Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ποιος ήταν τελικά ο Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν;

του Μπιορν Φορσέν (Björn Forsén)

Ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης (Δημήτρης Ροδόπουλος, 1908-1960) εξέδωσε τη δεκαετία του 1930 την τριλογία Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο, στην οποία αφηγείται τις τύχες τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα. Πρόκειται για τα μυθιστορήματα Συνταγματάρχης Λιάπκιν, κύριος χαρακτήρας του οποίου είναι ένας Ρώσος συνταγματάρχης, Χίμαιρα, με ηρωίδα μια Γαλλίδα, και Γιούγκερμαν. Κεντρικός χαρακτήρας του τελευταίου είναι ο Φινλανδός ίλαρχος Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε δύο τόμους, το 1938 και το 1940. Όλοι οι βασικοί χαρακτήρες της τριλογίας αρχικά καταφέρνουν να χτίσουν μια νέα ζωή στην Ελλάδα, στο τέλος όμως πρέπει να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους. Το κεντρικό θέμα της τριλογίας –ο ήρωας ξένης εθνικότητας– δεν ήταν συνηθισμένο στοιχείο στην ελληνική λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του 1930.

Η παραπάνω τριλογία του Καραγάτση πούλησε και συνεχίζει να πουλάει πολύ καλά. Ο Γιούγκερμαν έχει κάνει 34 επανεκδόσεις, οι τελευταίες το 2022 (Α΄ τόμος) και το 2023 (Β΄ τόμος), ενώ το 1976 γυρίστηκε τηλεοπτική σειρά (140 επεισόδια διάρκειας 30 λεπτών). Το 2008, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, ο Καραγάτσης ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Τα τελευταία δέκα χρόνια κάποια από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και τα αγγλικά, ο Γιούγκερμαν, ωστόσο, όχι.

Ο Γιούγκερμαν παρουσιάστηκε και στο θέατρο για δύο συνεχόμενα χρόνια σε διασκευή του Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία του εγγονού τού Καραγάτση, Δημήτρη Τάρλοου, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία με περισσότερους από 70.000 θεατές.

Γνώρισα το έργο του Καραγάτση πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια και έδειξα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Γιούγκερμαν, εν μέρει λόγω των φινλανδικών διασυνδέσεων του έργου. Ξαναθυμήθηκα τον Φινλανδό ήρωα του συγγραφέα όταν με το προσωπικό του Φινλανδικού Ινστιτούτου παρακολουθήσαμε τη συναρπαστική παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου λίγο πριν την πανδημία του κορωνοϊού. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας ξαναδιάβασα το βιβλίο. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό έργο που αξίζει να γίνει περισσότερο γνωστό έξω από τα σύνορα της χώρας και κυρίως στη Φινλανδία. Άλλωστε, ο Γιούγκερμαν είναι σίγουρα ο πιο γνωστός Φινλανδός στην Ελλάδα!

Η υπόθεση του έργου

Ο Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν γεννήθηκε το 1890 στο Τάμερφορς (φινλανδικά Τάμπερε). Ο πατέρας του παππού του, Σύλβεστρος Σωρίνεν, είχε πολεμήσει στον σουηδικό στρατό κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, όπου και γνώρισε τον Γερμανό κόμη Γιούγκερμαν τσου Ρόττενμπουργκ, τη μοναχοκόρη του οποίου παντρεύτηκε. Αφού επέστρεψε στη Φινλανδία, άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα Σύλβεστρος Σωρίνεν, Κόμης φον Γιούγκερμαν τσου Ρόττενμπουργκ. Το 1834 εγκαταστάθηκε στο Τάμπερε (Τάμμερφορς), όπου ίδρυσε ένα εργοστάσιο βάμβακος και έχτισε ένα όμορφο σπίτι με πύργους.

Ο Σύλβεστρος Σωρίνεν είχε δύο γιους και μία κόρη. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Βασίλης, κληρονόμησε το εργοστάσιο βάμβακος, ενώ ο μικρότερος υπηρέτησε ως αξιωματικός στον ρωσικό στρατό. Ο Βασίλης παντρεύτηκε μια Ρωσίδα κόμισσα και η αδερφή του, Λυδία, έναν Φινλανδό ονόματι Έλιελ Σίλλανπω. Ο Βασίλης απέκτησε δύο γιους, τον Σύλβεστρο και τον Καρλ, ενώ η Λυδία ένα κορίτσι ονόματι Λίλυ. Ο Σύλβεστρος πέθανε άτεκνος και έτσι το εργοστάσιο βαμβακιού πέρασε στον Καρλ, ο οποίος προηγουμένως είχε συμμετάσχει ως αξιωματικός στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878. Ο Καρλ παντρεύτηκε την όμορφη εξαδέλφη του, Λίλυ, και απέκτησαν δύο γιους, τον Σύλβεστρο και τον Βασίλη. Ο τελευταίος είναι ο Γιούγκερμαν, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Καραγάτση.

Ο γάμος του Κάρλ και της Λίλυ δεν ήταν ευτυχισμένος. Σύντομα εκείνη έκανε σχέση με τον Αντεμάρ ντε Κρεσύ, τον καθηγητή γαλλικών των παιδιών της. Μετά τον θάνατο του Καρλ, η Λίλυ μετακόμισε με τον εραστή της στη Γκρενόμπλ και ο Σύλβεστρος κληρονόμησε το εργοστάσιο βαμβακιού. Αντίθετα, ο Βασίλης κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό και στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως ίλαρχος στο σύνταγμα των Κοζάκων. Ο Βασίλης ζούσε αμέριμνος στη Ρωσία, γλεντούσε και έμπλεκε σε κάθε λογής σκάνδαλα, ανάμεσα στα οποία ένας τριγωνικός γάμος – εκείνος, ο φίλος του Τουρανέβσκυ και η τσιγγάνα Άννουσα. Είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι ο καθένας τους θα μπορούσε να περάσει τρεις νύχτες την εβδομάδα με την Άννουσα. Από αυτό τον παράδοξο γάμο γεννήθηκαν μια κόρη ονόματι Νατάσα και ένας γιος ονόματι Καρλ, χωρίς κανείς να ξέρει ποιος από τους δύο φίλους ήταν ο πατέρας τους.

Έπειτα από την επανάσταση, το 1920, ο Γιούγκερμαν κατάφερε να δραπετεύσει από την Κριμαία με τα στρατεύματα των Λευκών. Έζησε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη πουλώντας ναρκωτικά και κλέβοντας μια συλλογή κοσμημάτων από έναν άτυχο Εβραίο και συνέχισε το ταξίδι του, φτάνοντας τελικά στον Πειραιά. Επειδή ήταν πολύγλωσσος, προσελήφθη σύντομα σε μια τράπεζα. Σιγά σιγά έγινε επικεφαλής του υποκαταστήματος και αργότερα ολόκληρου του τραπεζικού ομίλου. Ο Καραγάτσης τον περιγράφει σαν κάτι μεταξύ Φάουστ και Δον Ζουάν: τα καταφέρνει σε όλα, πλουτίζει γρήγορα και κατακτά σχεδόν όλες τις γυναίκες. Ωστόσο, δεν βρίσκει πραγματικούς φίλους, εκτός από τον συγγραφέα Μιχάλη Καραμάνο, που εργάζεται στην ίδια τράπεζα.

Ο Γιούνκερμαν δεν βρίσκει την ευτυχία παρότι γίνεται πλούσιος και όλες οι γυναίκες πέφτουν στα πόδια του. Ο ίδιος ερωτεύεται δύο γυναίκες, την έντιμη Βούλα, που είναι ήδη αρραβωνιασμένη με τον Γεώργιο Μάζη, έναν νεαρό που σπουδάζει στη Βιέννη κοντά στον Ζίγκμουντ Φρόιντ, και την Ντάινα, κόρη της οικογένειας Σκλαβογιάννη, που έχει στην ιδιοκτησία της ένα εργοστάσιο βάμβακος. Με τη Βούλα έχει μόνο πλατωνική σχέση, συναντιούνται και συζητούν – η Βούλα είναι δυσαρεστημένη με τον Μάζη, που την απατά συνεχώς– αλλά πεθαίνει ξαφνικά ενώ έχει αποφασίσει να διακόψει τον αρραβώνα της επειδή θέλει τον Γιούγκερμαν. Η Ντάινα από την άλλη είναι πραγματική femme fatale. Ο Γιούγκερμαν ανακαλύπτει σύντομα ότι συγχρόνως έχει σχέση και με τον φίλο του, τον Καραμάνο, πράγμα που προκαλεί ρήξη στις σχέσεις τους. Τελικά, η Ντάινα παντρεύεται έναν άλλο άντρα.

Ο Καραμάνος, φανερά το alter ego του Καραγάτση, είναι ένας τοξικομανής επιτυχημένος συγγραφέας. Οι φίλοι ξαναβρίσκονται λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατο του Καραμάνου. Στη συνέχεια εμφανίζεται απροσδόκητα στην Αθήνα η Άννουσα με τα ενήλικα παιδιά της Νατάσα και Καρλ, ζητώντας από τον Γιούγκερμαν να τους συντηρήσει. Μετακομίζουν στο σπίτι του, σπαταλούν χρήματα, διασκεδάζουν και μπλέκονται σε ατελείωτα σκάνδαλα – η Άννουσα καταλήγει πόρνη στα μέρη πέριξ της Ομόνοιας. Σε ηλικία 68 ετών, ο Γιούγκερμαν γνωρίζει την εικοσάχρονη Ευρυδίκη. Πουλάει τα υπάρχοντά του και αγοράζει ένα πολυτελές γιοτ με το οποίο ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο.

Στο τέλος, η Ευρυδίκη τον παρατάει κι εκείνος επιστρέφει στο Τάμπερε για να πεθάνει. Μια χειμωνιάτικη μέρα, φτάνει στο σκοτεινό και άδειο σπίτι που γεννήθηκε, με τη συνοδεία λύκων. Μοιάζει έρημο, ανοίγει όμως την πόρτα μια ηλικιωμένη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά. Πρόκειται για την ηλικιωμένη καμαριέρα που είχε μείνει να φυλάει το σπίτι έπειτα από τον θάνατο του αδερφού του Γιούγκερμαν. Κατά τύχη ήταν η ίδια καμαριέρα με την οποία ο Γιούγκερμαν είχε την πρώτη του σύντομη σχέση όταν ήταν δεκατριών ετών. Τις τελευταίες μέρες του στο σπίτι, βλέπει στον ύπνο του όλους τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του. Μόλις τώρα μαθαίνει ότι ο πραγματικός πατέρας του ήταν ο Αντεμάρ ντε Κρεσύ, που κάποτε, όταν ήταν μικρός, τον βρήκε με τη μητέρα του, στο μπουντουάρ της. Εμφανίζεται επίσης η Ντάινα και ο Γιούγκερμαν παρατηρεί πόσο μοιάζει στη μητέρα του. Στο όνειρό του μάλιστα ταυτίζεται με εκείνη και τον παρασύρει στο μπουντουάρ της. Εκεί, ο Γιούγκερμαν πεθαίνει αγκαλιάζοντας τη μητέρα του στον καναπέ.

Ελληνικά και διεθνή πρότυπα

Ο πατέρας του Καραγάτση ήταν διευθυντής τράπεζας και γι’ αυτό η οικογένεια μετακόμιζε από τη μια πόλη της Ελλάδας στην άλλη. Ωστόσο, τα καλοκαίρια τα περνούσαν στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου ο Καραγάτσης διάβαζε κάτω από μια μεγάλη φτελιά (καραγάτσι) που φύτρωνε δίπλα στην εκκλησία. Τελειώνοντας το σχολείο, ο Καραγάτσης σπούδασε νομικά πρώτα στη Γκρενόμπλ και μετά στην Αθήνα. Ωστόσο, δεν εργάστηκε ποτέ σ’ αυτό τον τομέα. Μετά το πανεπιστήμιο επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή. Τα βιβλία του βασίζονται τυπικά σε αληθινές ιστορίες, τις οποίες στη συνέχεια ανέπτυξε και τροποποίησε ο ίδιος με τη φαντασία του.

Με το τέλος της ρωσικής επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου, τον Νοέμβριο του 1920, ο στρατηγός των Λευκών Πιοτρ Βράνγκελ επέτρεψε σε 70.000 στρατιώτες και 65.000 αμάχους να εγκαταλείψουν την Κριμαία και να οδηγηθούν στην Τουρκία, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί αυτοί οι δύσμοιροι συνέχισαν το ταξίδι τους για άλλα μέρη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν τελικά στη Σερβία, χιλιάδες όμως έφτασαν και στην Ελλάδα, κυρίως στον Πειραιά. Το 2008, ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος, τότε διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρότυπο του Καραγάτση για τον Γιούγκερμαν ήταν ίσως ο Δημήτρης Έρσελμαν, ένας νεαρός Ρώσος αξιωματικός που καταγόταν από γερμανόφωνη οικογένεια του Ταλίν [Το Βήμα, 24.11.2008]. Ο Έρσελμαν προσελήφθη σε ελληνική τράπεζα στη Λέσβο, από όπου σιγά σιγά μετακόμισε στην Πελοπόννησο, για να γίνει τελικά διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας στον Πύργο. Ο Έρσελμαν εργαζόταν στον τραπεζικό κλάδο όπως ακριβώς ο πατέρας του Καραγάτση και ο Γιούγκερμαν. Κατά τα άλλα όμως ο Έρσελμαν δεν θυμίζει σε τίποτα τον Γιούγκερμαν.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2008, ο ερευνητής της ελληνικής λογοτεχνίας Γκούνναρ ντε Μποέλ (Gunnar De Boel) έχει τονίσει τις ομοιότητες ανάμεσα στον Γιούγκερμαν του Καραγάτση και τον Μεγάλο Γκάτσμπυ (1925), εν μέρει και το Τρυφερή είναι η νύχτα (1934) του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ.1 Οι ομοιότητες γίνονται εύκολα αντιληπτές: μετά το τέλος του πολέμου, τόσο ο Γιούγκερμαν όσο και ο Τζέι Γκάτσμπυ πλουτίζουν γρήγορα, εν μέρει με ύποπτες μεθόδους (πώληση ναρκωτικών, τζόγος, κλοπή), αποκτούν μεγάλα σπίτια όπου μένουν κάνοντας πάρτι και αποπλανώντας όμορφες γυναίκες. Ο Γκάτσμπυ επιλέγει την πολυτελή του κατοικία με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται από εκεί το σπίτι της αγαπημένης του Νταίζης, όπως ο Γιούγκερμαν από το σπίτι του βλέπει τα βράδια το φωτισμένο παράθυρο της Βούλας. Επίσης, ο Φιτζέραλντ, όπως και ο Καραγάτσης, ενδιαφέρεται για την ψυχανάλυση. Στο Τρυφερή είναι η νύχτα ο νεαρός ψυχολόγος Ντικ Ντάιβερ, όπως και ο Γεώργιος Μάζης στον Γιούγκερμαν, παρουσιάζεται να κάθεται μόνος σε ένα αυστριακό εστιατόριο, ο Ντάιβερ στο Ίνσμπρουκ και ο Μάζης στη Βιέννη.

Ο Καραγάτσης ήξερε πολύ καλά γαλλικά, αλλά όχι ιδιαίτερα καλά αγγλικά. Ο ντε Μποέλ αναρωτιέται αν ο Καραγάτσης μπορούσε να διαβάσει με κάποιο τρόπο αγγλικά, αφού τη δεκαετία του 1930 ο Φιτζέραλντ δεν ήταν πολύ γνωστός στην Ελλάδα ή τη Γαλλία. Ο Καραγάτσης ίσως είχε ακούσει από κάποιον για τα βιβλία του Φιτζέραλντ. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες από τις ομοιότητες μπορεί να οφείλονται στα διανοητικά ρεύματα που επικρατούσαν την περίοδο του μεσοπολέμου. Για παράδειγμα, εκείνη την εποχή ανέπτυξε ο Σίγκμουντ Φρόιντ την ψυχαναλυτική θεωρία. Ο Καραγάτσης ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ψυχανάλυση και τη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων, επομένως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο έργο εμφανίζεται ακόμη και ο ίδιος ο Φρόιντ όταν ο Γιούγκερμαν επισκέπτεται τη Βιέννη. Φυσικά, η αγάπη του Γιούγκερμαν για τη μητέρα του είναι επίσης εύκολο να συνδεθεί με τη θεωρία του Φρόιντ περί οιδιπόδειου συμπλέγματος.

Αγαπημένος συγγραφέας του Καραγάτση ήταν ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, από το έργο του οποίου αγαπούσε ιδιαίτερα τους Αδελφούς Καραμάζοφ. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό το ενδιαφέρον του Καραγάτση για την ψυχανάλυση και τη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων μπορεί να προέρχεται απευθείας από τους Αδελφούς Καραμάζοφ, ένα βιβλίο που επίσης έκανε βαθιά εντύπωση στον νεαρό Ζίγκμουντ Φρόιντ. Το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι αναφέρεται σε έναν 55χρονο άνδρα, τον Φιοντόρ Καραμάζοφ, και τους γιους του. Ο Φιοντόρ είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε επίσης έναν γιο εκτός γάμου. Στο μυθιστόρημα, ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια, ο Ντιμίτρι, μαλώνει πρώτα με τον Φιοντόρ για την κληρονομιά της μητέρας του και όταν εκείνος δολοφονείται, η διαμάχη για την κληρονομιά συνεχίζεται ανάμεσα στα αδέλφια. Οι μπερδεμένες σχέσεις περιπλέκουν την ιστορία. Για παράδειγμα, ο Φιοντόρ και ο Ντιμίτρι έχουν ερωτευτεί την ίδια νεαρή γυναίκα, την Αγκραφένα, παρότι ο Ντιμίτρι είναι συγχρόνως αρραβωνιασμένος με άλλη.

Το πιο χαρακτηριστικό μοτίβο σχέσης στον Γιούγκερμαν αποτελείται από δύο άνδρες και μία γυναίκα, ενώ το πιο ακραίο παράδειγμα είναι ο Γιούγκερμαν και ο φίλος του που παντρεύονται μαζί την Άννουσα. Παρότι ο Γιούγκερμαν περιγράφεται ως πραγματικός Δον Ζουάν που έχει συνηθίσει να κατακτά γυναίκες, οι τελευταίες δεν εμφανίζονται μόνο ως θύματα. Αντίθετα, είναι συχνά ανάλαφρες, έχουν επίγνωση της σεξουαλικότητας τους, είναι δυνατές και έτοιμες να εκδικηθούν τους άνδρες για πιθανά τους σφάλματα. Μήπως ο Καραγάτσης είχε επηρεαστεί από τη Λου Αντρέας-Σαλομέ, την όμορφη γερμανορωσίδα συγγραφέα και ψυχαναλύτρια, που το 1882 την ερωτεύτηκαν ταυτόχρονα ο Πάουλ Ρέε και ο Φρίντριχ Νίτσε; Ωστόσο, η Λου δεν ήταν έτοιμη να παντρευτεί κανέναν από τους δύο, τους πρότεινε λοιπόν να είναι μαζί και οι τρεις, και οι δύο άντρες συμφώνησαν.

Αυτό το ερωτικό τρίγωνο, Ρέε, Νίτσε και Σαλομέ, έχει απαθανατιστεί σε μια γνωστή φωτογραφία, στην οποία η Λου απεικονίζεται καθισμένη σε μια άμαξα με ένα μαστίγιο στο χέρι και οι δύο άντρες στέκονται μπροστά σαν να τραβούν την άμαξα. Όταν το τρίο διαλύθηκε, η Λου παντρεύτηκε έναν οριενταλιστή, τον Αντρέας. Η Λου όμως συνέχισε την ελεύθερη ζωή της με πολλούς έρωτες, ο πιο γνωστός από τους οποίους είναι ίσως ο πολύ νεότερός της Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Λου εντάχθηκε στον κύκλο του Ζίγκμουντ Φρόιντ και δημοσίευσε πολλά έργα για τη γυναικεία σεξουαλικότητα.

Το τελευταίο ταξίδι του Γιούγκερμαν με την Ευρυδίκη είναι επίσης άξιο σχολιασμού. Εδώ ο Καραγάτσης έχει επηρεαστεί ξεκάθαρα από την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη (1938), που αφηγείται τις περιπέτειες του ηλικιωμένου Οδυσσέα. Στο ποίημα του Καζαντζάκη ο Οδυσσέας ξεκινά πάλι ταξίδι από την Ιθάκη, πρώτα επισκέπτεται την Κρήτη και την Αίγυπτο, μετά χάνει όλους τους άντρες του και συνεχίζει μόνος του ως την Ανταρκτική, όπου συναντά τον θάνατο καθισμένος σε ένα παγόβουνο που το παίρνει το ρεύμα του ωκεανού. Καθώς πλησιάζει ο θάνατος, ο Οδυσσέας θυμάται το παρελθόν και καλεί κοντά του παλιούς φίλους και γυναίκες που έχουν ήδη πεθάνει. Στη συνέχεια οδηγείται μαζί τους στον θάνατο, όπως ακριβώς ο Γιούγκερμαν στο χειμωνιάτικο Τάμπερε. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιούγκερμαν κάνει το τελευταίο του ταξίδι συντροφιά με μια νεαρή γυναίκα, το όνομα της οποίας παραπέμπει άμεσα στην ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης.

Ο Πέτερ φον Νόττμπεκ με τα δύο μικρότερα παιδιά του. Πηγή: Wikipedia Commons.

 

Φινλανδικές διασυνδέσεις

O Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν δεν περιγράφει μόνο την Ελλάδα αλλά και τη Γκρενόμπλ, τη Βουδαπέστη, τη Βιέννη και τη Φινλανδία. Ο ίδιος γνώριζε τη Γκρενόμπλ από τα φοιτητικά του χρόνια. Ξέρουμε ότι ταξίδεψε στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη για να συγκεντρώσει πληροφορίες για το βιβλίο του. Αντίθετα, δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Φινλανδία. Παρόλα αυτά, οι γνώσεις του για τη χώρα και κυρίως για το Τάμπερε είναι υψηλού επιπέδου. Ένας Φινλανδός αναγνώστης δεν είναι δύσκολο να καταλάβει ποια φινλανδική οικογένεια έχει λειτουργήσει ως πρότυπο για την οικογένεια του Γιούγκερμαν.

Το 1828, ο Τζέιμς Φινλέισον μετέτρεψε το μηχανουργείο του στο Τάμπερε σε εργοστάσιο βάμβακος, το οποίο τη δεκαετία του 1840 ήταν το μεγαλύτερο εργοστάσιο στη Φινλανδία και από τη δεκαετία του 1850 το μεγαλύτερο των Βορείων Χωρών. Το 1836, το πούλησε σε τρεις επιχειρηματίες από την Αγία Πετρούπολη, ένας από τους οποίους ήταν ο Καρλ Σάμουελ Νότμπεκ (Carl Samuel Nottbeck), Γερμανός που είχε γεννηθεί στο Ταλίν και εργαζόταν στην Αγία Πετρούπολη. Την ίδια χρονιά ο Νότμπεκ έστειλε στο Τάμπερε τον δεύτερο γιο του, τον Βίλχελμ. Σιγά σιγά, το εργοστάσιο βαμβακιού μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Νότμπεκ, υπό τη διεύθυνση της οποίας γνώρισε ταχεία ανάπτυξη.

Το 1847, ο Βίλχελμ Νότμπεκ παντρεύτηκε την Κονστάνς φον Μένγκντεν (Constance von Mengden), μια Γερμανίδα κοντέσα από τη Λιβονία. Μέσω της οικογένειας της συζύγου του, ο Βίλχελμ είχε εξαιρετικές σχέσεις με τη ρωσική Αυλή και το 1855 απέκτησε και αυτός τίτλο ευγενείας. Την επόμενη χρονιά, ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ επισκέφθηκε το Τάμπερε, όπου έμεινε με τους φον Νότμπεκ. Οι σχέσεις με την Αυλή διατηρήθηκαν και τους χειμώνες που οι φον Νότμπεκ ζούσαν στο δικό τους σπίτι, στην Αγία Πετρούπολη. Οι Νότμπεκ απέκτησαν επτά γιους, από τους οποίους ο ένας πέθανε νέος και ο άλλος σκοτώθηκε μόλις 20 ετών. Όλοι οι άλλοι εργάζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εταιρεία. Ο μεγαλύτερος αδερφός βρέθηκε για κάποιο διάστημα στα εργοστάσια του Έντισον, στις ΗΠΑ, το 1882 μάλιστα έφερε στο εργοστάσιο του Τάμπερε το ηλεκτρικό φως.

Ο Βίλχελμ φον Νότμπεκ και η οικογένειά του ζούσαν στο Τάμπερε σε ένα ξύλινο παλάτι με το όνομα Μιλαβίντα (Milavida). Το 1898, ο τέταρτος αδελφός, ο Πέτερ φον Νότμπεκ (Peter von Nottbeck), έχτισε για την οικογένειά του ένα νεο-μπαρόκ παλάτι από πέτρα και τούβλο με το ίδιο όνομα, το οποίο αργότερα ονομάστηκε Νάσιλίννα (Näsilinna). Ωστόσο, η οικογένεια δεν πρόλαβε να το χαρεί για πολύ, αφού η σύζυγος του Πέτερ πέθανε την ίδια χρονιά στη γέννα και ο ίδιος ο Πέτερ πέθανε την επόμενη χρονιά στο Παρίσι από σκωληκοειδίτιδα. Κηδεμόνες των δίδυμων παιδιών τους ορίστηκαν οι αδελφοί του Πέτερ, Έντουαρντ και Αλεξάντερ, από τους οποίους ο δεύτερος πέθανε στο Τάμπερε το 1900, και αυτός από σκωληκοειδίτιδα. Τα τέσσερα παιδιά του Πέτερ έζησαν μόνα τους στο παλάτι για αρκετό καιρό, όπου τα φρόντιζαν τρεις νταντάδες, ένας Γάλλος μπάτλερ, ένας Εσθονός αμαξάς και το υπηρετικό προσωπικό της κουζίνας. Ωστόσο, το 1892 τα παιδιά μετακόμισαν με τον Έντουαρντ στην Ελβετία, όπου εκείνος έζησε ως τον θάνατό του, το 1939. Εκεί απεβίωσε το 1990 και η τελευταία από τις κόρες του Πέτερ.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στις οικογένειες φον Νότμπεκ και Γιούγκερμαν. Και οι δύο ήταν ιδιοκτήτες εργοστασίων βάμβακος στο Τάμπερε από την ίδια περίπου χρονιά. Και οι δύο οικογένειες ήταν πολύγλωσσες, αν και στην οικογένεια του φον Νότμπεκ δεν είχαν φινλανδικό αίμα. Και οι δύο οικογένειες ανέβηκαν κοινωνικά αφού οι πρώτοι εκπρόσωποι παντρεύτηκαν γερμανόφωνες κόμισσες. Η μητέρα του Γιούγκερμαν μετακόμισε σε μεγαλύτερη ηλικία με τον Αντεμάρ ντε Κρεσύ στη Γκρενόμπλ, όπου και πέθαναν. Ο ίδιος ο Βίλχελμ φον Νότμπεκ απεβίωσε στο Παρίσι το 1900, όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Καρλ Σάμουελ (1904) καθώς και ο Πέτερ (1899), ενώ ο Έντουαρντ απεβίωσε στη Λοζάνη. Στην οικογένεια Νότμπεκ δεν υπάρχει ούτε ένας Ρώσος αξιωματικός, από την άλλη πλευρά όμως, η σύζυγος του Πέτερ ήταν κόρη του διοικητή της φινλανδικής χωροφυλακής, υποστράτηγου φον Τομπίεσεν (von Tobiesen), του οποίου ο αδελφός σκοτώθηκε στον ρωσοτουρκικό πόλεμο.

Το νεομπαρόκ παλάτι Μιλαβίντα (Νάσιλίννα) που κατασκεύασε ο Πέτερ φον Νόττμπεκ στο Τάμπερε, το οποίο περιγράφει ο Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν. Πηγή: Wikipedia Commons.

Σύμφωνα με τον Καραγάτση, το σπίτι των Γιούγκερμαν στο Τάμπερε είχε έναν πύργο. Δύο χαμηλούς πύργους είχε και το παλάτι Νάσιλίννα. Οι πληροφορίες του Καραγάτση για τη Φινλανδία δεν τελειώνουν σε αυτό. Ο Γιούγκερμαν και όλη η οικογένειά του αγαπούν πολύ το αλκοόλ, η μητέρα του μάλιστα περιγράφεται ως ελαφρώς αλκοολική. Ο Γιούγκερμαν παρουσιάζεται μια φορά στο βιβλίο ως Φινλανδός κόμης που θα είχε κολυμπήσει σε κάθε μία από τις 60.000 λίμνες της Φινλανδίας, και κατά τις τελευταίες μέρες του στο Τάμπερε συζητάει για τους κύκνους της Τονουέλα2 και χορεύει το valse triste του Σιμπέλιους υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής Ακαδημίας του Ελσίνκι. Σχεδόν κανείς δεν εκπλήσσεται που οι δύο κύριες φινλανδικές οικογένειες στο βιβλίο, το οποίο γράφτηκε τη δεκαετία του 1930, ονομάζονται Σωρίνεν (Saarinen3) και Σίλλανπω (Sillanpää4), δύο από τα γνωστότερα πρόσωπα της πολιτιστικής ζωής της Φινλανδίας την ίδια δεκαετία.

Δεν γνωρίζουμε από πού πήρε ο Καραγάτσης τις πληροφορίες για τη Φινλανδία. Σύμφωνα με την κόρη του Μαρίνα, επισκεπτόταν συχνά τον Πειραιά, όπου έγραφε σε ένα καφενείο. Ίσως είχε συναντήσει εκεί κάποιο Φινλανδό. Από το 1923, λειτουργούσαν στον Πειραιά οι εταιρείες του Ευγένιου Ευγενίδη (1882-1954), ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Svenska Orient Linien [Σουηδικές Γραμμές της Ανατολής]. Ο Ευγενίδης έφερνε στην ανατολική Μεσόγειο ξύλο και χαρτί από τις Βόρειες Χώρες. Είχε συναλλαγές με τη Φινλανδία από το 1920, ενώ από το 1926 ήταν πρόξενος της Φινλανδίας στην Ελλάδα. Ο Ευγενίδης είχε στενή σχέση, ανάμεσα στις άλλες, με την εταιρία Finska Ångfartygs Ab – Suomen Höyrylaiva Oy, [Φινλανδικά Ατμόπλοια Α.Ε.] η οποία του έστελνε νεαρούς Φινλανδούς να εργαστούν για μικρά διαστήματα στο γραφείο του, στον Πειραιά. Τον Σεπτέμβριο του 1939, ο συγγραφέας Όλαβι Πάαβολάινεν (Olavi Paavolainen, 1904-1963) συνάντησε στον Πειραιά έναν από αυτούς, ονόματι Gröndahl [Γκρένταλ].5

Ο Ευγένιος Ευγενίδης είχε επισκεφτεί τη Φινλανδία και γνώριζε πολύ καλά τη χώρα. Ο ίδιος βοήθησε στην ανέγερση του μνημείου του Φινλανδού φιλέλληνα Γκούσταφ Άντολφ φον Σας (Gustav Adolf von Sass, 1793-1826) στο Μεσολόγγι το 1938, καθώς και στον έρανο για το μνημείο του στρατηγού Μάννερχέιμ6 στο Μοντρέ, το 1955. Ο Ευγενίδης πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο Βεβέ, ανάμεσα στο Μοντρέ και τη Λωζάνη. Εκεί γνώρισε και τον Μάννερχέιμ, ίσως και τα παιδιά του Έντουαρντ φον Νότμπεκ, αν δεν γνώριζε ήδη την οικογένεια φον Νότμπεκ από τη δεκαετία του 1920. Μπορεί ο Ευγενίδης να γνώριζε και τον Καραγάτση, αυτό όμως δυστυχώς παραμένει εικασία. Εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλοί οι Φινλανδοί που ζούσαν ή επισκέφτηκαν την Αθήνα και τον Πειραιά.

Ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση είναι ίσως ένας από τους πιο γνωστούς Φινλανδούς στην Ελλάδα. Η εικόνα που είχαν οι Έλληνες για τη Φινλανδία και τους Φινλανδούς είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτό το βιβλίο. Ωστόσο, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος ως τώρα τόσο στη Φινλανδία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφού το μυθιστόρημα δεν έχει μεταφραστεί σε καμία άλλη γλώσσα. Μήπως έχει έρθει η ώρα; Ο Καραγάτσης συνεχίζει να είναι επίκαιρος όσο και στην εποχή του – μερικά από τα θέματα του, όπως η εγκατάσταση ξένων στην Ελλάδα, η ψυχανάλυση και η σεξουαλικότητα, είναι το ίδιο επίκαιρα και τώρα. Αυτό φαίνεται καθαρά και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο Εστία, από το 1940 που εκδίδεται το έργο, έχουν πουληθεί περί τις 150.000 αντίτυπα από κάθε τόμο.

Μετάφραση από τα φινλανδικά: Μαρία Μαρτζούκου

***Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα φινλανδικά στο περιοδικό Helikon 2/2020.

O Δρ Μπιορν Φορσέν (Björn Forsén) είναι ιστορικός και αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Διετέλεσε διευθυντής του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών (2004-2007 και 2018-2020). Έχει δημοσιεύσει πλήθος βιβλίων και άρθρων για την ελληνική ιστορία και την αρχαιολογία, μεταξύ των οποίων τα Η χαμένη Ελλάδα. Ταξιδιωτικές περιγραφές Φινλανδών πριν τον μαζικό τουρισμό (στα φινλανδικά και τα σουηδικά, συνεπιμέλεια με τον Erkki Sironen, 2006) και Αγαπητή μισητή μου Αθήνα! Στιγμιότυπα από τη ζωή του Φινλανδού ελληνιστή Βίλχελμ Λάγκους (σε συνεργασία με τον Βασίλη Καρδάση). Εστία 2009.

1 G. De Boel, ‘Junkerman by M. Karagatsis: A Greek Great Gatsby and Tender in the Night’, Journal of Modern Greek Studies 27 (2009), 55-79.
2 Ο Κύκνος της Τούονελα, δηλαδή του Κάτω Κόσμου, αναφέρεται στο φινλανδικό έπος «Κάλεβάλα».
3 Έλιελ Σάαρινεν (Gottlieb Eliel Saarinen, 1873-1950). Φινλανδός αρχιτέκτονας γνωστός για τα κτίρια αρτ νουβό που σχεδίασε στις αρχές του 20ου αιώνα. Πατέρας του επίσης διάσημου αρχιτέκτονα Έερο Σάαρινεν (Eero Saarinen, 1910-1961). Ανάμεσα στα έργα του τελευταίου είναι το ανατολικό τερματικό του Διεθνή Αερολιμένα Αττικής, στο Ελληνικό.
4 Φρανς Έμιλ Σίλλανπάα (Frans Emil Sillanpää, 1888-1964). Φινλανδός συγγραφέας. Το 1939 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.
5 «Στον Πειραιά με περιμένει ο Γκρένταλ, γραμματέας του Ευγενίδη, του πρόξενου, ένας ήσυχος και φιλικός κύριος που με επικρίνει αμέσως για την αλόγιστη ιδέα να κάνω αυτό το ταξίδι. Είναι προφανής, υποστηρίζει, η απειλή ενός ευρωπαϊκού πολέμου». Όλαβι Πάαβολάινεν, Synkkä yksinpuhelu [Ζοφερός μονόλογος], 1946.
6 Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάννερχέιμ [Carl Gustaf Emil Mannerheim, 1867-1951] Αξιωματικός του ρωσικού στρατού κατά την περίοδο της αυτονομίας, μια από τις κυριότερες μορφές της ανεξάρτητης Φινλανδίας. Επικεφαλής του στρατού της Φινλανδικής Δημοκρατίας στον εμφύλιο του 1918 και κατά την περίοδο 1939-1945. Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1944-1946).

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular