Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας της Ελληνικής λογοτεχνίας, το Literature.gr εγκαινιάζει μια σειρά από συνεντεύξεις με μεταφραστές. Σκοπός μας είναι να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει ακριβώς στο εξωτερικό σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία, πόσο γνωστή και αποδεκτή είναι από τους ξένους αναγνώστες, σε ποια εμπόδια προσκρούει η διάδοσή της. Ακόμα, επιδιώκουμε, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία των μεταφραστών, να ανιχνεύσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τις ιδιαιτερότητες της μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας και γενικά τον ρόλο του μεταφραστή.

Επιμέλεια: Αιμίλιος Σολωμού

 

 

Ποια είναι η εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στην Τουρκία; Εκ προοιμίου, το ζήτημα αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πριν το 1960 δεν έχει μεγάλη ιστορία στην Τουρκία. Αυτή τη δεκαετία αρχίζουν οι μαζικές μεταφράσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι μεταφραστές είναι κυρίως Κωνσταντινουπολίτες ή Τουρκοκρητικοί. Ωστόσο, άνθηση των μεταφράσεων θα παρατηρηθεί κυρίως τη δεκαετία του 1990 και θα συνεχιστεί στα πρώτα χρόνια του 2000. Απ’ εκεί και πέρα, υπάρχει σαφής μείωση των μεταφράσεων. Όπως αναφέρουν στο κείμενό τους η Damla Demirözü και ο Αλέξανδρος Πέτσας για την εικόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο βιβλίο «…γνώριμος και ξένος…», Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες, (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012, επιμέλεια Βασίλης Βασιλειάδης), έχουν «εντοπίσει 52 Έλληνες συγγραφείς. Οι 32 από αυτούς εμφανίζονται με μία μόνο έκδοση στην αγορά. Ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις του Γιάννη Ρίτσου (κυκλοφόρησαν 13 εκδόσεις) και του Νίκου Καζαντζάκη (κυκλοφόρησαν 12 εκδόσεις). Ακολουθούν με έξι εκδόσεις ο Κ.Π. Καβάφης και ο Αντώνης Σαμαράκης». Εμβληματικά βιβλία που τα γνωρίζουν πολύ καλά οι Τούρκοι αναγνώστες είναι τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου (το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1970, το 1980 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του και ο εκδότης και ο μεταφραστής πέρασαν από στρατοδικείο) και ο Ζορμπάς του Ν. Καζαντζάκη.

Πάντως, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα ελληνικά βιβλία που μεταφράζονται στα τούρκικα έχουν να κάνουν με τις ιστορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Ορισμένα βιβλία υφίστανται παρεμβάσεις από τον μεταφραστή. Ένα τέτοιο παράδειγμα αναφέρουν η Damla Demirözü και ο Αλέξανδρος Πέτσας στο κείμενό τους. Πρόκειται για τον «Μοσκώφ Σελήμ» του Βιζυηνού. Ο μεταφραστής Osman Bleda δε μετάφρασε τη φράση «Ο Θεός εσήκωσε μερχαμέτι [=ευσπλαχνία] από πάνω από το Ισλάμ», ο «εθνικός εγωισμός» και «ο φανατισμός της θρησκείας» του Μοσκώβ Σελήμ, εξαφανίζονται στη μετάφραση, ενώ «οι αγαθοί Τούρκοι» μετατρέπονται σε «τίμιους Τούρκους»

Η Damla Demirözü είναι καθηγήτρια στο  τμήμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Η μετάφρασή της «Λεωνής» του Γ. Θεοτοκά από τον εκδοτικό οίκο Ιστός έχει ήδη κάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα τρεις εκδόσεις. Πιστεύει πως η λογοτεχνία είναι σημαντική για να γνωρίσει κανείς τον γείτονά του, όπως οι Τούρκοι τους Έλληνες, είναι ένα άνοιγμα στην κοινωνία του άλλου. Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξή της μάς μίλησε για τη θέση της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στον ακαδημαϊκό χώρο της Τουρκίας, για την εικόνα του  Έλληνα που είναι ο κατεξοχήν εθνικός άλλος του Τούρκου και αντιστρόφως. Αναφέρθηκε ακόμα στην εικόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Τουρκία και γενικά στη μετάφραση.

 

Τι σας ώθησε να μάθετε ελληνικά και να ασχοληθείτε με την ελληνική γραμματεία;

Από το 2014 διδάσκω στο τμήμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της İstanbul. Είμαι η πρώτη φοιτήτρια που πήρε υποτροφία από το Ανώτατο Ίδρυμα της Εκπαίδευσης στην Τουρκία, ώστε να κάνει διδακτορικό στο τμήμα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στην Ελλάδα. Ο λόγος που μου δόθηκε η συγκεκριμένη υποτροφία, ήταν για να ενισχυθεί το πρώτο νεοελληνικό τμήμα -το τμήμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας- που είχε μόλις ιδρυθεί το 1990-1991 υπό την σκεπή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Άγκυρας (Dil ve Tarih Coğrafya Fakültesi-Ankara Üniversitesi), ενώ το τμήμα της Κλασικής Φιλολογίας –Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας-, όπου ήμουν φοιτήτρια, είχε ιδρυθεί τη δεκαετία του ’30, δηλαδή από την ίδρυση της Φιλοσοφικής Σχολής. Αυτά τα δύο τμήματα φιλολογίας που εμπεριέχουν το όνομα ‘Ελληνική’ σηματοδοτούν δύο από τις ειδικότητες της Σχολής:. η μία είναι η έρευνα του παρελθόντος και η άλλη είναι η έρευνα της σύγχρονης Ελλάδας.

Για το έτος της ίδρυσης της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο μπορούν να λεχθούν πολλά, δηλαδή «ότι κάλυψε ένα σημαντικό κενό», «ότι έγινε αργά στην Τουρκία αλλά και οι Έλληνες άνοιξαν ύστερα από εμάς το τμήμα της Τουρκικής Φιλολογίας» κ.ά. Το τελευταίο επιχείρημα το ακούγαμε από πολλούς Τούρκους που αντιδρούσαν, γιατί η ίδρυση του τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας πραγματοποιήθηκε σχετικά αργά στην Τουρκία. Αυτή η λογική της σύγκρισης δίνει πολλά στοιχεία, ώστε να ερμηνεύουμε και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την αντιμετώπιση της σύγχρονης Ελλάδας στην Τουρκία.

” Βέβαια η λογοτεχνία μίας κοινωνίας ενσωματώνει και το σύνολο αξιών αυτής της κοινωνίας. Ο γείτονας για να ακούσει τον γείτονα, πιστεύω, πρέπει να διαβάζει τη λογοτεχνία του, να παρακολουθεί τον κινηματογράφο του κτλ. Μόνο έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μία ενσυναίσθηση με τον άλλον. Αυτή η ενσυναίσθηση, δίχως αμφιβολία, θα συμβάλει και σε μία πραγματική επικοινωνία.” 

Ο στόχος μου, ως ακαδημαϊκός, είναι να καταλαβαίνω τη σύγχρονη Ελλάδα κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία και ιστορία. Να εντοπίζω πού συγκλίνουν και πού διαφοροποιούνται οι αφηγήσεις  της Ελλάδας με την Τουρκία. Γι’ αυτό και στο διδακτορικό μου ασχολήθηκα με την εικόνα του ‘άλλου/Τούρκου’ στην πεζογραφία της Γενιάς του ’30. Το βιβλίο μου Δρόμος από τον Πόλεμο στην Ειρήνη, οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις της Περιόδου Ατατούρκ-Βενιζέλου, 2007 (Savaştan Barışa Giden Yol Atatürk-Venizelos Dönemi Türkiye-Yunanistan İlişkileri, İletişim Yayınları, İstanbul:2007) αφορούσε ένα χρονικό διάστημα από τη μεθαύριον του ’22 μέχρι το Σύμφωνο Φιλίας του ’30. Η σημαντική και διαφορετική θέση του ’22 στην ελληνοτουρκική αφήγηση με έμπνευσε. Ερεύνησα την αναπαραγωγή του ’22 στην ελληνική και τουρκική λογοτεχνία. Ήμουν μέσα σε μία ομάδα που έγραψε το πρώτο βιβλίο για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας με τη βοήθεια των τουρκικών, Νέα Ελληνικά Για Σας Α0 και Α1/. Sizin İçin Yunanca A0-A1 (Έκδοσεις  Neohel, Aθήνα 2012). Για  να δώσω μία πηγή σχετικά με την ιστορία και τα βιώματα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα, έγραψα το Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος, Τα Χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελληνική Λογοτεχνία (İşgal, Direniş, İç Savaş, Yunan Edebiyatında II. Dünya Savaşı Yılları, İstos Yayın, İstanbul:2015)

Μέσα από αυτή την πορεία, συνειδητοποίησα πως εκτός από λίγες και καλές έρευνες η Ελλάδα και ο σύγχρονος κόσμος των Ελλήνων ήταν ένα άγνωστο πεδίο.  Οι δε ιστορικές έρευνες στην πλειοψηφία τους ήταν πιο προβληματικές και εμπεριείχαν άφθονο υλικό για την αναπαραγωγή της Ελλάδας με στερεοτυπικούς χαρακτηρισμούς. Μέχρι πρόσφατα κρατούσα ένα βιβλίο στα ράφια μου που είχε τίτλο «Οι Ελληνικοί Βανδαλισμοί κατά τη διάρκεια του 1919-1922». Μου το είχε χαρίσει κάποιος, όταν έμαθε πως ασχολιόμουν με τα ελληνικά! Νομίζω πως αυτού του είδους βιβλία είναι πολλά με διαφορετικά κάθε φορά επίθετα, δηλαδή αντί για το Ελληνικό, μπορείτε να βάζετε Τουρκικό, Βουλγαρικό ή Αλβανικό ανάλογα με την περιοχή και το χρονικό διάστημα και τη χώρα που έχουν γραφτεί! Αν αλλάξετε τα επίθετα και την ημερομηνία του ιστορικού γεγονότος και τοπωνύμια, αυτά τα βιβλία είναι ολόιδια στην ουσία. Έχουν γραφτεί με έντονα εθνικιστικά στοιχεία και μονολιθική προσέγγιση. Θέλουν να σφυρηλατήσουν την ιδέα ότι ο βανδαλισμός, ο βάρβαρος χαρακτήρας του ‘άλλου’ φταίει για όλα! Οι άνθρωποι που αναπαράγουν αυτού του είδους τις προσεγγίσεις δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει Τουρκική, Ελληνική, Βουλγαρική ή Αρβανίτικη βία αλλά βία του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την εθνική ταυτότητα. Επίσης, στερούνται της προσέγγισης ότι οι συνθήκες καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Τα βιβλία όπως του καθηγητή Νομικής Bilge Umar (Mμπίλγε Ούμαρ)  İzmir’de Yunanlıların Son Günleri / Οι Τελευταίες Μέρες των Ελλήνων στην Σμύρνη (Bilgi Yayınevi, 1974: Ankara), που έχουν γραφτεί με μία διαφορετική προσέγγιση, αν και υπάρχουν, δυστυχώς είναι πιο λίγα. Η γνώση των ελληνικών με βοήθησε να έρθω σε επαφή με την ελληνική αφήγηση χωρίς μεσολάβηση μίας άλλης πηγής ή γλώσσας. Έτσι ήθελα να ακουστούν οι ελληνικές αφηγήσεις στα τουρκικά. Αν και αυτή η ελληνική αφήγηση θεωρήθηκε ενοχλητική από πολλούς, αυτό έγινε κατανοητό και από μερικούς.

 

Είστε ακαδημαϊκός, καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην Τουρκία. Από την πείρα σας, υπάρχει ενδιαφέρον για σπουδές στον ελληνικό πολιτισμό;

Ναι. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που νιώθουμε και πολύ κοντά και πολύ μακριά συνάμα. Η μακρά παράδοση της συμβίωσης στην ίδια γεωγραφία έχει πολιτισμικές επιπτώσεις. Η κληρονομιά του αυτοκρατορικού παρελθόντος, όμως, από τα εθνικά κράτη έχει δημιουργήσει προβλήματα. Με αποτέλεσμα, μέχρι πρόσφατα συνέβαινε αυτό, όταν σύστηνε κανείς κάποιον Έλληνα/Τούρκο στον «άλλον», έλεγε στερεότυπα «Ααα τι καλός άνθρωπος, δεν μοιάζει καθόλου με Τούρκο/Έλληνα». Αυτό άλλαξε μετά τον σεισμό του 1999 ιδιαίτερα. Η ίδρυση των ελληνικών τμημάτων έδωσε την ευκαιρία σε φοιτητές και ιστορικούς να μαθαίνουν για την Ελλάδα. Πια υπάρχει μία μερίδα νέων ανθρώπων οι οποίοι συνάμα με τις δικές τους σπουδές (ιστορία, πολιτικές επιστήμες, αρχιτεκτονική, ιστορία της τέχνης), έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν και ελληνικά. Έτσι οι ερευνητές μπορούν να διαβάζουν και τις ελληνικές πηγές.

 

 

Έχετε ασχοληθεί και με τη μετάφραση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα τούρκικα. Πόσο γνωστή είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στην Τουρκία; Ποιο είναι το προφίλ του Τούρκου αναγνώστη που διαβάζει ελληνική λογοτεχνία;

Τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής ποίησης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης και ο Ελύτης είναι γνωστά και στην Τουρκία. Η μετάφραση/έκδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας στα τουρκικά ακμάζει ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα έτη του 2000. Δύο γνωστά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου και Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη είναι έργα που γνωρίζει ο κάθε αναγνώστης στην Τουρκία. Η μετάφρασή μου, Λεωνής του Γιώργου Θεοτοκά, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα έκανε τρεις εκδόσεις. Από την επαφή μου με αναγνώστες του, καταλαβαίνω ότι τον διαβάζουν πιο πολύ οι συμπολίτες του και τους αρέσει η ιστορία του καθώς και η Πόλη της εποχής. Δεν ξέρω αν μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο προφίλ του Τούρκου αναγνώστη που διαβάζει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Φέτος πήγα στις μέρες του βιβλίου στην περιοχή Καδίκοϊ/Kadıköy και είδα και τους μεγάλους και τους νέους. Νομίζω πως αυτοί που ενδιαφέρονται για την παγκόσμια λογοτεχνία ενδιαφέρονται και για την ελληνική λογοτεχνία. Την δεκαετία του ’90 οι μεταφραστές είχαν επιλέξει να μεταφράσουν μυθιστορήματα και διηγήματα που αφηγούνται τη συνύπαρξη των Ελλήνων με τους Τούρκους.  Οπότε, και οι αναγνώστες αυτών των βιβλίων ίσως ήθελαν να ακούσουν αυτή την αφήγηση. Τελευταία, όλο και περισσότερος κόσμος πάει στην Ελλάδα για διακοπές και ίσως οι επισκέπτες, πριν φύγουν για τουρισμό, θα ήθελαν να διαβάσουν πράγματα για τον χώρο που θα επισκεφτούν.

Οι μεταφράσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας- πεζογραφίας μυθιστορημάτων και διηγημάτων- στην Τουρκία από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το 2010 (Damla Demirözü)

Υπάρχει ενδιαφέρον, προοπτική για νέες μεταφράσεις; Φανταζόμαστε ότι αυτό το ενδιαφέρον είναι συνάρτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι έτσι;

Κάθε λογοτεχνία είναι μία λεπτή και επώδυνη διαδικασία συνεχούς αναζήτησης ταυτότητας. Και κάθε μετάφραση είναι ένα άνοιγμα που κάνουμε με άλλες αφηγήσεις αναζήτησης. Όπως και η λογοτεχνία μίας κοινωνίας, και τα έργα μετάφρασης πρέπει να ανανεώνονται. Κάθε γενιά έχει μία διαφορετική αναζήτηση και μέσα από τη λογοτεχνία.  

 

Υπάρχει κάτι που σας συναρπάζει στην ελληνική λογοτεχνία; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ιδιαιτερότητες;

” Ο χαρακτηρισμός της μετάφρασης ως άνοιγμα μίας κοινωνίας στην άλλη είναι γνωστός. Αυτό το άνοιγμα, όμως, δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολo ανάμεσα στα μέλη μίας κοινωνίας όπου υπάρχει μία επίσημη εθνική αφήγηση για τον ‘άλλον’. Ο ‘Έλληνας’ είναι ο κατεξοχήν εθνικός άλλος του Τούρκου και αντιστρόφως. Παραδείγματος χάρη, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι η Κατάκτηση της Ισταμπούλ, το 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ο Τουρκικός Απελευθερωτικός Πόλεμος κ.ά.” 

Οι καλοί συγγραφείς είναι πάντα συναρπαστικοί… Πολλά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας θυμίζουν και τον εαυτό μας, η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου είναι και η δική μας Λωξάντρα. Είναι η γυναίκα –μητέρα, γιαγιά- που νιώθουμε στο πετσί μας, πολύ οικεία. Πολλά βιβλία της νεοελληνικής πεζογραφίας εκφράζουν και μία διαφορετική αφήγηση για το παρελθόν του τόπου και για μας, έτσι που τα κάνει να αντιμετωπίζονται με ενδιαφέρον από την τουρκική κοινωνία.

 

Είναι σημαντικό να γνωρίσουν σήμερα οι Τούρκοι αναγνώστες την ελληνική λογοτεχνία;  Βασισμένη στην πείρα σας, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τους «αγγίξει» σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο;

Βέβαια η λογοτεχνία μίας κοινωνίας ενσωματώνει και το σύνολο αξιών αυτής της κοινωνίας. Ο γείτονας για να ακούσει τον γείτονα, πιστεύω, πρέπει να διαβάζει τη λογοτεχνία του, να παρακολουθεί τον κινηματογράφο του κτλ. Μόνο έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μία ενσυναίσθηση με τον άλλον. Αυτή η ενσυναίσθηση, δίχως αμφιβολία, θα συμβάλει και σε μία πραγματική επικοινωνία.

 

Έχοντας υπόψη ότι ο μεταφραστής (της ελληνικής λογοτεχνίας) δεν περιορίζεται μόνο στη μετάφραση του βιβλίου, ποιες δυσκολίες/προβλήματα αντιμετωπίζει από την επιλογή του βιβλίου μέχρι την έκδοση και την κυκλοφορία του;

Στον χώρο υπάρχουν πολλά προβλήματα. Οι εκδοτικοί οίκοι είναι μικροί και η αγορά/ζήτηση των αναγνωστών είναι, δυστυχώς, πολύ περιορισμένη. Η μετάφραση γίνεται με εθελοντική πρωτοβουλία. Οι μεταφραστές, το ξέρω από την επαφή μου με άλλους συνεργάτες μου, πολλές φορές οι ίδιοι επιλέγουν το έργο που θέλουν να μεταφράσουν και το μεταφράζουν. Οι εκδοτικοί οίκοι, ορισμένες φορές, δεν μπορούν να δημοσιεύσουν ακόμη και μία έτοιμη δουλειά που τους παραδίνεται.

 

Τι θα προτείνατε εσείς για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση;

Δεν ξέρω. Η χρηματοδότηση της μετάφρασης από τους κρατικούς φορείς μπορεί να  επιβάλλει και μία πολιτική με την οποία δεν συμφωνούν οι μεταφραστές και εκδοτικοί οίκοι. Είναι πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, η κρίση που υπάρχει σε κάθε τομέα είναι πιο έντονη και στον χώρο της μετάφρασης.

 

 

Ποιες ιδιαιτερότητες, ενδεχομένως δυσκολίες, υπάρχουν όσον αφορά στη μετάφραση από τα ελληνικά στα τούρκικα; 

Ο χαρακτηρισμός της μετάφρασης ως άνοιγμα μίας κοινωνίας στην άλλη είναι γνωστός. Αυτό το άνοιγμα, όμως, δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο ανάμεσα στα μέλη μίας κοινωνίας όπου υπάρχει μία επίσημη εθνική αφήγηση για τον ‘άλλον’. Ο ‘Έλληνας’ είναι ο κατεξοχήν εθνικός άλλος του Τούρκου και αντιστρόφως. Παραδείγματος χάρη, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι η Κατάκτηση της Ισταμπούλ, το 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ο Τουρκικός Απελευθερωτικός Πόλεμος κ.ά.  Το άνοιγμα ανάμεσα στην ελληνοτουρκική αφήγηση εμπεριέχει πολλές ιδιότητες σε σύγκριση με άλλες αφηγήσεις, όπου η εθνική ταυτότητα δεν δημιουργείται σε αντιδιαστολή με την ‘ετερότητα του άλλου’ και είναι πιο δύσκολο.

 

Ο μεταφραστής είναι ο ίδιος δημιουργός κατά τη μετάφραση ή διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη;

Ο μεταφραστής πρέπει να μεταφέρει το μήνυμα του συγγραφέα. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες  ο μεταφραστής παρασέρνεται. Κάνει επεμβάσεις στο πρωτότυπο κείμενο για λόγους διάφορους. 

 


 

Είναι αλήθεια ότι ο μεταφραστής αισθάνεται λίγο πολύ όπως τον στιχουργό ενός τραγουδιού που παραμένει στην αφάνεια, αφού ο ερμηνευτής καρπώνεται σχεδόν όλη τη δόξα;

Πιστεύω πως η μετάφραση είναι πολύ απαιτητική δουλειά, τόσο που στο τέλος ο μεταφραστής έχει μία πολύ μικρή αλλά τιμητική  ‘αμοιβή’.

 

 

 

Ποια θεωρείτε εσείς καλή μετάφραση και ποιο θα μπορούσε να είναι το εγχειρίδιο του καλού μεταφραστή;

Πιστεύω πως κακές μεταφράσεις αποτελούν τα καλύτερα δείγματα. Ένας υποψήφιος μεταφραστής, διαβάζοντας μία τέτοια μετάφραση, μπορεί να καταλαβαίνει καλύτερα τι δεν πρέπει να κάνει. Εμείς, στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, μαζί με τη συμμετοχή του Σισμανόγλειου Μεγάρου διοργανώσαμε δύο εργαστήρια μετάφρασης. Ο στόχος μας ήταν η αλληλοβοήθεια των μεταφραστών μεταξύ τους. Η μετάφραση είναι μία μοναχική δουλειά, ενώ όλοι έχουμε ανάγκη από τη βοήθεια και από ένα εξωτερικό μάτι.

 

 

Ποια σημαντική εμπειρία που ζήσατε, μεταφράζοντας ελληνική λογοτεχνία, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; (κατά την πράξη της μετάφρασης, ενδεχομένως άγνωστα περιστατικά, η σχέση-επικοινωνία με τον συγγραφέα κ.λπ.)

Το άνοιγμα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία πάντα έχει ιδιαιτερότητες. Οι αυθόρμητες και ειλικρινείς αντιδράσεις των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή για πρώτη φορά με την ελληνική αφήγηση παρουσιάζουν πολλά αξιόλογα στοιχεία για να αποκωδικοποιούμε τις αφηγήσεις και τις σχέσεις μας. Επίσης, με εκπλήττει η διαφορετική  ερμηνεία  του  καθενός μας για το ίδιο κείμενο. Οι προσπάθειες για λογοκρισία είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Πρέπει να σεβόμαστε και την ετερότητα και τη διαφορετική αφήγηση. Το διάβασμα ενός κειμένου μας φέρνει πιο κοντά με άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό και η μετάφραση είναι σημαντική, διότι συμβάλλει στο αναγνωρίζουμε το σύνολο αξιών μίας άλλης κοινωνίας το οποίο διαμορφώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από το δικό μας σύνολο αξιών.  

 

Η Damla Demirözü από το 2014 διδάσκει στο τμήμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της İstanbul/Πόλης. Προηγουμένως (2014-2000) είχε εργαστεί  στο ίδρυμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ankara/Άγκυρας. Το 2000 υποστήριξε το διδακτορικό της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα «Η Εικόνα του Τούρκου στην Πεζογραφία της Γενιάς του ’30» Εκτός από τα έργα της που αναφέρονται στη συνέντευξη, μερικά έργα της δημοσιεύτηκαν είτε στα αγγλικά είτε στα ελληνικά ως εξής: “The Greek-Turkish Rapprochement of 1930 and the Repercussions of the Ankara Convention in Turkey” Oxford Journals, Journal of Islamic Studies,  2008, «…γνώριμος και ξένος…» Η Νεοελληνική Λογοτεχνία Σε Άλλες Γλώσσες, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 (Μαζί με τον Αλέξ. Πέτσα, και με την επιμ. του Βασίλη Βασιλιάδη), “The Other Woman’s Choice: an alternative approach to other society’s woman through the analysis of two heroines in Greek and Turkish Literature”, περιοδικό Erytheia, τεύχος 28, «Από τον Πολυπαθή στο Ταμασαΐ Ντουνιά» περιοδικό Erytheia, τεύχος 32. «Το 1922 και Η προσφυγιά στην Ελληνική και Τουρκική Αφήγηση» Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τόμος: 17. 

ΦΑΚΕΛΟΣ: Η Ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό [2017- 2018]

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular