Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ποιός τὴν Ἑλλάδα ἄτιμη ἔχει καρδιὰ νὰ βρίσῃ,

καὶ στοῦ σταδίου τὴν ἀρχὴ τὸ θάρρος του ποιός χάνει;

Τὸν πρόλογο τοῦ δράματος μὴ παίρνετε γιὰ λύσι,

μηδὲ γιὰ πτῶσι γλίστρημα, ποὺ πτῶσι προλαμβάνει! 

Το θέμα των παρελάσεων απασχολεί την σύγχρονη νεοελληνική και εθνο-αποδομητική επικαιρότητα, κυρίως σαν ένα αναχρονιστικό υπόλειμμα αλλοτινών καιρών και αντιλήψεων, που πρέπει να καταργηθούν. Είτε διότι (δήθεν) υπενθυμίζουν ολοκληρωτικές και στρατοκρατικές νοοτροπίες, είτε διότι είναι παράταιρες με το μοντέρνο πνεύμα του ελλαδικού συβαριτισμού. Ο πατριωτικός αντίλογος χρησιμοποιεί εθνοκεντρικά επιχειρήματα, που ομοίως δεν εμπνέουν την σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Αφ’ ενός μεν διότι αυτή έχει βιώσει ασυνήθιστα μακρύ χρόνο σε συνθήκες ειρήνης ώστε να ξεχάσει το «αίμα» που απαιτήθηκε για να τις εξασφαλίσει. Αφ’ετέρου διότι ο πολίτης έχει απο-κοινωνικοποιηθεί μέσα στην μοναξιά και την μοναχικότητα που επιβάλλει ο σύγχρονος τεχνολογικός τρόπος εξατομικευμένης καθημερινότητας.

Παρά το γεγονός πως μεγάλωσα μέσα σε περιόδους ευεπίφορες στις αναθεωρητικές αυτές αντιλήψεις, σε βαθμό που να τις θεωρώ εν πολλοίς βάσιμες, εν τούτοις δεν ήταν πάντα έτσι. Πραγματική εντύπωση μού έχει προκαλέσει η συνειδητοποίηση μέσα από την ιστοριοδιφική μελέτη, πως η περιρρέουσα αντίδραση στις εθνικές παρελάσεις είναι ουσιαστικά ένας εισαγόμενος διεθνιστικός καρπός σχετικά νέας εσοδείας.

Αντίθετα, ο αναγνώστης εφημερίδων και εντύπων του παρελθόντος αντιλαμβάνεται από τον βαθμό δημοσιογραφικής κάλυψης ότι οι εθνικές παρελάσεις του στρατού, των μαθητών, των φοιτητών, των εργατών, των σωματείων κ.α. δεν ήταν μόνο μια ακόμη ευκαιρία διασκέδασης. Αλλά, το κυριώτερο, αποτελούσαν μια φυσιολογική κοινωνική εκδήλωση ομοψυχίας και μαζικού κοινού φρονήματος μέσα από την πάνδημη συμμετοχή. Αντίστοιχη σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν επετειακοί εορτασμοί που κυμαίνονταν από λαμπαδηφορίες έως απαγγελίες πανηγυρικών λογύδρίων και ποιημάτων σε αντίστοιχες «παρελάσεις» του πνεύματος και της γραφίδας. Πρακτικές που ευτυχώς διατηρούνται ακόμη και δεν έχουν πλήρως εκπαραθυρωθεί σε πείσμα των τάσεων των σύγχρονων καιρών.

Ειδικά την περίοδο απο την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η αναφορά σε «εθνική εορτή» αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την επέτειο έναρξης της Επανάστασης του 1821. Και αυτό παρά τις επί μέρους δυναστεικές εορτές, που επέβαλε κατά καιρούς η εκάστοτε βασιλική δυναστεία ή τον περιωρισμένο εορτασμό της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που διατηρήθηκε μέχρι την πτώση του Όθωνος. Η καθιέρωση του εορτασμού της 25ης Μαρτίου κάθε έτους «εις το διηνεκές» έγινε με το Υπουργικό Βασιλικό Διάταγμα #980 της 15/27 Μαρτίου 1838 και η επιλογή της ημερομηνίας, που ημερολογιακά συνέπιπτε με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, περιείχε ευθύς εξαρχής διπλό μήνυμα: εθνοκεντρικό και ταυτόχρονα εκκλησιαστικό, εχέγγυο για μια εορταστική μαζικότητα.

Στο σημείο αυτό, αντί μιας μακράς υποσημείωσης, αναγκάζομαι σε μια ιστορική παρέκβαση. Ανευρίσκουμε το κείμενο του Διατάγματος του Όθωνος με υπογραφή του Γραμματέα (Υπουργού) Εκκλησιαστικών Γ. Γλαράκη δημοσιευμένο μόνο στον Ημερήσιο Τύπο της εποχής, όπως για παράδειγμα στην εφημ. ΑΘΗΝΑΙ (φ. 23 Μαρτίου 1838). Επιλέγω να το παρουσιάσω από την δίγλωσση (Ελληνικά και Γαλλικά) εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (φ. 20 Μαρτίου/1 Avril 1838), που περιλαμβάνει και ιδιαίτερο εισαγωγικό άρθρο, όπου εκφράζονται βαθειές ευχαριστίες και εύσημα στον Μονάρχη.

Μέσα από τον Τύπο επίσης, οι ερευνητές εντοπίζουν και μια σχετική διευκρινιστική εγκύκλιο διαταγή που εξέδωσε το Υπουργείο Εκκλησιαστικών (εφημ. Η ΦΗΜΗ, φ. 106/19Μαρ1838), στην οποία αναφέρεται και ο αριθμός (#980) του Βασ. Διατάγματος. Όμως, το συγκεκριμένο Υ. Β. Διάταγμα για την καθιέρωση της Εθνικής Εορτής ποτέ δεν δημοσιεύτηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ), παρά το γεγονός πως στο κείμενο που κυκλοφόρησε υπάρχει η σαφής εντολή του Όθωνος για την συνήθη επίσημη δημοσίευση.

Αν και τέτοιες πρακτικές προχειρότητας δεν είναι ασυνήθιστες στην δημόσια διοίκηση του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εν τούτοις παραμένει ιστορικά αξιοσημείωτη λόγω του ειδικού χαρακτήρα του θέματος και του «εις το διηνεκές» εορτασμού, που καθιέρωσε. Πιθανόν να υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση. Ενώ στα τρία διαδοχικά ΦΕΚ των πιθανών ημερομηνιών (#9/Α/16Μαρ1838, #10/Α/22Μαρ1838 και #11/Α/31Μαρ1838) δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά, παρατηρώ μια πολύ ενδιαφέρουσα γενική σημείωση στο ΦΕΚ υπ.αρ. 10 της 22ας Μαρτίου, την οποία και αντιγράφω: «Τὰ δημοσιευθέντα πρὸ τινων ἡμερῶν φύλλα τοῦ ἀριθμοῦ 10 τῆς ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως κηρύττονται ἄκυρα ὡς ἐλλειπῆ». Τί να σημαίνει άραγε αυτή η ακύρωση; Ακραίο μεν το να πιθανολογήσω­­ πως το Διάταγμα #980/15[27] Μαρτίου 1838 δημοσιεύτηκε, αποσύρθηκε και εν συνεχεία τυπικά καταργήθηκε, θα ήταν όμως μια λογικοφανής εξήγηση, που αφελώς προτείνεται ως ενδεχόμενο για πρώτη φορά.

Για μια ιστορική τεκμηρίωση των εθνικών επετείων, ελληνικών και ευρωπαϊκών, του 19ου αιώνος και τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις των εορταστικών εκδηλώσεων ανάλογα με το κοινωνικό πνεύμα και τις πολιτικές σκοπιμότητες παραπέμπω στην πολύ ενδιαφέρουσα εργασία της Χριστίνας Κουλούρη με τίτλο «Γιορτάζοντας το έθνος: εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα». Δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Αθέατες όψεις της ιστορίας. Κείμενα αφιερωμένα στον Γιάνη Γιανουλόπουλο» (Αθήνα 2012, σελ. 181-210) και ανευρίσκεται επίσης διαδικτυακά στην ιστοσελίδα της “Academia.edu”. Από την εργασία αυτή, επιλέγω να σημειώσω πως στρατιωτικές παρελάσεις επί τη ευκαιρία της Εθνικής Εορτής ξεκινούν από το 1875, φοιτητικές το 1876 και μαθητικές (μάλλον) από το 1899.

Αφού υποσχεθώ να μην κάνω άλλες ιστοριοδιφικές παρεκβάσεις, κλείνω την απαραίτητη εισαγωγή αυτή και στην συνέχεια θα εστιάσω σε μια σειρά ποιημάτων του Αριστομένη Προβελέγγιου, που έχει γράψει ειδικά για ιστορικές επετείους, συμμετέχοντας με τον δικό του τρόπο στους εορτασμούς. Ιδιαίτερα μάλιστα για την ημέρα της εθνεγερσίας, την 25η Μαρτίου 1821.

Σε προηγούμενο άρθρο μου διαβάσαμε ήδη την σχετικά άγνωστη απαγγελία του Προβελέγγιου στην Ακαδημία Αθηνών το 1932 για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου (τίτλος ποιήματος «Λησμονημένος Πυρπολητής»). Επιπλέον γνωρίζουμε, μέσα από την έρευνα των αρχείων του Φ. Σ. Παρνασσός (Γ. Γ. Ζώρας, “Οι λογοτέχνες της Παλαιάς και Νέας Αθηναϊκής Σχολής στον Φ. Σ. Παρνασσός”, Αθήναι 1993 και “Ο Εορτασμός της Εθνικής Επετείου στον Φ. Σ. Παρνασσός κατά τον ΙΘ’ αιώνα”, Αθήναι 2020) πως ο Αριστομένης Προβελέγγιος αναλαμβάνει να συνθέσει και να απαγγείλει ποιήματα «κατάλληλα» για την εκάστοτε εθνική περίσταση. Μνημονεύονται δύο από αυτές χωρίς να δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες. Η πρώτη στους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου του 1902 και η δεύτερη στην εθνική εορτή του 1907. Αναζήτησα και τα δύο αυτά σχετικά ποιήματα μέσα από τον καθημερινό τύπο της εποχής. Τα εντόπισα μετά από κοπιώδη έρευνα. Παρουσίασα ήδη αυτό του 1902 (τίτλος ποιήματος «Το Δένδρον του Ολύμπου και το Πλοίον του Αγώνος») στο μελέτημά μου με τίτλο «Ξύλινα Τείχη». Απομένει αυτό του 1907.

Η Μάννα Ελλάς ‘στον Ποιητή

Στο μεταξύ, ο ποιητής έχει ήδη από το 1881 δώσει δείγματα για το βάθος του πατριωτισμού του. Μετά από μια πενταετία ποιητικής σιωπής λόγω απουσίας στην Γερμανία για τις μεταπτυχιακές σπουδές του, επιστρέφει και δίδει ένα ηχηρό στίγμα της μετέπειτα πορείας του. Ο νεοφώτιστος ποιητής τολμά και απευθύνει δημόσια απάντηση στον ποιητικό θρύλο της εποχής, τον Αχιλλέα Παράσχο και στο πικρό, αλλά ρεαλιστικό, απαισιόδοξο ποίημά του, τα «Κόλλυβα» (1881). Η απάντηση δίνεται την ίδια χρονιά και μέσα από το ίδιο μέσο, το κατεξοχήν όργανο του λογιωτατισμού, τις εκδόσεις του Παρνασσού, όπου δημοσιεύει το ποίημά του «Η Μάννα Ελλάς ’στον Ποιητή (Απάντησις εις τα “Κόλλυβα” του Α. Παράσχου)». Ποίημα-σταθμός για τον Προβελέγγιο, που ελάχιστα έχει τύχει της δέουσας προσοχής. Το χαρακτηρίζω «σταθμό» για τους εξής τρεις λόγους:

Πρώτον, διότι με το ποίημα αυτό δεν διστάζει να ορθώσει ποιητική αντίκρουση στην λαϊκή αυθεντία της εποχής. Μπορεί σήμερα ο Αχιλλέας Παράσχος να είναι απολύτως λησμονημένος, αλλά τον καιρό εκείνο ήταν η απόλυτη «ντίβα». Ενδεικτικά αναφέρεται πως οι πωλήσεις των ευπώλητων ποιημάτων τού απέφεραν εντυπωσιακά με τα τότε κριτήρια έσοδα και πως οι δημόσιες απαγγελίες του στον Παρνασσό ήσαν οι μοναδικές που ελάμβαναν χώρα με εισιτήριο. Ενώ οι εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του ξεπερνούσαν τα φυσιολογικά όρια και στην πάνδημη κηδεία του, που την ακολούθησε πεζή ο ίδιος ο Βασιλιάς, διαβάστηκαν 20 επικήδειοι. Στον ποιητή αυτόν επιλέγει να απαντήσει ο σχετικά άγνωστος ακόμη Προβελέγγιος με τον προσφορώτερο τρόπο, με ένα ποίημα με όνομα και διεύθυνση παραλήπτη. Και μάλιστα, όχι μόνο με την δική του προσωπική υπογραφή, αλλά απευθυνόμενος στον «Αχιλλέα» εξ ονόματος της ίδιας της «Μάννας Ελλάδας». Ένα τέτοιο θαραλλέο τόλμημα, δύσκολα μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει ως κάτι διαφορετικό από πρόκληση. Είναι όμως απολύτως ενδεικτικό τού πόσο στέρεα νοιώθει πως «πατά» ο νεαρός Αριστομένης ποιητικά, κοινωνικά και πατριωτικά.

Κατά δεύτερον, «ποίημα-σταθμός» από φιλολογική άποψη για την εργογραφία του ίδιου του Προβελέγγιου. Ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη εμφάνιση ποιήματός του γραμμένου σε μια γλώσσα λιγώτερο λόγια και περισσότερο κατανοητή από ένα λαϊκό αναγνωστικό κοινό. Μέχρι τότε τα δημοσιευμένα και βραβευμένα επικολυρικά ποιήματά του ήσαν γραμμένα σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα. Μνημεία μεν γλωσσικής επάρκειας και ποιητικής ευφράδειας, πλην όμως δύσκολης πρόσληψης από ένα μη-λόγιο αναγνωστικό κοινό. Το ίδιο ισχύει και για τα λυρικά, συντομώτερα σε έκταση, δημοσιευμένα ποιήματα του.

Ας μην λησμονούμε πως η χρονική περίοδος αυτή είναι γλωσσικά μεταβατική με σαφείς και έντονες αντιδράσεις και φιλολογικές αγκυλώσεις, σε βαθμό τέτοιας πολεμικής, που μια άφρονη κίνηση ίσως αρκούσε για να εξοβελίσει έναν νέο ποιητή από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Ή, βέβαια, για να τον καθιερώσει, εάν το τόλμημά του απηχούσε προφητικά την αναπόδραστη πορεία των γλωσσολογικά επιγενομένων, όπως και τελικά αποδείχθηκε. Από ότι φαίνεται, οι αντιδράσεις από την δημοσίευση του εν λόγω ποιήματος δεν πρέπει να ήσαν αποτρεπτικές, διότι τον ίδιο καιρό δημοσιεύει (ίσως με εξίσου τροχιοδεικτική στόχευση) και άλλα ποιήματα γραμμένα στην λαϊκή καθομιλουμένη γλώσσα.

Η έρευνά μου δείχνει πως αυτά απουσιάζουν από την εργογραφία του και συνεπώς η γλωσσική μελέτη του ποιητή για την περίοδο αυτή παρουσιάζεται πλημμελής. Ενδεικτικά αναφέρω το άγνωστο «Βουνό και Σύννεφα» που δημοσιεύθηκε στο ημερολόγιο της ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΣΤΟΑΣ τού 1881 και μάλιστα με ημερομηνία σύνθεσης το 1875. Για την επόμενη δεκαετία, ο Προβελέγγιος θα μας δώσει ποιήματα και στις δύο ποιητικές γλώσσες, μέχρι το ορόσημο του Φιλαδέλφειου ποιητικού διαγωνισμού του 1890. Τότε που, εξ ονόματος της κριτικής επιτροπής των τριών αγωνοδικών (Ε. Δ. Ροΐδης και Ν. Γ. Πολίτης οι άλλοι δύο), παρουσιάζει σε άπταιστη καθαρεύουσα το γλωσσικό μανιφέστο του υπέρ της δημοτικής, μοιράζοντας το βραβείο μεταξύ τών Κ. Παλαμά («Τα Μάτια της Ψυχής») και Ι. Πολέμη («Ερείπια»), ήδη φίλων και μετέπειτα λογοτεχνικών συνοδοιπόρων.

Τρίτος λόγος, για τον οποίο θεωρώ το ποίημα αυτό «σταθμό» για τον Προβελέγγιο είναι πως θεματικά αποτελεί την πρώτη αυτόνομη ποιητική εκδήλωση του πατριωτικού αισθήματός του. Σαφέστατα, η φιλοπατρία ενυπάρχει μέχρι τότε εγγενής μέσα στην ποίησή του. Όμως αναδύεται μόνον έμμεσα, μέσα από στίχους ιστορικής θεματολογίας και αρχαίου κλέους, φυσιολατρικές περιγραφές και εμπνεύσεις. Το ποίημα «Η Μάννα Ελλάς ‘στον Ποιητή», που παραθέτω στη συνέχεια για λόγους τεκμηρίωσης, μοιάζει να είναι το πρώτο χρονικά, όπου ο ποιητής πάλλεται από πατριωτισμό. Κατά βάση αποτελεί πρόδρομο των πατριδολατρικών ποιημάτων (θουρίων, ωδών και ελεγειών) της ώριμης περιόδου του, αυτής που θα ακολουθήσει στις αρχές του 20ου αιώνα. Μάλιστα, τολμώ να επισημάνω πως, ιδωμένη από μία διαφορετική οπτική, ίσως και η ίδια η επιλογή του τίτλου αυτή καθ΄εαυτή να υποκρύπτει ένα μήνυμα στον προσεκτικό μελετητή του έργου του Προβελέγγιου. Ίσως η «Μάννα Ελλάς» να τού «μίλησε» με τον τρόπο που μόνο αυτή γνωρίζει να πλησιάζει ορισμένους ευαίσθητους δέκτες του μηνύματός της. Και ενδεχομένως αυτό να είναι που θέλει να μας μεταδώσει ο ευρηματικός Προβελέγγιος με πρόσχημα τα πάντοτε επίκαιρα «Κόλλυβα» του Παράσχου.

«Τα Κόλλυβα» είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα δυνατό, ασυνήθιστα οξύ και αιχμηρό, με ευθύ καταγγελτικό λόγο για τους κρατούντες, στα όρια της ποινικής ασυλίας, που μόνο η δημοφιλία του συγγραφέα του εξασφαλίζει. Λόγω του μεγάλου μεγέθους του (δεκατρείς 10στιχες στροφές), η παράθεσή του εκφεύγει των σκοπών του παρόντος. Παρ’όλα αυτά, είναι απαραίτητο να μεταγράψω ορισμένους στίχους αποσπασματικά προκειμένου να δώσω το στίγμα του. Με τον τρόπο αυτό θα αντιληφθεί ο αναγνώστης όχι μόνο το ιστορικό πλαίσιο που προκαλεί την οργισμένη γραφή του Παράσχου, αλλά και το δικαιολογημένο ύφος της απάντησης του Προβελέγγιου.

«ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑ»

του Αχιλλέα Παράσχου

-//-

Τραπὲζ’ ὁ Χάρος σήμερα στὸ κοιμητῆρι στρώνει,

Ἐκεῖ, ὁποῦ τὸν ὕστερο ἡ Μάνα βρῆκε ὕπνο·

Ἀπάνω τοῦ Ἑλληνισμοῦ τὸ σάβανο ξαπλόνει,

Καὶ κόλλυβα στὰ ὀρφανὰ παιδιά της δίνει δεῖπνο.

-//-

Ναί, φᾶτε κόλλυβα· αὐτὰ γιὰ τὴν Μακεδονία·

Ἐτοῦτα γιὰ τὴν Ἤπειρο, ἐκεῖνα γιὰ τὴ Θράκη,

Καὶ μὴ γελειέσθε, πάρετε καὶ γιὰ τὴ Θεσσαλία·

Ἐμπῆκε σὲ ὅλο τὸ κορμὶ τοῦ χάρου τὸ φαρμάκι.

-//-

Ὅλα μαζῆ τὰ θαύματα σπαθιοῦ καὶ μαρτυρίου

Γενῆκαν μόνο γιὰ νὰ βγῇ ἀπ’ τῆς νυχτιὰς τὰ βάθη

Ἕνα τοῦ ψεύδους γέννημα καὶ θρέμμα τάφου κρύου,

Νὰ ξεφαντόνῃ σήμερα μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη ;

Ὦ, φᾶτε, φᾶτε κόλλυβα, καὶ κράξτε μὲ λαχτάρα,

«Ἀνάθεμα εἰς τὸ φονιᾶ, εἰς τὸ φονιᾶ κατάρα ! »

-//-

Ὄχι, δὲν ἐταξείδεψε τὸ Μεσολόγγι στ’ ἄστρα,

Ἡ Ὕδρα δὲν ἐγίνηκε καράβι του Μιαούλη,

Τοῦ Γέρου δὲν προσκύνησαν τὸ πόδι δέκα κάστρα,

Καὶ τἄσπρα γένια τοῦ Ἀλῆ δὲν ἔκαψε τὸ Σοῦλι

Ἡ Μάνα γιὰ ν’ ἀτιμασθῇ… Ἡ Ρούμελη στὴ μάχη

Δὲν ἔβαζε κορώνα της τῆς καλογριᾶς τὴ γέννα

Οὔτ’ ἄναψαν τὴ θάλασσα των Ψαριανῶν οἱ βράχοι

Διὰ νὰ τρῶμε κόλλυβα μὲ μάτια βουρκωμένα !

Πάρετε κι’ ἄλλα, πάρετε καὶ κράξτε μὲ λαχτάρα,

«Ἀνάθεμα εἰς τὸ φονιᾶ, εἰς τὸ φονιᾶ κατάρα ! »

-//-

Κατάρα, ναί, ἀκοίμητη νὰ ἔχῃ προσκεφάλι ·

Κατάρα στὸ τραπέζι του, εἰς τὸ νερὸ ποῦ πίνει,

Στὸ ρόδο ποῦ θὰ μυρισθῇ, στ’ ἀηδόνι ποῦ τοῦ ψάλλει,

Εἰς τ’ ὄνειρο ποῦ θὰ ἰδῇ, στὸ δένδρο ποῦ θὰ κλίνῃ.

Τὸ σῶμα του νὰ μὴ δεχθῇ κάμπος, βουνὸ ἢ κῦμα,

Νὰ μὴν ἰδῇ ἕνα σταυρὸ τὰ μάτια σὰν θὰ κλείσῃ,

Νὰ τοῦ πετάει ἄλυωτο τὸ σῶμά του τὸ μνῆμα,

Καὶ στόμα νὰ μὴν εὑρεθῇ νεκρὸ νὰ τὸν φιλήσῃ !

Ἐτέλειωσαν τὰ κόλλυβα, μὰ ὄχι κ’ ἡ λαχτάρα ·

«Ἀνάθεμα εἰς τὸ φονιᾶ, εἰς τὸ φονιᾶ κατάρα ! »

Περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ 1881

Πόσο συγκλονιστικά επίκαιρο παραμένει το ποίημα αυτό μετά από σχεδόν ενάμιση αιώνα! Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Αν ζούσε ο Παράσχος σήμερα, δεν θα δυσκολευόταν καθόλου να το ξαναγράψει, χωρίς ίσως να χρειαστεί να αλλάξει ούτε λέξη: Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη, Νησιά και το Γέννημα του Ψεύδους εξακολουθούν να μας κατατρύχουν. Κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στην θέση του παραλήπτη των “Παρασχικών αφορισμών”, αν και οι αντίστοιχες σημερινές θα εύρισκαν μόνες τους τον σωστό αποδέκτη. Σε όποιον ακούμπησε το ποίημα αυτό, ψυχική άμυνα έναντι όσων σήμερα μάς πληγώνουν, συνιστάται επισταμένως και απαραιτήτως ο εντοπισμός και η ανάγνωσή του σε πλήρη μορφή. Διατίθεται από την ψηφιοθήκη του Α.Π.Θ., όπου η έρευνά μου εντόπισε και την ποιητική απάντηση του Προβελέγγιου.

Με την σειρά του, το ποίημα «Η Μάννα Ελλάς ‘στον Ποιητή» μπορεί μεν να περιλαμβάνεται στη γνωστή εργογραφία του Προβελέγγιου, πλην όμως δεν ανευρίσκεται ιδιαίτερα εύκολα και έτσι το μεταγράφω κι αυτό εδώ σε πλήρη μορφή (εννέα 8στιχα) για λόγους προσβασιμότητας.

«Η ΜΑΝΝΑ ΕΛΛΑΣ ‘ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ»

του Αριστομένη Προβελεγίου

« Παιδί μου, Ἀχιλλέα μου, γλυκόλαλο πουλί μου,

ποῦ πάντα μ’ ἐνανούρισες μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή σου,

σύ, ὅπου κάθε πρᾶξί μου, χρυσῆ ἀνάμνησί μου,

τραγούδησες κ’ ἐφώτισες μὲ λάμψη παραδείσου,

πῶς τώρα μὲ ὑπερβολὴ τὴ λύρα σου τονίζεις,

καὶ πόνο μὲ τὸ ᾆσμά σου στὰ σπλάγχνα μου σταλάζεις,

καὶ καταρᾶσαι σἄν γυνὴ καὶ ἀναθεματίζεις,

καὶ κόλλυβα στὸ θάνατο τῆς μάνας σου μοιράζεις ;

Παιδί μου, πῶς μ’ ἐτρόμαξες ! θέλεις κι̰’ αὐτὴ νὰ θάψῃς

τὴ μόνη μου παρηγοριὰ καὶ μέλλοντος ἐλπίδα ;

Θέλεις καὶ τὴ μεγάλη μου ἰδέα νὰ τὴν κλάψῃς,

τὴ μόνη στὸ σκοτάδι μου ἀνέσπερη ἀχτίδα ;

Θέλεις ἀκόμη τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὴν ἁγία,

ποῦ βλὲπ’ ἡ μάννα τὸ παιδί, ποῦ αἰῶνας ἐστερήθη,

νὰ κάψῃς νεκρολίβανο, καὶ τάφου ψαλμῳδία

ἀπὸ τ’ ἀηδονόστομα θέλεις νὰ βγάλῃς στήθη ;

Τώρα, ποῦ θεῖος δάκτυλος τὸ μέλλον σᾶς φωτίζει,

τὸ μέλλον, ποῦ ἡ ἀστραπὴ πολέμου χαρακόνει,

τώρα, ποῦ θεία λαλιά στὰ ὦτά σας βροντίζει:

« Ξυπνᾶτε, καὶ ἡ κρίσιμος ἡμέρα ’ξημερόνει ! »

τώρα στὰ τέκνα μου λαλεῖς τὰ χέρια νὰ σταυρώσουν,

νὰ θάψουν ὁλοζώντανη τὴ δόλιά τους μητέρα,

νεκρὸ φιλὶ στὸ μέτωπο τὸ φλογερὸ νὰ δώσουν,

στὸ μέτωπο ποῦ φωτεινὴ γλυκοχαράζει ’μέρα ;

Μὴ σᾶς πλανέσῃ ἄκαιρη, τυφλὴ φιλοπατρία !

Ἂν δὲν σᾶς ηὗρε ἡ στιγμὴ γιὰ πόλεμον ἑτοίμους,

στὸ μέλλον ἑτοιμάζεσθε ! Βογγᾷ ἡ τρικυμία,

καὶ ἐξαντλεῖσθε, ὦ δειλοί, σὲ ὕβρεις μικροθύμους ;

ξυπνᾶτε κ’ ἑτοιμάζεσθε· προδόται θὰ καλῆσθε,

θὰ σᾶς βαρένῃ γενεῶν κατάρα, καταδίκη,

ἂν μείνετε ἀνέτοιμοι, ὅπως καὶ τώρα εἶσθε,

ὅταν σημάνῃ ἡ στιγμή. Τὸ μέλλον σᾶς ἀνήκει !

Ἰδού, ἰδοὺ περίστασις γιὰ νὰ ἑτοιμασθῆτε·

περνοῦν τὰ χρόνια ἀστραπή, τὸ γένος περιμένει·

εἰς τοὺς μεγάλους πόθους του θερμοὶ προσηλωθῆτε·

ὁ νοῦς σας κ’ ἡ ἐνέργεια ἐκεῖ, ἐκεῖ στραμμένη,

ποτὲ ἂς μὴν ξεκουρασθῇ· ἂν τώρα ἀτιμία

φρονεῖτε τοῦ ἑλληνικοῦ ζητήματος τὴ λύσι,

τί εἶναι ἀτιμότερον ἀπ’ τὴν ἀπελπισία ;

γενναῖον μέλλον εἰμπορεῖ τὸ ὄνειδος νὰ σβύσῃ !…

Ὄχι, δὲν ἀτιμάζεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος

ὑποχωρεῖ μὲ φρόνησι σ’ ἐμπόδια αἰφνίδια·

ὁ ναύτης ὅταν θύελλα ξεσπάσῃ αἰφνιδίως,

ξυλάρμενος μὲς’ στοῦ βοριᾶ περνάει τ’ ἄγρια φείδια.

Οὐαὶ σ’ ἐκεῖνον, ποῦ ’θελε παράκαιρα νὰ πνίξῃ

τὸ ἔθνος σὲ ἀνέτοιμο κι’ ὀλέθριο ἀγῶνα !

αὐτὸς θὰ ἦτον ὁ φονηάς, αὐτὸν ἤθελε πλήξει

τοῦ ἔθνους τὸ ἀνάθεμα εἰς πάντα τὸν αἰῶνα !

Ποιός τὴν Ἑλλάδα ἄτιμη ἔχει καρδιὰ νὰ βρίσῃ,

καὶ στοῦ σταδίου τὴν ἀρχὴ τὸ θάρρος του ποιός χάνει ;

Τὸν πρόλογο τοῦ δράματος μὴ παίρνετε γιὰ λύσι,

μηδὲ γιὰ πτῶσι γλίστρημα, ποὺ πτῶσι προλαμβάνει !

Τὸ σύννεφο ποῦ θύελλα στὸν κόρφο του σηκόνει,

βλέπει ὁ Ἕλλην ναυτικὸς μὲ τ’ ἀετοῦ τὸ μάτι,

ἴσα μὲ μυῖγα σἄν φανῇ· καὶ σᾶς ποιός σᾶς τυφλόνει

στὸν κίνδυνο, ποῦ σἄν βουνὸ μακρυὰ τὴ θέα φράττει ;

Δεχθῆτε στὰς ἀγκάλας σας θερμὰ τὴν ἀδελφή σας·

δὲν εἶναι δῶρο, ἀκριβὰ εἶναι ἀγορασμένη,

μὲ αἷμα ποῦ δὲ στέγνωσε ἀκόμη στὴν πληγή σας,

μὲ αἷμα, ποῦ θ’ ἀγόραζε ὅλη τὴν οἰκουμένη·

Σκληροὶ μὴν εἶσθε· ’δέτε την πὼς μὲ χαρὰ δακρύζει,

πὼς τρέμει ἀπὸ συγκίνησι τὸ εὔμορφο κορμί της·

σβύστε τὸν τύπο τῆς σκλαβιᾶς ὅπου τήν ἀσχημίζει

καὶ λούσετε στὴς λευθεριᾶς τὸ κῦμα τὴ ψυχή της !

Συγχώρεσε τὴ μάννα σου, παιδί μου Ἀχιλλέα·

φοβήθη μὴ τῆς λύρας σου ἡ φαρμακιὰ ἡ τόση

σταλάξῃ μὲσ’ τοῦ ἕλληνος τὰ στήθη τὰ γενναῖα

τὸν πάγο τῆς ἀπελπισιᾶς καὶ τῇς καρδιαὶς νεκρώσῃ.

Ἐλπίδα ψάλλε καὶ αὐγή, ποῦ μέλλει νὰ ξεφέξῃ,

σύσταινε θάρρος, δύναμι μέσα στὴν τρικυμία !

Καὶ ἂν εἰς τὰ τραγούδιά σου κανένας δὲν προσέξῃ,

τιμή σου θὰ σοῦ εἶν’ αὐτά, σ’ ἐκείνους ἀτιμία ! »

Αριστοτεχνική σύνθεση, αριστοτεχνικά περιπλεγμένη. Με τις νοηματικές σταυρωτές ομοιοκαταληξίες να συνδυάζονται με ευρηματική δεξιοτεχνία. Με καλοδουλεμένη στιχουργική ευρεσιτεχνία, προκαταρκτική άμυνα στις δεδομένες αντιδράσεις του φιλο-Παρασχικού αναγνωστικού κοινού. Αλλά και ιδιαίτερα προσεγμένο στις εκφράσεις του, έτσι ώστε να λειάνει και να μην προξενήσει περιττές ενδο-λογοτεχνικές αντιπαραθέσεις, αφού τόσο ο Παράσχος όσο και ο Προβελέγγιος βρίσκονται από την ίδια ακριβώς μεριά του πατριωτικού πλέγματος. Απλώς, ο ένας έχει εκφράσει με έντονο και αποδοκιμαστικό τρόπο την απογοήτευσή του για την μη-επίτευξη ενός μαξιμαλιστικού στόχου. Ενώ ο άλλος, ίσως με την θεώρηση που του επιτρέπει η πρόσφατη ευρωπαϊκή του εμπειρία, έχει την πολυτέλεια να συνιστά υπομονή και προετοιμασία για εκμετάλλευση πλέον ευοίωνων ευκαιριών. Έτσι, το ποίημα καταλήγει με την παροχή προκαταβολικών εξηγήσεων, που καλούνται να προλάβουν ενδεχόμενες παρεξηγήσεις.

Γλωσσικά πάντως, είναι να απορεί κανείς με το κριτήριο, βάσει του οποίου οι υπεύθυνοι του λήμματος «Αριστομένης Προβελέγγιος» (Ε.Γ. και Ε.Π.) στο κατά τα άλλα εξαιρετικό «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 1837) κατατάσσουν το ποίημα αυτό στα «κλασσικότροπα ποιήματα σε αρχαΐζουσα (!) γλώσσα». Κάτι θα τους διέφυγε λόγω κεκτημένης ταχύτητας… Αυτό ακριβώς εννοώ όταν ισχυρίζομαι πως ο Προβελέγγιος δεν έχει μελετηθεί σε ικανοποιητικό βάθος από τους καθ’ ύλη και επιστήμη αρμοδίους.

Βρισκόμαστε στα 1881, χρονιά-ορόσημο για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον Ελλαδικό κορμό μετά από τρία ολόκληρα χρόνια φαινομενικά ατέρμονων διεθνών διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Τρία χρόνια ανυπομονησίας μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής διακήρυξης, που οι Επαναστάτες του Θεσσαλικού κάμπου δέχθηκαν να υπογράψουν στο Λουτρό Καρδίτσης με την έμμεση υπόσχεση της σύντομης απελευθέρωσης. Σε αυτά τα γεγονότα μάλλον αναφέρεται και η «μάννα Ελλάς» όταν υπενθυμίζει πως η υποδοχή τής «…αδελφής σας (σ.σ. Θεσσαλίας), δὲν εἶναι δῶρο, ἀκριβὰ εἶναι ἀγορασμένη, μὲ αἷμα ποῦ δὲ στέγνωσε ἀκόμη στὴν πληγή σας, μὲ αἷμα, ποῦ θ’ ἀγόραζε ὅλη τὴν οἰκουμένη·»…

Ο Προβελέγγιος, αν και εκτός Ελλάδος την περίοδο εκείνη λόγω σπουδών, σίγουρα έχει παρακολουθήσει μακρόθεν την εξέλιξη όλου του Θεσσαλικού επαναστατικού κινήματος του 1876-1878 από «πρώτο χέρι». Και μάλιστα όχι τυχαία, αλλά με ενδο-οικογενειακή εμπλοκή, αφού ο «αρχηγός της επανάστασης», ο άγνωστος σήμερα εκτός Θεσσαλίας ήρωας λοχαγός Κωνσταντίνος Ισχόμαχος, συμβαίνει να είναι και γαμπρός του, σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής του Ιουλίας Προβελεγίου. Έτσι, ίσως ο ποιητής νοιώθει πως έχει έναν λόγο παραπάνω για να υπερασπιστεί καταστάσεις που τον αγγίζουν και προσωπικά.

Παρά την έλλειψη διασωθέντων τεκμηρίων, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως η οικογενειακή αλληλογραφία με την μητέρα του ή την αδελφή του κατά την διάρκεια των ετών εκείνων, απαραίτητα θα περιεστρέφετο γύρω από τα δραματικά πολεμικά γεγονότα στη Θεσσαλία. Παρομοίως, οι ενδιάμεσες προσωρινές επισκέψεις του νεαρού Αριστομένη στην Αθήνα θα περιελάμβαναν απαραίτητα επισκέψεις στην οικία των Ισχομάχων στις αρχές της οδού Πατησίων, πιθανόν απολογιστικές συζητήσεις με τον ίδιο τον ήρωα-στρατιωτικό (και σύντομα βουλευτή Λαρίσσης), αλλά και εν γένει εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση των σχετικών γεωπολιτικών εξελίξεων. Παράλληλα, θα πρέπει να πιθανολογήσουμε ως δεδομένη και την έμμεση άτυπη συνεισφορά γενικώτερα της οικογένειας Προβελέγγιου στην Θεσσαλική Επανάσταση. Σε επίπεδο τουλάχιστον υλικοτεχνικής ή οικονομικής υποστήριξης, εντοπίζοντας την βολική ύπαρξη του «τσιφλικιού Προβελέγγιου» με τα χωριά Καλύβια και Σουλάκι στα δυτικά περίχωρα της Λαμίας. Στην Λαμία, όπου άλλωστε συγκέντρωνε οπλισμό και ξεκίνησε το αντάρτικο ο Κων/νος Ισχόμαχος με απώτερη κατεύθυνση τo ΝΔ άκρο της Μακεδονίας. Με το σκεπτικό λοιπόν αυτό, της βιωματικής συμμετοχής του ποιητή στα τεκταινόμενα, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η σύνθεση και το περιεχόμενο του ποιήματος, αλλά ούτε και η απαραίτητη προ-έγκριση από τους εκδότες για την δημοσίευσή του.

Προβελέγγιος και 1821

Η πατριδολατρεία του Αριστομένη και ιδιαίτερα η βαθειά συναισθηματική του σύνδεση με την Παλιγγενεσία και τους ήρωές της δεν χρειάζεται να τεκμαίρεται ως συνεπαγωγή και συμπέρασμα, που έτσι κι αλλιώς θα προκύψει από την μελέτη της ζωής και του έργου του. Έχει ήδη φροντίσει ο ίδιος να μας πληροφορήσει για αυτό σε ανύποπτο χρόνο, μέσα από τα ελάχιστα αυτοβιογραφικά κείμενα, που μας έχει αφήσει. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που επιλέγει να δημοσιεύσει λίγα χρόνια αργότερα, το 1889, στο ΕΘΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΚΟΚΟΥ (σελ. 130-136). Στις σελίδες αυτές δημοσιεύονται έξη «Αποσπάσματα Επιστολών εκ του Αιγαίου», μάλλον από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές των νεανικών του χρόνων, αν κρίνουμε από την λόγια γλώσσα που χρησιμοποιεί σε αυτές. Άγνωστο κατά πόσο πρόκειται για πραγματικές επιστολές ή εύρημα του συγγραφέα, άγνωστος και ο παραλήπτης. Στην υπ’ αριθμό Δ’ επιστολή εντοπίζω και επισημαίνω, αποδίδοντας ίσως για πρώτη φορά την βαρύτητα που της αναλογεί, την εξής χαρακτηρολογική εκμυστήρευση:


«εἰς τοὺς αἰῶνας ἐκείνους, καθ’ οὓς ὁ βαρὺς τῆς δουλείας χειμὼν ἐπίεζε τὰ στέρνα τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ’ ὑπὸ τὴν χιόνα ἐκυκλοφόρει ἡ σφριγῶσα ἐκείνη ζωή, ἐξ ἧς ἀνέθαλε κατόπιν τὸ θαυμαστὸν ἔαρ τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Πῶς ἤθελα νὰ ἠνοίγοντο ἐνώπιόν μου τοῦ παρελθόντος οἱ οὐρανοί, καὶ νὰ ἔβλεπον ζῶντα, αἰσθανόμενον καὶ δρῶντα τὸν εὐγενῆ ἐκεῖνον λαόν, ὅστις ἐκληροδότησεν εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀδάμαντας τῶν δημοτικῶν ᾀσμάτων του καὶ τὸν στέφανον τῆς ἐλευθερίας! Τί ἐνδιαφέρει τὴν καρδίαν μου ἡ ἀρχαιότης; αὕτη ἐπιδρᾷ εἰς τὸ πνεῦμά μου μόνον· τὴν θαυμάζω, ὅπως τὴν θαυμάζει ὁ κόσμος ὅλος. Εἶνε κτῆμα κοινὸν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλ’ ἀγαπῶ, περιπαθῶς ἀγαπῶ μόνον τὴν Ἑλλάδα τῶν δημοτικῶν ᾀσμάτων, τὴν Ἑλλάδα τοῦ Ῥήγα, τοῦ Εἰκοσιένα! Αὕτη εἶνε ἡ ἀληθής μου μήτηρ, αὐτῆς τὸ αἷμα ῥέει εἰς τὰς φλέβας μου, αὐτῆς τὰ αἰσθήματα, τὰ ὄνειρα, οἱ πόθοι, καὶ οἱ πόνοι μὲ κυριεύουν, μὲ συγκινοῦν, μ’ ἐμπνέουν! ἐν αὐτῇ μόνον ζῶ! Οἱ ποιητικοί της φθόγγοι μοῦ ἀνοίγουν τοὺς οὐρανούς, οἱ στεναγμοί της εἶνε στεναγμοί μου, τὰ κατορθώματά της μοῦ ἀποσπῶσι παραδείσια δάκρυα.»

Διαβάζοντας αυτή την άδολη όσο και συγκινητική εκ βαθέων εξομολόγηση, κάθε περαιτέρω επεξηγηματική ανάλυση παρέλκει. «Παραδείσια δάκρυα»…! Ο ποιητής αυτοπαρουσιάζεται και ξεγυμνώνεται συναισθηματικά ενώπιόν μας χωρίς χρεία επιπλέον ιδικών μας κρίσεων και σχολίων, παρά μόνον της ενσυναίσθησής μας.

Αθήνα, 25η Μαρτίου 1907

Με αυτά σαν δεδομένα, ας επιστρέψουμε στην αρχική μας στοχοθέτηση, τις άγνωστες απαγγελίες του Προβελέγγιου για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, πραγματοποιώντας χρονικό άλμα ενός τετάρτου του αιώνα. Επόμενος σταθμός, λοιπόν, η απαγγελία του Προβελέγγιου, το 1907, στον Φιλολογικό Σύλλογο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ». Αρκετή ερευνητική ταλαιπωρία, αφού χρειάστηκε να ακολουθήσω τον «μίτο» μιας απλής αναφοράς και να ψάξω τα φύλλα όλων των γνωστών εφημερίδων της χρονιάς εκείνης, όπως ΚΑΙΡΟΙ, ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ, ΤΟ ΑΣΤΥ, Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ κ.ά., χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μόνον στο ΣΚΡΙΠ (φ.25/03/1907) εντόπισα μιαν ενδιαφέρουσα ανταπόκριση από τον εορτασμό της ημέρας στον Παρνασσό. Αρκετή για να μού κεντρίσει την περιέργεια, όχι όμως με αναλυτικές λεπτομέρειες για το «άγνωστο» ποίημα του Προβελέγγιου:

« …Ο ποιητής κ. Προβελέγγιος, όστις δι’ ωδής αληθώς διαπνεομένης υπό ενθουσιασμού και πατριωτικού αισθήματος συνεκίνησε πάντας, ιδίως όταν έκαμε μνείαν δια την πουλημένην γλώσσαν των θελόντων να διαστρέψωσι τα δίκαια του Έθνους μας, επί των χωρών εις ας άλλοτε εβασίλευσεν ο δικέφαλος Αετός της Ελληνικής Αυτοκρατορίας…»

Ενδιαφέρουσα όσο και σημερινά επίκαιρη τοποθέτηση. Με ανανεωμένο ζήλο αναζήτησα την συγκεκριμένη ωδή. Τί να έλεγε άραγε; Στάθηκα απρόσμενα τυχερός και μαζί με εμένα, ελπίζω, κι εσείς. Τελικά την εντόπισα στο φύλλο της εφημερίδας ΑΘΗΝΑΙ της Κυριακής 25 Μαρτίου 1907. Και μάλιστα, μοναδική τύχη και ιδιαίτερη ανταμοιβή για τον ερευνητή, αφού συμβαίνει να μην περιλαμβάνεται στην βιβλιογραφημένη εργογραφία του ποιητή, όπου με το παρόν άρθρο προστίθεται πλέον μια νέα ψηφίδα. Ο πιθανός τίτλος της ωδής είναι «25η Μαρτίου» και την επαναφέρω υπερηφάνως στο προσκήνιο για πρώτη φορά, μετά από 117 χρόνια στην αφάνεια, μεταγράφοντάς την:

25η ΜΑΡΤΙΟΥ

του Αριστομένη Προβελέγγιου

Στὰ μαγεμένα σου φτερὰ πάρε με, Πνεῦμα θεῖον,

καὶ φέρε με στὰ χρόνια μας τὰ δοξασμένα ἐκείνα,

ποῦ ἐγέννησες ἕν ἄφθαστον στὴν γῆν μας μεγαλεῖον

κ’ ἔλαμψ’ οὐρανοφάντακτη μιὰ μαρμαρένια Ἀθήνα.

Μάγεψε στείρας ἐποχῆς τὸ σκότος καὶ τὴ ζάλη

μὲ τὰ μεγάλα ὀνείρατα τής θαυμαστὲς εἰκόνες.

Στὰ μάτια μου ἂς ἀναστηθοῦν, ἂς ἀναλάμψουν πάλι

τρόπαια ὑπεράνθρωπα καὶ γιγαντένιοι ἀγῶνες.

Ἡ περηφάνεια τῆς φυλῆς τὸ στῆθός μου ἂς γεμίσῃ,

κι’ ἂς ψάλω ὕμνους, ᾄσματα, κι’ ἂς τραγουδήσω αἴνους.

Μὰ κ’ ἡ καρδιά μου ἂς σπαραχθῇ, τὸ μάτι μου ἂς δακρύσῃ

δάκρυα λάβρας καὶ φωτιᾶς γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ Γένους.

Γιατί ἦλθαν χρόνια δύστυχα, σκοτεινιασμένα χρόνια.

Τὰ Ἱερά μας ἔσβυσαν· τὰ δοξασμένα μέρη

ἡ λησμονιὰ τὰ σκέπαζε κι’ ἦταν σκλαβιᾶς λημέρι.

Τὰ μεγαλεῖα πέρασαν καὶ ἦλθ’ ἡ καταφρόνια.

Ἀλλ’ ὄχι ! Κι’ ἂν ἡ μάννα μας ἡ Πόλις ἐσκλαβώθη,

ἂν ὁ στερνὸς της Βασιληὰς σὰν ἥρωας ἐσκοτώθη,

ἂν ἔδυσεν ὁ θρόνος του μέσα σὲ φλόγες κι’ αἷμα

κι’ ἐχάθη τὸ χιλιόχρονο, τροπαιοφόρο στέμμα,

Ἀλλ’ ἦλθε νέα γενεά, γιγάντων ἦλθε γέννα,

κεραυνοβόλο πλάκωσε τὸ μέγα Εἰκοσιένα,

ποῦ στέμμα δὲν ἐστόλιζε τ’ ἄγρια τὰ μέτωπά του,

ἀλλ’ εἶχε γιὰ κορῶνά του τὸ ἅγιον φρόνημά του.

Ἦλθεν ὁ ναύτης ὁ τραχὺς κι’ ἀρματωλῶν ξεφτέρια

κι’ ἔκτισαν κι’ ἐθεμέλιωσαν ἕνα καινούργιο θρόνο

ἀπὸ Πυρσούς ποῦ ἐτίναξαν θαλασσομάχων χέρια,

καὶ καρυοφύλλια ποῦ ἔσπερναν μὲσ στοὺς τυράννους φόνο.

Τὰ φλογισμένα κύματα, ποῦ ἀκὸμ’ ἀφρίζουν αἷμα,

κλίνουν κορφὴ περήφανην ἐμπρὸς στὸ νέον στέμμα

καὶ ψάλλουν μ’ ᾆσμα μαγικὸν τῆς γαλανῆς ἀβύσσου,

«Ἐγὼ ’μαι ἡ βασιλεία σου, ἐγὼ κ’ ἡ δύναμίς σου.»

Τὸ στοιχειωμένο ἔλατο κρυφὸ τραγούδι ψάλλει,

ἀπὸ τοῦ Κλέφτη τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ὁρμὴ γεμᾶτο :

«Ἔγὼ ποῦ σ’ ὠνειρεύθηκα στὸν ἴσκιο μου ἀποκάτω

καὶ χρόνια σ’ ἐνανούριζα, θὰ σὲ δοξάσω πάλι.»

Ὦ, φέρε με στῆς δόξης μας τὰ ὕψη, ὦ μέγα Πνεῦμα,

ἐκεῖ ποῦ λάμπουν ἄφθαρτα τοῦ Γένους μας τὰ κάλλη,

ποῦ αἰώνων ἱερῶν κυλᾷ τὸ μαγεμένο ρεῦμα

καὶ ψάλλει ἔργ’ ἀθάνατα και τὰ μαρτύρια ψάλλει.

Ἐκεῖ στὴν ἀποθέωσιν ἐνδόξων βασιλέων

καὶ νικηφόρων στρατηγῶν, ἡρώων, ἡμιθέων,

ἐκεῖ τὸ αἷμα τ’ ἄχραντον, τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων,

λάμπει ὡραιότερο ἀπ’ τὸ φῶς, στάζει σὰν ἅγιο μύρον.

Ἐκεῖ νὰ γύρω, ν’ ἀσπασθῶ τὰ ἱερὰ στεφάνια,

νὰ πάρω δύναμι ἀπὸ κεῖ, νὰ πάρω πίστι, ἐλπίδα,

νὰ νοιώσω μὲσ’ στὰ στήθη μου βαθιὰ τὴν περηφάνεια

γιὰ τὴ μεγάλη μου Πατρίδα.

Καὶ μὲ παλμὸ προφητικό, ποὺ ἡ πίστις δίνει μόνη,

τὴν ἄνοιξί της νὰ αἰσθανθῶ μὲσ’ στὸν βαρὺ χειμῶνα,

νὰ τὴν ἰδῶ νικήτρια τὸ μέτωπο νὰ ὑψώνη

μὲσ’ στῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν τὸν φλογερὸν ἀγῶνα.

Κι’ ἂν δολοφόνοι σήμερα τὴν καίουν καὶ τὴν σφάζουν

τοῦ κόσμου ἂν ἄρχοντες σκληρὰ τηνὲ χλευάζουν,

καὶ χύνει δηλητήριον ἡ πουλημένη γλῶσσα,

οἱ ἐκλεκτοὶ ποτίζονται, πίνουν φαρμάκια τόσα !

Ἔχω τὴν πίστι ἀκλόνητη κι’ ἀγόγγυστα προσμένω.

Καὶ πέρ’ ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, ποῦ τώρα σκοτεινιάζει,

καὶ μιὰ καρδιὰ ὀλιγόπιστη διστάζει καὶ δειλιάζει,

βλέπω σὰν γλυκοχάραμα νὰ τρέμη μακρυσμένο

Εἶνε τ’ ἀστέρι τῆς φυλῆς, τὸ ἀνέσπερο τ’ ἀστέρι,

λάμψις, ἀπὸ τὸ πνεῦμά της τὸ εὐγενικὸ θρεμμένη,

ἀναλαμπὴ τῆς δόξης της, αὐγὴ ποῦ θενὰ φέρη

μιὰ μέρα ἡλιοφώτιστη, μιὰ μέρ’ ἀνθοστρωμένη.

Εντυπωσιακά δυνατή σύνθεση, ο πατριωτικός Προβελέγγιος στα καλύτερά του. Ώριμος πλέον ποιητικά αλλά και κοινωνικά, ο Αριστομένης μάς παραδίδει ένα μεγαλειώδες και αριστουργηματικό (κατά την ταπεινή μου εκτίμηση) ποίημα. Μήπως η στροφή αυτή μας θυμίζει κάποια γνώριμη σημερινή κατάσταση; «Κι’ ἂν δολοφόνοι σήμερα τὴν καίουν καὶ τὴν σφάζουν / τοῦ κόσμου ἂν ἄρχοντες σκληρὰ τηνὲ χλευάζουν, / καὶ χύνει δηλητήριον ἡ πουλημένη γλῶσσα, / οἱ ἐκλεκτοὶ ποτίζονται, πίνουν φαρμάκια τόσα!»

Ο ποιητής ήδη βρίσκεται στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. Έχει διατελέσει βουλευτής Μήλου για δύο θητείες, έχει απολαύσει τιμών και κοινωνικής αποδοχής σε όλα τα επίπεδα, σε βαθμό που ελάχιστα πλην της ποιητικής δόξης μοιάζει να τον απασχολούν. Τα δημιουργικά ενδιαφέροντά του πλέον εστιάζονται κυρίως στο θεατρικό του έργο, αν και οι πατριωτικοί καιροί που διαισθάνεται πως έρχονται, δύσκολα μπορούν να αφήσουν την ποιητική του μούσα άνευ ξεσηκωτικών ερεθισμάτων. Έτσι, όταν αναλαμβάνει να συνθέσει και να απαγγείλει τον πανηγυρικό της εθνικής εορτής της χρονιάς εκείνης, γνωρίζει απολύτως τις προσδοκίες του έγκριτου λογοτεχνικού ακροατηρίου από αυτόν και το ανταγωνιστικό ποιητικό επίπεδο των συνοδοιπόρων του.

Δεν είμαι σε θέση να φανταστώ τα συναισθήματα που γεννά σε σας η ανάγνωση του ποιήματος αυτού. Μπορώ μόνο να μιλήσω για την πατριωτική αισιοδοξία που καταλήγει να γεμίζει εμένα μόλις φθάνω στο τέλος του. Διότι πίσω από τους αρχικούς σκοτεινούς και απαισιόδοξους στίχους διαγράφεται, όχι μόνο μια χρονικά μακρινή κατάσταση, αλλά αντίθετα μια περιγραφή καταστάσεων, που μοιάζουν απόλυτα επίκαιρες με τις σημερινές. Όμως το καταληκτικό μήνυμα του ποιητή ενσταλάζει ελπίδα, πίστη και δύναμη. Απαραίτητα εφόδια για το άγνωστο και αβέβαιο μέλλον, που καλούμαστε να χειριστούμε.

Βέβαια, παρά το γεγονός της συναισθηματικής πλήρωσης που μπορεί να νοιώσει ο αναγνώστης του ποιήματος ή ο ακροατής μιας εμπνευσμενης ζωντανής απαγγελίας, το ποίημα αυτό καθ’ εαυτό ίσως να μην ξεχωρίζει θεματικά από πολλά παρομοίου περιεχομένου της εποχής εκείνης. Ας μου συγχωρήσει την γνώμη αυτή ο ποιητής, ευελπιστώντας πως δεν θα με «τιμωρήσει» στερώντας μου την μεταφυσική ευμένειά του, με την οποία με ευεργετεί κατά την διάρκεια της έρευνάς μου. Άποψη που ίσως και ο ίδιος εν μέρει συμμερίζεται, αν κρίνω από το γεγονός πως συνειδητά επιλέγει να μην το συμπεριλάβει σε κάποια από τις επόμενες δύο Συλλογές που θα εκδώσει. Η τύχη του ποιήματος όμως τελικά αποδεικνύεται διαφορετική, ανταποκρινόμενη στην συζητήσιμη υπόθεση πως τα πνευματικά έργα αποκτούν ιδιαίτερη και αυτόνομη οργανική υπόσταση, άπαξ και «απευθερωθούν» από τα δεσμά του δημιουργού τους. Διότι, σε τελική ανάλυση, μέσω του εντοπισμού και της ανάσυρσής του στην επιφάνεια με το άρθρο αυτό, το ποίημα αποκτά πλέον εκ των πραγμάτων πολύτιμη και μοναδική αξία.

Δεν επεκτείνομαι περισσότερο στην φιλολογική και εννοιολογική ανάλυση του ποιήματος, αφήνοντάς τα στους καθ’ ύλην αρμόδιους και ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς. Όχι όμως χωρίς την προτροπή προς τους καθηγητές των σχολείων (ιδιαίτερα αυτών στη Σίφνο) να επιλέξουν να μελετήσουν την ωδή αυτή στις σχολικές τάξεις σε προετοιμασία της εθνικής εορτής για την Παλιγγενεσία την επόμενη χρονιά. Και ελπίζω να συμφωνήσουν μαζί μου πως αξίζει είτε να την απαγγείλει κάποιος μαθητής δημόσια στο τοπικό Ηρώον, είτε κάποιος καθηγητής αντί για τον συνηθισμένο πανηγυρικό λόγο της ημέρας. Χωρίς μάλιστα περιττές εισαγωγές και άνευ περαιτέρω σχολιασμού. Τί το καλύτερο και πιο πρωτότυπο από μια τέτοια ελπιδοφόρα ωδή του Προβελέγγιου, που μόλις ανασύρθηκε από την αφάνεια;

Σίφνος, 25η Μαρτίου 1923

Μα, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Ή, έστω, το νεώτερο…

Διότι θα κάνουμε μαζί ένα ακόμη άλμα στον χρόνο και θα βρεθούμε 16 χρόνια αργότερα, στον Μάρτιο του 1923. Και από την λαμπρή αίθουσα του Παρνασσού στο κέντρο της Αθήνας, θα βρεθούμε στην Σίφνο. Εκεί φαίνεται να έχει αποκλεισθεί ο ποιητής, όταν τα γεγονότα και οι εξελίξεις της προηγούμενης χρονιάς ίσως δεν επέτρεπαν τις -έτσι κι αλλιώς προβληματικές- μετακινήσεις. Η Μικρασιατική Καταστροφή και τα γεγονότα που επακολούθησαν θα πρέπει να έχουν αφήσει βαρύ το απογοητευτικό αποτύπωμά τους στην Ελληνική ψυχή. Από την εποποιία της Συνθήκης των Σεβρών στην υπό εξέλιξη αναγκαστική βίαιη ανταλλαγή πληθυσμών και τον ξεριζωμό για εκατομμύρια ομογενείς σε προετοιμασία της Συνθήκης της Λωζάννης. Το ψυχολογικό πλήγμα για τον απανταχού ελληνισμό δύσκολα μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστο οποιονδήποτε κάτοικο της χώρας. Οπουδήποτε και αν ευρίσκεται, ανεξάρτητα του κατά πόσο οι δραματικές καταστάσεις αφορούν άμεσα την καθημερινότητά του ή απλά τις εισπράττει έμμεσα μέσω του ελεγχόμενου Τύπου.

Μέσα στο κλίμα των ημερών αυτών, ο εορτασμός της εθνικής επετείου καθίσταται δυσβάστακτο φορτίο. Η παρηγορητική όμως συνεισφορά της ποίησης εξακολουθεί να έχει ένα σημαντικό ρόλο να επιτελέσει. Και ο ποιητής είναι απολύτως ενήμερος για το καθήκον παραμυθίας που του αναλογεί. Δεν είναι καιρός για παρελάσεις, τα επίχειρά τους άλλωστε έχουν ήδη προσμετρηθεί. Είναι καιρός για «εξ ύψους» ενθάρρυνση και ψυχικό βάλσαμο. Στον μητροπολιτικό ναό του Αγ.Σπυρίδωνα στην Απολλωνία θα συγκεντρωθούν οι Σιφνιοί, μικροί-μεγάλοι, ελπίζοντας να ακούσουν λόγια, που αυτή την φορά υποχρεωτικά και αναπόδραστα θα τους «ακουμπήσουν».

Μια νοητή εικόνα της ημέρας των εορτασμών θα μπορέσουμε να σχηματίσουμε διαβάζοντας τις περιγραφές από τον πάντοτε πολύτιμο σε τέτοιες ώρες τοπικό τύπο. Πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας ΣΙΦΝΟΣ, φύλλο της 4ης Απριλίου 1923 με τον περιγραφικό τίτλο «Ο Πανηγυρισμός της Εθνικής μας Εορτής και το Υπέρ των Πεσόντων Μνημόσυνον». Γιατί και η μικρούλα Σίφνος προσέφερε στο μέτρο των δυνάμεών της το αίμα των ηρωικών παιδιών της στο εθνικό κάλεσμα. Τα ονόματά τους κοσμούν σήμερα σε αιώνια μνήμη το Ηρώον των Σιφνίων Πεσόντων στην Απολλωνία, αλλά τότε, το 1923, δεν είχαν ακόμη ωριμάσει οι συνθήκες για την μετέπειτα ανάρτησή τους (1926). Έτσι, οι «μουδιασμένοι» από τις εξελίξεις Σιφνιοί θα μαζευτούν «υπό την σκέπη» της Εκκλησίας, ακολουθώντας τις οδηγίες της κεντρικής πολιτικής εξουσίας σε μια προσπάθεια να περιορισθεί η ηττοπάθεια και οι κοινωνικές αντιδράσεις. Το τυπικό της επαρχιακής εκδήλωσης λίγο-πολύ γνωστό αφού εξακολουθεί να τηρείται σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα. Το παρουσιάζουμε όμως διότι αποδίδει άριστα το κλίμα των ημερών.

«Εν πάση επιβλητική μεγαλοπρεπεία εωρτάσθη η τελετή της Εθνικής μας Εορτής ως και το υπέρ των πεσόντων μνημόσυνον κατά το νέον Γρηγοριανόν ημερολόγιον συνεπεία τηλεγραφικής διαταγής διαβιβασθείσης τη ενταύθα Αστυνομική Διευθύνσει, αγγελθείση(ς) εγκαίρως και όπου έδει. Και ούτω η προτελευταία Κυριακή της 25ης Μαρτίου εύρεν από πρωίας την νήσον μας εν γενικώ συναγερμώ, … Από της 10ης ήρξαντο κρουόμενοι οι κώδωνες του ιερού τεμένους προσκαλούντες τους πιστούς εις κοινήν προσευχήν. Προσέρχονται κατά σειράν ο Αστυνομικός Διευθυντής κ. Αλεξίου, ανθυπασπιστής, οι Πρόεδροι των διαφόρων Κοινοτήτων, σύμπαντα τα σχολεία Αρρένων τε και Θηλέων μετά των Καθηγητών, των Διδασκάλων Διδασκαλισσών μαθητών και μαθητριών μετά των σημαιών των, και πλήθος άπειρον πληρώσαν ασφυκτικώς τον Ναόν».

Ακολουθεί η δοξολογία από τον Ηγούμενο και τέσσερις ιερείς, που συνεχίζεται με το μνημόσυνο «από της εποχής του 1821 μέχρι των τελευταίως πεσόντων ηρώων μας» όσο και των ναυτών-θυμάτων κάποιου πρόσφατου δυστυχήματος στον Σαρωνικό. Και την σκυτάλη στην εκδήλωση παραλαμβάνει «ο συγκινητικώτατος λόγος του Σχολάρχου μας κ. Κοριλάκη, όστις, εν αγαστή όντως ευφραδεία και περιεκτικότητι, εξείρε το μέγα έργον των τε παλαιών και νεωτέρων ενδόξων ηρώων μας θυσιασθέντων υπέρ του ιδεώδους της μιας και Μεγάλης Ελλάδος, εκτελέσαντες μετά παραδειγματικής αυτοθυσίας — ην μόνον ο Έλλην στρατιώτης γνωρίζει μηδέποτε ηττηθείς — το προς την πατρίδα μέγιστον και ιερώτατον καθήκον των, και ήδη ισταμένων πανετοίμων με το όπλον παρά πόδα όπως συνεχίσωσι τούτο, εάν η ανάγκη το καλέσει».

Δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε πως το μήνυμα της κοσμογονικής καταστροφής του ελληνισμού στην Μικρά Ασία δεν έχει φθάσει ακόμη στην Σίφνο, η εφημερίδα όμως έχει υποχρέωση να αναπαράγει πιστά το αφήγημα της κεντρικής εξουσίας, όπως το παρουσιάζει ο Σχολάρχης. Ο οποίος, μάλιστα, δεν παραλείπει να απευθυνθεί και στο θρησκευτικό θυμικό των παρευρισκομένων υπενθυμίζοντας «την παραδειγματικήν αυτοθυσίαν των Ιεραρχών μας από του απαγχονισθέντος Γρηγορίου του Ε’ου μέχρι του πέρυσιν αγρίως κατακρεουργηθέντος υπό των αιμοδιψών Κεμαλικών τεράτων Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης...».

Και μετά από όλα αυτά ερχόμαστε στο δικό μας προκείμενο ενδιαφέρον: «Κατόπιν έλαβε τον λόγον ο μοναδικός μας και πασίγνωστος καθ’ άπαν το Πανελλήνιον χειριστής της ποιητικής γραφίδος συμπατριώτης μας κ. Αριστομένης Προβελέγγιος, όστις απήγγειλεν εν εκ των νεωτάτων του και επίτηδες δια τους πεσόντας συνταχθέν συγκινητικώτατον ποίημα μετά της διακρινούσης αυτόν λαμπράς απαγγελίας κατασυγκινήσας τους ακροατάς του μη δυναμένους να συγκρατήσωσι τα δάκρυά των». Η καλή εφημερίδα συνεχίζει με την περιγραφή απαγγελιών «από μικροσκοπικούς μαθητάς καταλλήλως προπονηθέντων… στην μικρή πλατεία της Απολλωνίας». Αντίθετα όμως με τα ειωθότα, μάς αφήνει στα «κρύα του λουτρού» χωρίς να απαθανατίζει το ποίημα του Προβελέγγιου. Και τώρα;


Φροντίζει για αυτό ο ίδιος ο Προβελέγγιος. Ή, καλύτερα, μαζί με την κόρη του Σοφία (Σουλιώτη-Νικολαΐδη), που επιμελήθηκε και παρέδωσε τα κατάλοιπα τού ποιητή στην Ακαδημία Αθηνών, όπου και φυλάσσονται (ΚΕΙΝΕ). Εκεί η επιτόπιά έρευνά μου εντοπίζει το πρωτότυπο αυτόγραφο του ποιήματος. Παντελώς άγνωστο, αδημοσίευτο, αθησαύριστο και φυσικά ανέκδοτο, παρουσιάζεται εδώ σε «παγκόσμια πρώτη», ή μάλλον «δεύτερη», έναν αιώνα μετά την «πρεμιέρα» στην Σίφνο. Ο τίτλος του δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας:

«Η 25 Μαρτίου του 1923»

του Αριστομένη Προβελέγγιου

Εἶν’ ἡ μεγάλη μέρα ἡ δοξασμένη,

σἄν τὴν πηγὴ τὴ βλογημένη

ποῦ στὸν ἀποσταμένον ὁδοιπόρο δίδει

νέα ζωὴ καὶ δύναμι γιὰ τὸ ταξεῖδι.

Ἀπ’ τῆς πηγῆς αὐτῆς τ’ ἀθάνατα νερά

ἡ ἀποσταμένη, λυπημένη μας πατρίδα

πίνει δροσιὰ καὶ δύναμι στὴ συμφορά,

σκύβει καὶ πίνει θάρρος, πίνει ἐλπίδα.

Στὸν μακρινὸ της μένει στοὺς αἰῶνες δρόμο,

πόσες φορὲς ἔχει μ’ ἀγῶνα περπατήσει,

πόσες φορὲς δὲν ἔχει γονατίσει,

μὲ τὸν μαρτυρικὸ Σταυρὸ στὸν ὦμο !

Ἀλλ’ ἀπὸ τό χαμὸ καὶ τὸν ἀπελπισμό

ἀντρειωμένη πάλι ἀναπηδοῦσε

κι̰’ ἐβάδιζε στὸν μέγα της προορισμό,

ὅπου φωνὴ θεοῦ τὴν ἐκαλοῦσε.

Καὶ πάλι σήμερα, ποῦ μαύρη ἀνεμοζάλη,

τὴν ἔχει μὲσ’ στὴ δόξα της πλακώσει

ἡ ἀδάμαστή της δύναμις καὶ πάλι

σὲ νέο θρίαμβο θὰ τὴν κατευοδώσῃ.

Αὐτά μᾶς ψιθυρίζουν σιγανά

ᾑ ἁγιασμένες γύρω μας εἰκόνες.

Αὐτές, ποῦ μὲσ’ στοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες,

ἐστήριζαν τοῦ Γένους τὴν καρδιά.

Αὐτά μᾶς ψιθυρίζει

τὸ τάγμα τῶν ἡρώων ποῦ ἀνυμνοῦμεν

κι̰’ ἀπὸ τῆς αἰωνίας δόξας των τὴν χώρα

μ’ ἀγάπη ὁλόγυρά μας φτερουγίζει.

Ἀπηγγέλθη εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος τῆς Σίφνου

Θα χρειαστεί να συναισθανθούμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις περιστάσεις, μέσα στις οποίες το ποίημα αυτό συντάσσεται και απαγγέλεται. Τότε μόνον μπορούμε να αντιληφθούμε με τα μάτια της φαντασίας μας τα ασυγκράτητα δάκρυα των παρευρισκομένων μέσα στον Ναό. Τα «ψαλιδισμένα φτερά» της πατριωτικής ποιητικής έμπνευσης είναι εμφανή και συγκρατημένα. Χωρίς εξάρσεις, χωρίς ξεσηκωτικές ανατάσεις, τώρα προέχει το «γλύψιμο των πληγών» και η επούλωσή τους, Μετρημένοι και μετριοπαθείς στίχοι, ικανοί να συντηρήσουν ένα πατριωτικό πνεύμα για κάποια μελλοντική ευκαιρία.

Ακριβώς όπως ο ίδιος ποιητής μάς είχε ήδη συμβουλεύσει, «(φαινομενικά) προ αμνημονεύτων ετών», το μακρινό 1881, μέσα από την προσωποποίηση της Μάννας Ελλάδας, στο ποίημα με το οποίο ξεκινήσαμε αυτό το αφιέρωμά μας. Άλλωστε, το επαναλαμβανόμενο ιστορικό μοτίβο είναι διαχρονικά γνωστό και θεωρητικά προεξοφλήσιμο, αν και βρισκόμαστε ακόμη στο 1923 και είναι πολύ ενωρίς για να συνειδητοποιήσει ο ελληνισμός το μέγεθος της επελθούσας συμφοράς.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1926, ο Προβελέγγιος θα συνεχίσει το μήνυμά του με την μοναδική ποιητική του έμπνευση στα εγκαίνια του Ηρώου των Σιφνίων Πεσόντων, που θα το δούμε σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Ήρωες Αφανείς. Όταν πλέον θα έχει επέλθει η επιφανειακή συμφιλίωση με την ήττα, αλλά και η λαϊκή κόπωση από την πολυετή στρατιωτική εμπλοκή με αρνητικό πλέον εθνικό ισολογισμό. Οι εορτασμοί «νέου τύπου» με θόρυβο και κίνηση απαιτούν συμμετοχική μαζικότητα σε στάδια, εορτές με σκηνοθετημένα θεάματα αμφιβόλου αισθητικής, στρατοκρατικές παρατάξεις, χορούς, πυροτεχνήματα και εν γένει αποστασιοποίηση από την εξατομικευμένη εμπλοκή.

Ήδη από το 1926 (επί κυβερνήσεως Παγκάλου), οι διαφορές στον τρόπο εορτασμών είναι ορατές, σε βαθμό που ο άγνωστος συντάκτης με την υπογραφή ΙΩΒ της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο 27 Μαρτίου 1926, σελ. 2) να αναπολεί το «Πώς εορτάζετο άλλοτε η Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου». Και να υπενθυμίζει μνημειακές απαγγελίες από τον Βαλαωρίτη όταν όλοι ανεξαιρέτως οι παρευρισκόμενοι «εδρόσιζαν με ολίγον δάκρυ το δένδρο της ελευθερίας» στο άκουσμα πανηγυρικών ποιημάτων, «αναλογιζόμενοι το ένδοξο παρελθόν και προετοιμαζόμενοι δια το άγνωστο μέλλον».

Ακόμη και στην μικρή διαπροσωπική Σίφνο, η κόπωση είναι εμφανής. Αυτή την φορά, η τοπική εφημερίδα ΣΙΦΝΟΣ θα περιορισθεί στα απολύτως τυπικά περιγράφοντας τον εορτασμό του 1926: «εις τον Ναόν του Αγ. Σπυρίδωνος όπου ο ποιητής κ. Αρ. Προβελέγγιος απήγγειλε ποίημα δια το οποίον είναι αρκετόν το όνομα του ποιητού δια να περιττεύη παν σχόλειον (sic)». Εμείς θα αναγκασθούμε να προστρέξουμε στην βραχύβια και ιδιαιτέρως δυσεύρετη εφημερίδα ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΝ ΒΗΜΑ (φύλλο 1ης Απριλίου 1926, σελ.4) για να σχηματίσουμε εντύπωση, χωρίς όμως να μπορούμε να εξάγουμε συμπέρασμα κατά πόσο επρόκειτο για κάποιο παλαιότερο ποίημα ή μια νέα (άγνωστη) σύνθεση, που είναι και το πιθανώτερο: «…δοξολογία, ένθα ο ποιητής μας Ακαδημαϊκός κ. Αριστομένης Προβελέγγιος, δια προσφορωτάτου ποιήματος απεικόνισεν την αθανασίαν των ηρώων του 1821».

H έρευνα είναι σε εξέλιξη και ήδη εντοπίζω αναφορές για τουλάχιστον 2 ακόμη επετειακές απαγγελίες (μία το 1901 και αυτή του 1926), όχι όμως και τα αντίστοιχα ποιήματα. Έτσι, για την ώρα, παραμένουμε με τα 4 συνολικά ποιήματα του Προβελέγγιου που έχω παρουσιάσει, γραμμένα ειδικά για την μεγάλη Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821. Από μια εποχή, όταν ο «πανηγυρικός λόγος… απέβλεπε… να ενσταλάξει βαθυτέρας εντυπώσεως εις τα ψυχάς των ακροατών του… αθάνατα μνημεία πατριωτισμού, όστις επάλλετο εις τα στήθη των ανδρών εκείνων και των αισθημάτων ων μέτεδιδαν…» (ΣΚΡΙΠ, Ιώβ, 1926).

Εμείς σήμερα, ως ελάχιστη συμμετοχή, καλούμαστε να σταματήσουμε για μια στιγμή τον ρυθμό και τον θόρυβο της προσωπικής μας καθημερινότητας. Όσο χρειάζεται για να αναλογιστούμε σιωπηλά την προσωπική και εθνική μας αυτοσυνειδησία. Αλλά και το φιλογενές ηθικό καθήκον του Γένους μας, ανεξάρτητα από το πώς αυτό έχει πλέον διαμορφωθεί στις μέρες μας.

© Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης. Αθήνα, 25 Μαρτίου 2024

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular