Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τα πρωτοβρόχια, Σπύρος Κιοσσές, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Μαμά, πέθανε ο Τάσος!

(σελ. 11)

Μια απολαυστική ιστορία εσωτερικής ενηλικίωσης είναι το μυθιστόρημα του Σπύρου Κιοσσέ Τα πρωτοβρόχια (Μεταίχμιο 2022). Ένα μικρό παιδί ωριμάζει πνευματικά μέσα από τις εμπειρίες, τις απώλειες και τις κρίσεις του περιβάλλοντος στο οποίο ζει. Η  μύηση στη ζωή των ενηλίκων σωρεύει γνώση μεταμορφώνoντας τον ήρωα (μυθιστόρημα διαμόρφωσης).

Τα γεγονότα εκτίθενται με τη μορφή σύντομων αυτοτελών αφηγήσεων που έχουν δική τους δομή (αρχή, μέση και τέλος), περιστρέφονται όμως γύρω από τον ίδιο πρωταγωνιστή, έναν ομοδιηγητικό αφηγητή που καταγράφει τις μύχιες σκέψεις του και εξωτερικεύει τη συνείδηση, τη μοναδικότητά του.

Η εξιστόρηση αρχίζει με τον θάνατο του κόκορα στην αυλή του σπιτιού και πλαισιώνεται με μικροιστορίες συνδετικής αιτιότητας που διαμορφώνουν το κολλάζ της ζωής του μικρού ήρωα. Η τελετουργία της μύησης συντελείται στο σώμα της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά και της οικογένειας. Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, η αδελφή, η γειτονιά, οι φίλοι/φίλες, συμμαθητές/συμμαθήτριες, αποτελούν μια ανεξάντλητη και ζωντανή ομάδα μύησης. Ο Σπύρος Κιοσσές, παρουσιάζοντας μια γιορταστική εικόνα της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του 80, βάζει τη γιαγιά να διηγείται παραμύθια με ανθρωπόλυκους, αληθινές ιστορίες βγαλμένες από την προσωπική της ζωή, προετοιμάζοντας τον μικρό της εγγονό  για το απάνθρωπο της κοινωνίας.

Το σκηνικό επικεντρώνεται στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, όταν η τεχνολογία δεν είχε ακόμη απομονώσει κοινωνικά τους ανθρώπους, αν και τα επιτεύγματα της πληροφορικής τείνουν συγχρόνως και να τους δικτυώνουν στις μέρες μας. Ο συγγραφέας μέσω των όσων συμβαίνουν στη ζωή του μικρού του ήρωα σχολιάζει μια ποικιλία κοινωνικών θεμάτων που αφορούν την ανέχεια, την εκπαίδευση, την κακοποίηση, τη μετανάστευση, την πορνεία, το διαζύγιο. Όλος ο αέναος κοινωνικός κύκλος των θετικών συμπεριφορών αλλά και της παθογένειας είναι παρών στο μυθιστόρημα, με μια ευρεία γκάμα αρχετυπικών χαρακτήρων, τον καλό, τον κακό, τον σοφό, τον ανταγωνιστή, τον διπρόσωπο, τον σύμμαχο, τον απατεώνα, τον κουτσομπόλη, τον αναξιοπαθούντα και άλλους.

Το μικρό παιδί καλείται σε περιπέτειες, παλεύοντας με τις Λερναίες Ύδρες της καθημερινότητας. Η αθωότητα με την οποία εκθέτει όσα βιώνει, παρατηρεί, θυμάται, τον πληγώνουν, τον προβληματίζουν, είναι καθηλωτική. Ένα καίριο, πικρό πολλές φορές και σαρκαστικό, σχόλιο για τον σκληρό κόσμο των μεγάλων μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού.

Ο πρωταγωνιστής ονομάζεται Τάσος και ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Θράκης στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Είναι μαθητής των τελευταίων τάξεων του δημοτικού. Ο όμορφος κόσμος του περιέχει τους γονείς, τη γιαγιά, τη μικρότερη αδελφή, το σχολείο, τη γειτονιά, τα παιχνίδια, τους συμμαθητές, τις συμμαθήτριες. Ένας κύκλος κλειστός, αλλά στέρεος και ανέμελος, δεμένος άρρηκτα με τα ζώα, τους ηλικιωμένους (ζουν με την οικογένεια), τη μάθηση, τον ερωτισμό, τα σχολικά βιβλία, τις δανειστικές βιβλιοθήκες, τις εγκυκλοπαίδειες. Όλα θα ανατραπούν από τη στιγμή του θανάτου της γιαγιάς και του διαζυγίου των γονέων. Οι απώλειες θα είναι οι πρώτες βροχές στην έως τότε ανέφελη ζωή του μικρού Τάσου. Η σκληρή πραγματικότητα θα οδηγήσει στη μελαγχολία της ενηλικίωσης.

Ο συγγραφέας μέσω της διήγησης του μικρού παιδιού στήνει έναν πανοραμικό πίνακα της ελληνικής επαρχίας του ’80, αναβίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ατμόσφαιρας της εποχής. Η δυναμική είσοδος της τηλεόρασης στα ελληνικά νοικοκυριά, τα σχολεία διπλής βάρδιας λόγω αδυναμίας καθολικής πρωινής λειτουργίας, το θρησκευτικό μυστήριο της εξομολόγησης των μαθητών/μαθητριών ως μέρος της σχολικής ζωής, τα στερεότυπα, η υποκρισία, η καταπίεση των γυναικών, η μετανάστευση, η κακή ή καλή γειτονία στις κλειστές κοινωνίες, οι τηλεοπτικοί παιδικοί ήρωες, τα παιδικά παιχνίδια που επηρεάζονται από την τηλεόραση (καουμπόηδες και ινδιάνοι, ο σερίφης).

Ο πρωταγωνιστής εκθέτει τις χαριτωμένες ιστορίες του με αυθορμητισμό, χιούμορ και γλαφυρότητα.

[…] Η Μάγδα είναι στο παιδικό. Έχει βάλει στο κασετόφωνο μια κασέτα, κρατάει μια μυγοσκοτώστρα για μικρόφωνο και τραγουδάει. Πήρε απόφαση όταν μεγαλώσει να γίνει τραγουδίστρια, χορεύτρια και δασκάλα, όχι δασκάλα χορού, το τονίζει, κανονική δασκάλα, αλλά το βράδυ θα είναι και τραγουδίστρια. Στην αρχή τη χαζεύω λίγο. Έχει πολύ γέλιο, τραγουδίστρια με σακούλα και βρακί στο κεφάλι. Κι από κάτω πηγαινοέρχονται οι ψείρες στα μαλλιά. Μετά βαριέμαι. Πηγαίνω στη κρεβατοκάμαρα της μαμάς. […]  (σελ. 153)

Μεταφερόμαστε στην εποχή όπου οι μαμάδες ανταλλάσσουν τα ρούχα των παιδιών τους καθώς μεγαλώνουν με μια σοφή πράξη ανακύκλωσης που μειώνει την κατανάλωση και ευνοεί την οικογενειακή οικονομία, τα παιδιά παίζουν στις αλάνες, η διασκέδαση είναι κυρίως συλλογική και οι μαζώξεις επιτελούνται με εδέσματα ρεφενέ, το μπάνιο γίνεται κάθε Σάββατο και στη σκάφη,  η μαμά μαγειρεύει, οι γυναίκες της γειτονιάς περιφέρουν τα πιάτα τους στα φιλικά σπίτια, λαϊκά άσματα ακούγονται στις γειτονιές. Εποχή όχι τόσο μακρινή, αλλά που την μετέβαλε η δυναμική είσοδος της τεχνολογίας.

Το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ συνιστά έμμεσο σχολιασμό της πατριαρχίας. Ο μικρός αφηγητής πλαισιώνεται κυρίως από πρόσωπα γυναικεία, ενώ ο μπαμπάς, ο οποίος έχει μικρή παρουσία στη ζωή της οικογένειας λόγω συχνών απουσιών, θα αποχωρήσει, αφού ζητήσει διαζύγιο, αλλά και κατανόηση του μικρού του γιού. Μία από τις πιο καθηλωτικές ιστορίες του βιβλίου είναι Το αλάτι. Σε αυτή ο πατέρας συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό στη μητέρα, γιατί, αν και παρασκεύασε παντοειδή εδέσματα για την εκδρομή της οικογένειας με φίλους, ξέχασε να μεταφέρει το αλάτι, το οποίο εκείνος επιθυμούσε διακαώς σε κάθε γεύμα. Το περιστατικό είναι γραμμένο με τρόπο ώστε να αναδεικνύει την επίδραση των γονεϊκών συγκρούσεων στον ψυχισμό των παιδιών.

[…] Η Πρωτομαγιά εκείνη θα μου μείνει αξέχαστη. Η μαμά είχε στρώσει τα φαγητά και μαζευτήκαμε να φάμε καθισμένοι στο χώμα, πάνω σε μικρά μαξιλαράκια που είχαμε φέρει μαζί μας. Γύρω γύρω από το τραπεζομάντιλο η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά, η Μάγδα κι εγώ, και δίπλα ο Μένιος, ο Θανάσης κι οι γονείς τους. Και ξαφνικά φάνηκε η μεγάλη σημασία του αλατιού στη ζωή των ανθρώπων. Ο μπαμπάς, που λατρεύει το αλάτι, πάντα ρίχνει στο φαγητό του, όσο αλμυρό κι αν το έχει κάνει η μαμά, για να του αρέσει, ζήτησε την αλατιέρα. Η μαμά, αναστατωμένη, έψαξε στο καλάθι, το άδειασε όλο, δεν το βρήκε, πήγε στο αμάξι, έψαξε όλες τις σακούλες, δεν το βρήκε, ούτε στο πορτμπαγκάζ, ούτε πουθενά, η μαμά είχε ιδρώσει, ο μπαμπάς την κοίταζε άγρια, κι εγώ καταλάβαινα τι θα γινόταν σε λίγο, η μαμά ξανάψαξε το καλάθι, το αναποδογύρισε, «μα ξέχασες το σημαντικότερο πράγμα;» άρχισε να ουρλιάζει ο μπαμπάς, ο κύριος Τάκης του έλεγε να ηρεμήσει, «σιγά το πράγμα, κοίτα τι ετοιμασία έκανε η γυναίκα», η κυρία Μαρία έψαχνε ανάμεσα στα πλαστικά πιάτα με όλα τα φαγητά που είχε φέρει η μαμά, τα κεφτεδάκια, τις μπριζόλες, τις σαλάτες, το τυρί το κασέρι, τις πιπεριές, τη μελιτζανοσαλάτα για το ούζο του μπαμπά, τις χαρτοπετσέτες, αλλά πουθενά το σημαντικότερο πράγμα. Η μαμά ξαναπήγε στο αυτοκίνητο, αυτή τη φορά όχι για να ψάξει το αλάτι, αλλά για να κλάψει, ο μπαμπάς συνέχισε να φωνάζει, ότι όλα αυτός πρέπει να τα σκέφτεται, τι να πρωτοκάνει αυτός; -δυο γυναίκες στο σπίτι, ήθελαν να βάλει κι αυτός ποδιά να πλύνει τα πιάτα;-, οι παρέες από τα διπλανά δέντρα κοιτούσαν περίεργες, η κυρία Μαρία πήγε κι αυτή στο αμάξι, να κάνει παρέα τη μαμά, ο κύριος Τάκης έβαλε ένα ακόμη ποτηράκι ούζο στον μπαμπά για να τον ηρεμήσει, και ξαφνικά η γιαγιά φωνάζει: «Πού είναι το παιδί;» Η Μάγδα είχε γίνει καπνός. […] (σελ. 107)

Ο μικρός Τάσος, διαβάζοντας το βιβλίο της φυσικής, επινοεί υπέροχες αλληγορίες ανάμεσα στις ιδιότητες των πραγμάτων και την ψυχοσύνθεση των ηρώων (υγρά, στερεά, αέρια σώματα/υγροί, στερεοί, αέριοι άνθρωποι):

[…] Σκέφτομαι ότι κι οι άνθρωποι έχουν σώματα, είναι σώματα, μπορούμε να τους χωρίσουμε κι αυτούς σε κατηγορίες. Να, ο διευθυντής, ας πούμε. Αυτός είναι σίγουρα στερεός. Ακόμα και αν τον παρακαλάμε να μας πάει εκδρομή, άμα πει όχι, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα. Η δασκάλα πάλι είναι υγρή, άλλοτε γλυκιά και φιλική, κι άλλοτε αυστηρή κι αγέλαστη, έτοιμη να μοιράσει τιμωρίες. […] Η γιαγιά είναι σίγουρα αέρας. Δεν την προσέχεις, δεν την καταλαβαίνεις, αλλά ξέρεις ότι είναι εκεί. Σαν χάδι στο μάγουλο, όταν κοιμάσαι. Σαν τον αέρα που αναπνέουμε, κι ας μην τον βλέπουμε. Ο μπαμπάς στερεός. Αντιστέκεται σε κάθε δύναμη που προσπαθεί να τον παραμορφώσει. Έχει το δικό του σχήμα και θέλει να το διατηρήσει με κάθε τρόπο. […] (σελ. 130-131)

Τα Πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ είναι ένα ανάγνωσμα πολύ ευχάριστο, νοσταλγικό, δηκτικό, με γοητευτικές περιγραφές και εικόνες που μας επιστρέφουν στην ηλικία της αθωότητας. Αφηγείται το  διαχρονικό δράμα της μετάβασης του ανθρώπου από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από την αθωότητα στη συνειδητοποίηση, το οποίο -τις περισσότερες σχεδόν φορές- συμβαίνει κάτω από σκληρά γεγονότα και εμπειρίες που αφυπνίζουν το πνεύμα και επηρεάζουν τον ψυχισμό. Η τρυφερότητα και η ενσυναίσθηση με την οποία παρουσιάζει το θέμα ο συγγραφέας, ο απλός και ανάλαφρος τόνος με τον οποίο αφηγείται, απόλυτα ταιριαστός με τη φωνή του παιδιού, το χιούμορ, ενίοτε πικρό, με το οποίο σχολιάζει, κερδίζουν από την πρώτη σελίδα τον αναγνώστη/αναγνώστρια.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular