Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.

Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»

Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».

1903


Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι

Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι
ἀμέτρητοι γιγάντων κόσμοι καὶ θηρίων,
ὁ Γαλαξίας, ἥλιων ὠκεανός, ὁ Ὠρίων,
τὰ Ζώδια, τοῦ Ἀπείρου τέρατα καὶ τρόμοι.

Μουγκρίζει ὁ Λέων στὴν ἐρμιὰ τῶν αἰθερίων,
κι ἡ Λύρα παίζει, καὶ σὰν τρόπαιο καὶ ἡ Κόμη
τῆς Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοὶ καὶ νόμοι
μέσα στὸ χάος χάνονται τῶν μυστηρίων.

Καὶ μὲ τὸν Ἥλιο Κρόνος, Ἄρης, Γῆ, Ἀφροδίτη,
σέρνονται φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι
πρὸς τοῦ Ἡρακλῆ τὸ μεγαλόκοσμο μαγνήτη.

Μόνο ἡ ψυχή μου, σὰν τὸ πολικὸ τ᾿ ἀστέρι
ἀσάλευτη, ὅμως λαχταρίζοντας προσμένει.
Δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, ποῦ πάει δὲν ξέρει.


Πατρίδες


Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.

Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου


Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!

1895


Κυμοθόη

– Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
τοῦ πέλαου τὴ λαχτάρα καὶ τοῦ ἀφροῦ,
ποὺ εἶν᾿ ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα τῆς πλάσης
καὶ πέρα ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ καιροῦ;

– Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
τῶν πέλαων τὴ χαρὰ καὶ τῶν ἀφρῶν
στὰ πόδια της νὰ σέρνῃ τὸν Ἀσκραῖο,
τὸν ψάλτη τῶν ἡρώων καὶ τῶν καιρῶν.

– Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
τὰ κύματα μαγνῆτες καὶ καημοί,
χρυσὰ δελφίνια στὴ φωνή της παίζουν
καὶ στὸ κορμί.

– Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
νὰ ξεθάφτῃ στὴν ἄβυσσο θαφτὸ
τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι
τ᾿ ὀνειρευτό.

-Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
Τὸ πρόσωπό της μιὰ φεγγοβολή,
τὸ φεγγάρι στῆς θάλασσας τοὺς κόρφους
ποὺ τρέμει ἀπάνου τους καὶ τοὺς φιλεῖ.

– Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
νὰ ποτίζῃ τὸ θεῖο τραγουδιστὴ
στοῦ βασιλιὰ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι…
θνητὸς ἢ θεῖος, μακάριος ποὺ θὰ πιεῖ.


Παρνασσός

«…Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ᾿ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι᾿ εἶμαι σὰν ἕνα ἀντρόγενο, κι᾿ εἶμαι σὰν δυό, σὰν ταίρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιὰ πλάση κι᾿ ἕνας κόσμος,
π᾿ ὅσο κι᾿ ἂν δείχνονται ἄμοιαστα, τὰ κάνω ἐγὼ καὶ μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καὶ γυναίκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιὸς ἥλιος πάντα στ᾿ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ᾿ ἀστέρια.

Κ᾿ οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν᾿ ὁ στρατός μου,
καὶ τὰ πουλιά μου εἶν᾿ ὁ λαός, κ᾿ οἱ ἀϊτοί μου οἱ πολεμάρχοι,
Στὴν πιὸ ψηλή μου τὴν κορφή, στὸ ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σὰν τὸ ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατὸς μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στὰ στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι᾿ ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.

Ἐγὼ εἶμ᾿ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κι᾿ Λιάκουρα εἶμαι,
κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σὲ καιρὸ κανένα
δὲν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεὸς μ᾿ ὅποιο ὄνομα ἂν τὸν κράξεις».


Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ – γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.


Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο

Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη …

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

1896


Ὁ θάνατος τῆς Μακαρίας

Στῆς Ἀθήνας τὸ χῶμα ὁ Δίας ὁ Ἀγοραῖος
βλέπει τὰ σπλάχνα τοῦ Ἡρακλῆ γονατισμένα
στὸν ἄγγιχτο βωμό του ὁλάρφανα, ἕρμα, ξένα
ὁ Ἀργίτης φοβερός, ἀνήμπορο τὸ χρέος.

Ψυχοπονετικὸς ὁ ρήγας ὁ Ἀθηναῖος,
ἀλλ᾿ ὢ σκληρότατος χρησμὸς ποὺ τρώει τὰ φρένα!
«Ἀπὸ τὸ αἷμα σου, ὦ τρισεύγενη παρθένα,
θὰ νικηθῇ ὁ ἀνίκητος ὀχτρὸς ὁ νέος!»

Κανένας δὲ σαλεύει, ὠιμέ! παντέρμ᾿ ἡ ὀρφάνια!
Τότε γιομάτη ἀπ᾿ τῶν ἡρώων τὴν περηφάνια,
μιᾶς χώρας κ᾿ ἑνὸς γένους λυτρωτής, ὦ θεία

τρισάξια θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἀλκίδη,
φέρνεις τὰ στήθια στῆς θυσίας τὸ λεπίδι,
καὶ τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!

1896


Ὁ Ναός

Μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
ὢ τῆς ἀθώρητης θεᾶς ξεχωρισμένε
ναὲ καὶ καταμόναχε, τῆς θεᾶς ποὺ δείχνει
ἀπὸ τοῦ εἶναι της τὴν ἄβυσσο μονάχα
ἓν᾿ ἄγαλμα, καὶ κεῖνο ἀνθρωποκαμωμένο,
μ᾿ ἕνα πέπλο πυκνὸ καὶ κεῖνο σκεπασμένο.
Καὶ θαρρῶ πὼς ξανοίγω μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς στύλους
καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τοὺς βωμούς σου
τὸν Ἴωνα, τὸν δελφικὸ ἱερέα
ν᾿ ἀλλάζη τὸ λευκὸ λειτουργικὸ χιτώνα
μὲ τὸ ραβδὶ τὸ ροζωτὸ τοῦ στρατοκόπου.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι λειτουργός, τοῦ μυστηρίου
τὸ φοβερὸ κλειδὶ δὲν ἔπιασα, κι ἀκόμα
δὲν ἄγγιξα, δειλὰ ἢ ἀπότολμα, τὴν πύλη
ποὺ φέρνει στῆς ζωῆς τ᾿ ἀγνώριστα Ἐλευσίνια.
Ἁμαρτωλὸς κ᾿ ἐγώ, ναέ, στὰ πλήθη μέσα
τ᾿ ἁμαρτωλὰ ποὺ προσκυνᾶν ἐσέ, μὰ τώρα
μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
κ᾿ αἰσθάνομαι ἕνα πάγωμα νύχτας ἢ τάφου
ἀγάλια ἀγάλια ἀπάνω μου νὰ σκαρφαλώνη
καὶ νὰ τινάξω πολεμῶ τὸ μολυντήρι
τὸ κρύο ἀπὸ τὰ πάνω μου, καὶ λαχταρώντας
ἔξω σέρνω τὰ γόνατα τὰ πληγιασμένα,
ἔξω ἀπ᾿ τοὺς σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι ἀπὸ τοὺς στύλους σου, ἀπ᾿ τὰ δάση ποὺ μὲ πνίγουν,
στὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ στὸ φέγγος τῆς σελήνης.
Πάει τὸ λιβάνι πιὰ τῆς προσευχῆς, καὶ πάει
τ᾿ ὁλόχρυσο μαχαίρι τῆς θυσίας, καὶ πᾶνε
κ᾿ οἱ μεγαλόφωνοι χοροὶ καὶ λευκοφόροι
τῶν ὕμνων γύρω στοὺς βωμοὺς τοὺς φλογισμένους
καὶ παρατώντας σε, ὦ ναέ, ξαναγυρίζω
στῶν καιρῶν τὸ καλύβι τῶν πρωτανθισμένων.


Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι

Τρέχ᾿ ἡ ματιά μου ἐλεύθερη, χάνεται, σχίζει
κάτου τὰ κύματα τὰ σύννεφα ψηλά,
καὶ πάει καὶ σταματᾷ ἐκεῖ ποὺ γλυκογγίζει
καὶ μὲ τὴ θάλασσα ὁ οὐρανὸς μιλᾷ.

Κοιμᾶται τ᾿ ἀκρογιάλι, ἡ αὔρα πλέει δειλά,
ἀσπρίζει ἐδῶ πουλὶ κι ἐκεῖ οὐρανὸς μαυρίζει.
Ἡ νύχτα ἐχύθ᾿ ἡ δύσις μοναχὰ ροδίζει,
ἡ μέρα εἶναι νεκρὸς ὁποῦ χαμογελᾷ.

Μὰ καὶ τῆς δύσεως σὲ λίγο φεύγ᾿ ἡ χάρη,
καὶ μέσ᾿ στὴ λίμνη μας θὰ δοῦμε τὸ φεγγάρι
ἕνα ποτάμι ὁλόχρυσο πλατὺ νὰ κάμει.

Καὶ τότε θὰ σοῦ πῶ ἀγάπη μου δροσάτη:
-Μέσ᾿ στὴν καρδιά μας, θάλασσα πάθη γεμάτη,
ὁ Ἔρως εἶν᾿ αὐτὸ τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι.


Φαντασία

Φαντασία δέσποινα, ἔλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νοῦ,
σύρτε ἀδάμαστες δουλεῦτρες,
ὦ νεράιδες τοῦ Ρυθμοῦ,
κι ἀπ᾿ τοῦ πόθου τὰ βαθιά,
τὰ ψηλὰ τοῦ λογισμοῦ
φέρτε, φέρτε, τοῦ μαρμάρου
τ᾿ ἄνθια καὶ τοῦ χρυσαφιοῦ,
τὰ λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
καὶ ρυθμίστ᾿ ἕνα παλάτι
καὶ στυλῶστε μέσα ἐκεῖ
τοῦ Ἡλίου τὸ εἴδωλο, καὶ κεῖνο
ὑπερούσια καμωμένο
ἀπὸ ἡλιοφεγγοβολή.


Οἱ θεοί

Καὶ πρωτοεῖδε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος
τοῦ ἥλιου τὴν ἀνατολή,
καὶ νὰ τῆς γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μία μουσική,
χίλια λόγια, χίλια ἐγκώμια
πρὸς τῆς μέρας τὴν πηγή.
Κι ὅλα, ὦ θάμα, κι ὅλα, κ᾿ οἱ ὕμνοι,
καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἐγκώμια,
σκορπιστήκανε στὰ τετραπέρατα,
καὶ τὰ σάρκωσαν οἱ αἰῶνες,
καὶ γινήκανε φωτοθεοὶ
καὶ ἁρμονίας τέρατα.


Τὸ Ἠλιογέννητο

Ἡ χαρὰ τρανὴ στὸν Ὄλυμπο!
Οἱ θεοὶ μοιράζονται τὴ γῆ,
λείπει ὁ Φωτοδότης, καὶ ἄκληρος
θὰ λησμονηθῆ.
Καὶ ἦρθε ὁ Φωτοδότης κ᾿ ἔγνεψε
πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ αὐτὴ
σάλεψε καὶ ράγισε καρπόφορη,
καὶ γεννήθη τοῦ Ἡλίου τὸ νησί!
Καὶ ἦταν τὸ νησὶ χιλιόκαλο,
κ᾿ ἔζησαν ἐκεῖ τεχνίτες
καὶ εἴτανε σὰν ὑπεράνθρωποι,
γιατί κάποια ἀγάλματα ἔπλαθαν,
ὅλα ὡραῖα σὰ θεοί,
καὶ ὅλα ζωντανὰ σὰν ἄνθρωποι.


Ὀρφικὸς Ὕμνος

Ἔξω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν ἀστόχαστων,
λειτουργὸς καὶ ψάλτης ὀρφικός,
ἕναν ὕμνο ξαναφέρνω
μιᾶς λατρείας πανάρχαιας πρὸς τὸ φῶς.
Ἔτρεξε ὡς τὰ τώρα ὁ λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμὸς
ξάφνισμα στὸ βούισμα τῶν ἀνθρώπων
τῆς κιθάρας μου ὁ ρυθμός.
Νύχτα ξεκινῶ, νύχτ᾿ ἀνεβαίνω
τὴ δυσκολανέβατη κορφὴ
θέλω μόνος, θέλω πρῶτος
τ᾿ ἀπολλώνιο φῶς νὰ χαιρετίσω,
ἐνῶ κάτου στοὺς ἀνθρώπους
θὰ εἶν᾿ ἀκόμα ὁ ὕπνος καὶ τὸ σκότος.


Μολώχ

Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»


Τὸ σαΐτεμα

Καὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!


Ἔρθης δὲν ἔρθης

Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.

Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.

Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.

Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.

Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.

Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.

Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.

Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.

Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;

Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί…


Ἡ ἀπόκριση

Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!
Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.
Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:
«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.


Οἱ λύκοι

Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα…. Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.


Τριλογία τοῦ θυμοῦ

Οἱ Καλόγεροι

Εἴμαστ᾿ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ἄχαροι,
καὶ τῆς ζωῆς εἴμαστ᾿ ἐμεῖς οἱ καταλαλητάδες,
γιὰ νὰ πατᾶμε καὶ νὰ σβήνουμε εἴμαστε
τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀληθινά, τ᾿ ἄνθια καὶ τὶς λαμπάδες.
Τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἡλιόχαρα ὀχτρευόμαστε,
καὶ τὶς ἀγάπες τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ παιδιοῦ τὰ γέλια,
μὲ νεκροσάβανο σκεπάζουμε
τὸ Λόγο τὸν τετράψυχο στὰ γαληνὰ Βαγγέλια.
Εἴμαστ᾿ ὁ κούφιος ἦχος ὁ παράταιρος
στῶν κεραυνῶν τὸ ταίριασμα καὶ στῶν κελαιδημάτων,
χαλάσματα καὶ σκιάχτρα κάνουμε
τοὺς θείους ναοὺς καὶ τὰ λευκὰ κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων.
Μὰ νὰ ὁ ραγιᾶς τὰ σύντριψε τὰ σίδερα,
«Ζωή!» ὁ Τεχνίτης ἔκραξε, Σοφέ, ἀλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε καὶ τρυπώσαμε
μέσ᾿ στῶν ἐρήμων τὶς μονιὲς καὶ γίναμεν οἱ λύκοι.
Καὶ τώρα κάθε ποὺ ἀπαντήσουμε
τὴν Ὑπατία τὴν ἄτρομην Ἰδέα τὴν ἀστρομάτα,
τὴ σφάζουμε, τὴ χιλιοκομματιάζουμε,
καὶ – ὦ λύσσα! – τὰ κομμάτια της τὰ ρίχνουμε στὴ στράτα.

Ἡ βέργα τοῦ Ζωΐλου

Στὴν πλάση, ἀπὸ τῆς θάλασσας τὴ μάνητα
ὡς τὸν τριγμὸ τοῦ σαρακιοῦ, κι ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ὡς τὸ χνούδι,
καὶ μέσα στὰ βουβὰ καὶ μέσ᾿ στ᾿ ἀσίγητα,
στὰ πάντα δυσκολόβρετο κοιμᾶται ἕνα τραγούδι.
Καὶ τὸ τραγούδι τὸ ξυπνᾶνε οἱ Ὅμηροι,
σάρκα τοῦ δίνουν, ψυχή, φῶς, τὸ κάνουν πλάσμα καὶ ἄστρο,
κ᾿ ὕστερα ἐσεῖς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Μὲ τὸ τραγούδι ὑψώνεται τῆς Πολιτείας τὸ κάστρο,
μέσ᾿ στὸ τραγούδι ὁ Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι ἀπὸ τῆς λύρας τὰ ὄνειρα τὰ ἔργα τὰ μεγάλα
οἱ δόξες τῶν ἐθνῶν τῶν κοσμοξάκουστων
κρατοῦνε πρωτοβύζαχτο τοῦ τραγουδιοῦ τὸ γάλα.
Γιὰ τοῦτο πλάστες καὶ προφῆτες οἱ Ὅμηροι,
ἀταίριαστοι, ἀδασκάλευτοι, ἄκακοι, ξένοι, ὡραῖοι
μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
Ἡρώων ἀλαλάζει λαός, μιᾶς μάννας καρδιὰ κλαίει.
Μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
μὲ πρόσωπο Πεντάμορφης εἶναι γραμμέν᾿ ἡ Ἰδέα,
ζωές, ἀλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι ὅλα ὅσα λέτε, ἀστόχαστοι καὶ ἀνίδεοι, χυδαῖα!
Γιὰ τοῦτο καταριέστε τὸ τραγούδι τους,
ποὺ ρέει γοργὰ μὲ τὰ νερὰ ψηλάθε τὰ καθάρια,
ἐσεῖς, τοῦ Ξεπεσμοῦ λουλούδια ἀτίμητα
σᾶς ἔχει ὁ νοῦς ἀπόπαιδα κ᾿ ἡ ἀσκημιὰ βλαστάρια!
Γιὰ τοῦτο, ἂν κάνουν οἱ Ὅμηροι νὰ τρέμετε,
τρομάρα τοῦ ἀνεμόδαρτου στὸ δέντρο ἀπάνω φύλλου,
τῶν Ὁμήρων τους ἴσκιους δὲν τοὺς τρέμετε.
Κι αὐτοὺς χτυπᾶτε, παίρνοντας τὴ βέργα τοῦ Ζωίλου!

Ὁ ποιητής

Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. – Νὰ τος! – Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια … Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.

1901


Ὁ Δελφικὸς Ὕμνος

Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς
ἐρῶ σ᾿ ἄτε παρ᾿ ἀκρονιφῆ τόνδε πάγον …

Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ᾿ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα
ποῦ φανερώνεις, ὦ Θεέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
κοντὰ στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο! Θὰ κηρύξω
τὸ μαντικὸ τὸν τρίποδα πὼς ὤρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος καὶ πὼς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στρηφογυρισμένο
κορμί! Καὶ πὼς ἐκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ᾿ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!
Τοῦ βροντεροῦ Διὸς Ἐσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν Ἑλικώνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χορούς, ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ᾿ ἀδέρφι Σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.
Ἀπάνου ἐκεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους στοὺς θρόνους
στὰ κρυσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια, ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ του βράχου.
Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι᾿ αὐτή σου τὴ λατρεία!
Καίει τῶν ταύρων τὰ μηριὰ στοὺς ἱεροὺς βωμούς Του
ὁ Ἤφαιστος, καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σκορπίζει
ψηλὰ ψηλὰ ὡς τὸν Ὄλυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κ᾿ ἡ γλυκερόφωνη χρυσὴ κιθάρα ἁπλώνει
τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, Σὲ προσκυνάει!

1894

Πηγή: http://users.uoa.gr/

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular