Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η αλαζονεία της επιστήμης, το επίμονο, αδιάκριτο βλέμμα της στο μυστήριο των έμβιων όντων, η αλυσιτελής αναμέτρησή της με τη θνητότητα και την ηθική, η ύβρις του ονείρου της αθανασίας και η νέμεση του θανάτου, συναποτελούν τα προεξάρχοντα ζητήματα στο συναρπαστικό βιβλίο της Χάνια Γιαναγκιχάρα. Η ιατρική επιστήμη, προορισμένη να συντρέχει και να θεραπεύει το φθαρτό σώμα, γίνεται πολλές φορές στα χέρια των πιο εμπνευσμένων, ενδεχομένως και των πιο υψιπετών, θεραπόντων της το μέσο όχι μόνο διερεύνησης και κατανόησης της ανθρώπινης φύσης, αλλά και καταπάτησης των βιολογικών ορίων, εκείνων που ορίζουν την έννοια της ανθρωπινότητας.

Μετά από την παγκόσμια αναγνώριση που απέσπασε το μυθιστόρημά της Λίγη ζωή και το οποίο κέρδισε επίσης την προσοχή του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, οι εκδόσεις Μεταίχμιο μάς παρουσιάζουν τώρα, και πάλι σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη, το πρώτο μυθιστόρημα της Γιαναγκιχάρα Οι άνθρωποι στα δέντρα. Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο διαπρεπής επιστήμονας Νόρτον Περίνα, με ειδίκευση στην ανοσιολογία, ο οποίος το 1974 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ιατρικής για την ταυτοποίηση μιας πάθησης που επιβράδυνε το γήρας, πάθησης ταυτόχρονα εκφυλιστικής, καθώς ενώ παρέτεινε αφύσικα το προσδόκιμο ζωής, άφηνε τα εγκεφαλικά κύτταρα εκτεθειμένα στον βιολογικό ρυθμό της φθοράς.

Το 1950 ο Περίνα ταξίδεψε σε ένα απομονωμένο νησί της Μικρονησίας, όπου ανακάλυψε μια φυλή, η οποία εμφάνιζε συμπτώματα μιας αδιανόητης μακροζωίας. Μελετώντας τους ανθρώπους της άγνωστης φυλής διαπίστωσε πως η αφύσικη διάρκεια της ζωής τους, που ενίοτε ξεπερνούσε τα διακόσια έτη, οφειλόταν στην κατανάλωση ενός σπάνιου είδους χελώνας. Παράλληλα, παρατήρησε πως το συγκεκριμένο είδος βρώσης ευθυνόταν για την εγκεφαλική κατάρρευση πολλών από τους κατοίκους, που εξαιτίας της προϊούσας τους άνοιας εξορίζονταν βαθιά μέσα στο δάσος, ζώντας επί δεκαετίες σε μια κατάσταση που πόρρω απείχε από αυτήν του ανθρώπου.

Το ολοένα διογκούμενο ενδιαφέρον του γιατρού Περίνα για το αλλόκοτο νησί και τους ανθρώπους του πιστοποιούσαν οι επανειλημμένες επισκέψεις του, οι οποίες δεν απέφεραν μόνο κρίσιμες ανακαλύψεις που τον καθιέρωσαν στην επιστημονική κοινότητα, αλλά και συνέτειναν στην απόφασή του να υιοθετήσει σαράντα τρία συνολικά παιδιά του νησιού σε διάστημα τριών δεκαετιών. Τα παιδιά μεγάλωσαν στο σπίτι του στο Μέριλαντ, όπου, αφότου ανέλαβαν πλήρως από τις πρωτόγονες απαρχές τους, έλαβαν ακραιφνή αμερικανική ανατροφή. Το βιβλίο της Γιαναγκιχάρα αρχίζει το 1995, όταν ο εβδομήντα ενός ετών Περίνα συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για σεξουαλική κακοποίηση σε βάρος μερικών εκ των θετών γιων του.

Την καταγραφή της ανάστροφης πορείας των γεγονότων, από την ατίμαση στην καταξίωση, αναλαμβάνει ένας στενός φίλος και συνεργάτης του Περίνα, ο δρ Ρόναλντ Κουμποντέρα. Ο τελευταίος προτρέπει τον Νόρτον να γράψει κατά τη διετή του κάθειρξη τα απομνημονεύματά του, ενώ ο ίδιος επωμίζεται την επιμέλεια και την έκδοσή τους. Συνεπώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Περίνα διαμεσολαβείται από τις επιμελείς φροντίδες και τις επίσης υπερασπιστικές υποσημειώσεις του Κουμποντέρα. Ωστόσο, και οι δύο καθοδηγούνται από τη μεθοδική συνηγορία της Γιαναγκιχάρα. Στον πρόλογό του ο Κουμποντέρα θέτει ως διακηρυγμένο του στόχο την ανάδειξη της ανθρωπιάς, της ευφυΐας και της σπάνιας προσωπικότητας του Περίνα. Για εκείνον οι κατηγορίες της ασέλγειας, ακόμη και αν ευσταθούσαν, δεν γινόταν να υποσκελίσουν τα απαραγνώριστα επιστημονικά του επιτεύγματα. Σχεδόν δεν μετρούσαν. Αν για τον Περίνα τα απομνημονεύματά του δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση απολογία ούτε, πολύ λιγότερο, υπεράσπιση, καθότι δεν αμφισβητεί στιγμή τις άμεμπτες προθέσεις του, για τον φίλο του η συγγραφή τους ήταν αυτό ακριβώς, η απόδειξη πως «δεν ήταν αυτό που ο κόσμος τόσο πρόθυμα τον παρουσίαζε να είναι».

Όταν ο Κουμποντέρα σημειώνει προεισαγωγικά για το σύγγραμμα του Περίνα ότι «πρόκειται για μια ιστορία που έχει στην καρδιά της την αρρώστια», προφανώς δεν υπονοεί το παραμικρό εις βάρος του φίλου του, αν και η αμφισημία της φράσης δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το πρώτο ταξίδι του Περίνα στο νησί, στο οποίο αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, σηματοδοτεί για τον Κουμποντέρα την απαρχή «αυτού που θα γινόταν η σταθερή αγάπη του για τα παιδιά».

Προς το τέλος του μυθιστορήματος υπάρχει ένα σημείο όπου η αφήγηση διακόπτεται απότομα. Ο επιμελητής ομολογεί πως θέλοντας να προστατεύσει τον αυτοβιογραφούμενο αφαίρεσε κάποιες ενοχλητικές σελίδες. Παρ’ όλα αυτά, αργότερα αλλάζει γνώμη και παραθέτει τις επίμαχες σελίδες στο τέλος του κειμένου, τιτλοφορώντας το επιλογικό κομμάτι «Υστερόγραφο», προτάσσοντας έτσι την επουσιώδη συμβολή του στον βίο και την πολιτεία του Περίνα. Για τον Κουμποντέρα οι σελίδες όπου ο Περίνα περιγράφει τον βιασμό ενός από τους ανήλικους γιους του, ομολογώντας ταυτόχρονα πως είχε σεξουαλικές επαφές και με άλλα αγόρια του, δεν έχουν μεγαλύτερο βάρος από αυτό «μιας περίεργης μικρής υποσημείωσης». Υπογραμμίζει μάλιστα πως «το πνεύμα του, η εξυπνάδα του, το πάθος και η συμπόνια του», που μπροστά τους ωχριούσε το όποιο λάθος του, ήταν στοιχεία ικανά να τον γράψουν στην Ιστορία. Από την άλλη, στην ομολογία τού Περίνα ο Κουμποντέρα διάβαζε μια ομολογία αγάπης που ξεχώριζε για τη σπαρακτική της ειλικρίνεια και «τις αμήχανες εκφράσεις τρυφερότητας». Γράφει ο Κουμποντέρα για τον φίλο του: «Μας θυμίζει ότι η αγάπη, τουλάχιστον αυτή η αγνή αγάπη που τόσο λίγοι από μας θα παραδεχτούμε πως νιώθουμε, είναι ένα περίπλοκο, σκοτεινό, βίαιο πράγμα, μια συμφωνία στην οποία δεν μπαίνεις ελαφρά τη καρδία».

Πράγματι, όταν ο Περίνα αναφέρεται στον βιασμό του αγοριού, κάνει λόγο για αγάπη. Καμία, έστω υπόκωφη, μεταμέλεια δεν διατρέχει τον λόγο του. Άλλωστε, όπως ο ίδιος λέει, ο βιασμός όχι μόνο επαναλήφθηκε, αλλά και νομιμοποιούνταν από τη βουβή συναίνεση, σχεδόν ικεσία, του αγοριού. Την πρώτη νύχτα μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού τρελαμένος από θυμό και οργή, από τρομερή αγάπη και μίσος. Ήταν ένα αγόρι ατίθασο και άγριο και έπρεπε να το νουθετήσει, να του μάθει πως η αγάπη είναι ένα σκοτεινό, βίαιο πράγμα. Στάθηκε πάνω από το κοιμισμένο κορμί, ενόσω στο μυαλό του λυσσομανούσαν σκοτεινές σκέψεις, «ένας χείμαρρος, ένας μαύρος αναβρασμός χεριών και ποδιών σκέψεων, μια αποτρόπαιη, κολλώδης σύγχυση συντηγμένων σωματικών μελών και αλυχτισμάτων, κάτι που μόνο στους εφιάλτες το συναντάς». Κι ύστερα έδωσε στο αγόρι ό,τι περισσότερο εκείνο ποθούσε, τίποτε λιγότερο από την καρδιά του. «Σ’ αγαπώ. Σου δίνω την καρδιά μου», του ψιθύρισε βγαίνοντας από το δωμάτιο.

«Εκείνη τη φεγγαρόλουστη νύχτα […] μ’ εκείνον να χτυπιέται από κάτω μου, ήξερα τι προσπαθούσε να προκαλέσει από μένα, κι εκείνη τη νύχτα του το έδωσα, του το έδωσα δίχως δισταγμό».

Η επιλογή της Γιαναγκιχάρα να καταθέσει την ομολογία του Περίνα στο τέλος του βιβλίου, με την αποφυλάκισή του να επίκειται, έχει διττή σημασία και είναι ενδεικτική της αμφιθυμίας της απέναντι στην ηθική υπόσταση του ήρωά της. Αφενός κλείνει το μυθιστόρημα με ένα αφηγηματικό μέρος που είναι το πιο επιβαρυντικό για τον ήρωά της και αφετέρου διατυπώνει την εξομολόγησή του με συναισθηματική πλησμονή που προτείνει τον βιασμό σαν έσχατη προσφορά. Με μια κίνηση τον καταδικάζει και τον αθωώνει και έπειτα τον παραδίδει στον αναγνώστη. Ενδεχομένως να σκέφτεται πως δύσκολα απορρίπτεις έναν ήρωα, όταν έχεις περάσει τόσες περιπέτειες μαζί του επί πεντακόσιες περίπου σελίδες. Ούτως ή άλλως, ό,τι ήταν να κριθεί, κρίθηκε. Ο ένοχος εξέτισε την ποινή του και επέστρεφε σωφρονισμένος στη ζωή του. Ο αναγνώστης πλέον είναι κοινωνός των αγωνιών του, των παθών του, των σφαλμάτων του, των αποτυχιών του και των δικαιώσεών του. Σε εκείνον εναπόκειται η δικαιοσύνη που θα επιφυλάξει στον ήρωα της Γιαναγκιχάρα.

Οπωσδήποτε η λογοτεχνία προσφέρεται για πάσης φύσεως ερωτήματα, υπαρξιακά, ερωτικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, ηθικά, αλλά είναι αναρμόδια για απαντήσεις. Όπως υποστηρίζει ο Περίνα, από την πλευρά της επιστήμης, η πιο σημαντική κληρονομιά ενός επιστημονικού έργου είναι «η ταυτοποίηση του είδους των ερωτήσεων» που θα απασχολήσουν την ανθρωπότητα του μέλλοντος. Μόνον οι σωστές ερωτήσεις έχουν πιθανότητα να οδηγήσουν σε ορθές, διαφωτιστικές αποκρίσεις. Και η Γιαναγκιχάρα, από τη δική της πλευρά, αποφεύγει να υπαινιχθεί πως είναι κάτοχος των σωστών απαντήσεων. Ωστόσο, δεν καταφέρνει να αποκρύψει τη συμπάθειά της για τον ήρωά της. Είναι χαρακτηριστικό πως το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, χαμένο στο ιλιγγιώδες πράσινο της ζούγκλας, σε μια εξωανθρώπινη σχεδόν φαντασμαγορία, διαφεύγει επιτήδεια το ερώτημα της ηθικότητας. Η Γιαναγκιχάρα δεν μιλάει για απανθρωποποίηση, αλλά για τη διερεύνηση μιας κατάστασης ύπαρξης πρότερης του πολιτισμού, απαλλαγμένης από κάθε είδους επίκτητα δεσμά, πλην αυτό, το εγγενές, της επιβίωσης.

Ο Περίνα εισδύει στο απάτητο νησί του Ειρηνικού παρασυρμένος από τη φαντασίωση ενός άλλου, ενός διάσημου ανθρωπολόγου, του Πολ Τάλεντ. Από την πρώτη του εμφάνιση στο μυθιστόρημα γίνεται πρόδηλη η έλξη που ασκεί στον εικοσιπεντάχρονο γιατρό. Γράφει ο Περίνα: «Οι όμορφοι άνθρωποι κάνουν ακόμα κι όσους από εμάς περήφανα θεωρούμε εαυτούς ασυγκίνητους από την εμφάνιση των άλλων να μένουμε άφωνοι απ’ τον θαυμασμό και τον φόβο και την ευχαρίστηση, και να σαστίζουμε από τη βαθιά, παραλυτική επίγνωση της τόσης ανεπάρκειάς μας, του ότι τίποτα, μήτε η ευφυΐα μήτε η μόρφωση ή τα χρήματα, δεν μπορεί να σφετεριστεί ή να κατανικήσει ή να αρνηθεί την ομορφιά».

Ο Τάλεντ ήταν τόσο όμορφος που στον Περίνα φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι ανήκαν στο ίδιο είδος, «[…] και σκληρό να αποτελεί εκείνος έναν καθρέφτη ανθρώπινης τελειότητας μπροστά στον οποίο εγώ μόνο τις ατέλειές μου μπορούσα να καταγράψω».

Έχει σημασία πως στο «Υστερόγραφο» ο Περίνα επισημαίνει ξανά την αυταξία της ομορφιάς, ομολογώντας πως πολλά από τα αγόρια με τα οποία είχε πάει, τα θαύμαζε πρωτίστως για την ομορφιά τους. «Ήταν όμορφα, και ήμουν ένας άντρας που εκτιμούσε την ομορφιά τους, που τους μάθαινε ότι ήταν το χάρισμά τους, το χάρισμά τους που θα πρόσφεραν στους άλλους».

Η καθηλωτική γοητεία του Τάλεντ είναι, κατά κάποιον τρόπο, προάγγελος της σαγήνης του νησιού. Το ανεξιχνίαστο πρόσωπό του, διαρκώς προσηλωμένο σε ανερεύνητα μυστικά, προμηνούσε έναν θησαυρό μυστηρίων. Ο Τάλεντ ταξίδευε στη Μικρονησία για να επαληθεύσει έναν μύθο που ήταν υπερβολικά όμορφος για να μην είναι αληθινός. Ο μύθος θρυλούσε τις τιτάνιες ερωτοτροπίες και αψιμαχίες θεών, θεών του νερού, του ουρανού και του ήλιου, θεών που έκαναν το σύμπαν να πάλλεται και να ωρύεται, που έφερναν τα πάνω κάτω σε ουρανό και γη, καταπόντιζαν ωκεανούς και ύψωναν γκρεμούς, έσκαβαν αβυσσαλέα ρήγματα, κατάκαιγαν το στερέωμα με διάπυρες εκλάμψεις, θρηνολογούσαν με γοερούς κατακλυσμούς και φίλιωναν με μακραίωνες εκεχειρίες διαφυλάττοντας την επί γης ειρήνη. Αγγελιαφόρος τους στην επίγεια ζωή ήταν ένα σπάνιο είδος χελώνας, ένα πλάσμα ιερό που κυοφορούσε την υπόσχεση της δωρεάς των θεών, την αθανασία. Αλλά η χάρις μπορούσε να γίνει κατάρα και η αιώνια ζωή να είναι μια ζωή φρικτή, γιατί μόνο οι θεοί μπορούν να πάρουν ή να δώσουν τα δώρα για τα οποία οι άνθρωποι αδημονούν. Ήταν ένας μύθος κοσμογονικός, η διαθήκη της γένεσης του τόπου, ένα είδος θρησκείας.

Καθώς άκουγε τον Τάλεντ να του εξιστορεί το παραμύθι που τον είχε φέρει στη Μικρονησία, ο Περίνα είχε την αίσθηση πως καθόταν δίπλα σε έναν περιπλανώμενο παραμυθά, μέσα σε ένα σκοτεινό μεσαιωνικό δάσος, έτοιμος να του δώσει ένα νόμισμα για να τον πάρει από αυτόν τον κόσμο. Ο Τάλεντ τού μιλούσε για θεογονίες, κατάρες, ευλογίες και για αθάνατους θνητούς που θα ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δέντρα «σαν δίποδα όνειρα». Μιλούσε και καθώς το γριφώδες πρόσωπό του έσβηνε μες στην ομίχλη, ο Περίνα ένιωθε πως στη μορφή του ελλόχευε κάτι το ακαταμάχητο, «[…] και ο φόβος να υποκύψω σ’ αυτό ήταν τελικά λιγότερο απαίσιος από το να μη μάθω ποτέ τι απλωνόταν πέρα από κείνη την ομίχλη, να μην εξερευνήσω ποτέ αυτό που ίσως να μην ξανάχα ποτέ την ευκαιρία να εξερευνήσω».

«Κι έτσι έκλεισα τα μάτια μου· ξέχασα τα λογικά μου· και πέρασα τη γραμμή».

Ο γιατρός περπατά στο ζέον, σφύζον από ανάσες έδαφος της ζούγκλας, ενόσω «φαντάζεται μια μακριά, παχιά γραμμή από κιμωλία να απλώνεται σε μια επίπεδη καμένη γη». Στη μια μεριά έστεκαν ακλόνητα και γρανιτένια, στέρεα, γερά χτισμένα και μεθοδικά θεμελιωμένα, όλα όσα ήξερε για τον κόσμο, ενώ στην άλλη εκτεινόταν ο απίθανος κόσμος του Τάλεντ, ένας κόσμος ποικιλμένος με σημεία και τέρατα και τρομερά θαύματα. Ο Περίνα ακράγγιζε έναν τρόμο τον οποίο δεν γνώριζε ώστε να τον φοβηθεί. Μες στο ημίφως της ζούγκλας, στα μύχια του δάσους, με τις ακτίνες του ήλιου να στάζουν θαμπές από τα φύλλα των δέντρων, οι ήχοι μεγεθύνονταν και στον απόηχό τους ζωντάνευαν οράματα και εφιάλτες.

«Στο σκοτάδι παραμόνευαν τέρατα και φαντάσματα, και σε ό,τι δεν μπορούσα να δω έβλεπα όλα όσα είχα φοβηθεί ποτέ μου».

Όπως και αν είχε, από τη στιγμή που ο Τάλεντ τον είχε παρασύρει σε μια τόσο σουρεαλιστική αποστολή, θα υπέκυπτε και θα έψαχνε μαζί του ένα πράγμα βγαλμένο από μύθους και θρύλους, «ένα αντικείμενο μαγικό και διαποτισμένο με δυνάμεις απίθανες», στο οποίο έδιναν πνοή «ιστορίες ειπωμένες γύρω απ’ τη φωτιά». Μόνο αν εγκατέλειπε τη λογική του και τις αποπροσανατολιστικές αιτιάσεις της, θα οδηγούνταν στην ανακάλυψη που κρυπτογραφούσε ο μύθος του Τάλεντ. Για να καταφέρει να συλλάβει το αδιανόητο, όφειλε προηγουμένως να ενστερνιστεί την πιθανότητα της ανατροπής όλων όσα γνώριζε μέχρι τότε, να προετοιμαστεί για την αναίρεση βεβαιοτήτων και πραγματικοτήτων που τις νόμιζε άσειστες, να παραδεχθεί πως ίσως ο κόσμος να μην ήταν «ατάραχος και απαράλλακτος» και πως πιθανότατα ούτε οι νόμοι που τον κυβερνούσαν ήταν «αδιαμφισβήτητοι και απρόσβλητοι». Μόνο αν ενέδιδε «στην παλιρροϊκή έλξη του παραλογισμού», θα του φανερώνονταν τα θαύματα εκείνου του παράξενου, στοιχειωμένου τόπου.

Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, ηλικία της πλάνης και της περιπλάνησης, ο Περίνα υποστήριζε ενθέρμως ότι «το πιο αληθοφανές δεν είναι αναγκαστικά και το πιο σωστό ή το πιο άξιο μελέτης».

«Συχνότερα είναι η αλλόκοτη θεωρία, αυτή που τόσο απίθανη φαίνεται, στην οποία πιάνεις τον εαυτό σου να επιστρέφει ξανά και ξανά, δίνοντάς της υπέρμετρη προσοχή, κυρίως επειδή πιάνεις τον εαυτό σου συνεπαρμένο από την πρωτοτυπία της σκέψης πίσω απ’ αυτήν».

Από το άλλο μέρος, ο Περίνα καταλάβαινε πως αν ήταν σε θέση να επαίρεται για τη γενναιότητα του επιστημονικού του πνεύματος, αυτό το όφειλε στον τόπο που τον είχε αποκόψει ριζικά από τις οικείες πολιτισμικές συντεταγμένες του. Εκεί πέρα, επέκεινα του εξερευνημένου κόσμου, μπορούσε να δοκιμάζει με όλη τη διανοητική ελευθερία που άντεχε, την πρωτοτυπία των ιδεών του.

Μολονότι εξαρχής διέκρινε στον μύθο του Τάλεντ την ύπαρξη μιας εκπληκτικής αλήθειας, συνειδητοποιούσε πως ο ανθρωπολόγος δεν γνώριζε ακριβώς ούτε τι αναζητούσε ούτε τι τελικά θα ανακάλυπτε. Τον καθοδηγούσαν ερωτήματα, προαισθήματα, φαντασιώσεις και εικασίες. Η αβεβαιότητά του, όμως, είχε μια εντιμότητα την οποία ο Περίνα εκτιμούσε, διότι αναγνώριζε πως η επιστήμη δεν είναι παρά εικασίες, «εικασίες βασισμένες στην τύχη, εικασίες βασισμένες στη διαίσθηση, εικασίες βασισμένες στην έρευνα». Κάθε νέα αποκάλυψη οδηγούσε στο επόμενο ερώτημα που έμενε να απαντηθεί. Όπως ισχυρίζεται ο Κουμποντέρα, κάθε επιστήμονας έρχεται αντιμέτωπος με ένα παζλ τη μορφή και το σχήμα του οποίου μόνο να υποθέσει μπορεί. Κάποτε βρίσκει ένα κομμάτι, αλλά και πάλι η μορφή παραμένει αθέατη. Οι επόμενες γενιές θα συμπληρώσουν τα κομμάτια, θα αποκαλύψουν την εικόνα, όμως μετά από καιρό η ανακάλυψη ενός άλλου κομματιού θα διαψεύσει την επιτυχία τους και τότε θα έρθουν άλλοι επιστήμονες να ψάξουν τα κομμάτια που ακόμα θα λείπουν.

