***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***
Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, ο Κωστής Παλαμάς φεύγει από τη ζωή στα 84 του χρόνια
Σαν σήμερα το 1943 πεθαίνει σε ηλικία 84 ετών ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα, ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου 1943, είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα του, Μαρία. Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Η κηδεία του την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο. «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα», είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα «Παλαμάς», που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή.
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή για να καταθέσει στεφάνι. Τότε ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά -περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος-, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλο τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “ζήτω η ελευθερία του πνεύματος”. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε “ζήτω η ελευθερία”!».
Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «Γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.
Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την «Τρισεύγενη» (1903), αλλά και τον ολυμπιακό ύμνο, που μελοποίησε ο Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Σαμάρας.
Πηγή: Φως on line
Ὁ Διγενὴς κι ὁ ΧάρονταςΚαβάλλα πάει ὁ Χάροντας Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε «Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα, |
Δόξα στὸ Μεσολόγγι(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή, Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες, Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι: Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες, Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου, Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας, |
Τὸ Τραγούδι τοῦ ΣταυροῦΚ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα, Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα, Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη, Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν, Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα (1913) |
Ἡ ΚασσιανήΚύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά, Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας… Νυχτιά, Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ! Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός, |
Μυστικὴ ΠαράκλησηΔέσποινα, Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα. Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα, Πρόστρεξε, Μυροφόρα, Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσῃς. Δέσποινα, Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου, Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα, Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο, Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε· Λυπήσου, |
Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως! Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος, εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει, κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη. Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη, ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι! Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε· δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε. |
Στὴ Νεολαία μαςΑὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη 1η Νοεμβρίου 1940 |
Ἡ ἐληάΕἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία Φρίκη κι ἐρμιά, νερὰ καὶ σκότη Ἐδῶ στὸν ἥσκιο μ᾿ ἀποκάτου Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω |
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκαΤὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι, Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα· |
Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκιΘέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι, Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα, Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη, Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω |
Τὸ καλοκαίριὉ κόσμος λάμπει Φωνοῦλες γέλια Τὴν ὥρα τούτη Ἡ φύσις πέρα |
Μιὰ πίκραΤὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα: Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου, Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε, Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη, Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912 |
Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρταΓιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι |
Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μουὍσο περνᾶν τὰ χρόνια μου Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα |
Γύριζε«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη, (1908) |
ἈνατολήΓιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα, Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι, Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια, ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει, |
Ἡ ἀσάλευτη ζωήΚαὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία. Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη, Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη, Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι, Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω! 1903 |
Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξιΓύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι Μουγκρίζει ὁ Λέων στὴν ἐρμιὰ τῶν αἰθερίων, Καὶ μὲ τὸν Ἥλιο Κρόνος, Ἄρης, Γῆ, Ἀφροδίτη, Μόνο ἡ ψυχή μου, σὰν τὸ πολικὸ τ᾿ ἀστέρι |
Πατρίδες… Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα, Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου … 1895 |
Κυμοθόη– Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη, – Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη – Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη; – Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη, -Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη; – Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη |
Παρνασσός«…Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ᾿ ὄνομά μου, … Κ᾿ οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν᾿ ὁ στρατός μου, … Ἐγὼ εἶμ᾿ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κι᾿ Λιάκουρα εἶμαι, |
Ὕμνος εἰς τὴν ἈθήναΧαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη! |
Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφοΠῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ; γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη 1896 |
Ὁ θάνατος τῆς ΜακαρίαςΣτῆς Ἀθήνας τὸ χῶμα ὁ Δίας ὁ Ἀγοραῖος Ψυχοπονετικὸς ὁ ρήγας ὁ Ἀθηναῖος, Κανένας δὲ σαλεύει, ὠιμέ! παντέρμ᾿ ἡ ὀρφάνια! τρισάξια θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἀλκίδη, 1896 |
Ὁ ΝαόςΜοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου, |
Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμιΤρέχ᾿ ἡ ματιά μου ἐλεύθερη, χάνεται, σχίζει Κοιμᾶται τ᾿ ἀκρογιάλι, ἡ αὔρα πλέει δειλά, Μὰ καὶ τῆς δύσεως σὲ λίγο φεύγ᾿ ἡ χάρη, Καὶ τότε θὰ σοῦ πῶ ἀγάπη μου δροσάτη: |
ΦαντασίαΦαντασία δέσποινα, ἔλα, |
Οἱ θεοίΚαὶ πρωτοεῖδε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος |
Τὸ ἨλιογέννητοἩ χαρὰ τρανὴ στὸν Ὄλυμπο! |
Ὀρφικὸς ὝμνοςἜξω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν ἀστόχαστων, |
ΜολώχΤῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα |
Τὸ σαΐτεμαΚαὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη |
Ἔρθης δὲν ἔρθηςἜρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε, Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί, Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω |
Ἡ ἀπόκρισηἈμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες, |
Οἱ λύκοιΒοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι! (Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι. Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι, τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη, τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι! |
Τριλογία τοῦ θυμοῦΟἱ ΚαλόγεροιΕἴμαστ᾿ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ἄχαροι, Ἡ βέργα τοῦ ΖωΐλουΣτὴν πλάση, ἀπὸ τῆς θάλασσας τὴ μάνητα Ὁ ποιητήςΜόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου, 1901 |
Ὁ Δελφικὸς ὝμνοςΤὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο 1894 |
Πηγή: http://users.uoa.gr/
Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.