***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ, Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Αφιερωμένο στην Turia Pitt
ΑΝΑΣΤΕΝΑΓΜΟΣ. Οι αναμνήσεις δεν μου κάνουν καλό, τις αποφεύγω κι ας έχουν τη δική τους θέληση κι ας με περιτριγυρίζουν με τους αγκαθωτούς φράχτες τους προκειμένου να με τραβήξουν στα έγκατά τους. Μπήκα στον σταθμό Βικτώρια, βρήκα μια θέση τέρμα βαγόνι και παράθυρο, κατέβασα μέχρι κάτω το καπέλο κι αφέθηκα στη μουσική που βγαίνει από τα ακουστικά μου. Πάντα με ηρεμούσαν οι μελωδικοί ήχοι. Με εξημερώνουν, όπως τα άγρια κτήνη της ζούγκλας.
Ένας ηλικιωμένος βρήκε και κάθισε ακριβώς απέναντί μου. Μαζεύτηκα. Κάτι μου μουρμούρησε, όμως έκανα πως δεν άκουσα προκαλώντας τον, άθελά μου, να συνεχίσει τις προσπάθειες. Κι αυτό το τρένο δεν βιάζεται να διανύσει τις τρεις στάσεις που απoμένουν μέχρι το Θησείο! Ο γέρος! Τον είχα ξεχάσει, κι εκείνος εκεί δώσ’ του. Μα τι θέλει πια; Επιτέλους, η στάση μου. Δεν πρόλαβα να υπολογίσω τη γωνία που θα έπρεπε να στρίψω, εντέχνως, το πρόσωπό μου με τους στεγνωμένους χυμούς και όλα τα νεκρωμένα κύτταρα. Φοβήθηκε ο ασπρομάλλης του τρένου σαν να είδε τον Χάρο που ’ρθε να τον πάρει. Τα ’θελες και τα ’παθες, φίλε, γέλασα από μέσα μου. Όρμηξα με έναν πήδο έξω από το τρένο, όπως οι γκόμενες που, φορώντας αυτιά λαγού, ξεπετάγονται ημίγυμνες από τούρτες γενεθλίων, κι άρχισα να βολτάρω στην αγαπημένη μου περιοχή.
Άρωμα Αθήνας. Χαμός από κόσμο όποτε κι αν πας, τίγκα τα λουλουδιαστά καφέ με τις ταράτσες και τα υπέροχα γλυκά τους, η Ακρόπολη -κάπως θλιμμένη έμοιαζε σήμερα- τα γκράφιτι στους τοίχους, οι πλανόδιοι πωλητές, ζωγράφοι και μουσικοί, η θέα από τα σπίτια στη Διονυσίου Αεροπαγίτου, οι γραφικές παλιές πόρτες των σπιτιών, το ατμοσφαιρικό θερινό σινεμά, ξανά η Ακρόπολη, πάντα η Ακρόπολη, το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού, η Αγία Σοφία, το μουσείο. Είμαι παιδί τούτης της πόλης δίχως αμφιβολία. Κρίση, ξε-κρίση, κανένας ξένος δεν θα με αναγκάσει ποτέ να παρατήσω τον τόπο μου και να «την κάνω» προς άγνωστη κατεύθυνση.
Η μάνα μου την περνά όλη μέρα μες στους αναστεναγμούς και τις βαρυγκώμιες προσπαθώντας να τιθασεύσει το μητρικό της άγχος, απόλυτα δικαιολογημένο, μες στο κεφάλι της. Κοίτα, διάβαζε, καημένη μου, μπας και σε στείλουμε στο εξωτερικό! Εδώ δεν υπάρχουν δουλειές, ο κόσμος πεινάει. Δεκάξι χρονών γαϊδούρα είσαι πια, δεν βλέπεις πόσο δύσκολα τα φέρνουμε βόλτα;
Η μάνα έλεγε, έλεγε κι εγώ έκανα πως άκουγα. Μετά το ατύχημα έχω γίνει εξπέρ στην προσποίηση. Συνήθως καμώνομαι την κουφή, ενώ οι ακουστικές μου αντένες συλλαμβάνουν τα πάντα, όπως: Την καημένη, τι έπαθε, μήπως είναι κολλητικό, σκέτο ζόμπι είναι, άραγε τρώει ανθρώπινο κρέας, τσιμουδιά για το πάρτι, μη μάθει το φρικιό τίποτα και μας κουβαληθεί με τη φρανκεστάιν φάτσα της ή το καλύτερο όλων, μοιάζει σαν ένα αβοκάντο που έκανε σεξ μίσους μ’ ένα γηραιότερο, πιο αηδιαστικό αβοκάντο (ατάκα από ταινία της Μάρβελ). Έχω συνηθίσει. Ψέματα, δεν έχω συνηθίσει, μα με τον καιρό αποδέχτηκα την απομάκρυνση-απομόνωση, τους ψιθύρους και τα γέλια εις βάρος μου, τη σιχαμάρα στο βλέμμα όσων με κοιτάζουν καταπρόσωπο, την ειδική μεταχείριση από τους καθηγητές που κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να νιώσω λιγότερο απόβλητη, αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο, μονάχα αν κάποιος διώξει κάποτε την καμένη επιφάνεια που έχει θρονιαστεί στο πρόσωπό μου. Κάποτε… Μια λέξη που τη χρησιμοποιούν συχνά οι άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, τα ραμολιά της ζωής, όταν αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία της νιότης τους, εγώ όμως υποτίθεται ότι είμαι ακόμη στην αρχή και δεν πρέπει να με πιάνει μελαγχολία όποτε μου ξεφεύγει ένα «κάποτε».
Τουλάχιστον οι δικοί μου, μετά το πρώτο σοκ εκείνης της ημέρας, που είδαν τη μοναχοκόρη τους να φλέγεται σαν λαμπάδα της Λαμπριάς, μου φέρονται φυσιολογικά, ίσως και πιο φυσιολογικά από το φυσιολογικό προκειμένου να δημιουργήσουν την ψευδή αίσθηση πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα όλα, όλα έχουν αλλάξει. Το χέρι μου, σαν να ’χει μια ολότελα δική του θέληση, ψηλαφίζει τη δεξιά πλευρά του προσώπου μου. Από πάνω μέχρι κάτω, στον λαιμό, σκούροι ελαιώνες, μάτι και μάγουλο σε πτώση, λαιμός σαν γκοφρέ χαρτί περιτυλίγματος, ένα τέρας που βογκάει και νοσταλγεί τις αλλοτινές συσπάσεις των μυών, τη ροδαλότητα της λείας επιφάνειας, ένα τέρας που κλαίει και σπαράζει, ένα τέρας, τελεία.
Ο ήχος του κινητού με απομακρύνει για λίγο από τις βαριές σκέψεις. Είναι η Στέλλα, η μοναδική φίλη που μου έχει απομείνει, σωστό μουρλοκομείο μα καρδιά μάλαμα, ο καλύτερος συνδυασμός αν πρέπει να αντέξεις ντε και καλά την κοπέλα από την ταινία Τhe ring, άλλο ένα παρατσούκλι που μου έχουν κολλήσει με περίσσια ευκολία φίλοι και συμμαθητές, μεγαλωμένοι μαζί στην ίδια γειτονιά. Εκτός από αναίσθητοι και σκληροί ήταν και βλάκες. Η τρομακτική κοπέλα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, που ’βγαινε από το πηγάδι, στην πραγματικότητα ήταν γκομενάρα.
Η Στέλλα, που δεν σπαταλούσε παραπάνω λέξεις για να επικοινωνήσει τη σκέψη της, με ρώτησε: Πού ’σαι, ζαβό; Θα βρεθούμε;
«Το απόγευμα» απάντησα. Δεν φανέρωσα την πρωινή μου βόλτα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, επειδή είχα ανάγκη να μείνω μονάχη, εγώ και τα δρομάκια, εγώ και η ολολύζουσα μπαλαλάικα του Ρωσοπόντιου, γωνία Ζαχαρίτσα και Μάρκου Μπότσαρη, εγώ και μια πολίχνη φίσκα από προσδοκίες και προοπτικές, όπου αισθάνεσαι ότι όλα είναι δυνατά και ίσως να είναι, αν κρατιέσαι μακριά από καθρέφτες, δεν περνάς μπροστά από τζαμαρίες και δεν συναναστρέφεσαι ανθρώπους. Να ποιο ήταν τελικά το «λάθος» στην εικόνα. Οι άνθρωποι. Ευεξήγητοι, κακοπροαίρετοι, ατελείς. Αυτοί και οι αμέτρητες αδυναμίες τους χαλάνε τα πάντα επειδή δεν θα επιτρέψουν ποτέ στη σημαδεμένη να απολαύσει την πολυπόθητη Ουτοπία της. Μα δεν με ξέρουν καλά εμένα. Όσο με απορρίπτουν εκείνοι, άλλο τόσο τους απορρίπτω κι εγώ.
Ένα περιστέρι πέταξε από πάνω μου κι εγώ για χάρη του, για να θαυμάσω την επιδέξια πτήση του, σήκωσα το μονίμως κυρτό κεφάλι μου κι αυτό το ελεεινό, αντί να εκτιμήσει τη θυσία, με έχεσε. Πάει και το καπέλο-ασπίδα ανάμεσα σε μένα και την κακία, τον οίκτο, την έκπληξη, τη φρίκη. Μου κόπηκε η ανάσα. Ένιωσα σαν στρουθοκάμηλος που κάποιος άκαρδος μου ξέθαψε το κεφάλι από το χώμα ωθώντας με σε αιφνίδια αποκάλυψη.
[…]
Η Ιφιγένεια Τέκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στις όμορφες γειτονιές της Άνω Κυψέλης. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος για αρκετά χρόνια σε διάφορες πολυεθνικές εταιρείες, έκανε μεταφράσεις και ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά. Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο “Μνήμες χαμένες στην άμμο”.
Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.