«Το να είναι κανείς επιστήμονας σημαίνει να μαθαίνει να ζει όλη του τη ζωή με ερωτήματα που ποτέ δεν θα απαντηθούν, με τη γνώση ότι ήρθε πολύ νωρίς ή πολύ αργά, με την απελπισία ότι δεν μπόρεσε να μαντέψει τη λύση που, όταν παρουσιάζεται, φαίνεται τόσο προφανής που μόνο να τα βάλει με τον εαυτό του μπορεί κανείς που δεν είδε ό,τι θα έπρεπε να έχει δει, αν μονάχα είχε κοιτάξει προς μια ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση».

Η ερευνητική ιατρική ήταν ένας μαραθώνιος ερωτήσεων και στην αγωνία της εύρεσης των σωστών απαντήσεων σιγόβραζε ένας «ξέπνοος ενθουσιασμός», που ήταν ό,τι περισσότερο αποζητούσε ο Περίνα από τη ζωή του. Τον απωθούσαν ο ηρωικός ρομαντισμός της ιατρικής και οι σωτηριολογικές της επαγγελίες, οι οποίες μετά βίας συγκάλυπταν τη ματαιοδοξία των επίδοξων σωτήρων. Εκείνον τον ενδιέφερε η πρόκληση της επιστημονικής έρευνας, αν και ασφαλώς δεν κατάφερνε να αποκαθάρει το ενδιαφέρον του από ονειροπολήσεις ατομικής δόξας. Ανέκαθεν απέφευγε να αποδίδει τον ξέπνοο ενθουσιασμό για την επίλυση των βιολογικών μυστηρίων σε καθαρή αλαζονεία, σε διανοητική οίηση. Στην επιστημονική περιέργεια αναγνώριζε τη φιλοδοξία, αλλά η δική του φιλοδοξία δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο τελικό αποτέλεσμα, στην ίαση της ανθρωπότητας. Δεν περιέβαλλε την ιατρική με μια απολυτρωτική αποστολή. Τη φιλοδοξία του την κινητοποιούσαν η αγωνία των απαντήσεων και η λαχτάρα της περιπέτειας, της επίμοχθης, πολύχρονης έρευνας που ενδεχομένως να αποδεικνυόταν ο δρόμος «προς το αναπόφευκτο μεγαλείο».

Σε μια υποσημείωση ο Κουμποντέρα παραθέτει ένα απόσπασμα από τη μελέτη (αποσυρμένη πια από την κυκλοφορία, όπως φροντίζει να προσθέσει) μιας ανθρωπολόγου, η οποία αναφερόμενη στον Περίνα υποστηρίζει: «Παρότι πιστώνεται, εσφαλμένα, με την “ανακάλυψη” της αθανασίας –λες και μπορεί τέτοιο πράγμα να ανακαλυφθεί-, ανέκαθεν, κατά τη γνώμη μου, ενδιαφερόταν περισσότερο για την επίτευξη της προσωπικής αθανασίας, όποιο κι αν ήταν το κόστος για τον λαό που είχε εκμεταλλευτεί ώστε να την επιτύχει».

Όταν ο Περίνα ανακάλυψε τους «ονειροβάτες», ήξερε με βεβαιότητα πως είχε βρει κάτι εκπληκτικό, «κάτι προορισμένο να αλλάξει την επιστήμη και την κοινωνία για πάντα». Οι «ονειροβάτες» αποτελούσαν την ένσαρκη απόδειξη της επαλήθευσης ενός μύθου και η επιστημονική σημασία αυτού του εκπληρωμένου παραμυθιού δεν γινόταν να παραθεωρηθεί, «ακόμα και με το σύννεφο της νεραϊδόσκονης που το περιέβαλλε». Επιστρέφοντας στην Αμερική, κομίζοντας στον κόσμο την αφάνταστη ανακάλυψή του, ο Περίνα κατάφερε να αποσείσει τις όποιες επιφυλάξεις και τελικά επιβλήθηκε στο ακαδημαϊκό κατεστημένο, περίλαμπρος από δυνητικά επιστημονικά επιτεύγματα που θα σημάδευαν τον εικοστό αιώνα. Η ταυτοποίηση της πάθησης των «ονειροβατών», της πάθησης του συνδρόμου της Σελήνης, τού εξασφάλισε απόλυτη αποδοχή και εγκυρότητα. Διερευνώντας πειραματικά ένα εκτεταμένο προσδόκιμο ζωής, είχε φτάσει πολύ κοντά στη λύση του γρίφου «που απασχολεί κάθε κουλτούρα από τις απαρχές του χρόνου». Χάρη στην ιερή σάρκα της χελώνας είχε και ο ίδιος μεταμορφωθεί σε θεό, είχε γίνει «δημιουργός της ζωής και χορηγός θαυμάτων, κάποιος που είχε ανακαλύψει κάτι που έκανε το αδύνατο δυνατό». Το μόνο που έμενε για τη διασφάλιση της προσωπικής του αθανασίας ήταν η ανακάλυψη του αντίδοτου της νοητικής παρακμής. Είχε βρει το μυστικό της θεαματικής επιβράδυνσης του γήρατος, αλλά αγνοούσε τον τρόπο καταπολέμησης της φρικτής τιμωρίας αυτής της αφύσικα εκτεταμένης διάρκειας ζωής. Το δώρο της παρατεταμένης νιότης, της αιώνιας ζωής, το καθιστούσε άδωρο η διανοητική κατάρρευση που εγκυμονούσε. Δίχως αντίδοτο, αυτό το δώρο επιφύλασσε ένα τρομακτικά επαχθές αντίτιμο.

Όπως τον Τάλεντ, τον Περίνα τον έθελγε «ένα όνειρο θολό στην περιφέρεια της όρασής» του. Πίστευε πως ήταν προορισμένος για περιπέτειες, περιπέτειες που θα κατέτειναν σε ένα απαστράπτον μέλλον, ατομικό αλλά και πανανθρώπινο, και ασφυκτιούσε στην προοπτική να εγκλειστεί στη διανοητική μοναξιά ενός επιστήμονα φευγάτου από τον πραγματικό κόσμο, η ιδιοφυΐα του οποίου προτεινόταν σαν άλλοθι της κοινωνικής του αβελτηρίας. Από παιδί ο Περίνα πίστευε πως η ζωή ήταν αλλού, δεν βρισκόταν ούτε στα εργαστήρια ούτε στα νοσοκομεία ούτε στις αίθουσες διδασκαλίας, πόσο μάλλον στην κωμόπολη όπου μεγάλωσε. Όταν ο Τάλεντ τού εξομολογείται πως κατά βάθος ως ανθρωπολόγος ήλπιζε να βρει μια άλλη κοινωνία, έναν λαό όχι μόνο ακόμη άγνωστο στον πολιτισμό, αλλά και έναν λαό που ποτέ δεν γνώρισε πολιτισμό, ο Περίνα δεν δυσκολεύεται να γοητευτεί από το όραμά του.

Πέρα από την ευεργετική ώσμωση των επιστημονικών τους ειδικοτήτων, ο Περίνα δίπλα στον Τάλεντ είδε πως ήταν πρόθυμος να αποδεχτεί ως κάτι εντελώς φυσικό την ομοφυλοφιλία του, όπως επίσης ήταν πρόθυμος να δει με την ίδια φυσικότητα τις τοπικές σεξουαλικές τελετές μύησης στην ενηλικότητα, χωρίς ούτε στιγμή να τους επιφυλάξει τον ηθικό αποτροπιασμό ενός Δυτικού. Ο βιασμός δεκάχρονων αγοριών από εννιά ενήλικες άνδρες, που ήταν ένας τρόπος διδαχής των τρόπων του έρωτα και σηματοδοτούσε το πέρασμά τους στον ενήλικο βίο, δεν διεγείρει διόλου την ευαισθησία της ηθικής του. Αντιθέτως, τον συγκινεί η σεξουαλική ελευθερία από την οποία έσφυζε κάθε γωνιά του νησιού. Ένα βράδυ, κυκλωμένος από τις σκιές των υγρών φυλλωμάτων, αποκομμένος ριζικά από τον γνωστό του κόσμο, ένιωσε και εκείνος στο σώμα του την ανήλικη αφή ενός αγοριού που τον παραμόνευε κρυμμένο μέσα στις πτυχώσεις της ζούγκλας.

Όταν έπεφτε η νύχτα, ο Περίνα εξαντλημένος από τις εξερευνήσεις της μέρας, επέστρεφε στον πρόχειρο καταυλισμό τους, όπου έβρισκε τον Τάλεντ θαμμένο στο σκοτάδι να γράφει πυρετικά στο σημειωματάριό του. Η αδιαπέραστη μορφή του κυριαρχούσε στα όνειρά του, όπου καταργούνταν κάθε απόσταση ανάμεσά τους. Μετά από κάποιο καιρό, οι μέρες άρχιζαν να του φαίνονται ανιαρές και ατελείωτες, και οι περιπλανήσεις του στο νησί ανούσιες, χωρίς σκοπό, μια περιδιάβαση σε «ένα τοπίο αφημαγμένο από την ικανοποίηση». Αγωνιούσε να έρθει το βράδυ ώστε να βρει ανακούφιση στα σκοτάδια της νύχτας, μιας νύχτας ενύπνιας, φωταγωγημένης από θαύματα, που τη διέπλεε πάντοτε συντροφευμένος από τον Τάλεντ.

«Η έλξη μου για τον Τάλεντ, ο πόθος μου να είμαι κοντά του, παρότι ακόμα κι εγώ ο ίδιος καταλάβαινα ότι το αίσθημα δεν ήταν αμοιβαίο, ήταν κάτι που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό μου».

Στη φυλακή δεν έβλεπε όνειρα. Παρ’ όλα αυτά, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, ο Περίνα επέστρεφε στο νησί μόνο για να ξαναζήσει τις φαντασιοπληξίες εκείνων των παλιών νυχτών. Ο Τάλεντ είχε προ πολλού εξαφανιστεί από προσώπου γης. Η απουσία του αποδείχθηκε εξίσου αινιγματική με την παρουσία του. Πολλοί εξέλαβαν την εξαφάνισή του σαν «αυτοεπιβεβλημένη εξιλέωση για τον ρόλο που θεωρούσε ότι είχε στην καταστροφή του νησιού». Άλλοι έλεγαν πως είχε αυτοκτονήσει, ενώ άλλοι πίστευαν πως είχε χαθεί «σε κάποια μικρή απρόσιτη γωνιά του κόσμου». Είχε βρει μια μυστική κοινωνία και ζούσε προστατευμένος στον άγνωστο πολιτισμό της. Ζούσε μαζί με τους εναπομείναντες «ονειροβάτες». «Ανακάλυψε κάτι φρικτό». Ίδρυσε τον δικό του πολιτισμό. «Αυτοκτόνησε. Ζούσε ακόμη. Ήξερε ακριβώς πού πήγαινε. Δεν είχε ιδέα πού πήγαινε».

Ξαπλωμένος στο κελί του, ο Περίνα έκλεινε τα μάτια του και χωρίς δυσκολία διέκρινε ξανά τον Τάλεντ μες στη ζούγκλα, άκουγε μες στο σκοτάδι το στιλό του να γρατζουνάει τις σελίδες του ημερολογίου του και έπειτα έβλεπε τους δυο τους να περπατούν δίπλα δίπλα, παραδομένους σε μια ατέρμονη αναζήτηση, εξερευνώντας ένα απέραντο τοπίο, γεμάτο τρόμους και υποσχέσεις. Με αυτό το παραμυθητικό όνειρο επιλέγει να σφραγίσει τα απομνημονεύματά του ο Περίνα. Και εδώ εμφανέστατη η φιλοστοργία της Γιαναγκιχάρα.

«Κάπου στο νησί είναι ένα μέρος όπου μπορούμε να ξεκουραστούμε. Κάπου στο νησί είναι ένα μέρος όπου ανήκουμε, όπου θα ξαπλώσουμε ο ένας δίπλα στον άλλον και θα ξέρουμε ότι ποτέ δεν θα χρειαστεί να ξαναψάξουμε. Αλλά ώσπου να το βρούμε είμαστε ερευνητές, δύο φιγούρες που διασχίζουν ένα τοπίο, ενώ έξω και γύρω μας ο κόσμος γεννιέται και ζει και πεθαίνει και τ’ αστέρια σιγοκαίγονται και σκοτεινιάζουν».

Ο Περίνα περιγράφει τα ταξίδια του στο νησί και τις πολύμηνες παραμονές του εκεί σαν τη διαφυγή σε ένα μέρος φανταστικό, που έμοιαζε να «υπήρχε μόνο στα παιδικά παραμύθια». Ήταν μια γη μυθική, εικόνες της οποίας είχε δει σε παλιά βιβλία ιεραποστολών που αναπαρίσταναν με εικονογραφικά στερεότυπα τη διαβόητη αγριότητα αυτών των ιθαγενών της Λίθινης εποχής. Παρ’ όλα αυτά, είχε όντως βρεθεί εκτεθειμένος σε μια ζωή άγρια, ακατέργαστη και ερμητική, που αγνοούσε θεμελιακά γνωρίσματα, κανόνες και συμπεριφορές της εξημερωμένης ζωής και γι’ αυτό την ίδια στιγμή τα ακύρωνε με τρόπο σαρωτικό. Ο ορθολογισμός και η διανοητική του εγρήγορση τον βοηθούσαν να κατευνάζει τους πρωτόγνωρους τρόμους που τον πολιορκούσαν, αντιτάσσοντάς τους εγκεφαλικά αναχώματα. Όμως, όσο βαθύτερα προχωρούσε μέσα στη ζούγκλα, εγκλωβισμένος στον επιθετικό δαίδαλό της και την ανήμερη, εξωφρενική εικονοποιία της, αισθανόταν ολοένα και πιο πρόθυμος να εγκαταλείψει τη λογική που άλλοτε περιφρουρούσε. Το άγνωστο και ο σύμφυτος φόβος του, λυμαίνονται σθεναρά τα συχνά ισχνά παραπετάσματα της λογικής. Βαδίζοντας πάνω στο ιζηματώδες έδαφος, κατάφορτο με απειροστές ζωές που ανασάλευαν και ανάσαιναν μέσα στα βρύα, τα πλέγματα ριζών και το χώμα, σαν να πατούσε πάνω «στα ζεστά σπλάχνα ενός μεγάλου κοιμισμένου θεριού», ο γιατρός άφηνε βήμα το βήμα πίσω του τη ζωή που γνώριζε, όλα τα συνηθισμένα, κοινότοπα, αγαπημένα πράγματα που ποτέ δεν είχε σκεφτεί να αποχωριστεί. Είχε την εντύπωση πως δρασκέλιζε ένα «σημαίνον όριο» και καθώς το δρασκέλιζε ένιωθε σχεδόν τις τεκτονικές πλάκες να θραύονται κάτω από τα πόδια του και τη ζωή να αλλάζει για πάντα· «στη μια πλευρά της γης που υποχωρεί είναι το παρελθόν, και στην άλλη πλευρά το μέλλον, κι αυτά τα δυο δεν γίνεται να τα κολλήσεις ποτέ ξανά». Περπατώντας σε ένα δάσος μαγεμένο, κατοικημένο από θρύλους και μύθους, ένα δάσος στοιχειωμένο και απόκοσμο, όπου αντηχούσαν χιλιάδες λαλιές και στα δέντρα του ζούσαν «ονειροβάτες», ημι-άνθρωποι, ή μη-άνθρωποι, ο Περίνα έπρεπε να υπενθυμίζει στον εαυτό του πως ο κόσμος ήταν ένα μέρος που τα μυστικά και τα θαύματά του θα διέφευγαν πάντοτε την ανθρώπινη διάνοια. Σε εκείνο το παράξενο νησί τίποτα δεν συνέβαινε όπως αναμενόταν να συμβεί και όπως συνέβαινε οπουδήποτε αλλού. Η ζωή είχε αλλαξοπιστήσει.

«Γιατί πρέπει τίποτα να μην υπακούει τους νόμους της φύσης; Γιατί πρέπει όλα να υποδεικνύουν τόσο έντονα την ύπαρξη της μαγείας;»

Όταν αντίκρισε την πρώτη χελώνα, ο γιατρός κεραυνοβολήθηκε από έναν πρωτόγονο πανικό. Θυμήθηκε τον μύθο του Τάλεντ και το δίκοπο δώρο της αθανασίας. Συλλογίστηκε τότε πως «[…] οι θεοί είναι για τις ιστορίες και τους ουρανούς και τα άλλα βασίλεια· δεν προορίζονται για τα μάτια των ανθρώπων. Όταν όμως καταπατούμε τον κόσμο τους, όταν βλέπουμε αυτό που δεν είναι γραφτό μας να δούμε, πώς γίνεται ό,τι ακολουθήσει να μην είναι συμφορά;»

Λίγο καιρό αργότερα, ο Περίνα συναντά τους «ονειροβάτες», πλάσματα του δάσους, καταδικασμένα σε αιώνια ζωή, που επιζούσαν σε ληθαργική κατάσταση με τις ανθρώπινες ιδιότητές τους να υπνώττουν, «λες και περπατούσαν σε ένα πηχτό ίζημα ύπνου». Είχαν προ πολλού δραπετεύσει από τον επίγειο χρόνο που αναλογεί στους θνητούς, είχαν φτάσει την ηλικία των θεών τους και σε αντιστάθμισμα του χρόνου που υφάρπαξαν, οι θεοί τούς είχαν κλέψει το μυαλό.

Το πρώτο σημάδι ζωής που είδε ο γιατρός ήταν ένα αχνό φως που τρέμιζε στο σκοτάδι σαν σπινθηρισμός πυγολαμπίδας. Πλησιάζοντας την ασθενική λάμψη που φώλιαζε στα πυκνά φυλλώματα έφερε στον νου του τον Άδη της ελληνικής μυθολογίας τρομάζοντας από την υποψία ότι πέρα από το ξέφωτο δεν υπήρχαν δέντρα, «αλλά τα νερά του Αχέροντα, κι ότι η κίτρινη κηλίδα ήταν του Χάρου ο λύχνος που τρεμόπαιζε». Προχωρώντας προς την καρδιά του δάσους, με τα χέρια του απλωμένα σαν του τυφλού, ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι, ο γιατρός ήταν σίγουρος πως στο επόμενο βήμα θα πατούσε στην κρύα, μαλακή λάσπη του στύγιου ποταμού.

Όταν ο Περίνα συνέρχεται από το δέος και εξετάζει τα οκτώ «υποκείμενα» που βρήκε μες στα δέντρα, δεν αργεί να συνδέσει την εκφυλιστική μακροζωία τους με την κατανάλωση της σάρκας της χελώνας. Ονομάζει την πάθησή τους «σύνδρομο της Σελήνης» από την αθάνατη, αιωνίως νέα και σελασφόρο θεά του φεγγαριού στην ελληνική μυθολογία, σύμβολο της ροής του παντός και ενσάρκωση της απόκρυφης φύσης του σύμπαντος. Θέλοντας να διερευνήσει επιστημονικά την καινοφανή ασθένεια, ο Περίνα σκοτώνει μια χελώνα και μαζί με το κρέας της παίρνει τέσσερα έμψυχα δείγματα νοσούντων στο εργαστήριό του στην Αμερική. Εδώ αρχίζει η δική του ύβρις που πριν την στηλιτεύσει η νέμεση (η σύλληψη και η κάθειρξη) την ανταμείβει ένα δώρο (το Νόμπελ). Όπως σωστά τονίζει η Γιαναγκιχάρα, τη δεκαετία του ’70 η βιοηθική δεν συνιστούσε αιχμή της επιστήμης, όπως σήμερα που η πρόοδος της ιατρικής διακυβεύει ποικιλοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση. Ο ίδιος ο Περίνα παραδέχεται πως εκείνη την εποχή διενεργούσε τα πειράματά του στα επιλεγμένα «υποκείμενα» ανενόχλητος, χωρίς «επιτροπές δεοντολογίας» να του ουρλιάζουν.

Ο δε Κουμποντέρα υπερθεματίζει, επισημαίνοντας πως ο Περίνα «[…] έκανε ό,τι μπορούσε για τους ονειροβάτες για όσο μπορούσε. Έκανε πολύ περισσότερα απ’ όσα ήταν ηθικώς ή νομικώς υποχρεωμένος να κάνει γι’ αυτούς. Προσπάθησε να λάβει κάθε δυνατό μέτρο για την άνεση και την ευζωία τους. Ποτέ δεν έπαθαν κακό υπό την επίβλεψή του, ούτε υπέστησαν κακομεταχείριση, ούτε πείνασαν. Ήταν, πράγματι, ένας πρωτοπόρος του πειραματισμού σε ανθρώπους, και υπό συνθήκες πολύ δύσκολες. Το να υπονοήσει κανείς οτιδήποτε λιγότερο δεν αποκαλύπτει απλώς σοβαρή παρανόηση των προσπαθειών του, αλλά είναι σε ακραίο βαθμό αισχρό». 

Μπορεί να είναι αισχρό για το ποιόν του αναγνώστη, πάντως όσο προχωρά το μυθιστόρημα, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συμμεριστεί κανείς την ευμένεια της Γιαναγκιχάρα προς τον Περίνα. Η αναλγησία και η κλινική αναισθησία με την οποία ο γιατρός μελετά σε ένα αποστειρωμένο, ελεγχόμενο περιβάλλον τα πάσχοντα πλάσματα που ξερίζωσε από τη ζούγκλα, δεν διαφέρει από τη στυγνή αγάπη που επιφύλαξε στα παιδιά του. Όπως έσωσε τους «ονειροβάτες» από τη μακρά ζωή τους, έτσι έσωσε και τα σαράντα τρία παιδιά του από τη λίγη ζωή τους. Έχει ενδιαφέρον πως και για τις δύο ομάδες ο Περίνα εκφράζεται με συγκινητική τρυφερότητα.

Οι πρώτες του εξερευνήσεις στο χωριό της φυλής καταλήγουν σε έναν ένθερμο θαυμασμό, που εκκινεί από την επιστημονική έκπληξη. Είχε ανακαλύψει μέσα στη ζούγκλα «έναν χαμένο λαό, μια μικροκοινωνία εξήντα έξι ανθρώπων που δεν είχε ποτέ ξανά μελετηθεί στο παρελθόν». Εκείνοι οι άνθρωποι καταδείκνυαν πως ο κόσμος παρέμενε σε μεγάλο βαθμό άγνωστος, άβατος και ανεξερεύνητος. Βαθμιαία, η επιστημονική περιέργεια αρχίζει να ρέπει προς μια ρομαντική, χιμαιρική, ιδεαλιστική απάρνηση του πολιτισμού. Η ζωή στο χωριό, απλούστατη και οριακά στοιχειώδης, ήταν ζωή εκπληρωμένη, συλλογίζεται ο Περίνα.

«Έπιασα τον εαυτό μου να θαυμάζει το χωριό, ακόμα και την απλότητά του. Ναι, ήταν μια ζωή πρωτόγονη, υπήρχε όμως μια ζεστή αίσθηση αφθονίας εδώ, μια αίσθηση ότι όλα είχαν τη θέση τους, ότι για κάθε ανάγκη της ζωής –τροφή, στέγη, οπλισμός- είχαν υπολογίσει και μεριμνήσει, ότι η ζωή είχε απογυμνωθεί στα στοιχειώδη της κι ωστόσο ήταν άνετα εκπληρωμένη. Πόσες κοινωνίες μπορούν να το πουν αυτό, ότι έχουν αναγνωρίσει όλα όσα χρειάζονται και έχουν εφοδιαστεί για όλα; Εδώ υπήρχε τροφή και μια πηγή για νερό και εργαλεία αυτοάμυνας, όλα τους όχι απλώς διαθέσιμα αλλά σε πλεόνασμα. Αυτό, σκέφτηκα επιδοκιμαστικά, ήταν ένα μέρος που δεν είχε ανάγκες, και επομένως δεν είχε και στερήσεις».

Προτού ανακαλύψει πως οι «ονειροβάτες» ήταν εξόριστα μέλη της φυλής, διωγμένα από το χωριό εξαιτίας ακριβώς της εκφυλιστικής τους νόσου, και αποφασίσει να διενεργήσει πάνω τους πειράματα για την εξιχνίαση του βιολογικού τους μυστηρίου, το οποίο ίσως να εκπλήρωνε το επίζηλο όνειρο της ανθρωπότητας για αθανασία, ο Περίνα συναρπάζεται από την προσαρμοστική ικανότητα αυτού του λαού. Οι άνθρωποί του έμοιαζαν να επαναπροσαρμόζονται και να επανασυντονίζονται «σχεδόν σε ό,τι έβρισκαν μπροστά τους», χωρίς δυσκολία ή δισταγμό. Σε μεταγενέστερα χρόνια, ο Περίνα αναρωτιέται μήπως αντί για τη μυστηριώδη μακροζωία των «ονειροβατών», θα ήταν προτιμότερο να είχε αφιερώσει το επιστημονικό του ενδιαφέρον στην «[…] στην απομόνωση του γονιδίου εκείνου που προίκιζε αυτούς τους ανθρώπους με μια τόσο ευρεία, ακλόνητη ηρεμία, με την ικανότητά τους να απορροφούν (και σε πολλές περιπτώσεις απλώς να αγνοούν) καθετί καινούργιο ή δυσάρεστο ή ακόμα και αδιανόητο».

Ένα ακόμα στοιχείο που τον εκπλήσσει ευχάριστα είναι πως η ζωή στο χωριό εκπληρωνόταν και γιορταζόταν με συχνές τελετουργίες που μεγέθυναν τη μικρή του, περίκλειστη επικράτεια.

«Μάλιστα, κάποιες φορές φαινόταν λες και υπήρχε πλεόνασμα τελετουργικών και κανόνων, θαρρείς για να αντισταθμιστεί ο αριθμός των ανθρώπων που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε αυτά. Η ζωή –που ήταν και μια ζωή σύντομη- ξετυλιγόταν σαν μια σειρά από εκθαμβωτικές περιστάσεις, μια τυμπανοκρουσία από εορτασμούς που τιμούσαν γεγονότα και ορόσημα τα οποία σε μια πολυπληθέστερη, πιο πολυάσχολη κοινωνία θα θεωρούνταν γεγονότα καθημερινά, ανάξια για κάτι παραπάνω από ένα απλό σχόλιο».

Μια από τις πολυάριθμες τελετές ήταν αφιερωμένη σε εκείνους τους λιγοστούς κατοίκους, που κατόρθωναν να φτάσουν στην ηλικία των εξήντα ετών. Στα εξηκοστά τους γενέθλια οι εορτάζοντες είχαν το προνόμιο να γευτούν την ιερή σάρκα της χελώνας, ανύποπτοι για τα αναρίθμητα χρόνια που τους περίμεναν.

Ενώ η μυθολογία, οι κοσμογονικοί θρύλοι, οι κοινωνικοί διακανονισμοί, η οικογενειακή δομή, οι τελετουργίες, οι εθιμοτυπίες και ο απομονωτισμός του χωριού προκαλούσαν στον Τάλεντ συστολή και αμηχανία που τον κρατούσαν στα όρια της περιμέτρου του, ο Περίνα όχι μόνο δεν αφήνει το δέος του να πάρει διαστάσεις θεοφοβίας, αλλά και απορρίπτει σαν ηθική σεμνοτυφία τη διακριτικότητα του ανθρωπολόγου.

«Εγώ, ωστόσο, δεν δεσμευόμουν από τέτοιες ηθικές αρχές, αληθινές ή άλλες, και μετά χαράς περνούσα το σύνορο του δάσους για να μπω στον κύκλο του χωριού».

Σε άλλο σημείο της αφήγησής του ο Περίνα παραδέχεται πως το διάστημα που πέρασε στο νησί τού έμαθε ότι «όλοι οι κανόνες και η ηθική είναι πολιτιστικώς σχετικοί».

Στο χωριό φυσικά υπήρχαν και παιδιά. Ο Περίνα τα παρατηρεί επισταμένως, εντυπωσιασμένος τόσο από την ομορφιά τους όσο και από τη σεξουαλική τους αμεριμνησία. Κανένα κοινωνικό ή βιολογικό ταμπού δεν απέκλειε τους ανήλικους της κοινότητας από το σεξ. Τα παιδιά απολάμβαναν τις σεξουαλικές σχέσεις και αυτό ήταν και έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τον Περίνα, «απολύτως φυσικό». Επίσης, τα παιδιά εκείνα ήταν πολύ πιο ωραία από τα παιδιά στην Αμερική και μετείχαν στη ζωή με τόλμη, δίχως καταναγκασμούς και αναστολές. Γενικότερα, όπως ήδη ειπώθηκε, σε όλο το χωριό επικρατούσε «μια διάχυτη σεξουαλική ελευθερία» και απαξάπαντες οι κάτοικοι εκδήλωναν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τον Περίνα κλίση στη «σεξουαλική ακολασία», την οποία, σημειωτέον, προτάσσει σαν εθνολογικό χαρακτηριστικό και προδιάθεση.

Ωστόσο, ο Περίνα δεν φαίνεται να είχε απαλλαγεί πλήρως από τα ανακλαστικά του πολιτισμού από τον οποίο καταγόταν και οι οριοθετήσεις του οποίου τον έκαναν όλο και περισσότερο να δυσφορεί. Στην περιγραφή, λόγου χάριν, της συλλογικής σφαγής, του γδαρσίματος και της κατακρεούργησης ενός ογκώδους θηράματος είναι διακριτή η αποστροφή του για την ωμότητα της διαδικασίας. «Όλο αυτό έγινε με μεγάλη αταραξία, με κάτι που ξεπερνούσε την ικανοποίηση αλλά δεν έφτανε την αγαλλίαση, και μετά έπλυναν όλοι τα χέρια τους κι οι γυναίκες άρχισαν να ετοιμάζουν το βραδινό».

Η σκηνή μοιάζει να προοικονομεί την αταραξία με την οποία ο Περίνα μετέφερε στην Αμερική το παστωμένο κρέας της χελώνας μαζί με τα έμβια δείγματα αιωνόβιας ανθρώπινης σάρκας, δείγματα εντέλει αρκετά βαρετά που σε τελική ανάλυση δεν διέφεραν πολύ από τα ποντίκια που κατατεμάχιζε στο εργαστήριό του· «απαραίτητα, μα ούτε στο ελάχιστο συναρπαστικά». Οι ιδεαλιστικές, υπερθετικές, σχεδόν απωθητικά αισθηματολογικές, επισημάνσεις σχετικά με τις ιδιοτυπίες και τα ειδυλλιακά ήθη κι έθιμα της φυλής, αποκαλύπτουν τον επίπλαστο όσο και παρελκυστικό χαρακτήρα τους, όταν ο Περίνα φεύγει από τη ζούγκλα για να επιστρέψει στην αμερικανική του ζωή, τις χάρες και τις απολαβές της οποίας ουδέποτε αποποιήθηκε. Τέσσερις από τους «ονειροβάτες» εγκλείονται σε ένα εργαστηριακό, αντισηπτικό κλουβί, για να καθηλωθούν αργότερα σχεδόν άψυχοι σε αναπηρικές καρέκλες, ενώ σαράντα τρία παιδιά της Μικρονησίας διασώζονται από την ιδεατή κοινωνία τους και υποχρεώνονται να απολαύσουν το αμερικανικό μοντέλο ανατροφής. Ενώ οι «ονειροβάτες» παρατείνουν στο προστατευμένο περιβάλλον τους τον ληθαργικό, ανοϊκό τους βίο, ολοένα και πιο καταρρακωμένοι εγκεφαλικά, μέχρι να αποκρυπτογραφηθεί το μυστικό της αθανασίας και να λυτρωθεί επιτέλους η ανθρωπότητα από τη θνητότητα, τα θετά παιδιά του Περίνα μυούνται στην αμερικανική τροφή, στέγαση και εκπαίδευση, χωρίς ωστόσο να ξεχνούν εντελώς τις ρίζες τους χάρη στους τακτικούς βιασμούς του πατρός τους.

Ο, αν όχι ψευδεπίγραφος, σίγουρα επιπόλαιος και αβαθής θαυμασμός του Περίνα για το νησί φανερώνεται περίτρανα στις σελίδες όπου ομολογεί την αφόρητη ανία που του προκαλούσε από ένα σημείο κι έπειτα το μέρος. Η μονοτονία και η απαράλλακτη επαναληπτικότητα των ημερών τον διαπότιζαν με μίσος για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Μισούσε το νησί και το χωριό, τους αποβλακωμένους «ονειροβάτες», την αποκρουστική, χαλαρή, τριχωτή τους σάρκα, μισούσε την επιθετική εξωφρενικότητα της ζούγκλας, την κολλώδη, αποπνικτική ζέστη, τον ζαλιστικό βόμβο των εντόμων, τους γλοιώδεις καρπούς που έπεφταν με γλιτσερούς παφλασμούς από τα δέντρα, τις στριγκλιές των γυναικών και τα γκαρίσματα των παιδιών. Περισσότερο, όμως, μισούσε το γεγονός πως βρισκόταν εγκλωβισμένος σε έναν τόπο που αρνούνταν να αποκαλύψει τα μυστικά του. Είχε παγιδευτεί μέσα σε ένα περιορισμένο και ωστόσο αδιάρρηκτο, επτασφράγιστο μικροσύμπαν. Οι ερωτήσεις που διέθετε δεν ανταποκρίνονταν στις απαντήσεις που καταζητούσε.

Ο Βίκτορ, το τελευταίο αγόρι που υιοθέτησε ο Περίνα, εκείνο στο οποίο ένα βράδυ εκχώρησε μαζί με το μίσος και την καρδιά του, αντιστάθηκε με μένος ενάντια στην αμερικανική οικόσιτη παιδεία του αυτόκλητου πατέρα του και ήταν το πρώτο από τα παιδιά που τον κατηγόρησε για σεξουαλική κακοποίηση. Όπως λέει ο Περίνα, ήταν ένα τέρας το οποίο διά της βίας εξημερώθηκε μόνο και μόνο για να στραφεί ενάντια στον δημιουργό του. «Ήταν τέρας, φυσικά, αλλά τον είχα κοινωνικοποιήσει, του είχα μάθει πώς να φέρεται, του είχα δώσει ό,τι χρειαζόταν για να με καταστρέψει».

Ο Περίνα πιστεύει κατηγορηματικά πως οι σαράντα τρεις υιοθεσίες ήταν πράξη ευεργεσίας που μετέπειτα λοιδορήθηκε από την οικτρή έλλειψη ευγνωμοσύνης των ευεργετηθέντων. Είχε σώσει παιδιά ορφανά ή έρμαια ακατάλληλων γονιών από μια ζωή κυριαρχημένη από τις ασθένειες και τις στερήσεις. Παραδόξως, το ίδιο πιστεύει για τους «ονειροβάτες», οι οποίοι κατόρθωναν να επιβιώνουν επί δεκαετίες μες στη ζούγκλα, αβοήθητοι από ιατρικές μέριμνες και παρ’ όλα αυτά διατηρώντας μια αξιοθαύμαστα καλή σωματική υγεία. Ακόμα και όταν αφήνει πίσω στο νησί τέσσερα από τα «υποκείμενα» που είχε ανακαλύψει, αμφιβάλλει αν θα κατάφερναν να επιζήσουν, επειδή ακριβώς τα είχε ανακαλύψει, τα είχε φροντίσει, τα είχε ονοματίσει και, το σημαντικότερο, τα είχε νοηματοδοτήσει.

Ένα από τα ερωτήματα τα οποία η Γιαναγκιχάρα αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει είναι γιατί ο Περίνα έφερε στο σπίτι του τόσα παιδιά, γιατί επιδίωξε αυτή «την παράξενη, πολυπληθή συλλογή ανθρώπων». Ήταν από όψιμο πατρικό ένστικτο, από σεξουαλική περιέργεια ή από την έλξη της εξουσίας της διαπαιδαγώγησης; Όταν του δίνει τον λόγο, ο Περίνα αδυνατεί και εκείνος να δώσει πειστική απάντηση, αλλά και πάλι καταφέρνει να ακουστεί απωθητικός καθώς δεν κρύβει την απογοήτευσή του για τα παιδιά του που τόσο γρήγορα έπαυαν να είναι συναρπαστικά. Η ανατροφή, η κοπιαστική καθοδήγηση ενός παιδιού προς την κοινωνία, είχε αποδειχθεί μια διόλου ευχάριστη εμπειρία. Οι «δεκάδες καθημερινές αποκαλύψεις σε μινιατούρα» που σοβούσαν σε κάθε ανήλικο πλάσμα, δεν ήταν καθόλου δελεαστικές ή μυστηριώδεις, έμοιαζαν περισσότερο με αδιάκοπη αγγαρεία. Λοιπόν, γιατί σαράντα τρία παιδιά; Ο Περίνα δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς ήλπιζε να του προσφέρουν. Παραδέχεται, μάλιστα, πως «είχε κάτι πυρετικό και αποκρουστικό, έως και ανησυχητικό» ο ρυθμός με τον οποίο υιοθετούσε αυτά τα παιδιά. Για ένα μόνο ήταν βέβαιος. Ήταν εξουθενωμένος από όλες αυτές τις υπάρξεις που ο ίδιος είχε αναγκάσει τον εαυτό του να τις παρακολουθεί «να σέρνονται στα πολλαπλά βήματα της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας και της ενηλικίωσης».

«Γιατί αδυνατούσα να σταματήσω; Τι ήλπιζα ότι θα μπορούσε να μου προσφέρει το κάθε καινούργιο που δεν είχαν τα προηγούμενα τριάντα-βάλε; Τι ήταν αυτό που ήθελα;»

Ο Περίνα αρνείται να δώσει στο ενδιαφέρον του για τα παιδιά μια κοινότοπη, καλλωπιστική εξήγηση, γελοιωδώς απλουστευτική και εύκολη. Ήξερε πως δεν ήταν ένας ήρωας ο οποίος από καθαρό αλτρουισμό διασφάλισε σε υπανάπτυκτα αγόρια και κορίτσια μια καλύτερη ζωή. Η εξήγηση ήταν πιο σύνθετη, πιο βαθιά. Ανατρέχοντας στη συνταρακτική επαφή του με το αγόρι μέσα στη ζούγκλα, ο Περίνα ανακαλεί τη συγκίνηση που τον κλόνισε σύγκορμο κατά το πλησίασμά τους. Περπατούσε μόνος μέσα στο νυχτωμένο δάσος, αποκαρδιωμένος από όλο εκείνο το άγριο πράσινο που απομυζούσε κάθε διανοητική του προσπάθεια και διηθούσε τη μοριακή του δομή εξαχνώνοντάς τον, και όταν τον άγγιξε στο μάγουλο η αγορίστικη παλάμη ένιωσε σαν να του προσφερόταν μια συμπόνια που δεν ήξερε καν ότι λαχταρούσε. Με το μάγουλό του γερμένο στο χέρι του αγοριού, αισθάνθηκε «τη δυστυχία και τη μοναξιά των περασμένων ημερών, των περασμένων τεσσάρων μηνών, των περασμένων είκοσι πέντε χρόνων» να τον πιέζουν κατάστηθα, «σαν μια μεγάλη, οστεώδης μάζα». Ήταν χαμένος μέσα σε ένα δάσος αδιαπέραστο, χαμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, με το πρόσωπό του σβησμένο στο ημίφως, και το αγόρι τον είχε βρει. Το άγγιγμά του τον πλημμύρισε ευγνωμοσύνη, όχι μόνο για την καλοσύνη του, αλλά και επειδή φαινόταν πως τον παραμόνευε μέσα στα φυλλώματα για να του θυμίσει την ίδια του την οντότητα.

Μετά το 1950 ακολουθούν πολλά ακόμα ταξίδια στο νησί. Σε μια από τις κατοπινές επισκέψεις του, ο Περίνα ξεχωρίζει ένα άλλο αγόρι, περίπου οκτώ χρονών, που έδειχνε να μένει ξέχωρο από τα παιδιάστικα καμώματα των συνομηλίκων του. Η ακινησία και η σοβαρότητά του ανακάλεσαν στον νου τού γιατρού τη μορφή του άλλου αγοριού. Ένα απομεσήμερο το παιδί έγειρε πάνω του και αποκοιμήθηκε. Η θέρμη του παιδικού κορμιού που ακουμπούσε πάνω του με εμπιστοσύνη και αβίαστη παράδοση, μεταμορφώθηκε σε επιθυμία· ήθελε ένα παιδί. Ένα τέτοιο παιδί.

Με κάθε παιδί που αποκτούσε, ο Περίνα ήλπιζε: «Αυτό είναι το παιδί που θα με κάνει ευτυχισμένο. Αυτό είναι το παιδί που θα ολοκληρώσει τη ζωή μου. Αυτό είναι το παιδί που θα μπορέσει να με ξεπληρώσει για τα τόσα χρόνια που έψαχνα».

«Κι ωστόσο με κάθε παιδί, η αίσθηση της ευχαρίστησης που λαχταρούσα ήταν όλο και πιο σύντομη, πιο φευγαλέα, πιο δύσκολη στην επίτευξή της, και εγώ ήμουν όλο και πιο μόνος, και τελικά αποτελούσαν απόδειξη μόνο των απωλειών μου, των ανεπίλυτών μου καημών».

Όπως ήδη αναφέρθηκε, στον πρόλογό του ο Κουμποντέρα χαρακτηρίζει την εξομολόγηση του Περίνα σαν μια ιστορία που έχει στην καρδιά της την αρρώστια. Ένα από τα στοιχεία που εντυπωσίασε τον γιατρό στα παιδιά που φυγάδευσε στην Αμερική ήταν η φύση των λοιμώξεών τους. Όλα υπέφεραν από δυσεξιχνίαστες παθήσεις, τα μικροσκοπικά τους σώματα ήταν κατάστικτα από πλήθος αλλοιώσεις και ανατομικές παραμορφώσεις, ήταν ξενιστές ασύλληπτων μικροβίων· «έμοιαζαν με υπερμεγέθη έμβρυα, πράγματα που είχαν γεννηθεί υπερβολικά άμορφα και τερατώδη για να τους επιτραπεί να ζήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους, λάθη που δεν προορίζονταν για την κοινή θέα».

Διάσημος επιστήμονας πια, περιζήτητος ανά τον κόσμο, ο Νόρτον Περίνα άνοιξε το τεράστιο, αποικιακού στιλ σπίτι του για να δεξιωθεί «[…] υποσιτισμένα και πρωτόγονα ορφανά, των οποίων την αξιοθρήνητη θέση επιδείνωνε το σκούρο τους δέρμα και η πλακουτσωτή τους μύτη και η πλήρης αμορφωσιά τους».

Καθώς έβλεπε τα παιδιά του να μεγαλώνουν και να γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο αμερικανόπουλα, όλο νεύρα και απαιτήσεις, ο Περίνα σκεφτόταν μήπως τα είχε υιοθετήσει από διάθεση αυτοτιμωρίας. Σε κάθε περίπτωση κατανοούσε πως ήταν, εν μέρει, υπεύθυνος για το ρήμαγμα και τη λεηλασία του γενέθλιου τόπου τους. Είχε πάει στο νησί παρασυρμένος από τη λαχτάρα της περιπέτειας «και με την αγνή ελπίδα της εξερεύνησης». Είχε γοητευτεί από «την ωραία ονειρική εικόνα ενός απέθαντου λαού». Δεν είχε ποτέ την πρόθεση να τον καταστρέψει, καταστρέφοντας μαζί πανάρχαιες ελπίδες της ανθρωπότητας. Δεν είχε ποτέ του υποπτευθεί πως το όνειρο της ανθρωπότητας για αιώνια ζωή, «όλα τα όνειρα της θεοποίησης», θα κατέληγαν απόνερα, χυμένα «σαν το νερό στο σιφόνι». Η επιστημονική του περιέργεια, ωστόσο, αποδείχθηκε ολέθρια. Μέσα σε λίγα χρόνια από την ταυτοποίηση της πάθησης του συνδρόμου της Σελήνης, το νησί ισοπεδώθηκε από την εξαντλητική εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων, από την αποψίλωση εκτεταμένων ζωνών της ζούγκλας, από την επέλαση φαρμακευτικών εταιρειών, ορδών νευροεπιστημόνων, ανθρωπολόγων, ερπετολόγων, βοτανολόγων, αργότερα και ιεραποστόλων, ενόσω οι κάτοικοι αλλοτριώθηκαν και εξαθλιώθηκαν, αποκόπηκαν από την ανόθευτη, απλούστατη κουλτούρα τους και καταδικάστηκαν σε έναν στρεβλό εκδυτικισμό. Άλλοτε γεμάτος μυστήρια, θαύματα και υποσχέσεις, ο τόπος από Εδέμ είχε καταντήσει ένα «μικρονησιακό ερείπιο», «κακόγουστο και ντροπιαστικό». Τα παιδιά που ζούσαν στο σπίτι του υπενθύμιζαν καθημερινά στον Περίνα την ενοχή του, όλες εκείνες τις ανέκκλητες καταστροφές. Ήταν η ζωντανή υπενθύμιση όλων όσα είχε δει, είχε υπάρξει και κάνει σε εκείνο το νησί, από το οποίο ουδέποτε θα κατάφερνε να φύγει στ’ αλήθεια. Το νησί τού είχε πάρει όλα όσα είχε αγαπήσει, όλα όσα στα οποία είχε ελπίσει. Ο Περίνα παρατηρούσε τα παιδιά με «αγνή, ακατέργαστη απελπισία» και σάστιζε μπροστά «στον θεμελιώδη παραλογισμό, την υπερβολή, της κατάστασης» που είχε επιφέρει στον εαυτό του.

«Εκείνες τις στιγμές, παρακολουθούσα τα παιδιά νηφάλια, σχεδόν σαν να ήταν μαϊμούδες σε εργαστήριο και θα μπορούσα να τις αφήσω στο τέλος της μέρας».

Η πιο δυναστική, ωστόσο, τιμωρία του Περίνα ήταν ο Βίκτορ. Και η πιο τρανή αποτυχία του. Η αγριότητα του αγοριού αποδεικνυόταν κάθε μέρα ανεπίδεκτη κάθε ανατροφής. Δεν ήξερε, και πιθανότατα δεν θα μάθαινε ποτέ, πώς να είναι άνθρωπος. Κάποιες στιγμές η απωθητική, συχνά ανατριχιαστική, παρουσία του Βίκτορ τού θύμιζε γκόλεμ, ένα πλάσμα στο οποίο αλόγιστα είχε δώσει ζωή και το οποίο τώρα περιφερόταν ανήμερο και εξαγριωμένο στο σπιτικό του. Ήταν σαν να είχε αναστήσει τον χειρότερο εφιάλτη του. Ένα βράδυ ο Περίνα μπήκε στο δωμάτιο του Βίκτορ λυσσώντας να τον τιμωρήσει, να τον λυγίσει, να τον εξανθρωπίσει. Βιάζοντάς τον ξεστόμιζε με φωνή υγρή από τα δάκρυα λόγια αγάπης και λαχτάρας, δίνοντας υποσχέσεις που ποτέ πριν δεν είχε δώσει.

Μολονότι τιμημένος με το προνόμιο να δει χάρη στην ιατρική «μερικά από τα χειρότερα σημάδια που μπορεί να επιφέρει η αρρώστια στο ανθρώπινο σώμα», ο Περίνα δεν απέφυγε ένα «σωματικό σοκ» στη θέα του μικρού Βίκτορ. Η σχολαστικότητα των λοιμώξεών του, τα έλκη και οι ουλές που χαρτογραφούσαν τη σάρκα του, οι εγχάρακτες αλλοιώσεις του δέρματος, η πληθώρα των ιών που τον σπάρασσαν υποδόρια, τα πολυάριθμα βακτήρια που «φαινόταν να έχουν επιτυχώς κατακτήσει ακόμα και τα πιο επουσιώδη μέρη της ανατομίας του», όλα αυτά ήταν σημάδια, αποκρουστικά αλλά την ίδια στιγμή «διακριτά και δημιουργικά», πρωτίστως ατράνταχτα, της μοναδικότητάς του. Ο Βίκτορ έφερε κατάσαρκα έναν άψογο γρίφο και το καθημαγμένο του σώμα επέβαλλε στον Περίνα την πλήρη αφοσίωσή του.

Στην αρχή των απομνημονευμάτων του ο Περίνα αναφέρεται στον θάνατο των γονιών του. Και οι δυο τους φαίνεται πως βρήκαν τον θάνατο που ταίριαζε στις ιδιοσυγκρασίες τους. Ο πατέρας του, παθητικός και νωθρός, άφησε τον εαυτό του να ρημάξει μαζί με το σπίτι όπου μεγάλωσαν ο Περίνα και ο δίδυμος αδελφός του. Εγκαταλελειμμένος από τους γιους του και από χρόνια χήρος, βούλιαξε μέσα σε ένα καθιστικό λιγοστών τετραγωνικών που ολοένα κατέρρεε. Ο Περίνα σκέφτεται πως υπεύθυνη για τον θάνατό του ήταν η τεμπελιά του· «στην ουσία αυτοκτόνησε από την ίδια του την τεμπελιά». «Ακόμα κι η αυτοκτονία του ήταν μια πράξη χαρακτηριστικής παθητικότητας».

Η μητέρα του, από την άλλη, φύση ονειροπόλα και άηχη, διαρκώς φευγάτη σε αθέατους ορίζοντες, ξεψύχησε μια μέρα στην όχθη ενός ρέματος· καθώς τα πόδια της γλιστρούσαν στο ωχρό, κελαρυστό ρέμα, έκλεισε τα μάτια της, «ανίδεη και άφοβη για το πού θα πήγαινε μετά». Ο αγροτικός γιατρός απέδωσε τον θάνατό της σε μόλυνση από έναν ιό που μετέφεραν τα κουνούπια του έλους. Όπως με χαιρεκακία δήλωσε στον ανήλικο Νόρτον, η μητέρα του «περιφερόταν σ’ έναν βόθρο γεμάτο βακτήρια και προκάλεσε τον ίδιο της τον χαμό». Η εξήγηση του επαρχιώτη γιατρού δεν ήταν μόνο άξεστη αλλά και εσφαλμένη. Παρ’ όλα αυτά, η σκληρή, λαθεμένη εξήγηση πρόσφερε στο αγόρι «μια πρώτη ματιά στον κόσμο της ασθένειας και στον απαιτητικό, άψογο γρίφο της».

Λίγο καιρό αργότερα, ένας άλλος γιατρός, ο οποίος διενήργησε τη νεκροψία, διευκρίνιζε στο πόρισμά του πως η νεαρή γυναίκα είχε πεθάνει από ανεύρυσμα.  Ήταν ένας καλός θάνατος. Δεν είχε νιώσει καθόλου πόνο. Ήταν τυχερή. «Ένας καλός θάνατος». Για τον μικρό Νόρτον οι λέξεις αυτές «ήταν εξίσου μυστηριώδεις με την ιδέα του θανάτου καθαυτόν».

«Η μητέρα μου ήταν κάποια που της είχε δοθεί ένας καλός θάνατος. Μια ονειροπαρμένη, ένα φάντασμα, έλαβε το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει η φύση».

Θα περάσουν μερικά χρόνια, αλλά κάποτε θα καταλάβει πως οι λέξεις είχαν δίκιο.

«Γιατί τι παραπάνω να τολμήσουμε να ζητήσουμε απ’ τον θάνατο; – πέρα από καλοσύνη;»

Ένας καλός θάνατος. Ενδεχομένως, έχοντάς τους στερήσει τη ζωή, είτε λίγη είτε υπέργηρη, για την οποία προορίζονταν, η μοναδική καλοσύνη του Περίνα τόσο προς τους «ονειροβάτες» όσο και προς τα παιδιά του να ήταν αυτό ακριβώς, ένας καλός θάνατος. Ταυτοποιώντας αφενός την πάθηση των «ονειροβατών» και αφετέρου θεραπεύοντας τα παιδιά του από τα εκ γενετής τους μικρόβια, ο Περίνα έκλεισε τους λογαριασμούς του με την αρρώστια.

Αξίζει να προσεχθεί πως ο κυνισμός του είναι περισσότερο ενδοστρεφής και λιγότερο εκδήλωση της καθολικής δυσανεξίας του στα έμβια όντα του κόσμου. Στα εβδομήντα πέντε του χρόνια τον Περίνα δεν τον αναπάλλει πια το δέος του θανάτου ούτε αναρριγεί στην προσμονή της αιώνιας ζωής. Κάθε άλλο. Η αμείλικτη πορεία του χρόνου προς τα εμπρός, που παράσερνε στο διάβα του τις έσχατες αντοχές ενός ανθρώπινου σώματος, του προκαλούσε φρίκη, του φαινόταν αβάσταχτα οδυνηρή. Είχε συμφιλιωθεί με τη νομοτέλεια της φθοράς και το μόνο που πλέον αποζητούσε από τη ζωή ήταν η καλοσύνη του θανάτου. Συλλογίζεται πως η ιστορία του δεν έπρεπε ποτέ να ενδώσει στην αυταπάτη της αιωνιότητας, αλλά ότι θα όφειλε να είναι από την αρχή «μια σάγκα αυτή καθαυτή, ένας μακρόσυρτος θάνατος που αργά περιελίσσεται προς το χώμα». 

Αισθανόταν λυτρωμένος από την πίστη του θαύματος και περίμενε την τελική έκβαση της ατομικής του περιπέτειας, σημαδεμένης αναμενόμενα από απώλειες και ματαιώσεις. Από τη λαχτάρα για περισσότερη ζωή είχε περάσει, σχεδόν ανεπαίσθητα, σαν σε όνειρο, στη συμφιλίωση με την ιδέα του τέλους της. Καθόταν και εκείνος σε ένα ρέμα που κυλούσε, έτοιμος να αφεθεί στο ρεύμα του.

Κάποια στιγμή «[…] έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι ίσως υπήρχε κάτι ανυποχώρητο στον τρόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, λες και η ζωή μου –η οποία είχε αρχίσει να φαίνεται πως δεν ήταν κάτι δικό μου, αλλά κάτι στο οποίο ρίχτηκα στα τυφλά- ήταν πράγματι κάτι ζωντανό, που υπήρχε χωρίς να το γνωρίζω αλλά με παράσερνε στο δυνατό, επίμονό του ρεύμα».

Ένας καλός θάνατος. Οι λέξεις είχαν δίκιο.

Τις λέξεις δεν τις νοηματοδοτούν τα γράμματα και οι συλλαβές, αλλά ο νους που τις σκέφτεται, τις χρειάζεται και τις προφέρει. Δεν είναι, όμως, μόνο απολήξεις διανοητικών διεργασιών αλλά και πηγαίου, ακαριαίου συναισθήματος, όπως και αποκυήματα της ατιθάσευτης ανάγκης να κατονομαστεί και να κατανοηθεί ο κόσμος. Οι λέξεις μάς δίνουν το πρόσωπό μας, φέρουν την ουσία του ψυχισμού μας, είναι οι θύλακες της ηθικότητάς μας, των επιθυμιών και των καημών μας, των παράλογων ελπίδων μας, των πιο παράτολμων ονείρων μας, των πιο εύθραυστων ιδεών· βυθομετρούν την ευαισθησία μας και ερμηνεύουν τα άφατα που μας παιδεύουν. Ο λόγος συνιστά νευραλγικό κομμάτι ενός σώματος ιδωμένου στην ολότητά του. Έχει σημασία να δούμε πως πριν χάσουν ολότελα την ανθρωπινότητά τους, οι «ονειροβάτες» έχασαν την ικανότητα της ομιλίας. Η προσωνυμία τους στο τοπικό ιδιόλεκτο μεταφραζόταν σαν «άνθρωποι χωρίς λαιμό», συνεπώς δίχως φωνή. Ήταν επίσης άνθρωποι δίχως φίλους, δίχως αγάπη, γιατί στη γλώσσα της φυλής ο λαιμός σήμαινε και τον φίλο και την αγάπη. Ωστόσο, πριν χάσουν τη μιλιά τους, η πάθησή τους τους αρρώσταινε με έναν λόγο που δεν έβγαζε νόημα. Μιλούσαν, αλλά δεν γίνονταν κατανοητοί. Το μυαλό τους είχε ξεχάσει τη σημασία και την αναγκαιότητα των λέξεων. Δίχως γλώσσα, δεν ήταν πια πλήρως άνθρωποι. Ανάσαιναν, γελούσαν και στέναζαν, πεινούσαν και έτρωγαν, κοιμούνταν και ξυπνούσαν, αλλά δεν είχαν λέξεις και αυτή η απώλεια τους ακρωτηρίαζε από καθετί ανθρώπινο, από κάθε αίσθηση του ανθρώπινου. Είχαν απομείνει εγκλωβισμένοι στη μέγκενη ενός σώματος που είχε επιζήσει του εγκεφαλικού θανάτου. Δεν ήταν παρά σώματα, υγιέστατα κουφάρια. Η υπόστασή τους περιοριζόταν σε ένα σύνολο βασικών βιολογικών λειτουργιών που επαναλαμβάνονταν αδιάκοπα, σε έναν αυτιστικό ρυθμό. Η απώλεια του λόγου εξόριζε τους «ονειροβάτες» από τον ρου του χρόνου και γι’ αυτό ζούσαν ανόητα, ατέρμονα, απολαμβάνοντας ερήμην τους «μια παρωδία αθανασίας». Περιπλανιόνταν δίχως φωνή και δίχως αισθήσεις σε ένα ατελείωτο δάσος, θηρευτές και θηράματα ενός κόσμου αποπνικτικά στενού και την ίδια στιγμή τρομακτικά απέραντου.

Ο Περίνα ήταν ανίκανος να αναγνωρίσει στη γλώσσα ένα μυστήριο που άξιζε να αγαπηθεί, έναν άψογο γρίφο. Η γλωσσική αναπηρία των «ονειροβατών» τού προκαλούσε περισσότερο ενόχληση παρά περιέργεια. Τα τραυλίσματα και οι συριγμοί τους, τα μουγκρητά και τα ουρλιαχτά τους, απλώς επιβάρυναν με μια πρόσθετη οχλοβοή τους ακατάπαυστους αντίλαλους της ζούγκλας· το ανοϊκό τους ηχόχρωμα που αντιβοούσε στα δέντρα, δεν ήταν παρά ένας χαοτικός σαματάς. Μολονότι όταν επέστρεψε στην Αμερική, ο Περίνα προσπάθησε να μάθει τη γλώσσα των ντόπιων, το ιδιόλεκτό τους συνέχιζε να ακούγεται στ’ αυτιά του σαν παράφωνο συνονθύλευμα φωνηέντων, λαρυγγικών σπασμών, ατελεύτητων, ακατάληπτων ψαλμωδιών και άναρθρων μουρμουρητών.

Ένα στοιχείο που υποδαύλιζε την αντιπαλότητα ανάμεσα στον Νόρτον και τον δίδυμο αδελφό του, τον Όουεν, ήταν οι αντιθετικές κλίσεις των μυαλών τους. Όπως σημειώνει ο Κουμποντέρα, οι δυο τους συναγωνίζονταν σε ευφυΐα, εκκεντρικότητες και πάθη. Και οι δύο διέθεταν βάθος και εύρος γνώσεων και οι αψιμαχίες τους, δριμύτατες ενίοτε, οφείλονταν στην απόκλιση των γνωστικών τους αντικειμένων. Ο Όουεν ήταν λογοτέχνης, αγαπούσε τις λέξεις, τον συνάρπαζαν τα γλωσσικά σχήματα που αναδύονταν από την απειρία των συνδυασμών τους, θαύμαζε την ομορφιά της γλώσσας επειδή ακριβώς έπρεπε να επινοηθεί. Ο Περίνα έβρισκε την ενασχόλησή του με την ποίηση ελιτίστικη, μάλλον άχρηστη, φιλολογική οκνηρία, σαν να έπαιζε κανείς με «ένα κινέζικο κουτί για τρικ». Θεωρούσε πως ο Όουεν ήταν προσηλωμένος σε ασήμαντες, μικρές και κοινότοπες, έγνοιες και πως αυτή η προσήλωση τον καθησύχαζε, κρατώντας τον μακριά από τα σπουδαία προβλήματα του κόσμου. Για τον Περίνα, όμως, «η γλώσσα δεν είχε δική της ενδογενή ευφυΐα», δεν είχε «εγγενή μυστικά». Ήταν ένα παιχνίδι φτιαγμένο από τον άνθρωπο για να διασκεδάζει και να βαυκαλίζεται με την ευρηματικότητά του, ένα εφεύρημα πλεοναστικό στον πολιτισμό, μια τεχνητή κατασκευή που ο καθένας τη χρησιμοποιούσε καταπώς ήθελε, τη χειραγωγούσε, την κακοποιούσε, την καλλώπιζε, την παραμόρφωνε. «Η γλώσσα μπορούσε να παρανοηθεί, να παρερμηνευθεί, οι κανόνες της επιβεβλημένοι ή αγνοημένοι από καπρίτσιο. Δεν υπήρχε πειθαρχία σ’ αυτήν».

«Μια ασθένεια όμως, ένας ιός, ένα τρεμάμενο νήμα βακτηρίων, υπήρχαν με ή χωρίς τον άνθρωπο, και σε εμάς εναπόκειτο η κατανόηση των μυστικών τους». Για τον Περίνα η επιστήμη της ασθένειας, η ερευνητική ιατρική, ήταν μια συνεχής αναμέτρηση με σκοτεινούς γρίφους και ερεθιστικά μυστικά, τα οποία δεν ικανοποιούνταν με ατελείς ή αυθαίρετες εξηγήσεις, οσοδήποτε δημιουργικές και αν ήταν.

Ο αδελφός του ήταν εκείνος που κατέδωσε τον Περίνα στην αστυνομία. Η ποίηση πρόδωσε τον επιστημονικό νου. Σε αντίθεση με ό,τι επέμενε να πιστεύει ο Νόρτον, ο Όουεν δεν ήταν απλώς ένας αισθητιστής, που απολάμβανε τη γλώσσα επειδή κατεύναζε την πνευματική του κενοδοξία. Μέσω της γλώσσας γινόταν φορέας μιας άλλης, πληθυντικής, πάντοτε υπό αίρεση, αλήθειας, πλατύτερης από ένα απλό, αδιάσειστο επιστημονικό δεδομένο. Μέσω της ποίησης επανεφεύρισκε την ευαισθησία, τη συμπόνια, την ηθική και την αγάπη και γι’ αυτό δεν δίστασε να παραστεί ως κατήγορος στη δίκη του Περίνα. 

Κάποτε στο παρελθόν τα δύο αδέλφια ταξίδεψαν μαζί στην Ιταλία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όποτε ο Νόρτον έστρεφε το βλέμμα του στον Όουεν ταραζόταν από μια αμιγώς σωματική αντίδραση· ένιωθε σαν κάτι να πίεζε το στήθος του, «γερό κι επίμονο κι ωστόσο όχι δυσάρεστο, όχι επώδυνο».

«Μετά από λίγα τέτοια επεισόδια, συμπέρανα πως επρόκειτο, ελλείψει καταλληλότερης λέξης, για αγάπη».

Ο Νόρτον βίωσε την αγάπη αρχικά σαν πάθηση και κατόπιν σαν γνωμάτευση. Όταν ο Όουεν τον πήγε στο δικαστήριο, μάλλον δεν χρειάστηκε να σκεφτεί αν παρανοούσε την αγάπη ως έννοια στεγανή, κλινική. Μπορεί η γλώσσα να μην είναι σε καμία περίπτωση απαράβατη ούτε αλάθητη, να μη στοιχειοθετεί ένα πιστοποιημένο σύστημα απαρέγκλιτων κωδίκων, όμως χάρη σε αυτήν η ανθρώπινη ζωή οριοθετείται και σημασιοδοτείται από κανόνες άγραφους και ωστόσο απαράγραπτους, επιβεβλημένους και αδήριτους, που κανείς δεν δικαιούται να παραβιάζει ατιμώρητος. Ο Περίνα δεν είχε βρει την κατάλληλη λέξη. Τίποτα από όσα γράφει δεν έχει σχέση με αγάπη.

Παρ’ όλα αυτά, ο Περίνα έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως δεν γεννιόμαστε με την προδιάθεση να συμπεριφερόμαστε σαν άνθρωποι. «Παρότι […] είναι μια όμορφη ιδέα αυτή, είναι θεμελιωδώς αναληθής». Το να είσαι άνθρωπος είναι μια ιδιότητα επίκτητη, υπό διαρκή διεκδίκηση όπως και υπό διαρκή διακύβευση. Επίκτητη ήταν και η νόσος της αθανασίας που καταδίκαζε τους «ονειροβάτες» σε μια ζωή δίχως φωνή. Αν αποδεσμεύσουμε την πάθησή τους από το πλαίσιο του μυθιστορήματος, διεγείρονται άκρως ερεθιστικά ερωτήματα για τη σχέση του Δυτικού ανθρώπου τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο. Και εδώ, κατά τη γνώμη μου, έγκειται η πιο συναρπαστική πτυχή του μυθιστορήματος της Γιαναγκιχάρα.

Δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε σε κάποιο μακρινό νησί του Ειρηνικού για να διαπιστώσουμε πώς η λαχτάρα της αθανασίας γίνεται κατάρα. Ας βγούμε έξω, ας δούμε τηλεόραση. Η φετιχοποίηση του ωραίου, η ιδεοληψία με τη νεότητα, η λατρεία του αρυτίδωτου δέρματος, ο εμμονικός πόθος μιας αγέραστης ζωής, είναι πολύ μοντέρνες νόσοι, οι οποίες λαμβάνουν ολοένα και πιο επιδημικές διαστάσεις. Η ανθρώπινη όψη είναι πλέον ένας τραγέλαφος, η οφθαλμοφανής απόδειξη της κατατρόπωσης της εκ γενετής έλλογης φύσης μας. Τα προσωπεία υποκαθιστούν τα πρόσωπα, ομοιόμορφα, επινικελωμένα, επισμαλτωμένα σκιάχτρα απομιμούνται ανθρώπινα χαρακτηριστικά, άσπιλα, άψυχα είδωλα παρακρατούν τη μύχια ειδή, οι αισθήσεις περιορίζονται στις επίπλαστες γκριμάτσες μιας τανυσμένης μάσκας, ενώ μια εφιαλτική άποψη περί ομορφιάς και ευζωίας κατισχύει κάθε ψυχικού αποθέματος ή πνευματικού αντίβαρου. Απολαμβάνουμε πανέμορφοι και για πάντα νέοι, από καιρό εγκεφαλικά νεκροί, την ηθική παρακμή μας, τη λήθη του λόγου, το βαθύ γήρας της ανθρωπινότητάς μας. Ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού μας να βυσσοδομεί η σκέψη του θανάτου, αλλά και πάλι η σκέψη γλιστράει εύκολα πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια των προσωπίδων. Φροντίζουμε να απαγορεύουμε στον θάνατο τη θέα στον κόσμο. Αν, όμως, η αιώνια ζωή αποδειχθεί ανιαρή, μπορούμε να ελπίσουμε πως ένας καλός θάνατος θα δώσει τη λύση και σε αυτή την παρακμή. 

 

Lina Pantaleon

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular