Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Αρκαδία, Emanuelle Bayamack-Tam, Εκδόσεις Πόλις

«Τι θλίψη, αυτή η χαρά»

 

Η Αρκαδία δεν είναι ουτοπία. Είναι μια μεγάλη δεντρόφυτη έκταση κάπου στον Νότο της Γαλλίας. Κοντά στην Ιταλία όπου καθημερινά ναυαγούν πρόσφυγες. Μέσα στην οργιαστική, ολάνθιστη φύση δεσπόζει ένα παμπάλαιο οίκημα, που κάποτε υπήρξε οικοτροφείο θηλέων. Περίτεχνες προσόψεις, διάφεγγοι φεγγίτες, δαντελωτά κιγκλιδώματα, μοσχοβολιστά θερμοκήπια, πλατιές βεράντες, στέρνες με νούφαρα. Τώρα, στο μυθοπλαστικό παρόν δηλαδή, λειτουργεί σαν καταφύγιο φρικιών και ηλιθίων. Απροσάρμοστοι, σαλεμένοι, παχύσαρκοι, άσχημοι, υπερευαίσθητοι, υπέργηροι, υποχονδριακοί, νάρκισσοι, αμβλύνοες, ανάπηροι, σωματικά και νοητικά, διπολικοί, διεμφυλικοί, δύσμορφοι, τοξικομανείς, εν ολίγοις καμιά τριανταριά ανίατα σακατεμένοι, εκπεσόντες του κοινωνικού ιστού, απολαμβάνουν στα πολυτελή δώματα του Liberty House την αστείρευτη αγάπη, στοργή και ανοχή του Αρκαντύ. Μέσα σε αυτό το παλάτι καταμεσής της αγνότητας και θαλερότητας της φύσης, βρίσκει καταφύγιο και αμέριστη περίθαλψη κάθε λογής βιολογική παρέκκλιση. Άρχοντας αυτού του απόρθητου ζωικού βασιλείου είναι ένας άνθρωπος που ευαγγελίζεται την αγάπη προς όλους και τη σωτηρία κάθε αδέσποτης ψυχής. Η Αρκαδία δεν είναι ένα παραδείσιο επέκεινα. Είναι ένας μεσήλικος, ασουλούπωτος άντρας με ανήμερη σεξουαλικότητα. Η Αρκαδία είναι ο Αρκαντύ.

Η Εμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ (γεν. 1966) ξεχωρίζει από τα μέλη της κοινότητας τη Φαρά, στην οποία δίνει τον πρώτο αφηγηματικό ρόλο. Όταν αρχίζει να μας μιλάει η Φαρά για την ιδιότυπη, ανάδοχη οικογένειά της, η φωνή της ιχνηλατεί τις απίθανες εκτάσεις μιας επίγειας, περίκλειστης Εδέμ. Μέσα εκεί, προστατευμένοι από τον πέτρινο τοίχο της περίφραξης, ζουν όλοι ήρεμοι και ευτυχισμένοι, ναρκωμένοι από μια αδιατάρακτη χαύνωση. Όταν η Φαρά φτάνει στο κοινόβιο είναι έξι ετών και ήδη αποδεσμευμένη από την κηδεμονία των γονιών της, που εναπέθεσαν τις νευρώσεις τους στην ιαματική σοφία του Αρκαντύ. Όταν την αντικρίζουμε για πρώτη φορά στις σελίδες, η εξάχρονη Φαρά έχει ξαπλώσει ανάμεσα στους γονείς της. Το πρώτο της βράδυ στο Liberty House την πλαισιώνουν «σαν δύο γαλήνια ταφικά αγάλματα». «Τούτη τη γαλήνη, δεν τη γνώρισα ποτέ μαζί τους». Δέκα χρόνια αργότερα, τοποθετεί στο κομοδίνο του δωματίου της μια πήλινη κανάτα, μέσα στην οποία ζει τον υπερχρονικό του θάνατο ένα παιδί από την Τουρκία. Το ταφικό αγγείο ήταν δώρο μιας βαθύπλουτης ενοίκου που ήταν λάτρις της αρχαιολογίας. Έτσι, η Φαρά ενηλικιώνεται στη σκιά ενός νεκρού παιδιού.

Παρόλο που η Φαρά περνάει το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος σαν μια δεκαπεντάχρονη έφηβη, ξετρελαμένη από το σεξ με τον Αρκαντύ, ήδη από τα έξι της διαισθάνεται την υποβόσκουσα σεξουαλικότητα του χώρου, υφέρπουσα κάτω από την πολυκαιρισμένη απόπνοια μια άτεγκτης θρησκευτικότητας, εντοπίζοντάς την στη γυαλισμένη κουπαστή της μαρμάρινης σκάλας. Εγκαταλείποντας το κρεβάτι των γονιών της, εν είδει πρώιμης εγκατάλειψης της παιδικής ηλικίας, κατευθύνεται στη σκάλα και κρατιέται από τη δρύινη κουπαστή, ερεθισμένη από τη φαντασίωση όλων εκείνων των κοριτσίστικων μηρών που την είχαν «καβαλήσει θριαμβευτικά για να εκσφενδονιστούν ταχύτατα μέχρι το χολ της εισόδου». Την τρέλαινε ο εμποτισμός του ξύλου «από έναν αιώνα εφηβικής υστερίας και σαπφικής φιλίας».

Ακόμα και τη στιγμή που το Liberty House κόντευε να αφανιστεί, η Φαρά κρατούσε σαν κτέρισμα στη μνήμη της την ξύλινη κουπαστή. Όταν όλη η ευτυχία και η ηδονή που γνώρισε στην Αρκαδία της, τείνουν να νεκρωθούν, η Φαρά αναπολεί εκείνη τη σκάλα και τα νεκρά κορίτσια που την καβαλούσαν.

«Από τότε που έφτασα στο Liberty House έζησα κι εγώ η ίδια παρέα με νεκρά κορίτσια του περασμένου αιώνα. Αφουγκράστηκα τις τσιρίδες τους, τις είδα να ξαναφτιάχνουν στα γρήγορα τις πλεξούδες τους μπροστά στους ολόσωμους καθρέφτες του σαλονιού, καβάλησα από πίσω τους τη δρύινη κουπαστή που λείαναν σαν αμαζόνες με τα μπούτια τους, μαλακίστηκα άγρια καθώς τις φανταζόμουν κάτω από το ντους ή κάτω από τις τραχιές μάλλινες κουβέρτες τους, μέσα στον μεγάλο κοιτώνα του τελευταίου ορόφου».

Η σεξουαλική υστερία και έξαψη, την οποία γνώρισε στα δεκαπέντε της χάρη στον Αρκαντύ, δεν απαλύνουν το μείζον υπαρξιακό πρόβλημα της Φαρά. Δεν ξέρει αν είναι κορίτσι ή αγόρι. Οι ολόσωμοι καθρέφτες του κοινοβίου τής ενστάλαξαν από νωρίς την πεποίθηση πως ήταν άσχημη, φρικτά άσχημη. «Απέχω μόλις ένα βήμα, ίσως και μισό, από την παθολογική ασχήμια». Η υπεράνθρωπη ανεκτικότητα του Αρκαντύ και οι φλογεροί του λόγοι εναντίον των κατόπτρων, την απέτρεψαν από το να μισήσει διά παντός το είδωλό της. Όπως εξήγγειλε από τον άμβωνά του ο Αρκαντύ για να παρηγορήσει το εκτρωματικό του ποίμνιο, «απλώς οι καθρέφτες εντείνουν την ψυχική σας οδύνη».

«Ευτυχώς για εμένα, το Liberty House υποδέχεται κυρίως τους ξεχασμένους της μεγάλης παρέλασης και τους γλιτώνει από την ανελέητη αυστηρότητα της κοινωνίας».

Με έναν πατέρα ηλίθιο και μια μητέρα, κατ’ ευφημισμό, πνευματικά οκνηρή, εξαιτίας απίθανων νοσημάτων που έπλητταν την αιθέρια ομορφιά της, η Φαρά εμπιστεύεται την ενηλικίωσή της, πνευματική και σωματική, στον Αρκαντύ. Όπως μας λέει, είναι φτιαγμένη για τη λατρεία. Έχοντας βρει τη δική της Βεατρίκη που θα την κατευθύνει σε ηδονές πέραν του κόσμου ετούτου στο πρόσωπο ενός τριχωτού, κοντόσωμου πενηντάρη, τρέχει να τον συναντήσει σε ένα χορταριασμένο ξέφωτο πάνω από το οποίο ανασαλεύει ένας αυτοσχέδιος, υφασμάτινος ουρανός. Εκεί ο πνευματικός της οδηγός, ο γκουρού της αγάπης, της μαθαίνει, επιστρατεύοντας κάθε αισθητήριο όργανο που διαθέτει, πως ακόμα και το δικό της δύσμορφο σώμα έχει άπειρες δυνατότητες ηδονής και πλησμονής. Ξαπλωμένη γυμνή στο λαγκάδι της, ένα μικρό κομμάτι μιας απλόχωρης Εδέμ, η Φαρά βεβαιώνεται πως η αγάπη όντως υπάρχει. Μάλιστα ο πόθος είναι αξεχώριστος από την αγάπη.

Το σώμα της Φαρά δεν είναι μόνο δύσμορφο αλλά και επαμφοτερίζον. Η άγουρη θηλυκότητά της ρέπει προς ένα ανδρικό δέμας. Πέρα από τον ενθαρρυντικό ερωτικό ενθουσιασμό του Αρκαντύ, η Φαρά νιώθει την ανάγκη να διερευνήσει και θεωρητικά την ενδιάμεση κατάσταση, στην οποία την καθηλώνει το σώμα της. Με την προτροπή του Βίκτωρα, του επίσημου εραστή του Αρκαντύ, αναδιφά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αναζητώντας σε εξέχουσες επίνοιες την εξήγηση της σεξουαλικότητας. Η σκηνή στη βιβλιοθήκη είναι η αγαπημένη μου, καθώς αντανακλά τέλεια την άποψή μου για τις γυναίκες και τη λογοτεχνία. Οι γυναίκες γράφουν και διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αλλά υστερούν (με μερικές εκλαμπρότατες εξαιρέσεις, όσον αφορά την ελληνική πεζογραφία) σε ποιότητα.

Καθώς ο Βίκτωρ σωριάζει διάφορους τίτλους στο πάτωμα, η Φαρά απορεί με την αδικία της διαλογής. «Σύντομα, ο σωρός των ανδρών κινδυνεύει να καταρρεύσει ενώ εκείνος των γυναικών πασχίζει να υψωθεί, πράγμα που ο Βίκτωρ δεν παραλείπει να υπογραμμίσει με άλλον έναν καγχασμό: – Ε, ναι, αυτό είναι το πρόβλημα: οι γυναίκες είναι απείρως λιγότερο δημιουργικές από τους άνδρες. Θα δυσκολευτείς να βρεις ωραία βιβλία από γυναίκες συγγραφείς».

Η σεξουαλική απελευθέρωση της Φαρά συνοδεύεται από την ολόθερμη δέσμευσή της στις επαγγελίες του Αρκαντύ. Ο τελευταίος προετοιμάζει την κοινότητα για το τέλος του κόσμου, εξαγγέλλοντας συχνά εσχατολογικά οράματα και προφητείες, μόνο για να διακηρύξει έμπυρος από πίστη τη σωτηρία της ανθρωπότητας μέσω της αγάπης. Έτσι, οι ένοικοι του Liberty House ζουν μια οξύμωρη συνθήκη, «ζουν με τη νοσταλγία του παραδείσου πριν από την πτώση». Πρώιμα, δηλαδή προτού πεθάνουν, αποδημούν στον υπεσχημένο παράδεισο της Εκκλησίας, έναν παράδεισο, ωστόσο, διαπερατό από την απειλή της έξωσης και φυσικά επί πληρωμή. Και αυτή η πανάκριβη εν ζωή αποδημία δεν τους τρομάζει, αλλά τους γαληνεύει, καθώς οι περισσότεροι ασπάζονταν την άποψη του Αρκαντύ πως το τέλος είχε ήδη επέλθει. Μπορούσαν έτσι να πλήττουν με την ησυχία τους και να τρώνε (το μοτίβο της γαστριμαργίας επανέρχεται συχνά στις σελίδες) με ήσυχη τη συνείδησή τους.

«Το τέλος του κόσμου έχει ήδη συμβεί! Συμβαίνει κάθε φορά που ο άνθρωπος φτάνει σε έναν κρίσιμο βαθμό πολιτισμού και τεχνολογίας! Μπανγκ! Και κάθε φορά, ξεκινά ένας νέος γύρος! Κάθε φορά, δυστυχώς για εμάς, βγαίνουμε από τις σπηλιές, μαθαίνουμε να ανάβουμε φωτιά, επινοούμε τον τροχό, την τυπογραφία, τον ηλεκτρισμό, την πυρηνική ενέργεια, και τότε, όλεθρος, πύρινες άμαξες, Αποκάλυψη!».

Οι ένοικοι του Liberty House δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για την Ημέρα της Κρίσης. Είχαν σωθεί. Είχαν εγκαίρως λουφάξει στη δική τους σπηλιά, πρόσφορη για κάθε λόξα του ευδαιμονισμού τους. Συν τοις άλλοις, ο Αρκαντύ δεν τους υποσχόταν μόνο επίγειες, εφήμερες χαρές, αλλά εγγυόταν και τη μεταθανάτια ολβιότητα, εγκεντρίζοντάς τους την προσδοκία της ανάστασης. Μετά από τον αναπότρεπτο καταποντισμό της ανθρωπότητας, οι θαμώνες της Αρκαδίας θα μετοικούσαν μακάριοι «σε έναν σταματημένο, πανάρχαιο και ανακτημένο χρόνο».

«Ο Αρκαντύ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ακριβής όσον αφορά τις συνθήκες αυτής της νιοστής μαζικής εξόντωσης, καθώς η ουσία ήταν ότι μια χούφτα εκλεκτών θα γλιτώσει ή θα επιστρέψει στη ζωή για να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν σε έναν κόσμο εξαγνισμένο από ό,τι τον καθιστούσε αβίωτο, δηλαδή την ανθρώπινη δραστηριότητα».

Η Φαρά μαγεύεται από «τη φλογερή γλώσσα του πόθου» που διαχέεται από τα χείλη του εραστή της. Χάρη σε εκείνον κατάφερε να πιστέψει ότι «η ζωή μπορεί να είναι μόνο ατελής και η ομορφιά μόνο τερατώδης». Ο γητευτής της «μπορούσε να μετατρέπει τις πιο μαύρες ώρες σε υπέροχο παραμύθι γεμάτο αστραφτερές υποσχέσεις». Όπως μας εξομολογείται, από την απαρχή της συνειδητής της ζωής είχε πάρει την απόφαση να αφιερώσει την ψυχή, την καρδιά και το σώμα της στον Αρκαντύ· «από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον λάτρευα πάντα τυφλά και τον ποθούσα παράφορα». Ήταν η παντοτινή του δούλη· «τη δουλεία μού την υπαγόρευσε η αγάπη: απέθεσα τη ζωή μου στα χέρια του Αρκαντύ διότι τον αγαπούσα περισσότερο από οτιδήποτε και προπαντός περισσότερο από εμένα».

Από τη στιγμή που η Φαρά έκλεισε τα δεκαπέντε, ο Αρκαντύ δεν ανέλαβε μόνο τη σεξουαλική της διαπαιδαγώγηση, αλλά και την πνευματική της αγωγή. Και ήταν περίφροντις ως προς το πνεύμα της. «Ασχολείται, μάλιστα, μαζί του περισσότερο από ποτέ αφού, όπως ισχυρίζεται, το πνεύμα είναι παντού, σε κάθε κύτταρό μου, από την ατίθαση χαίτη μου ώς τους κάλους στις φτέρνες μου, περνώντας, προφανώς, από τα ατροφικά γεννητικά μου όργανα – το πνεύμα δεν είναι ιδιότροπο».

Απορροφημένη απολύτως στη λατρεία του Αρκαντύ, η Φαρά περιδιαβαίνει στις δασικές εκτάσεις της κοινότητας με την καρδιά της διαλυμένη από εκθαμβωτικές βουκολικές ενατενίσεις. Η γαλήνη και η ανάταση τη ζαλίζουν. Η απροσποίητη, άσπιλη, ανεξίκακη ωραιότητα της φύσης, εναρμονιζόταν θαυμαστά με την ομορφιά που κάθε μέρα ανελλιπώς ανακάλυπτε πάνω της και μέσα της ο Αρκαντύ. Ένιωθε πως πράγματι η αγάπη μπορούσε να νικήσει τα πάντα· «είναι αλήθεια, η αγάπη νικάει τα πάντα, και μπορώ να το βροντοφωνάξω επειδή έχω γίνει μάρτυρας του θριάμβου της, όταν σώζει, την ύστατη στιγμή, καθετί που βυθιζόταν, χανόταν, καταστρεφόταν».

«Κι ωστόσο, το νιώθω, κάτι μέσα μου αντιστέκεται στη διάλυση, κάτι αντέχει. Είναι αμυδρό μα επίμονο, σαν μια υπόσχεση αναγέννησης ύστερα από τις ζέστες του καλοκαιριού ή το ψύχος του χειμώνα, σαν μια εύθραυστη εποχή που δεν μοιάζει να έχει όνομα, εκτός ίσως από το δικό μου».

Μολονότι έχει κάτι από κορίτσι και κάτι ακόμα περισσότερο από αγόρι, η Φαρά παραμένει έφηβη. Αισθάνεται τη ροπή προς την εξέγερση εξίσου απροσμάχητη με τη γοητεία του Αρκαντύ. Η πολυτελής έπαυλη, σκιασμένη από έναν αιώνα καθολικής χρηστοήθειας, από την οποία ήρθε να την απαλλάξει ο πανσεξουαλισμός του Αρκαντύ, άρχιζε να στενεύει και να ξεμένει από υποσχέσεις. Η διάδοση της αγάπης προς όλους άρχιζε να χαλάει σαν πνευματική τροφή, γινόταν έωλη. Έπειτα από δέκα χρόνια αδιάλειπτης λατρείας, η Φαρά αμφιβάλλει για την πίστη της· «είμαι ένα φίδι, και στη δική μας Εδέμ αυτό κάτι λέει».

«Η αγάπη νικάει τα πάντα, σύμφωνοι, όμως φαίνεται πως ο Αρκαντύ αποφάσισε να τη μετατρέψει σε πολεμική μηχανή, ένα όχι φονικό όπλο μα όπλο παρ’ όλα αυτά, ώστε να ασπαστεί η κοινωνία τις φωτισμένες απόψεις μας».

Σε ένα από τα κηρύγματά του ο Αρκαντύ διατύπωσε τη σκέψη πως η αγάπη που οργίαζε στο κοινόβιό του, έπρεπε να μεταφυτευτεί και σε άλλα εδάφη. Παρότρυνε, με άλλα λόγια, το ποίμνιό του να ξεχυθεί στους δρόμους εις άγραν ανάπηρων, άρρωστων, απόκληρων, κάθε λογής απελπισμένων, με την προϋπόθεση πως αυτοί ήταν σε θέση να κατανοήσουν το ακριβό αντίτιμο της αφειδώλευτης αγάπης. Το κοινόβιο χρειαζόταν πόρους και εκεί έξω σίγουρα υπήρχαν κάποιοι πρόθυμοι να πληρώσουν προκειμένου να πληρωθεί η πανανθρώπινη επιθυμία της αγάπης.

«Μακάριοι οι πλούσιοι, διότι τα πάντα θα γίνουν δικά τους αν μπουν στον κόπο να ακούσουν τις προτροπές μας, το φωτεινό μας μήνυμα, αυτή τη φλογερή γλώσσα που κηρύσσει πως είμαστε έτοιμοι να τους αγαπήσουμε παράφορα αρκεί να σκάσουν το παραδάκι, να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο που διεξάγουμε ενάντια στις αδικίες και τους παραλογισμούς του κόσμου».

Μα είναι ποτέ δυνατόν ο Αρκαντύ να τα πιστεύει αυτά που λέει; Αντίθετα με τον αναγνώστη της Μπαγιαμάκ-Ταμ, η Φαρά δεν αφήνει το ερώτημα να γίνει ρητή απορία. Είναι νωρίς ακόμα. Μόνο στο μέσον του βιβλίου η απορία μεγεθύνεται σε αποστασία. Μέχρι τότε στις σελίδες κυριαρχούν ο εφηβικός κυνισμός της ηρωίδας, ο πληθωρικός λυρισμός της και η σπαρταριστή της αυθάδεια, καθώς φυσικά και η πεφωτισμένη διδασκαλία του σάτυρου εραστή της. Και αυτές οι σελίδες είναι μακράν οι πιο σπαρταριστές του μυθιστορήματος, στον βαθμό που συνδυάζουν σαρκαστικά τις σωματικές εκτροπές με τις διανοητικές μεγαληγορίες. Μέχρι την αποστασία της Φαρά, την απόσχισή της από τη σέχτα και τη φυγή της προς τον έξω κόσμο, το μυθιστόρημα διαπνέεται από την ψυχοσωματική λαίλαπα της ηρωίδας, από την παραζάλη και τις οδύνες της ενηλικίωσης, από την εταστική εξερεύνηση του σώματος, από τη διακαή ανάγκη μιας αυθεντίας, από την ακατανίκητη επιθυμία της αντίρρησης.

Η Φαρά τρέχει ξετρελαμένη στο λαγκάδι της για να συνευρεθεί με τον Αρκαντύ, μολονότι γνωρίζει πως αντί για κόλπο έχει μόνο «ένα κολπικό κύπελλο τριών εκατοστών», πως δεν έχει μήτρα και πως οι εσωτερικές δυσπλασίες των γεννητικών της οργάνων προοιωνίζονται μια «διαδικασία αρρενοποίησης». Δεν είναι τίποτα και γι’ αυτό μπορεί να γίνει τα πάντα. Πιθανότατα έτσι ακριβώς είναι ο ιδεατός μυθοπλαστικός χαρακτήρας.

Η Μπαγιαμάκ-Ταμ αποδίδει εξαιρετικά όλο το πλέγμα των αντιφάσεων που γεννά η αγωνία της Φαρά να προσδιορίσει την ταυτότητά της μέσω της αναγνώρισης και αποδοχής του σώματός της. Η σωματική σύγχυση της ηρωίδας αποτυπώνεται σε συνάρτηση με την επιθυμία της να επιβληθεί στον εαυτό της, να του επιβάλει ένα φύλο. Μολονότι ζει σε κοινόβιο και αυτοπροσδιορίζεται ως «ειδήμων του εμείς», οι προβληματισμοί της είναι αμιγώς εγωμανείς. Άλλωστε, η εφηβεία είναι η εποχή του εγωισμού. Σε αυτή τη βιολογική περίοδο το «εγώ» είναι φοβερό και τρομερό, είτε σβήνει είτε παραμορφώνει οτιδήποτε κινείται στην περιφέρειά του. Μέσω της πίστης της στον Αρκαντύ, η Φαρά επιχειρεί να θωρακίσει την πίστη της στον εαυτό της. Η λαγνεία του είναι το μέσο για τη σωματική της αυτοσυνειδησία. Η διαδικασία σχηματοποίησης της ατομικότητάς της την παγιδεύει σε μια ευμετάβλητη, επαμφοτερίζουσα, διχαστική, ενίοτε εφιαλτική και αποκρουστική σωματικότητα. Η διερώτηση για τη σωματικότητα συνιστά έκφανση μιας εμμονικής υλοφροσύνης, ασύμβατης με αρκαδικούς λειμώνες. Μόνο όταν εγκαταλείπει την Αρκαδία η Φαρά κατορθώνει να διανύσει την ψυχική απόσταση από τη σωματικότητα μέχρι την αυτοσυνείδηση. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω μια παρατήρηση του Δημοσθένη Κούρτοβικ, από τη μελέτη του πάνω στην ελληνική πεζογραφία («Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και Ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020», Πατάκης, 2021), την οποία βρίσκω εξόχως καίρια για την περίπτωση της Φαρά.

«Η σωματικότητα […] έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εμφανίζεται σε μια εποχή όπου η ιλιγγιώδης ανάπτυξη και διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή μετατρέπει την αίσθηση της υλικότητας του σώματος, την ίδια την αλήθεια της ύπαρξης, από κάτι αυτονόητο σε ζητούμενο, σε ανάγκη. Η παθολογία του σώματος, ο πόνος, οι ανατομικές αποκλίσεις από το ομαλό, οι οργανικές δυσλειτουργίες, οι διάφορες αυτοεπεμβάσεις στο σώμα μπορεί έτσι να γίνουν τρόποι επαλήθευσης της ύπαρξης και συστατικά στοιχεία της ατομικής συνείδησης […]».

Η Φαρά, βέβαια, ζει αποκλεισμένη από την ιοβόλο ψηφιακή τεχνολογία. Η Εδέμ της είναι ανέγγιχτη από γραμμές υψηλής τάσης και κεραίες, από ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τις μολυσματικές εκκρίσεις του διαδικτύου. Μόνο στο σχολείο έρχεται σε επαφή με τη βαρβαρότητα του πολιτισμού. Εκεί, όπως μας λέει, ακούει «τόσες ηλιθιότητες και ύβρεις που μου φτάνουν για μια ζωή». Παντού επικρατεί ασχήμια· «η ίδια ασχήμια για όλους – μόνο εγώ έχω τη δική μου». Στη δήλωσή της υποβόσκει η διεκδίκηση της ατομικότητας, το ηχόχρωμα του εφηβικού ναρκισσισμού.

Παρ’ όλα αυτά, στο σχολείο υπάρχουν υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα και εκεί μέσα ίντερνετ. Έτσι, οι απορίες της Φαρά για τον έξω κόσμο βρίσκουν μερικές σποραδικές απαντήσεις. Ωστόσο, η περιέργειά της υπολείπεται της πίστης της. Επιστρέφοντας από το σχολείο, την κατακλύζει ευγνωμοσύνη για την παραδείσια γη που της εκχωρήθηκε. Μια ευγνωμοσύνη λεκιασμένη από την ενοχή, διότι η Φαρά δεν παύει να κεντρίζεται από φυγόκεντρες δυνάμεις. Γι’ αυτό και υπεραγαπά την προστατευμένη ζώνη της ζωής της, «τη ζώνη που οφείλω να υπερασπιστώ, ενάντια στους πάντες και τα πάντα, ξεκινώντας από τη δική μου λαχτάρα να λοξοδρομήσω. Γιατί βλέπω καθαρά ότι απειλώ το Liberty House εκ των έσω με τους αναπόφευκτους σπασμούς των νιάτων μου».

Με πολύ εύστοχους, διάσπαρτους υπαινιγμούς η συγγραφέας υποδηλώνει το αίσθημα της ξενότητας που απομακρύνει τη Φαρά από τους υπόλοιπους τρόφιμους του Liberty House. Είναι πολύ νέα και οι άλλοι υπέργηροι, είναι υγιής και οι άλλοι άρρωστοι. Είναι ξένη προς αυτούς. Η αποστασιοποίηση της ηρωίδας προοικονομεί την αποστασία της, την άρση της πίστης της. Θρυαλλίδα της ξενότητας είναι ένας μετανάστης που εισβάλλει στο περιχαρακωμένο ανάκτορο του Αρκαντύ. Το όμορφο, έμπλεο σεξουαλικής ηδονής και σωματικών ανακαλύψεων καλοκαίρι των δεκαπέντε της χρόνων, διεμβολίζεται από τη μαύρη φιγούρα ενός ξένου. Όταν ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της στο ιδιωτικό της λαγκάδι, η Φαρά νιώθει ενστικτώδη απώθηση. Στα μάτια της ήταν σαν μια σκιά που μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και τον ήλιο. Όταν, όμως, ένα βράδυ τον αντικρίζει στον κήπο γυμνό να αναδύεται από τα νερά της στέρνας, σαγηνεύεται από την απτή, απροσπέραστη ομορφιά του σώματός του. Ο ξένος είναι πάνω απ’ όλα ένα ωραίο, αξιέραστο σώμα. Και πάλι η σωματικότητα καθοδηγεί τη συνείδηση της ηρωίδας. Ο εισβολέας μεταμορφώνεται σε αντικείμενο του πόθου. Την ίδια στιγμή η παρουσία του σηματοδοτεί την αρχή του τέλους. Αντιμέτωπη με εκείνη την απόκοσμη ομορφιά, η Φαρά διείδε την «αρχή του τρομερού και το τέλος της αθωότητας». Ανγκοσόμ. Της ήταν πλέον αδιανόητο να αποχωριστεί αυτό το παράξενο όνομα και το σώμα που το έφερε. Την ίδια στιγμή σε αυτό το όνομα αντηχούσε μια πολύ ανησυχητική γαλλική λέξη: angoisse, αγωνία.

Την έλευση του Ανγκοσόμ και την αντίδραση του Αρκαντύ στην παραβίαση του ασύλου του, προοικονομεί ένας εφιάλτης της Φαρά. Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της ότι στους λόφους γύρω από το Liberty House είχε ξεσπάσει μια εξέγερση. Χιλιάδες άνθρωποι έτρεχαν προς την κοιλάδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον ξαφνικό πόλεμο. Αναζητούσαν καταφύγιο στο χιλιοκλειδωμένο παλάτι τους.

«[…] και ο Αρκαντύ μάς είπε να κλείσουμε τα παντζούρια, τις πόρτες, και να κάνουμε ησυχία, να προσποιηθούμε πως το σπίτι είναι ακατοίκητο, γιατί ήταν η μόνη μας ελπίδα να επιβιώσουμε. Και ακολουθήσαμε τη συμβουλή του, αλλά ακούγαμε τους ανθρώπους που κατέφταναν, και άρχισαν να χτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα, για να τους ανοίξουμε και να τους σώσουμε, αλλά εμείς μείναμε απολύτως σιωπηλοί, κι ύστερα ξύπνησα επειδή φοβόμουν πάρα πολύ μη μας σκοτώσουν, αυτό ήταν».

Οι ένοικοι ακούν απαθείς τον προφητικό εφιάλτη της Φαρά, προσηλωμένοι στα εδέσματα του πρωινού. Όταν, όμως, ο Ανγκοσόμ καταφτάνει στην πόρτα τους, όλοι ανεξαιρέτως συσπειρώνονται ενάντια στον εισβολέα. Ήξεραν βέβαια πως στις παρυφές της Εδέμ πέθαιναν χιλιάδες μετανάστες. «[…] παρασυρμένοι από τις πλημμύρες, χτυπημένοι από κάποιο όχημα στους αυτοκινητόδρομους ή μέσα στα τούνελ, έρχονται, στη συνέχεια, να στοιχειώσουν την κοιλάδα». Όμως, το Liberty House δεν είναι καταφύγιο προσφύγων ούτε κέντρο φιλοξενίας. Είναι μια ακριβή λέσχη για εκλεκτά μέλη. Ενόψει του άμεσου κινδύνου, ο Αρκαντύ βγάζει έναν συμπονετικό λόγο περί περιορισμένης, ελεγχόμενης αγάπης. Δεν γίνεται να τους αγαπάμε όλους, ιδίως όταν απειλείται η ίδια η αγάπη για τους αγαπημένους μας. Η προστατευμένη από το κακό Εδέμ είχε αλωθεί. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσε ένας μετανάστης, σέρνοντας πιθανότατα πίσω του μια φασματική, άκρως επεκτατική φυλή.

Μέχρι την τελευταία στιγμή η Φαρά ελπίζει πως ο Αρκαντύ θα δώσει άφεση και στέγη στον ξένο. Κρέμεται από τα πολυφίλητα χείλη του.

«Γνωρίζω άριστα τα ρητορικά κόλπα του μέντορά μου, την ικανότητά του να μαλακώνει τις καρδιές, να ανοίγει τα πνεύματα, να βγάζει τον καλύτερο εαυτό μας. Περιμένω τη συνέχεια, την υποχρέωση που θα μας επιβληθεί να αφαιρέσουμε τις παρωπίδες μας και να καλοδεχτούμε όλους τους μετανάστες, ξεκινώντας από τον Ανγκοσόμ τον υπέροχο. Ωστόσο, η συνέχεια καθυστερεί: ο Αρκαντύ βαλτώνει, βρίσκει δικαιολογίες για όλους, όσους ζητούν άσυλο όπως και όσους τους το αρνούνται, κι έπειτα από ένα τέταρτο πλατειασμών και ακροβατικών περιελίξεων, τάσσεται τελικά υπέρ του προστατευτισμού και της επαγρύπνησης των πολιτών».

Έχει ιδιαίτερη σημασία πως ο Αρκαντύ είναι Σύρος και Χριστιανός. Μειοψηφία στην πατρίδα του και πρόσφυγας στην καρδιά του γαλλικού Νότου, παίρνει υπό την προστασία του εύπορους λευκούς. Μια από τις πιο ευφυείς ειρωνικές νύξεις της Μπαγιαμάκ-Ταμ. Αλλά και η Φαρά, η κατεξοχήν ξένη της κοινότητας, έχει αραβικό όνομα.

Η Φαρά εξεγείρεται με την απόφαση του Αρκαντύ να εκδιώξει τον Ανγκοσόμ από το βασίλειό τους. Τα λόγια του αναιρούσαν τις ιεραποστολικές του εξαγγελίες. Η φιλευσπλαχνία του ήταν απελπιστικά γλίσχρα. Οι εντολές του κενές νοήματος. Η προδοσία του τη συνέτριβε. Ένιωθε να την κατακλύζει «μια απίστευτη αηδία, μια απογοήτευση τέτοια που θα μπορούσε άνετα να με σκοτώσει». Με οδυνηρή καθυστέρηση συνειδητοποιούσε πως όλα όσα είχε με πάθος πιστέψει, δεν ήταν παρά αίολες ρητορείες. Κάθε επαγγελία του Αρκαντύ αποδεικνυόταν κάλπικη. Είχε πέσει έξω «με εκείνον, άρα με τα πάντα». Το Liberty House δεν ήταν παρά μια φατρία, μια κοινότητα που υποκινούνταν από «τον κανόνα της ορδής»· «μια ορδή καταλήγει πάντα να συσπειρώνεται γύρω από τα συμφέροντά της και να σχηματίζει κοινό μέτωπο απέναντι σε έναν κοινό εχθρό – έναν ήδη συντετριμμένο εχθρό, κατά προτίμηση».

Επιστρέφω και πάλι στο βιβλίο του Κούρτοβικ για να αντιγράψω τη θεώρησή του για τις τεχνητές ουτοπίες, που διατυπώνεται στο πλαίσιο της κριτικής του για το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Η μανία με την άνοιξη». Το παράθεμα αναφέρεται στο κομμουνιστικό κοινόβιο που στήνει μια ηρωίδα, η Φλώρα, σε ένα νησί. «Ο συγγραφέας αποστασιοποιείται […] από το εγχείρημα της Φλώρας, υπαινισσόμενος ότι τέτοιες σοσιαλιστικές ουτοπίες είναι διανοητές μόνο σε συνθήκες κοινωνικού θερμοκηπίου, δηλαδή αποκομμένες από τον γύρω κόσμο, την εισβολή του οποίου είναι αναπόφευκτο να γνωρίσουν κάποια στιγμή και να πεθάνουν». Θα ήθελα να προσθέσω την αντίρρηση του Κούρτοβικ για «τις όχι λίγες σελίδες με γαργαλιστικές, αλλ’ άτοπες περιγραφές σκηνών πανσεξουαλικής ευωχίας», αντίρρηση την οποία μοιράζομαι αυτολεξεί όσον αφορά το μυθιστόρημα της Μπαγιαμάκ-Ταμ.

Παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και αναγνωστική απόλαυση, οι θυμικές παλινδρομήσεις της Φαρά. Από τη λατρεία και την πίστη ολισθαίνει προς την αμφιβολία, η αμφιβολία γίνεται ενοχή και έπειτα μεταμέλεια, τη μεταμέλεια σαρώνει η προδοσία του Αρκαντύ, ο οποίος με τη στάση του στέλνει τη Φαρά στον αντίποδα της αγάπης, την ολοσχερή απάρνησή της. Η Φαρά παύει να τον αγαπάει. Η απάρνηση γίνεται αποστασία και τελικά η Φαρά εγκαταλείπει το Liberty House, μόνο για να επιστρέψει πιο φανατική από ποτέ.

Η προδοσία του Αρκαντύ και η απόφασή του να αποπέμψει τον Ανγκοσόμ από το αύταρκες βασίλειό του, προξενούν ισχυρό κλονισμό στη Φαρά, η οποία αναγκάζεται να αποποιηθεί ό,τι είχε με ευλάβεια ενστερνιστεί. Ο Αρκαντύ δεν ήταν πια «ένας άνδρας-σιντριβάνι», που άρδευε γενναιόδωρα με το σπέρμα του κάθε στερημένο κορμί. Ήταν ένας δικτάτορας με σκληρή καρδιά, που είχε καταδικάσει σε θάνατο έναν πλησίον του. Είχε βάλει λουκέτο στην κοιλάδα των θαυμάτων, στην ομορφιά των δασών, στον επίγειο παράδεισό του, στη σέχτα του, που φρόντιζε να παραμένει υπό υψηλή επιτήρηση.

«Πώς να συνεχίσω να αγαπώ τον Αρκαντύ έπειτα από αυτή την απογοήτευση, αυτή την προδοσία όλων των αρχών μας, αυτή τη ρύπανση που είναι χειρότερη από όλες όσες αποφεύγουμε, αφού δηλητηριάζει το νεαρό μου μυαλό;»

Η Φαρά είναι απαρηγόρητη, καθώς πενθεί «όλους αυτούς τους μαύρους θανάτους που δεν μετρούν για κανέναν», όλες αυτές τις ζωές που τερματίζονται βάναυσα, «ζωές τόσο μοναδικές όσο οποιουδήποτε – και ασφαλώς πολύ πιο άξιες να βιωθούν από εκείνες των μελών της κοινότητάς μου, αυτών των άβουλων πλασμάτων, αυτών των δειλών, που απλώς φυτοζωούν μέχρι να πεθάνουν».

Μακάριοι οι πλούσιοι, αναφωνεί για δεύτερη φορά η Φαρά.

«Ευτυχείς οι πλούσιοι, διότι όχι απλώς είναι πλούσιοι μα έχουν το δικαίωμα να χαίρονται το μαγεμένο βασίλειο πριν απ’ όλους. Δυστυχείς οι υπόλοιποι, οι εξόριστοι, οι πρόσφυγες, οι φτωχοί! Τους σκέφτομαι, φυσικά, όμως σε τι ωφελεί να σκεφτόμαστε όταν θα έπρεπε να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες, να ρίξουμε τα κάγκελα, να άρουμε την πολιορκία, να μοιραστούμε τις σοδειές, να παραδώσουμε το φρούριο».

Οι ένοικοι του Liberty House ήταν σπαρακτικά φιλεύσπλαχνοι, αρκεί να έμεναν σε απόσταση από τα θύματα των παγκόσμιων συμφορών. Ήταν, όπως ο ηγέτης τους ο Αρκαντύ, προδότες, «λιποτάκτες της μεγάλης ιδέας της αγάπης». Η Φαρά είχε εκθύμως πιστέψει σε ένα κίβδηλο ευαγγέλιο και τώρα η οργή την υποχρέωνε να εγκαταλείψει τους ομόθρησκούς της, «τους ομόθρησκους αδελφούς και αδελφές μου, εκείνης της θρησκείας που εξέλαβα ως ευαγγέλιο, κύμα αγάπης, μήνυμα ειρήνης και ανοχής». Πράγματι, ίσως εξαρχής το Liberty House να ήταν ένας οίκος ανοχής.

Κατά τη γνώμη μου το πιο προβληματικό κομμάτι του βιβλίου είναι οι περίπου πενήντα τελευταίες σελίδες που εκβάλλουν σε έναν ευφρόσυνο επίλογο. Οι ψυχικές μετατοπίσεις της Φαρά, που η Μπαγιαμάκ-Ταμ παρακολουθεί με εκπληκτική οξυδέρκεια αλλά και χιούμορ, καταλήγουν στο αρχικό σημείο, σε εκείνο των ιδεαλιστικών ψευδαισθήσεων. Στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος η Φαρά μετατρέπεται σε αντηχείο των αρχών του Αρκαντύ, αλλά με περισσότερη περιπάθεια και διάτορη αφέλεια. Ονειρεύεται να αντικαταστήσει τον κόσμο με μια δίχως όρια ουτοπία. Οραματίζεται μια ανθρωπότητα όπου όλοι θα δίνουν και θα παίρνουν ευχαρίστηση, θα νιώθουν «ηδονή ανεμπόδιστα» και θα συμβιώνουν σε μια πρότυπη κοινωνία, «θεμελιωμένη στον ελεύθερο έρωτα και τον αστείρευτο πόθο». Πρόκειται μάλλον για σεξουαλικό όνειρο, στο οποίο ενεργό ρόλο έχουν οι απανταχού μετανάστες. Στην απέραντη, ολάνοιχτη ουτοπία της Φαρά οι μετανάστες θα βρίσκουν συμπαράσταση και περίθαλψη και εις ανταπόδοση θα προσφέρουν τα κορμιά τους.

«Μόλις θα έχουν συνέλθει και θα έχει τακτοποιηθεί η κατάστασή τους, τσακ, τους ξαναστέλνουμε έξω. Στο μεταξύ όμως, θα τους έχουμε φυσικά προσηλυτίσει και εκπαιδεύσει στην αγάπη προς όλους, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως πράκτορές μας, παντού όπου πηγαίνουν. Και μέχρι να πεις κύμινο, θα είμαστε εκατομμύρια αγωνιστές υπέρ της ελεύθερης σεξουαλικότητας και της εκούσιας λιτότητας».

Αμηχανία προκαλεί το γεγονός ότι η συγγραφέας δεν φαίνεται να υπονομεύει με σαρκασμό (εκτός και αν είναι υπερβολικά αδιόρατος) το φανατισμένο όραμα της ηρωίδας να πλημμυρίσει με ανέστιους επιβήτορες και αδιάκοπους οργασμούς την ανθρωπότητα. Και πάλι γεννάται η απορία: μα αλήθεια τα πιστεύει αυτά που γράφει; Το ερώτημα αμβλύνει η διαρκής υπόνοια της ειρωνείας.

Επιστρέφοντας στο Liberty House έπειτα από μια σύντομη περιπλάνηση στη γειτονική πόλη και κυρίως στην ηδονοθηρία της νύχτας, η Φαρά αποδύεται στην υπεράσπιση των ιδεολογημάτων του Αρκαντύ. Η κοινότητά του κινδυνεύει, καθώς εξαιτίας ατυχών περιστατικών εκτέθηκε στη δημόσια θέα. Δημοσιεύματα στον Τύπο και τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων κατακρεουργούν την Αρκαδία του Αρκαντύ, παρουσιάζοντάς την σαν άντρο ακολασιών, σεξουαλικών και οικονομικών. Ξεχνώντας την ορμητική έξοδο από την Εδέμ, τους λόγους που την παρωθούσαν, την αηδία και την απογοήτευσή της για την κουφότητα των λόγων του μέντορά της, η Φαρά επιστρέφει ως μαινόμενη προστάτις, αλλόφρων από σωτηριολογικές παραισθήσεις.

«[…] τώρα νιώθω πως είναι η σειρά μου να σώσω τον κόσμο, πως πρέπει εγώ να υπερασπιστώ την περιοχή μου από τις άδικες επιθέσεις που υφίσταται, αυτόν τον καταιγισμό συκοφαντιών που δεν στοχεύει μόνο τον Αρκαντύ, αλλά ολόκληρο τον αποσυνδεδεμένο τρόπο ζωής μας. Ως τελευταίο φυσικό καταφύγιο αστείρευτου πόθου και δωρεάν απόλαυσης, πάμε κόντρα στην πορεία του κόσμου προς τις τεχνολογικές αβύσσους· ως τελευταίοι εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους, αποτελούμε παραφωνία μέσα στη μαζική μετα-ανθρωπιστική παρέλαση».

Στο παραπάνω παράθεμα το «εγώ» κραυγάζει. Όσο για τη δωρεάν απόλαυση, η Φαρά ξέρει πολύ καλά ότι δεν ισχύει.

Αλλά η θεία δύναμη που πυρπολεί τις παρακρούσεις της ηρωίδας είναι και πάλι ο Αρκαντύ, στον οποίο πλέον εναποθέτει τη μέλλουσα ζωή της· «ξέρω πως δεν θα ξαναδώ τον Αρκαντύ σ’ αυτή τη ζωή, μα στην ποιμενική και φωτεινή αιωνιότητα την οποία μας υποσχέθηκε». Είναι πρόθυμη να σφραγίσει ακόμα και με το αίμα της την τελεσίδικη και αιώνια αφοσίωσή της. «Δεν θα έχει κυλήσει μάταια αν επιτύχω μια ανακωχή στη μεγάλη ανθρωποφαγική μανία, έναν αφοπλισμό της παγκόσμιας πολιτοφυλακής, και μια διάνοιξη της Ερυθράς θάλασσας μέχρι τη γη της επαγγελίας, αντί για το θαλάσσιο νεκροταφείο στο οποίο έχει μετατραπεί».

«Έλαβα ως κληρονομιά την αγάπη, και μαζί της το καθήκον να κηρύξω το ευαγγέλιο, σαν φλεγόμενη αστραπή μέσα σε μια κοινωνία που δεν θέλει την αγάπη και ακόμα λιγότερο την πυράκτωση, μια κοινωνία που προτιμά να είναι μια υπαίθρια χωματερή, ένα γιγάντιο κέντρο φιλοξενίας για άτομα δυστυχισμένα και οικτρά εξαρτημένα απ’ ό,τι τα σκοτώνει».

Πέρα από πνευματικός της, ο Αρκαντύ είναι κυρίως για τη Φαρά, αλλά και για τα άλλα παιδιά του κοινοβίου, ένας σεξουαλικός εκπαιδευτής, ένας γκουρού της λίμπιντο. Όπως και να έχει, η σχέση τους προκαλεί αμηχανία. Εκείνη είναι δεκαπέντε (σε ηλικία συναίνεσης) και εκείνος γύρω στα πενήντα. Το ζήτημα της παιδοφιλίας τίθεται στο βιβλίο, αλλά η συγγραφέας το προσπερνά ως αβάσιμο, που νομικά είναι. Ωστόσο, με αφορμή την άδικη κατηγορία του Αρκαντύ για παιδοφιλία, η Μπαγιαμάκ-Ταμ εκφράζει, διά στόματος της ανήλικης ηρωίδας, μια ανήκουστη άποψη για τον χειρισμό της ενηλικίωσης από τους ενήλικους εις βάρος των παιδιών. Αγανακτισμένη με τον συκοφαντικό ισχυρισμό της κοινής γνώμης περί παιδοφιλίας, η Φαρά συλλογίζεται:

«[…] η πραγματικότητα ενδιαφέρει πολύ λιγότερο την κοινή γνώμη απ’ ό,τι το γαργαλιστικό σενάριο της διαστροφής, κυρίως αν πρόκειται για παιδοφιλία. Δοκιμάστε το: με το που μιλάμε για παιδιά, η δημόσια διέγερση δεν γνωρίζει πια όρια. Δεν περίμενα το πάθημα του Αρκαντύ για να μάθω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τα παιδιά και τους εύχονται το χειρότερο, συμπεριλαμβανομένων ακρωτηριασμών και σεξουαλικής κακοποίησης: τα εγκλήματα σε βάρος των παιδιών απαντούν απλώς στις ανομολόγητες επιθυμίες τους. Το παιδί γεννιέται ελεύθερο, και παντού είναι αλυσοδεμένο· το παιδί γεννιέται αγνό, και παντού συνθλίβουμε την αρχική του αθωότητα – διότι το παιδί είναι ανεκτό μόνο εξουσιαζόμενο, και εξημερωμένο, δηλαδή ενήλικο».

Θέλοντας να παρηγορήσει τον καταρρακωμένο από τις δημόσιες λοιδορίες εραστή της, η Φαρά αναφωνεί έξαλλη: «Είναι όλα αηδίες! Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως δεν αγγίζεις παιδιά!». Και στη συνέχεια επιτείνει τη συμπαράστασή της κοινοποιώντας του την υπερασπιστική της γραμμή: «Όπως και να ’χει, μην ανησυχείς για εμένα: θα δηλώσω στους μπάτσους ότι δεν με πίεσες ποτέ, ούτε εμένα ούτε τ’ άλλα παιδιά. Και ότι δεν έκανες ποτέ κινήσεις, χάδια, ή οτιδήποτε άλλο! Και ότι εγώ σε αποπλάνησα! Επιπλέον, είναι αλήθεια!».

Ο πλεονασμός των θαυμαστικών, αυτοσαρκαστικός ερήμην της Φαρά, υποδηλώνει προφανώς τη θέρμη της στην προάσπιση της αλήθειας της. Αυτή η θέρμη την παρασύρει σε παρανοϊκές ονειροπολήσεις, στη φαντασίωση μιας πολύ φιλόξενης πολιτείας· «λαχταρώ να πιστέψω πως υπάρχει ένας άλλος τόπος, ένας άλλος χρόνος, μαγεία στην ατμόσφαιρα, ελπίδα για όλους, και ένα καταφύγιο κάπου, ακόμα και για τους χειριστικούς γκουρού και τους βιαστές».

Προφανώς έχει εντελώς ξεχάσει τα συναισθήματα που την οδήγησαν στην έξοδο του Liberty House, τον δισταγμό της στην κεντρική καγκελόπορτα και τη σκέψη που μεμιάς τον έκαμψε. «Η ανάμνηση της απροειδοποίητης αποπομπής του Ανγκοσόμ από τον τεχνητό μας παράδεισο διώχνει τους τελευταίους μου δισταγμούς και τις συμπονετικές μου προθέσεις: αν πρέπει να αισθανθώ συμπόνια, καλύτερα να είναι για όσους την έχουν όντως ανάγκη, και όχι για τους χαρισματικούς πενηντάρηδες που επικαλούνται την αγάπη μόνο για να πηδήξουν τις μικρούλες».

Ξεκινώντας τη θεάρεστη αποστολή της από τη σωτηρία του Αρκαντύ, η Φαρά φαντασιώνεται πως αργότερα θα επεκτείνει το μεσσιανικό της έργο, εγκαθιδρύοντας σε όλη την ανθρωπότητα «φυτώρια της μελλοντικής Εύας, εκείνης που θα τερματίσει έξι χιλιάδες έτη πατριαρχίας, πολέμου και τραγωδίας, επειδή θα είναι κουήρ και οπωσδήποτε τρανς». Παραφρονώντας από τον οίστρο της μεγαλοφροσύνης της, φαντάζεται τον εαυτό της αρχηγό στρατευμάτων, «ένα άλφα άτομο με ασαφές φύλο αλλά αναμφισβήτητη κυριαρχία επί των άτολμων βήτα και γάμα».

Βγάζοντας τελείως από το μυαλό της την οδύνη που της προκαλούσε για καιρό η ασχήμια της, η παράξενη όψη της σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο φύλο της, και τις επακόλουθες κρίσεις αυτοοικτιρμού, η Φαρά αναπολεί με αγαλλίαση την παιδική της ηλικία, που ήταν ένας άπλετος χρόνος ηδονής και γαλήνης, ανάμεσα σε αφασικούς ενήλικες, αγελάδες, κότες, λιβάδια, δέντρα και λιμνούλες. Η συγγραφέας ασπάζεται εμφανέστατα την ψυχωφέλεια της βουκολικής ανατροφής, αλλά στο τέλος καθιστά την ηρωίδα της ανίκανη να ζήσει στον πραγματικό κόσμο, αφήνοντάς την παντελώς μετέωρη, αθεράπευτα φαντασιόπληκτη, να ονειρεύεται την ανατολή μιας αποκαθαρμένης από τα προαιώνια κρίματά της ανθρωπότητας.

«Είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι αν αφήσουμε τα παιδιά να κάνουν και να βρουν μόνα τους αυτό που κρίνουν σωστό, οι ανατομικοί προγραμματισμοί αποτυγχάνουν ή αλλάζουν κατεύθυνση, η αναρχία επεκτείνεται στα όργανα, και τότε, μπίνγκο, δεν είστε πια ούτε κορίτσι ούτε αγόρι, αλλά ένα άτομο σαν εμένα, δηλαδή τίποτε από τα δύο. Έπειτα από λίγη σκέψη, νομίζω ότι μπορώ να πω πως το τρίτο φύλο είναι το μέλλον του ανθρώπου».

Μπορεί η Φαρά να νόμισε ότι αναγνώρισε την αρχή του τρομερού και το τέλος της αθωότητας στο γυμνό σώμα του Ανγκοσόμ, που την απογύμνωσε ακαριαία από τις ψευδαισθήσεις της, αλλά ο πιο δεινός όλεθρος την παραμόνευε στο γυμνό σώμα του Αρκαντύ. Στο έσχατο σμίξιμό τους εξέλιπε η τρομερή του στύση, αδιάψευστο σημάδι της επερχόμενης συντέλειας.

«Ο πανικός του Αρκαντύ είναι, λοιπόν, μια παγκόσμια καταστροφή, έστω κι αν κανείς δεν εκτιμά τις ολέθριες επιπτώσεις της – εκτός από εμένα, με αποτέλεσμα να περάσω ένα τέταρτο παλεύοντας πάνω στον πούτσο του Αρκαντύ πριν παραιτηθώ».

«Έπρεπε να το έχω καταλάβει, εκείνη τη στιγμή – υπάρχουν σημάδια αλάθητα: ήταν το τέλος, παρότι πλησίαζε μεταμφιεσμένο σε μια αθώα σεξουαλική βλάβη. Ήταν το τέλος από την αρχή».

Επαναλαμβάνω ότι διατηρώ επιφυλάξεις για την απουσία ειρωνείας από μέρους της συγγραφέως όσον αφορά τα θρησκομανή παραληρήματα, τις κοινωνιολογικές πεποιθήσεις, τις οραματικές προσδοκίες και τις υπαρξιακές φιλοσοφίες της Φαρά. Την εντύπωση που μου προκαλούν οι καταληκτικές σελίδες του βιβλίου, απηχεί η απογοήτευση της Φαρά από την ενόχληση της ερωμένης της για τις συνθήκες της πρότερης ζωής της. «Δυσανασχετεί και πάλι: το χιούμορ μου δεν της αρέσει, εκτός αν δεν το αντιλαμβάνεται».

Η ερωμένη της Φαρά είναι η Μωρίν, μια επιθετική, οξύθυμη λεσβία που λαχταρά την αγάπη. Σε αντίθεση με το επιλογικό μέρος του βιβλίου, το διάλλειμα της Φαρά στην έκλυτη αστική ζωή εμφανίζεται σε απόλυτη σύμπνοια με την ιδιοσυστασία της. Ξεχνώντας για λίγο τον Αρκαντύ, η δεκαεξάχρονη Φαρά ξαναγίνεται μια σφύζουσα από περιέργεια και αντιφάσεις έφηβη. Απεξαρτημένη από την κηδεμονία του γκουρού της, αφήνει στην άκρη τα επαναστατικά οράματα που την έδιωξαν από το Liberty House και επανέρχεται στο αγαπημένο της θέμα, τον εαυτό της. Και είναι απολαυστική μες στο ξάφνιασμά της, όταν ανακαλύπτει έναν κόσμο τίγκα στους διεμφυλικούς και τις άπειρες υποκατηγορίες τους. Με οδηγό τη Μωρίν στα ήθη και έθιμα των γκέι κλαμπ, η ανδρόγυνη πια Φαρά αρχίζει να σκέφτεται πως ίσως το φύλο να είναι μια απόφαση. Η δική της συνειδητή επιλογή είναι η άρνηση της απόφασης. Μολονότι την απωθούν οι ανδρικές έξεις και συνεχίζει να διερευνά με πάθος σε τι συνίσταται η θηλυκότητα, παρά τα εμφανή σημάδια της αρρενοποίησής της, επιλέγει να συμφιλιωθεί με το αντικρουόμενο σώμα της. Και ξαφνικά από μόνη της, δίχως τις ποιμενικές παροτρύνσεις του Αρκαντύ, γίνεται όμορφη. Διότι εφευρίσκει το δικό της σχήμα της ευτυχίας.

Η Φαρά είναι: «ένα κορίτσι με ατσάλινους μυς, ένα αγόρι που δεν φοβάται την ευθραυστότητά του, μια χίμαιρα εφοδιασμένη με ωοθήκες και όρχεις της πλάκας, μια απροσδιόριστη οντότητα, ένα ελεύθερο, ένα άθικτο ανθρώπινο ον».

Η Φαρά αρέσει στον εαυτό της, αλλά αρέσει και στους άλλους. «Από τότε που δεν είμαι πια ούτε κορίτσι ούτε αγόρι, αρέσω σε όλους. Άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, ομοφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι, κανείς δεν αντιστέκεται στη γοητεία μου».

«Διότι η χάρη είναι ακριβώς αυτό που απέκτησα χάνοντας την ταυτότητα φύλου μου – μια χάρη που δεν εμποδίζει την ασχήμια αλλά την προσπερνά δίχως να σταματά».

Προτού επανακάμψει αποτρελαμένη στον χριστολογικό ιδεαλισμό που της εμφύσησε ο Αρκαντύ, η Φαρά εξερευνά εκστατική τον θαυμαστό κόσμο που απλωνόταν πέρα από το Liberty House. Με την ίδια περιπάθεια που αποχαιρέτησε την αρχαϊκή της σπηλιά, καλωσόριζε τώρα την καινούργια της ζωή, γεμάτη αδιάνυτα μονοπάτια και ακαταδάμαστα μυστήρια. Αισθανόταν να την ηλεκτρίζει «μια συλλογική δόνηση», σαν να βρισκόταν διαρκώς «σε ένα είδος τεράστιου παγκόσμιου πάρτι». Τελούσε υπό την επήρεια ενός «αισθητήριου σοκ» και μιας αδιάκοπης μέθης. Μαζί με τις αναρίθμητες παραλλαγές του φύλου, είχε ανακαλύψει το Netflix, το Spotify, το Snapchat και τα smartphones. Χάρη στη Μωρίν απολάμβανε ένα «κοινωνιολογικό και τεχνολογικό ξεπαρθένεμα»· «όλα τούτα τα ερεθίσματα είναι πάρα πολλά για εμένα, το μυαλό μου υπερφορτώνεται, οι νευρωνικές συνάψεις μου δυσκολεύονται να συνηθίσουν, το μουνί μου πάλλεται πέρα από το φυσιολογικό».

«Απ’ ό,τι φαίνεται, το να μεγαλώνεις σε έναν ακτινοβόλο λόφο, χωρίς ή σχεδόν χωρίς αρμόδιους γονείς, με μόνη οδηγία την απρόσκοπτη αγάπη και ηδονή, δεν εμποδίζει ούτε την κρίση της εφηβείας ούτε την τέχνη της φυγής».

Βέβαια, η Φαρά δεν μεγαλώνει τόσο πολύ στις σελίδες ώστε το τέλος του μυθιστορήματος να τη βρει αποθεραπευμένη από την κρίση της εφηβείας. Υπό ένα πρίσμα, η επιστροφή της στο Liberty House είναι μια απόπειρα παράτασης της παιδικότητας, μια αναβολή της ενηλικίωσης, η επιστροφή στην κοιλάδα των θαυμάτων. Όπως το εμφιαλωμένο στο πήλινο αγγείο παιδί από την Τουρκία, η Φαρά αρνείται να ενταφιαστεί στη γη της ενήλικης ζωής. Το πρόσχημα της σωτηρίας του Αρκαντύ μπορεί έτσι να ιδωθεί σαν την επιθυμία σωτηρίας του παιδιού που κάποτε ανατράφηκε και αγαπήθηκε ολόθερμα από τον Αρκαντύ.

«Ωραία είναι να έχεις επιλέξει το τρίτο φύλο, όμως έτσι δεν λύνεται κανένα υπαρξιακό πρόβλημα».

Συναρπαστική, σαρωτική, σαλεμένη, αναρχική, χαώδης, αλλοπρόσαλλη, αντιφατική, αλαζονική, ευμετάβλητη, τρικυμιώδης και παράφορη, πρωτίστως εκρηκτική, η Φαρά αλωνίζει στις σελίδες ανεμίζοντας το παρδαλό, ξεσκισμένο λάβαρο της εφηβείας της. Το ψυχογράφημά της μοιάζει με τη σχάση ενός ατόμου. Κάθε διχασμός που την ορίζει, σκορπίζει παντού εκρήξεις. Τις εκρήξεις πυροδοτεί πάντα ο Αρκαντύ, «μια πυρηνική κεφαλή μέσα στο μυαλό και την κοιλιά» της.

Όσον αφορά τη μορφή, το μυθιστόρημα της Εμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ ξεχωρίζει για την ευρύτατη αφηγηματική του γκάμα, για την ερεθιστική συναίρεση αντιθετικών μοτίβων και τις αλλεπάλληλες μεταπτώσεις της γλωσσικής θερμοκρασίας. Χάρη στη γλωσσική της εμπειρία, η Χαρά Σκιαδέλλη κατανοεί σε βάθος τον εκλεκτικισμό της αφήγησης, την οποία αποδίδει σε έξοχα ελληνικά.

Σε κάθε περίπτωση η Φαρά είναι ένας δύσκολος και δύστροπος μυθοπλαστικός χαρακτήρας, ένας άνθρωπος με πολλές ιδιότητες, εξωπραγματικός, απίθανος. Ωστόσο, η Μπαγιαμάκ-Ταμ καταφέρνει κάτι πολύ ενδιαφέρον, κάνει τον αναγνώστη κοινωνό της αμφιθυμίας που ταλανίζει την ηρωίδα για τον εαυτό της. Όπως η Φαρά, έτσι και ο αναγνώστης ταλαντεύεται ανάμεσα στην έλξη και την άπωση. Η Φαρά γοητεύεται και απωθείται, ενόσω και η ίδια γοητεύει και απωθεί. Ίσως το επίθετο που θα ταίριαζε στο αραβικό της όνομα (Farah) να ήταν το «faramineuse», που στα γαλλικά σημαίνει φανταστική αλλά και τερατώδης.

Αποκτήστε το βιβλίο

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular