Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τα πρωτοβρόχια, Σπύρος Κιοσσές, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Οι μνήμες ενός αγοριού, του Τάσου, μεγαλωμένου σε μία επαρχιακή ελληνική πόλη στα τέλη του εικοστού αιώνα, αποτελούν το υλικό για το πρώτο μυθιστορηματικό πόνημα του συγγραφέα και καθηγητή του Δ.Π.Θ. και του Ε.Α.Π., ειδικευόμενου στη Δημιουργική Γραφή και τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Σπύρου Κιοσσέ. Η μικρή αυτή ιστορία ενηλικίωσης  του Τάσου τιτλοφορείται “Τα Πρωτοβρόχια“.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι όσοι μετρούν σήμερα πάνω από σαράντα χρόνια στην πλάτη τους θα αγαπήσουν ιδιαίτερα το συγκεκριμένο βιβλίο που θα τους φέρει στον νου μνήμες από τη δική τους παδική ηλικία. Πράγματι, καθώς γυρίζει τις σελίδες από τα “Πρωτοβρόχια“, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι γίνεται ξανά και ο ίδιος παιδί.

Αυτό που αξίζει στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι η οπτική των γεγονότων-συχνά καθοριστικών της εποχής, όπως το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ- μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί μία άγνωστη ατραπό στη Λογοτεχνία, ο μοναδικός,  όμως, τρόπος με τον οποίο ο Κιοσσές αναδιηγείται αυτές τις παιδικές αναμνήσεις καθιστά αναντίρρητα το πόνημά του ξεχωριστό. Έτσι, ένα ατύχημα πάνω στο παιχνίδι μπορεί να σημάνει για ένα παιδί το τέλος του κόσμου και το γεγονός ότι κάποιοι νεοφερμένοι ήρθαν στη γειτονιά μπορεί να είναι κοσμοϊστορικής σημασίας, όπως άλλωστε και οι ψείρες που κάνουν βόλτα στο κεφάλι του. Και φυσικά, ο θάνατος, το διαζύγιο και τα ερωτικά ξυπνήματα της εφηβείας, ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε γεγονότα καθοριστικά για την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες δε είναι οι αφηγήσεις σχετικά με το πως βίωναν τα παιδιά τις γιορτές, αλλά και κάποιες “τελετουργίες”, όπως το πλύσιμο στη σκάφη και η εξομολόγηση στον ιερέα.

Αλληλεγγύη, ανταγωνισμός στις σχέσεις μεταξύ των παιδιών και ακόρεστη περιέργεια για να γνωρίσουν τον κόσμο που τα περιβάλλει και να αποκρυπτογραφήσουν επιτέλους το “μυστήριο” των ενηλίκων, αυτά είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στην ανέμελη και αθώα ζωή ενός μικρού παιδιού. Όλα τα παιδιά εξάλλου βιάζονται να μεγαλώσουν- ή μήπως όχι; Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και οι ίδιοι οι μεγάλοι υπήρξαν κάποτε παιδιά…

Πόσο περίεργο μου φαίνεται. Η μαμά παιδί. Δηλαδή κανονικά δεν είναι περίεργο, όλοι οι άνθρωποι πρώτα είναι παιδιά, μετά μεγάλοι, μετά γιαγιάδες και παππούδες. Απλώς είναι δύσκολο να φανταστείς ειδικά τη μαμά και τον μπαμπά παιδιά σαν κι εμάς. Τους φαντάζεσαι πάντα μεγάλους. Να ξέρουν πάντα ποιο είναι το σωστό, να σου λένε τι πρέπει να κάνεις και τι να μην κάνεις. Κι εμείς να τους ακούμε“.

Πότε μεγαλώνουμε τελικά; Πότε επιτέλους συμβαίνει αυτή η καθοριστική τομή στη ζωή μας και πώς θα το καταλάβουμε; Έχουν, άραγε οι ενήλικες το αλάνθαστο και το ακαταλόγιστο; Μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού το έχουν σίγουρα!

Την ώρα του πρωινού σκέφτομαι ότι το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσω αύριο τη δασκάλα είναι πότε ένα παιδί σταματάει αν είναι παιδί. Τι γίνεται; Πώς το καταλαβαίνει; Μια μέρα απλώς σταματάει να κάνει ζημιές και λάθη; Και τώρα γίνεται αυτό υπεύθυνο για τις πράξεις του και όχι οι γονείς του; Γιατί πια ξέρει από μόνο του ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Και έτσι απότομα σταματάει να παίζει;

Όχι μονάχα ο αναγνώστης, επομένως, μα και ο ίδιος ο Κιοσσές ξαναγίνεται παιδί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και κινείται λογοτεχνικά στο μεταίχμιο μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας.Έτσι, “Τα Πρωτοβρόχια” αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, το γνωστό δόγμα ότι οι αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη συγκρότηση της προσωπικότητας του μετέπειτα ενήλικου ανθρώπου, αλλά και στη ζωή που θα διάγει αυτός αργότερα ως ενήλικας.

Οι γυναίκες παίζουν ξεχωριστό ρόλο στη ζωή του Τάσου- η μητέρα, η γιαγιά, η αδελφή του, αλλά και οι φίλες της μαμάς. Η παρουσία του πατέρα είναι λιγότερο παρούσα στις αφηγήσεις, μα πάντα αισθητή και καθοριστική με τον τρόπο της.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη- ο Κιοσσές μας παραδίδει άμεσα την οπτική του Τάσου- και αποσπασματική. Αποτελείται, δηλαδή, από μικρές αυτοτελείς αφηγήσεις, οι οποίες αφηγούνται κάποια “φωτογραφικά καρέ” από τη ζωή του Τάσου. Πολλά από αυτά τελειώνουν αφήνοντας μετέωρο τον νου του αναγνώστη να ακροβατεί ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές ερμηνείες των όσων διάβασε. Εμβόλιμα σε αυτές, παρεμβάλλονται και οι διηγήσεις της γιαγιάς αποδομένες με γλώσσα λαϊκή της εποχής. Αυτές οι διηγήσεις είναι παραμυθιακού τύπου και περιέχουν, κάποιες φορές, και ορισμένα ιστορικής φύσεως στοιχεία εντός τους. Ο Κιοσσές δημιουργεί, επίσης, έξυπνες αλληγορίες ανάμεσα στις ιδιότητες των πραγμάτων και στη ψυχοσύνθεση των ηρώων του, όπως όταν “μεταφέρει” στους ανθρώπους τις ιδιότητες των αέριων, στερεών και υγρών σωμάτων, που ο μικρός Τάσος διαβάζει στο βιβλίο της φυσικής.

Η γλώσσα του μυθιστορήματος περικλείει μέσα της όλη την αθωότητα ενός μικρού παιδιού και ρέει κελαρυστά όπως το νερό στο αυλάκι. Η γλαφυρότητα και η ζωντάνια βρίσκεται σε αγαστή συμφωνία μαζί της, η επιτήδευση δε και οι προσπάθειες εντυπωσιασμού, απουσιάζουν παντελώς.

Τρυφερό και γλυκό, νοσταλγικό και αθώο, αστείο και συνάμα δηκτικό σε κάποια σημεία του, το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ ήρθε για να μας υπενθυμίσει την απόλαυση της ανάγνωσης, συνδυασμένης με τις πιο γλυκές μνήμες από την παιδική μας ηλικία, αλλά και για να καθιερώσει στο λογοτεχνικό ελληνικό στερέωμα έναν νέο και πολλά υποσχόμενο λογοτέχνη.

Άλλοτε μελαγχολικές σαν τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη, άλλοτε γλυκές σαν απριλιάτικο ηλιόλουστο πρωινό, άλλοτε με την αίσθηση θαλπωρής μιας παγερής νύχτας του Φλεβάρη και άλλοτε με την αποχαυνωτική ραστώνη ενός καυτού μεσημεριού του Αυγούστου, οι μικρές ιστορίες του Κιοσσέ δείχνουν σε όλους εμάς τον τρόπο για να ανακαλύψουμε τη δική μας “μικρή” ιστορία ενηλικίωσης. Διότι, εν τέλει, όλα όσα θέλει να μας πει ο συγγραφέας συνοψίζονται παρακάτω:

 “Ξέρω πια ότι δεν μπορείς να μείνεις για πάντα σε μια ηλικία, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή. Γιατί θα είσαι σαν φυλακισμένος. Ή σαν να πεθαίνεις. Κι ούτε έχει κανένα νόημα να ελπίζεις ότι οι όμορφες στιγμές δεν θα τελειώσουν ποτέ. Ούτε όμως και να φοβάσαι ότι οι κακές στιγμές δεν θα τελειώσουν. Γι΄ αυτό λέγονται στιγμές, τελείες δηλαδή. Γιατί είναι μικρές, όπως οι τελείες, και τελειώνουν χωρίς καν να το καταλάβεις. Δεν γίνεται αλλιώς. Και μετά πας σ’ άλλη στιγμή, κι έπειτα σ’ άλλη, κι έτσι, στιγμή στιγμή περνάει η ζωή σου. Και μόνο στο τέλος καταλαβαίνεις. ‘Όχι μόνο ότι πέρασε, αλλά κυρίως πώς πέρασε“.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular