Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Το «Πωλ-Ζαν» δεν είναι συνηθισμένο γαλλικό όνομα. Είναι η αναποδογυρισμένη εκδοχή του οικείου ηχητικά «Ζαν-Πωλ».

Όμως μόνο ένα τέτοιο ανάποδο όνομα αρμόζει στον ήρωα του πολυσυζητημένου μυθιστορήματος του Ρομαίν Σλοκόμπ. Σε ένα βιβλίο, που αρθρώνεται δοκιμάζοντας τις πιο δόλιες εξαπατήσεις της ειρωνείας, αυτής της τέχνης της γλώσσας να υπονοεί το αντίθετο από αυτό που λέει, ο υποφώσκων σαρκασμός της ονοματοδοσίας έχει οπωσδήποτε σημασία. Διότι όσα αναφέρει ο Πωλ-Ζαν Υσσόν στην επιστολή του προς έναν αξιωματικό των δυνάμεων κατοχής, μπορεί να εκπηγάζουν από τον φλογερό θαυμασμό του για τη ναζιστική Γερμανία, αλλά την ίδια στιγμή συνιστούν μια απηνή μαρτυρία για τη συνθηκολόγηση, είτε παθητική είτε ρητή, της πλειονότητας των Γάλλων με την κυβέρνηση του Βισύ.

Ο Σλοκόμπ χειρίζεται με εκπληκτική δεξιοτεχνία το εκφραστικό ύφος της επιστολής, κατορθώνοντας να καταδείξει την παγίδευση του γράφοντος στις αντινομίες της ρητορικής του, αφήνοντας, παρ’ όλα αυτά, να αντηχήσει από το βάθος της υψηλοφροσύνης του το στριγγό ηχόχρωμα του φασισμού. Η αβρή, χαμηλότονη φωνή του Πωλ-Ζαν Υσσόν, μαυλιστική για την πηγαία αφοσίωσή της στο ωραίο, ακούγεται βαθμιαία ολοένα και πιο ζοφερή μέχρι να συντονιστεί στις φονικές συχνότητες του ναζισμού. Η πολύ γαλλική γλώσσα του Πωλ-Ζαν (που παραμένει έξοχα «γαλλική» χάρη στην Έφη Κορομηλά) διαπράττει εσχάτη προδοσία έναντι του πολιτισμού, του οποίου αποτελεί αποκύημα και τον οποίο προασπίζεται εκθύμως. Γράφοντας στον Γερμανό διοικητή, ο Πωλ-Ζαν ατενίζει από το παράθυρο του γραφείου του το υπνωτιστικό τοπίο της Νορμανδίας, σταθερό εγγυητή της ψυχικής του γαλήνης με το αναλλοίωτο στο χρόνο θάμβος του (ανέσπερο ακόμα και όταν το διαστίζουν οι λευκές σημαίες της ήττας), ενώ σε κάποιο σημείο διακόπτει την εξιστόρηση για να μοιραστεί με τον παραλήπτη του ποιητικούς ιδιωματισμούς της τοπικής διαλέκτου. Η παράθεση αυτών των ευφημισμών, που εξεικονίζουν λυρικά τις μεταπτώσεις του νορμανδικού τοπίου, προϊδεάζουν για τις περιφράσεις της δικής του γραφής, που κάμποσες σελίδες αργότερα θα επιστρατευτούν για να καλλωπίσουν φαινόμενα πολύ πιο επικίνδυνα από τα καιρικά.

Ο επιστολογράφος, διακεκριμένος συγγραφέας και δοκιμιογράφος, παρασημοφορημένος στον Α΄ Παγκόσμιο, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ευλαβής καθολικός και ενεργό μέλος της υπονομαρχίας μιας κατεχόμενης κωμόπολης, εμφανίζεται σαν ενσάρκωση της «αιώνιας Γαλλίας», που καλείται να προστατεύσει μια «νεαρή θεά που είχε κατέβει από το Πάνθεον των βόρειων χωρών». Πρόκειται για την Ίλσε Βόλφφσον, τη γυναίκα του γιου του, η άρια κατατομή της οποίας τον σαγήνευσε από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Ο ύστατος έρωτας της ζωής του έρχεται να τον συγκλονίσει στις παρυφές του γήρατος, τότε που οι εσώτερες αντιστάσεις, πνευματικές και ψυχικές, είναι ήδη αλωμένα οχυρά, ανίκανα να απωθήσουν την παραμικρή απειλή απώλειας.

Θα μπορούσε να είναι μια ερωτική επιστολή, αν δεν απευθυνόταν σε έναν αξιωματικό των Ες-Ες. Διότι το εκλεκτό αντικείμενο του πόθου αποδείχθηκε ακάθαρτο, ένα μίασμα που παρείσδυσε παρατύπως σε μια χριστιανική γαλλική οικογένεια. Τη «γοητευτική κούκλα πέραν του Ρήνου» δεν διέρρεε το αίμα μόνο της αρίας φυλής, αλλά και εκείνο της εβραϊκής. Ο Πωλ-Ζαν υποχρεώνεται να μετέλθει κάθε σοφιστεία της διάνοιάς του προκειμένου να συναρμόσει την αγάπη του για την Ίλσε με τον κοινωνικό και ηθικό κίνδυνο, που η φυλή της αντιπροσωπεύει για την πατρίδα του, μια χειμαζόμενη πατρίδα. Βρισκόμαστε στο 1942, στην ηττημένη Γαλλία του στρατάρχη Πεταίν, και ο Πωλ-Ζαν αγωνιά για τη διαφύλαξη της «ηθικής κληρονομιάς» της, διαβλέποντας στην ταπείνωσή της ένα μοναδικό εφαλτήριο αναγέννησης. Στον στρατό του Γ΄ Ράιχ αντικρίζει ένα υψηλό παράδειγμα, το οποίο ελπίζει να βρει την άξια μίμησή του από τους συμπατριώτες του. Όπως γράφει στον Γερμανό διοικητή: «Πρέπει να γυρίσουμε την πλάτη στα πάντα, και να πούμε ναι, με όλη μας την καρδιά, σε αυτό που συντελέστηκε τον Ιούνιο του 1940». Ωστόσο, έβλεπε τα άσπιλα ιδανικά του να λοιδορούνται από κάθε λογής υπονομευτές της γαλλικής αίγλης, κρυμμένους πίσω από έναν «παιδαριώδη και ποταπό» πατριωτισμό, να διεξάγουν ματαίως «έναν παράλογο πόλεμο δειλών».

«Η παρούσα καταστροφή –εκείνη η ανωμαλία με τη σφραγίδα της μετριότητας- οφειλόταν στα λάθη των Γάλλων, όχι στο πνεύμα της Πατρίδας τους».

«Το χάος προετοίμαζε την καταστροφή της Πατρίδας, και δεν μπορούσα παρά να διαπιστώσω τον αθεράπευτο εξευτελισμό της Γαλλίας, η οποία είχε χάσει από καιρό τη θέση που δικαιωματικά της ανήκε στον κόσμο: την πρώτη».

Στην ακραιφνώς συντηρητική πολιτικοκοινωνική θεώρηση του Πωλ-Ζαν διαφαίνεται μια ενδοστρεφής ανησυχία, ο φόβος της απώλειας του κόσμου των άλκιμων χρόνων του. Σε εκείνο τον παλιό κόσμο, τον οποίο παρατηρεί να σωριάζεται σε ερείπια, ο ίδιος είχε ανδρωθεί, είχε πλουτίσει, είχε πολεμήσει, είχε διακριθεί. Αξίζει να προσεχθεί η παραίνεσή του στους Γάλλους να διδαχτούν από την υπεροχή του κατακτητή, αναπτύσσοντας μέσα τους «όλα τα προτερήματα που πηγάζουν από τη δύναμη, την ηθική ανωτερότητα, τον αυτοέλεγχο, με ιδιαίτερη έμφαση στις αρετές που τους λείπουν, τις αρετές της αρρενωπότητας». Αυτή ακριβώς η διαφυγούσα αρετή πικραίνει τον ενάρετο βίο του, που στραγγίζει από συγκινήσεις, πλην των πνευματικών. Η διάπυρη έγνοια του για το πεπρωμένο της Γαλλίας αποσιωπά την απελπισία του για το ατομικό του πεπρωμένο, στο οποίο δεν απομένει ει μη μόνον ο επίλογος. Αν και αισθάνεται ταπεινωμένος από την κατάρρευση της πατρίδας του, προσπαθεί να μεταλλάξει την ταπείνωση στη θέρμη μιας προδοτικής αισιοδοξίας, πρόθυμος να δει τα ερείπια σαν τα θεμέλια μιας εθνικής αναγέννησης. Αν και αντιλαμβάνεται πως το «ηθικό» του χρέος (τόσο ως πατέρα του γιου του όσο και ως αντισημίτη) του επιβάλει να αφήσει ανεκπλήρωτη την ερωτική του επιθυμία για την Ίλσε, γραπώνεται στη σκέψη της με παραφορά και δεν διστάζει να κάνει τη σκέψη πράξη. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίστη του στον Πεταίν και η αφοσίωσή του στην Ίλσε μπορούν να ιδωθούν σαν τεχνάσματα μιας ανέντιμης παράτασης. Η Ίλσε ήταν «ένα μακρύ θαυμάσιο όνειρο», που τον αποσπούσε από «τη γεροντική μοναξιά» του. Σε μια εξόρμησή τους στη νορμανδική ακτή, απολαμβάνοντας τα κύματα που έσβηναν στα πόδια της και το κυμάτισμα του ανέμου στο φόρεμά της, αφηνόταν να γίνει «το παιχνίδι της χίμαιρας», «της χίμαιρας ότι ξαφνικά είχα επιστρέψει στη νιότη μου και στην Μπελ Επόκ…».

Από το άλλο μέρος, ο Πωλ-Ζαν, μολονότι σπεύδει να αθωώσει τη νύφη του για την εβραϊκότητά της, αποδίδοντάς την σε γενετική κακοτυχία, αποτιμά τη διασάλευση, που η παρουσία της προκάλεσε στις ενδοοικογενειακές ισορροπίες (εγγόνια «ημι-εβραιόπουλα», θάνατος της πρωτότοκης κόρης και κατόπιν της συζύγου, υποταγή του γιου του στο κάλεσμα του Ντε Γκωλ), συναρτώντας την με τη συλλογική συμφορά, που βρήκε την πατρίδα του, όταν «οι γαμψές μύτες και τα κατσαρά μαλλιά συνέρρευσαν από τα βάθη των γκέτο της Ανατολής και κατέκλυσαν τον τόπο». «Μήπως, λοιπόν, ο Κύριός μας είχε θελήσει –μέσα από αυτή την εφιαλτική αλληλουχία, τον καταστροφικό πολλαπλασιασμό που αντικατόπτριζε ακριβώς την κατακυρίευση της πρωτότοκης θυγατέρας του, της Γαλλίας- να μας τιμωρήσει για την ιεροσυλία μας να δεχτούμε ένα μιαρό πλάσμα στους κόλπους μιας έντιμης χριστιανικής οικογένειας;»

«Η Γαλλία έγινε η χαβούζα του κόσμου. Από όλους τους δρόμους εισόδου στο έδαφός μας, οι οποίοι μετατράπηκαν σε τεράστιους υπονόμους, έρρεε στα χώματά μας ένας συρφετός όλο και πιο πολυάνθρωπος, όλο και πιο δυσώδης. Ήταν το τεράστιο κύμα της ναπολιτάνικης βρωμιάς, της λεβαντίνικης κουρελαρίας, της άθλιας σλαβικής μπόχας, της απαίσιας ανδαλουσιανής εξαθλίωσης, της σποράς του Αβραάμ και της πίσσας της Ιουδαίας».

Όσο τα αντιεβραϊκά μέτρα σκληραίνουν, τείνοντας προς την τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος, ο Πωλ-Ζαν αναλογίζεται τον αποδεκατισμό της έντιμης χριστιανικής του οικογένειας, αναζητώντας την «οριστική λύση» στο πρόβλημα της «Γερμανίδας». Και εδώ ανακύπτει το στοιχείο της βίας, της πιο αδυσώπητης, αδιανόητης βίας, την ευθύνη της οποίας φέρουν συνήθως χέρια, που έχουν επιμελώς νιφθεί. Ο αφηγητής είναι ένας διανοούμενος, που ζητά αίμα, αλλά δεν θέλει να το βλέπει. Η ειρωνεία, η πυρίτιδα της επιστολής του, έγκειται στην καταλυτική αντίφαση μεταξύ επίγνωσης και εθελοτυφλίας, μεταξύ πράξης και αποποίησης. Ήδη από τη δεύτερη σελίδα αναγνωρίζει «ότι η καλλιέργεια ικανοτήτων τόσο ανατρεπτικών όσο η φαντασία και η ευαισθησία κάθε άλλο παρά άμοιρη κινδύνων είναι για την ηθική». Παρενθετικά σημειώνω την εξόχως αιχμηρή επιλογή των παραθεμάτων του Πωλ Κλωντέλ -γνωστού όχι μόνο για την ποίησή του, αλλά και για την αυστηρή, καθότι όψιμη, καθολική του πίστη- που υποδηλώνει την παρακινδυνευμένη ροπή στον ιδεαλισμό, αλλά και την ενδεχόμενη απόκλιση μεταξύ καλλιτεχνικής συνείδησης και κοινωνικού προσώπου. Ο Πωλ-Ζαν, μολονότι τοποθετεί τον εαυτό του στην επισφαλή θέση τού εν εγρηγόρσει διανοούμενου, αποφεύγει να διερωτηθεί για την τρωτότητα της ηθικής του και τις συνέπειες της ακαμψίας της. Από την άλλη, μολονότι συνειδητοποιεί πως ο αντισημιτισμός, τον οποίο εξυπηρετούσε αόκνως η δηλητηριώδης πένα του, «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακρότητες», αρνείται να αποδεχθεί πως οι ακρότητες όντως συμβαίνουν και πως συχνά οπλίζονται από μερικές αράδες ενός άρθρου. Σαρδόνιος νυγμός των υπεκφυγών της γραφής η κατακλείδα της επιστολής, όπου ο επικείμενος εκτοπισμός της Ίλσε εξωραΐζεται σαν ένα ταξίδι προς τις «νέες περιοχές στην ανατολική Ευρώπη», τις οποίες το Γ΄ Ράιχ «προορίζει για την εβραϊκή φυλή, ούτως ώστε να δώσει μια ριζική και ανθρώπινη λύση στο αιώνιο εβραϊκό πρόβλημα». Ο Πωλ-Ζαν Υσσόν εμπιστεύεται στον Γερμανό διοικητή την τύχη μιας Εβραίας με τη βεβαιότητα πως θα της εξασφαλίσει «τη θέση που της αρμόζει […] στην υπό δημιουργία ζώνη». Στη νορμανδική γη, «τα μικρά γαλάζια σύννεφα που διαγράφονται στο κυανό του ουρανού είναι φτερούγες χαράς». Κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με το προσωπικό του ιδιόλεκτο, ο Πωλ-Ζαν δεν κατέδιδε την Ίλσε, αλλά την έπαιρνε κάτω από τις φτερούγες του.

Αυτή η κάθαρση, που μεγαθύμως οραματίζεται για την Ίλσε, μεγεθύνεται στην πιο τρομερή φράση της επιστολής του σε πανανθρώπινο εξαγνισμό. Διότι τα βαγόνια, που κροτάλιζαν στις ράγες του Γ΄ Ράιχ, δεν κατευθύνονταν στα στρατόπεδα θανάτου.

«Αντίθετα, μέσα στα καμιόνια του νικητή, επέστρεψε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Μπήκε από τη μια πόρτα, την ώρα που οι ομόθρησκοί του –δεν θα είχα την αφέλεια ή την υποκρισία να ξεχάσω πως ήταν Εβραίος- κατρακυλούσαν από την άλλη».

Ο Ρομαίν Σλοκόμπ δεν αναγκάζει τον ήρωα να αμφισβητήσει το ναζιστικό του φρόνημα ούτε να ανησυχήσει για τις ρωγμές της ρητορικής του. Τον παγιδεύει στη μέγκενη των ατσάλινων ιδεολογημάτων του. Τον εγκλείει στις καγκελόφραχτες οριοθετήσεις του πνεύματος και των ιδεών του, που του απαγορεύουν κάθε διαφυγή προς ό,τι αντιτίθεται σε αυτά. Άλλωστε εξαρχής τον καθιστά ένοικο της «Νέμεσης», της νορμανδικής του έπαυλης. Και εδώ ευφυής η ονοματοδοσία. Η τιμωρία του είναι αυτός ο ίδιος. Το εστιακό βάθος του κακού βρίσκεται μέσα του. Ο αντισημιτισμός του δεν κινδυνεύει από αδόκητους κλονισμούς της συνείδησής του, αλλά από ένα ατιθάσευτο αίσθημα, που, ενόσω υποσκελίζει το εθνικιστικό του πάθος, γίνεται την ίδια στιγμή η θρυαλλίδα της ανάφλεξής του. Η ίδια η Ίλσε ενσαρκώνει την τέλεια αντίφαση, συγκεράζοντας στην υπόστασή της τον πόθο με τον φθόνο. Η εράσμια άρια όψη της αποκρύπτει φαντασιώδη σημιτικά χαρακτηριστικά, που βδελύσσεται. Είτε Γερμανίδα είτε Εβραία, όμως, παραμένει ξένη, στο βαθμό που ο Πωλ-Ζαν αποτυγχάνει να τη φέρει κοντά του. Ακόμα και αν δεν ήταν Εβραία θα τη μισούσε για την απόρριψή της. Τόσο από την πλευρά του πληγωμένου αισθήματος όσο και από την πλευρά της επαπειλούμενης ιδεολογίας, ο έρωτάς του δυναμιτίζει τις πεποιθήσεις του και μπροστά στον κίνδυνο να απεκδυθεί ό,τι όριζε την πνευματική του ιδιοσυστασία, προσπάθησε να θωρακίσει και τα δύο, και την αγάπη και το μίσος, θέτοντας μάλιστα το δεύτερο στην υπηρεσία της πρώτης. Δεν μπορούσε παρά να θαυμάζει τον εαυτό του για την ιδέα του να οξύνει μέχρι τα άκρα τα λιβελογραφήματά του στον Τύπο («ωθώντας μέχρι παροξυσμού τη φρικτή σχιζοφρένεια που με έκοβε στα δύο»), προστατεύοντας έτσι την Ίλσε από επίφοβες υποψίες. Το αντιεβραϊκό του μένος προφύλασσε την εβραϊκότητά της. Κάποιες φορές, τανύζοντας οριακά τις βεβαιότητές του, σκεφτόταν: «Η νύφη μου ήταν Εβραία – αλλά υπήρχαν και καλοί Εβραίοι, στο κάτω κάτω!»

Αυτή η ενδότατη διχοστασία, την οποία πάσχιζε να θεραπεύσει με κάθε λογής νοητικούς διασκελισμούς, αποτυπώνεται αριστοτεχνικά στη σκηνή του βασανιστηρίου δύο αντιστασιακών, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Στον νέο άνδρα, που κακοποιείται από Γάλλους αστυνομικούς της Γκεστάπο, ο Πωλ-Ζαν αναγνωρίζει τον νόθο γιο του και μαζί ένα είδωλο, που από καιρό είχε αποχαιρετίσει. Παραμερίζοντας μεμιάς όλα όσα υποστήριζε για τον ποταπό, «αντι-γαλλικό» πόλεμο της αντίστασης και ξεχνώντας πως είχε αποκηρύξει τον άλλο του γιο, όταν εκείνος πήγε στην Αγγλία για να βρει τον Ντε Γκωλ, γίνεται αβίαστα κοινωνός της οδύνης του βασανιζόμενου άνδρα, βιώνοντας μια καινοφανή ταύτιση, που θραύει ανεπίγνωστα το τωρινό του προσωπείο. «Ήταν αυτός που, στα είκοσί του χρόνια, γινόταν ο καθρέφτης όπου αντίκριζα το είδωλό μου».

Πατέρας και γιος αντικρίζονται για πρώτη φορά, αιχμάλωτοι και οι δύο σε ένα αποτρόπαιο μέρος. Στέκονται στην ίδια πλευρά, αντιμέτωποι με έναν κοινό εχθρό. Ελέγχοντας τη συγκινησιακή του φόρτιση ο Πωλ-Ζαν, μερικές μέρες μετά τον θάνατο του άγνωστου γιου του, που εξοντώθηκε μπροστά στα μάτια του «επιδεικνύοντας το ηρωικό θάρρος ενός μάρτυρα», δεν διστάζει να σφετεριστεί την όμαιμη «αρρενωπότητά» του, εγγράφοντάς την «στις πιο αγνές ιπποτικές παραδόσεις της πατρίδας μας, διότι πήγαζε από την οικουμενική συμπόνια, από την υπεράσπιση της νέας γυναίκας και του ορφανού, από το χρέος της προστασίας των αδυνάτων». Όπως ο γιος του είχε θελήσει να σώσει τη ζωή της νεαρής συντρόφου του, που υπέμενε μαζί του τη βαναυσότητα των βασανιστών, εκείνος έγραφε την επιστολή του παρωθούμενος από την ηθική υποχρέωση να σώσει «έστω και παρά τη θέλησή της, μια αξιόλογη γυναίκα, αθώο θύμα μιας περίπλοκης και απαίσιας κατάστασης». Αποκαρδιωμένος καθώς ήταν από τη νόθευση του χριστιανικού του αίματος από ακάθαρτες επιμιξίες, το μαρτύριο του γιου του ήρθε να τον επανασυνδέσει με εκείνον τον λαό, που ανέκαθεν θεωρούσε «πρωτοπόρο κάθε ιπποτικής αποστολής». Αν «ο Γάλλος δημιούργησε την Ιπποσύνη», εκείνος είχε δημιουργήσει έναν ιππότη κατ’ εικόνα του, μεταγγίζοντάς του το «καλό αίμα» των προγόνων του.

Όσο για το κυριολεκτικό αίμα, που αυτή τη φορά η τυφλότητά του δεν τον απέτρεψε να δει, χύθηκε από κάποιους «κλέφτες, βασανιστές, φονιάδες», που ατίμαζαν τη στολή του γερμανικού στρατού, για την οποία έτρεφε «βαθύτατο σεβασμό».

Άραγε, η Ίλσε τι λέει για όλα αυτά; Μα αυτό ακριβώς, που επί τριακόσιες περίπου σελίδες κραυγάζει ο Ρομαίν Σλοκόμπ στους συμπατριώτες του, τους αλλοτινούς του Πεταίν, τους τωρινούς της Λε Πεν, κατασιγάζοντας την ένταση της φωνής του κάτω από το μεγαλόφρον ηχόχρωμα του Πωλ-Ζαν Υσσόν: «Τέτοια πράγματα τα είδα στη Γερμανία. Δεν πίστευα ότι θα τα έβλεπα μια μέρα και εδώ. Πίστευα ότι εδώ είναι η χώρα της ελευθερίας. Οι συμπατριώτες μου ήρθαν να σας επιβάλουν τα ίδια, στην πραγματικότητα όμως ήσασταν πανέτοιμοι. Θέλετε να σας πω κάτι; Η Γαλλία σας με αηδιάζει!»

Στα καθ’ ημάς τώρα, ο έχων ώτα…

KyrieDioikita

Romain Slocombe,Κύριε Διοικητά, μτφρ.: Έφη Κορομηλά, Πόλις

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular