Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Το 1975 ήταν η χρονιά που ο Andrzej Zulawski μας δίδαξε το δυσκολότερο αλλά συνάμα και το πιο απλό πράγμα στη ζωή: την αγάπη. Η τότε 37χρονη Γερμανίδα καλλονή, Romy Schneider, μετά το πικ της πολυετούς καριέρας της από την δεκαετία του ’50 μέχρι και τον αποκαρδιωτικό της θάνατο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πρωταγωνιστεί στην τρίτη κατά σειρά ταινία του avant-garde Πολωνού σκηνοθέτη, μόλις λίγο καιρό μετά το δυναμικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο («The Third Part of the Night») και το ιστορικό «Devil». Ίσως στην πρώτη του σκηνοθετική προσέγγιση των ανθρώπινων σχέσεων και της, πολυπόθητης, αγάπης. Όμως, καθότι θα ήταν άδικο να ξεκινήσει κανείς με μια φλύαρη εισαγωγή αφού ο ίδιος ο Zulawski δεν το έχει κάνει επουδενί, η ιστορία ανοίγει με την καταθλιπτική Nadine.

Η Nadine είναι μια θεατρική ηθοποιός που βρίσκεται στην «πτώση» της υποκριτικής της πορείας, εγκλωβισμένη μέσα σε μια σχέση στην οποία μονίμως χρωστά καθώς και σε βαθιά κατάθλιψη, μέσα στην οποία ολοένα και περισσότερο βρίσκει τον εαυτό της πεπεισμένο ότι η αίγλη, η νεανική της ομορφιά και το ταλέντο της, ανήκουν πια στο παρελθόν το οποίο ούτε και θυμάται πως μοιάζει. Κατά τις απανωτές, ανώφελες προσπάθειές της να βιοποριστεί, πρωταγωνιστεί σε ταινίες soft-πορνό και μετρώντας τα κουκιά των προσπάθειών της συγκεντρώνει με αργούς ρυθμούς όλα εκείνα που χρωστά στον απόμακρο σύζυγό της Jacques, ο οποίος κάποτε την βοήθησε να σηκωθεί από τον πάτο και τώρα την έχει αφήσει σε μια μόνιμη στάση, αιωνίως γονατιστή. Ώσπου αναπάντεχα έρχεται στην ζωή της ο Servais, ένας νεαρός φωτογράφος στου οποίου τα μάτια είδε εξ’ αρχής όλα εκείνα που της λείπουν: νιότη, λάμψη, σθένος, αγνότητα, αλήθεια, ζωή. Όταν πρωτοείδε τον Servais ήταν και η στιγμή που κάτι άλλαξε μέσα της και άρχισε να ανησυχεί πως κάποιος άλλος την βλέπει και μάλιστα την απαθανατίζει και στην κάμερά του. «Σας παρακαλώ, μην τραβάτε φωτογραφίες. Κάνω απλώς την δουλειά μου». Η πρώτη πρώτη ατάκα της Nadine είναι το «Σ’αγαπώ», το οποίο σιγομουρμουρίζει δίχως το παραμικρό συναίσθημα, κατανοώντας ότι η έννοιά του δεν καταγράφεται κάπου στο δικό της προσωπικό λεξικό ούτε και στου Jacques, παρ’ ότι κοκορεύεται για την ύπαρξή του.

O Servais βλέπει μια θλίψη στα μάτια της Nadine που του φαίνεται γνώριμη και κάτι τον εγκλωβίζει σε εκείνη που δεν μπορεί να το αγνοήσει, όντας πια πολύ αργά να αποτρέψει το μέλλον. Η ζωή του δεν είναι ίδια πλέον, όπως δεν ήταν και της Nadine απ’ όταν γνώρισε τον Jacques. Ο πρωταγωνιστής έχει βάλει σκοπό να σώσει την θλιμμένη ηθοποιό που επιπλέει στον βούρκο της κατάρρευσης και ανά τακτά χρονικά διαστήματα βουλιάζει κάθε φορά και λίγο παραπάνω. Κρυφά, της ετοιμάζει την υποκριτική της ανάκαμψη, δανειζόμενος χρήματα από τοκογλύφους κι έπειτα κανονίζοντας με τον σκηνοθέτη να συμπεριληφθεί στον ανεξάρτητο θίασό του που με τα «μολυσμένα» χρήματα που του δίνει ανεβάζει το έργο: «Richard III». Συμπρωταγωνιστής της, ο Klaus Kinski, ο οποίος ίσως και για πρώτη φορά δεν ξεχωρίζει για την εκκεντρικότητά του, γιατί μέσα στον χαοτικό κόσμο του Zulawski είναι όλοι οι τρελοί ευπρόσδεκτοι. Είναι όλοι τους θηλυκές και αρσενικές πόρνες και χρωστάνε με τον έναν τρόπο ή τον άλλον στην ίδια την ζωή, τόσο δειλοί που δεν μπορούν καν να παραδεχτούν ότι η ζωή είναι εκείνη που τους χρωστάει. Πλήρως ανήμποροι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να βρουν τις λέξεις να περιγράψουν τον οίκτο που νιώθει ο ένας για τον άλλον, περιφρονούν τον ίδιο τους τον εαυτό, κάνοντας ταυτόχρονα μηδαμινά βήματα προς την επικονωνία και εκατό προς την αυτοκαταστροφή. Κι αν οι λέξεις δεν είναι αρκετές όσο πλούσιο κι αν είναι το ανθρώπινο λεξιλόγιο, οι χαρακτήρες πασχίζουν να εκφραστούν ακόμη και με την γλώσσα του σώματος, μονίμως χαμένοι, πρωταγωνιστές ο καθένας τους σε ένα διαφορετικό έργο.

O ιδιόρρυθμος auteur που άμα τη εμφανίσει του έφερε έναν «σίφουνα» ανανέωσης στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο της δεκαετίας του, αρκείται στην κινησιολογία των ηθοποιών του και μέσω των δαιμονισμένων και πολλές φορές πλήρως άψυχων κορμιών τους «γράφει» το πολύπλοκο και πολυσήμαντο σενάριό του που εν τέλει δεν πατάει παρά στην πιο απλή ιστορία. Μια ιδέα από Fellini, Pasolini και Godard, δημιουργεί τη δική του «Περιφρόνηση» σε ένα ελαφρώς πιο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο, όπου αυτή την φορά πρωταγωνιστεί το θέατρο. Η σχέση των χαρακτήρων με το σινεμά καθώς και με τις κάμερες βρίσκεται σε κρίση. Παρ’ ότι χρόνια στο «κουρμπέτι» δεν φαίνονται διόλου εξοικειωμένοι με την κάμερα, σαν να φοβούνται τη δύναμή της και τη δυνατότητά της να καταγράψει αυτά που δεν τολμούν να δουν σε replay. Στο θέατρο όλα είναι λιγάκι πιο απλά… Ο ηθοποιός μπορεί να μπει ήσυχα στο καμαρίνι του μετά την λήξη της παράστασης και να σπαράξει ή να αφεθεί στην δύστυχη ζωή του, που μέσα από τα μάτια του Servais ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι και τόσο λαμπερή όσο κανείς θα φανταζόταν. Από τον θίασο, ο ένας θα γυρίσει πίσω στο άδειο του κρεβάτι, ο άλλος σε ένα γεμάτο γυναίκες και απολαύσεις και άλλος στο αλκοόλ. Όλοι όμως στους προσωπικούς τους δαίμονες. Τα λεφτά είναι ανύπαρκτα αλλά κι όταν υπάρχουν ακόμη και σε αφθονία δεν έχουν καμία απολύτως σημασία.

Τα Godardικά βιολιά που πριν έντυναν το ντουέτο Bardot-Piccoli στην «Περιφρόνηση», εδώ φοδράρουν το τρίγωνο Jacques-Nadine-Servais όπως και όλους τους πιθανούς συνδυασμούς τριγώνων που επιλέγει ανά τη φορά να καδράρει ο σκηνοθέτης και διακόπτονται απότομα πριν προλάβουμε να νιώσουμε κάτι για τους χαρακτήρες, αφού ούτε εκείνος αλλά ούτε οι ίδιοι δεν μας ανοίγουν ποτέ αυτή την κλειδαμπαρωμένη πόρτα της ψυχής τους. Μέσα όμως από τις σχισμές της υπάρχει πάντοτε ένας τρίτος που παρακολουθεί τα δρώμενα και παίρνει τον ρόλο του θεατή, σαν να βρίσκεται υπό υπνωτική παράλυση, ανίκανος να συμβάλλει στην μοίρα. Πολλές φορές μάλιστα μοιάζει πως μπορεί να παρακολουθήσει ζωντανά τον χειρότερό του εφιάλτη. Τα λόγια των ηρώων είναι τόσο λιτά και οι ατάκες τους ποσοτικά φτωχές που στέκεσαι κρεμασμένος από τα χείλη τους προκειμένου να αποσπάσεις κάποιο από τα συναισθήματά τους, σαν να υπάρχει μια αόρατη θηλειά που σφίγγει όλο και πιο σφιχτά τον λαιμό τους ανά λέξη που προφέρουν.

Η κάμερα του σκηνοθέτη αλλά και του Servais, πλήρως αναποφάσιστη, δεν ξέρει που να εστιάσει μέσα σε μια ομάδα δεκάδων ηθοποιών καθένας από τους οποίους κρύβει κι από μια οικτρή υποβόσκουσα ιστορία, που άλλωστε είναι και το πιο ιερό του μυστικό. Σε πλήρη σύγχυση, ο φακός μονίμως χάνει και βρίσκει τον πρωταγωνιστή και ό,τι έχει πραγματική σημασία αφού δικαίως όλα γύρω του αναβλύζουν ενδιαφέρον. Ωστόσο, με έναν παράδοξο τρόπο, αφότου εισχωρήσει στα άδυτα των πιο περίπλοκων και σκοτεινών σκέψεων των χαρακτήρων του που ποτέ μας δεν θα μάθουμε με σιγουριά, όπως και στις υπόλοιπες δουλειές του, το «Most Important Thing: Love» (στα ελληνικά: «Σημασία έχει ν’ αγαπάς») έχει μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Αρκεί να ξέρεις που να το ψάξεις και προπαντός να ξέρεις που πηγαίνεις. Κάτι που οι πρωταγωνιστές του ποτέ δεν είχαν στα πλάνα τους…

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular