Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Λάδι σε καμβά, Αλέξης Πανσέληνος, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

Ο Αλέξης Πανσέληνος στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Λάδι σε καμβά, διηγείται λιτά και αριστοτεχνικά την ιστορία του Σπύρου, ενός φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών. Ο χρόνος που ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του εκτείνεται από το Καλοκαίρι του 1966, όταν ο Σπύρος ήταν είκοσι χρονών, μέχρι και λίγες μέρες πριν τη συνταξιοδότησή του, τον Δεκέμβριο του 2002. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που συχνά δημιουργεί στους  αναγνώστες την εντύπωση ότι ο ήρωας αποτελεί alter ego του συγγραφέα, εδώ λειτουργεί ως ηχείο της φωνής μιας γενιάς. Αυτή που αποκαλείται, συχνά στερεοτυπικά και με τάσεις υποτίμησης, «γενιά του Πολυτεχνείου» δια να φορτωθεί στη συνέχεια, προκατειλημμένα και άδικα, όλες τις αμαρτίες της χώρας. Ο Σπύρος δεν είναι ένα από τα διακριτά και γνωστά μέλη της. Αντιθέτως, πρόκειται για τον εκπρόσωπο όσων χάνονται βυθισμένοι στην ανωνυμία της Ιστορίας.

Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται σε δυο άνισα μέρη, που αντιστοιχούν τόσο στις προθέσεις του συγγραφέα, όσο και στη βαρύτητα των γεγονότων της ζωής του ήρωα. Στο πρώτο μέρος, έκτασης 133 σελίδων, ο Σπύρος μας περιγράφει λεπτομερώς το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του: τις ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές που έκανε εικοσάχρονος στο σπίτι του ζωγράφου Φαίδωνα Καραλή, παιδικού φίλου και συμπατριώτη του πατέρα του. Ο Καραλής ζει στο νησί καταγωγής τους. Μακριά από την Αθήνα και τις μικρότητες του σιναφιού και των κριτικών. Ο ίδιος είχε δασκάλους στην Καλών Τεχνών ογκόλιθους της Ελληνικής Ζωγραφικής, όπως ο Παρθένης και ο Αργυρώς, ενώ υπήρξε συμφοιτητής και φίλος με τον Μόραλη και τον Νικολάου – νυν δάσκαλο του Σπύρου στη Σχολή.

Βασικός λόγος της παραμονής του Σπύρου στο σπίτι του ζωγράφου είναι να εκτιμήσει αυτός που θεωρείται μέγιστος μάστορας στο σχέδιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ταλέντο του νεαρού φοιτητή. Ο Καραλής, πριν την οριστική ‘’απόσυρσή του» στο νησί είχε πραγματοποιήσει τρεις τέσσερις Εκθέσεις της δουλειάς του στην Αθήνα, λαμβάνοντας καλές ως μέτριες κριτικές. Ωστόσο, η τελευταία του, όταν και επιχείρησε να αλλάξει τεχνοτροπία, αντιμετωπίστηκε από τους κριτικούς (που ο Καραλής αποκαλεί πεζεβέγκηδες) ως μίμηση του Ντε Κίρικο, γεγονός που επέτεινε τις τάσεις απομόνωσής του, στρέφοντάς τον και πάλι στην αποτύπωση των ελαιώνων του νησιού (πιθανό μοντέλο, η Μυτιλήνη).

Το σπίτι του ζωγράφου βρίσκεται στο Λιβάδι, μακριά ακόμα και από την πρωτεύουσα του νησιού, το Κάστρο, όπου πλέον ο τουρισμός κάνει δυναμικά την εμφάνισή του. Εκεί ζει και δημιουργεί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους. Τα δυο μεγαλύτερα είναι σχεδόν συνομήλικα του Σπύρου, η όμορφη και πεπειραμένη ερωτικά Ειρήνη, δυο χρόνια μεγαλύτερη απ’ αυτόν,  φοιτήτρια Γαλλικής Φιλολογίας κι ο γιος του Τζώρτης, φοιτητής στο Μαθηματικό της Πάτρας, που θα συμπαθήσει εξ αρχής τον Σπύρο. Οι δυο τους φαντάζουν ως η «φυσιολογική» καλοκαιρινή παρέα που θα κάνει τις διακοπές του Σπύρου αξέχαστες. Αλίμονο, όμως, αν η λογοτεχνία περιέγραφε το αναμενόμενο. Το στερνοπούλι της οικογένειας και μεγάλη αδυναμία του ζωγράφου, η δωδεκάχρονη, χαρισματική Μαρία- Μαριγώ, Γωγώ (ένα ‘’δελφινοκόριτσο’’) θα τραβήξει εξ αρχής την περιέργεια του Σπύρου και μεταξύ τους δεν θα αργήσει να αναπτυχθεί έντονη πλατωνική, ερωτική έλξη, γεγονός  που δεν θα καθορίσει μόνο την παραμονή του στο νησί και το ξαφνικό, άδοξο και ντροπιαστικό της τέλος. Ενδεχομένως, θα σημαδέψει και την υπόλοιπη ζωή του, κάτι όμως που ο Σπύρος ουδέποτε θα ομολογήσει στον εαυτό του τα χρόνια που θα ‘ρθούν.

Στο πρώτο μέρος, ο συγγραφέας, γράφει με τη γόμα του όπως θα έλεγε ο Ουγκό και ευκρινώς αγνοεί τα δεσμά που επιβάλει η κυρίαρχη πολιτικά ορθή ιδεολογία του καιρού μας και στη Λογοτεχνία. Επίσης, μας χαρίζει υπέροχες και ιδιαίτερα πιστές εικόνες του Ελληνικού Καλοκαιριού πριν την χυδαία «τουριστικοποίησή» του. Οι ταβέρνες, οι βόλτες με τις βάρκες σε «κρυφά» νησάκια, τα μηχανάκι των νεαρών που μετακινούνταν από τις ελάχιστα τουριστικές περιοχές των νησιών προς τις πλέον κοσμοπολίτικες, οι αφραγκίες ως καθεστώς της τότε νεότητας, ο ερωτισμός της ηλικίας και της εποχής, καθώς και οι τρελές ερωτικές συνευρέσεις χωρίς υπολογισμό των επιπτώσεων, όχι μόνο αποτελούν εμβληματικού χαρακτήρα ‘’σκηνές΄΄, αλλά πάνω και πριν από όλα με τη δύναμη της αλήθειάς τους δίνουν την αίσθημα εκείνης της εποχής. Για αυτό είναι βέβαιο ότι θα συγκινήσουν όσους μεγαλύτερους στην ηλικία αναγνώστες έχουν παρόμοια βιώματα και εμπειρίες, αλλά και θα προσφέρουν στους νεότερους το κλίμα και την αισθητική ενός τρόπου ζωής που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Πρόκειται για μια εποχή που οι διακοπές δεν αποτελούσαν «καταναλωτικό προϊόν» και η αποτύπωσή τους στην μνήμη ήταν κάτι παραπάνω από μια σειρά ναρκισσιστικές, ψηφιακές εικόνες αναρτημένες σε κάποιο ΜΚΔ.

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, έκτασης εβδομήντα σελίδων, το κλίμα αλλάζει άρδην. Εδώ ο Πανσέληνος σκιαγραφεί με τον καλύτερο τρόπο, την πεμπτουσία της ζωής του Σπύρου τα υπόλοιπα 36 χρόνια της ζωής του, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Τα γεγονότα τρέχουν και παρασέρνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, αφού – αν και συχνά το ξεχνάμε υπερεκτιμώντας τη μοναδικότητά μας- το «συλλογικό» επικαθορίζει το «ατομικό», συνεπώς και τη ζωή του ήρωά μας. Είναι φθινόπωρο του ’66 και η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ κυριαρχεί στη επικαιρότητα. Όλοι ανησυχούν ότι επίκεινται άσχημες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, οι συνεχείς εκρήξεις στην Αθήνα – άγνωστο γιατί και από ποιους – δίνουν τον τόνο και το γεγονός ότι ο πατέρας του είναι στέλεχος της ΕΔΑ κι αυτός Λαμπράκης τους κάνει ακόμα πιο «ευαίσθητους» στις δονήσεις της εποχής. Ας μεν ξεχνάμε ότι στην πατρίδα μας ολοκληρωμένη και μακροχρόνια περίοδο Δημοκρατίας έχουμε για πρώτη φορά μετά το 1974…

Ο Σπύρος, ανόρεχτος αρχικά, θα γυρίσει στη Σχολή και για λίγο η φωτιά της δημιουργίας στο Εργαστήρι του Μόραλη, όπου προσπαθεί να αποτυπώσει την ομορφιά των ελαιώνων που γνώρισε στο νησί, θα ζεστάνει την ψυχή του. Η Σχολή όμως βράζει. Η ένταση είναι διάχυτη παντού και η συμπεριφορά της αστυνομίας στην συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στις 17 Απριλίου το ’67 που διακόπηκε άδοξα – τέσσερις μέρες πριν τη δικτατορία – αποτελεί ένα μικρό «δείγμα» για το τι θα επακολουθήσει στη χώρα.

Το πραξικόπημα αλλάζει πλήρως τη ζωή του Σπύρου. Ο πατέρας του συλλαμβάνεται λίγο καιρό μετά και στέλνεται στην Ανάφη, όπου αρρωσταίνει βαριά. Η μητέρα του αδυνατεί να κρατήσει το μαγαζί μόνη, η βιωτή επιβάλλει τους όρους της και ο Σπύρος αντικαθιστά τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση, ανοίγοντας και κλείνοντας μηχανικά το μαγαζί τους. Και οι μέρες περνούν, γίνονται βδομάδες και μήνες, οι επαφές με τους καλλιτέχνες φίλους του αραιώνουν. Σταδιακά η ζωγραφική σβήνει μέσα του. Επιπλέον, η έγνοια για την υγεία και η επιτακτική ανάγκη απελευθέρωσης του πατέρα του θα τον οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια. Θα προσπέσει σε ένα καραβανά που γνώρισε φευγαλέα στο νησί ζητώντας την αποφυλάκισή του. Είναι αλήθεια, ότι όσοι δεν έζησαν στη Χούντα αδυνατούν να το κατανοήσουν, αλλά ακόμα και να αναπνέεις και μόνο σε μια δικτατορία σε λερώνει ανεπανόρθωτα και για πάντα. Είτε αντιστάθηκες σ΄ αυτή είτε όχι.

Μετά έρχεται υποχρεωτικά ο στρατός για τον Σπύρο εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Μια περίοδο της ζωής του που αρνείται ακόμα και να θυμηθεί (πόσο τον καταλαβαίνουμε πολλοί συνομήλικοί του!). Ο πατέρας του θα πεθάνει λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή του, αλλά πια τα ζάρια της ζωής του έχουν παιχτεί κι ο Σπύρος θα μείνει για πάντα «στο μαγαζί». Η προσωπική του ζωή ένα τέλμα με τις μικρές και μεγάλες αποτυχίες της. Οι ελάχιστες μέρες των καλοκαιρινών διακοπών μια ανάσα. Όλα αυτά τα χρόνια, διασταυρώθηκε μόνο δυο φορές τυχαία με την Ειρήνη, τη μεγάλη κόρη του Καραλή, που υπήρξε και η πραγματική ερωμένη του εκείνο το καλοκαίρι στο νησί. Μια από αυτές τις μέρες του Πολυτεχνείου…

Όμως τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο, πόσο μάλλον, όταν το τραύμα μένει για πάντα ανοιχτό και η μνήμη του έφηβου, ελληνικού Καλοκαιριού, όταν ο Κόσμος ήταν νέος και όλα έδειχναν πως η ζωή θα πάει σε άλλα μονοπάτια, εξακολουθεί να πληγώνει. Και τα χρόνια περνούν πεζά και γκρίζα. Όπως οι τοίχοι των πολυκατοικιών του Αθηναϊκού Κέντρου.

Μόνο λίγες μέρες πριν τη συνταξιοδότησή του ο Σπύρος θα διαβάσει τυχαία για την Έκθεση ζωγραφικής της διεθνούς φήμης ζωγράφου Μαρίας Καραλή, χωρίς να συνειδητοποιήσει αρχικά ότι πρόκειται για τη μικρή, ταλαντούχα από τότε Γωγώ. Όταν το συνειδητοποιεί, θα τρέξει να προλάβει την Έκθεση την τελευταία στιγμή. Με την προσδοκία ότι θα συναντήσει, έστω και μετά από 36 ολόκληρα χρόνια, την Γωγώ. Όμως η ζωγράφος  δεν είναι εκεί, αλλά κάπου στην Ευρώπη όπου ζει ο γιός της…

Έτσι, το ‘’δελφινοκόριστο” θα παραμείνει για τον Σπύρο μια άπιαστη φασματική ύπαρξη του νου του. Μόνο ένας πίνακάς της, δουλεμένος στα πρώτα βήματά της καριέρας της, που εκτίθεται, αλλά δεν πωλείται (προφανώς ανήκει στην ίδια) θα του θυμίσει την ένταση και τον τρόπο που η μικρή, αθώα, ερωτευμένη τότε Γωγώ, εισέπραξε την «προδοσία» του με την αδελφή της. Ο πίνακας τιτλοφορείται τα «Θηρία» και αποτυπώνει τη Μέγιστη των Σκηνών.

Γυρίζοντας στην ερημιά του διαμερίσματός του, θα επαναλάβει ό,τι έκανε κι ο πατέρας του, που όπως κι ο Σπύρος είχε λησμονήσει το όνειρό του να γίνει μεγάλος μαέστρος. Ανακαλύπτοντας τις ξεχασμένες  βελόνες του πλεξίματος της μάνας του στη βιβλιοθήκη, βάζει στο πικάπ «το γλυκόπικρο ποίημα του Ντεπισί, ‘’Απομεσήμερο ενός φαύνου’’» με τον Μαρτινόν, εκτέλεση που αγαπούσε ιδιαίτερα ο πατέρας του κι αρχίζει να διευθύνει, όπως συχνά έκανε κι εκείνος, τη φανταστική συμφωνική ορχήστρα. Ενώ από το βάθος του μυαλού του αναδύεται «Ένα απομεσήμερο σαν τα πύρινα απομεσήμερα στο Λιβάδι, όταν έβραζε η πλατεία και ο ορίζοντας ήταν χαμένος κάτω από την άχνα που ανέβαινε από τη θάλασσα».

Ένα απομεσήμερο μιας ζωής που το νήμα της κόπηκε, πριν καλά καλά ξεκινήσει…

Υ.Γ. Ο Αλέξης Πανσέληνος δεν έχει ανάγκη συστάσεων ή επαίνων. Το έργο του και η διάστασή του ως συγγραφέας είναι παραπάνω από γνωστά και αναγνωρισμένα. Το βιβλίο που μας χάρισε, «Λάδι σε καμβά» είναι ό,τι ακριβώς λέει ο τίτλος του: ένα δουλεμένο έργο Τέχνης με πολλές, πυκνές, εξαιρετικής μαεστρίας, αλλεπάλληλες πινελιές τοποθετημένες πάνω στον καμβά, που απεικονίζουν ένα σημαντικό μέρος της νεότερης ιστορίας της χώρας. Ουσιαστικά πολιτικό βιβλίο, χωρίς να κάνει φτηνή πολιτική, απόλυτα ανθρώπινο και εξαιρετικά θαρραλέο. Πιθανώς στο εξωτερικό θα αρνούνταν να το εκδώσουν – λόγω της αναφοράς στη σχέση ενός εικοσάχρονου με μια δωδεκάχρονη – και από αυτή την άποψη αξίζει ένα μπράβο στο Μεταίχμιο. Αλίμονο, αν και η λογοτεχνία υποταχθεί στα φαντάσματα της εποχής μας. Λιτό και ταυτόχρονα σύνθετο βιβλίο για την Τέχνη, στις σελίδες του η μεγάλη αγάπη του Αλέξη Πανσέληνου, η Μουσική, μπλέκεται και συνοδοιπορεί με τη Ζωγραφική, τόσο αβίαστα και φυσιολογικά όσο η αναπνοή του νεαρού ήρωά του. Εξάλλου, άρρητα αλλά ξεκάθαρα, στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο νεαρός Σπύρος «βλέπει» και περιγράφει τα πάντα γύρω του με το μάτι του ζωγράφου. Στοιχείο που  δηλώνει μόνο μια από τις αρετές της γραφής του συγγραφέα. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει πολλές άλλες. Με δυο λόγια, ένα βιβλίο κομψοτέχνημα. Απολαύστε το.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular