Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

Μας καταβροχθίζει η φωτιά, Ζάουμε Καμπρέ, Εκδόσεις Πόλις

 

«Κι αν είναι όλα ψέματα;»

 

Αχ, τι ωραία που είναι τα βιβλία! Μας ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, μας γεμίζουν γνώσεις, μας παρασύρουν σε περιπέτειες, πλαταίνουν τη φαντασία, διώχνουν την ανία, παρηγορούν τη μοναξιά, μαλακώνουν τη λύπη, μας κάνουν να ξεχνιόμαστε, να ξεχνάμε τη μιζέρια και τη μονοτονία της καθημερινότητας, να ξεχνάμε πόσο μόνοι και χαμένοι είμαστε. Ίσως αυτά να σκεφτόταν, με την αφέλεια και την αλήθεια που έχουν όλα τα κλισέ, ο Ισμαήλ Καπράλ, όταν αποφάσισε πως τα βιβλία θα μπορούσαν να τον σώσουν από την απελπισία. Καθώς του ήταν αδύνατον να τα βρει με τη ζωή, σκεφτόταν ότι «η μοναδική παρηγοριά του σε αυτή τη ζωή ήταν το διάβασμα». Στο ίδρυμα που τον έστειλε η Πρόνοια, γνώρισε τον Σιμό, ο οποίος διάβαζε συνέχεια. Το πρώτο βιβλίο που του σύστησε ο Σιμό ήταν το Μόμπι Ντικ. Τότε ο Ισμαήλ βαφτίστηκε και εμβαπτίστηκε στη λογοτεχνία. Αργότερα έγινε φιλόλογος.

«Και, πιο μόνος από ποτέ, επέστρεφε στο σπίτι, διάβαζε, κοιμόταν άσχημα κι έβλεπε τον χρόνο να κυλά χωρίς προσπάθεια και τον ίδιο να ζει χωρίς ψευδαισθήσεις».

Μετά από πολλά βιβλία και πολλές γλώσσες (καταλανικά, ισπανικά, λατινικά, γερμανικά, σουηδικά) ο Ισμαήλ χρειάστηκε να ράψει δύο κουμπιά και έτσι συνάντησε τη Λέο, μια ώριμη, κομψή κυρία, που εργαζόταν σε κατάστημα ραπτικής. Η Λέο ήταν παιδική του φίλη, αλλά τώρα το σπίτι όπου έμενε ήταν «το μουσείο του πόνου της». Ο καημός της Λέο ήταν ένα διπλό πένθος, στο οποίο ήταν ευλαβικά αφοσιωμένη. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι του Ισμαήλ για να επιστρέψει στο δικό της, έμπαινε μόνη της στον καημό της. Ο ερωτευμένος Ισμαήλ διάβαζε λιγότερο, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Γι’ αυτό δέχτηκε εντελώς αστόχαστα την πρόταση ενός γνωστού του να πάει σε ένα συμπόσιο πολυγλωσσίας. «Κι έτσι άρχισαν όλα τα προβλήματα που ποτέ του δεν είχε παρόμοια ούτε θα είχε ξανά».

Ο Ζάουμε Καμπρέ, που σφράγισε τη σύγχρονη λογοτεχνία με το εμβληματικό Confiteor (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, Πόλις, 2016), γράφει ένα μυθιστόρημα εν είδει ωδής σε κάθε μυθιστόρημα που έχει γραφτεί ή θα γραφτεί. Ό,τι ζει ο Ισμαήλ από τη στιγμή που πήγε στο συμπόσιο πολυγλωσσίας, είναι μια μυθοπλαστική φρεναπάτη. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, που θα μπορούσε να είναι η πτώση από τη ζωή στη φαντασία, έχασε τη μνήμη του, την επίγνωση της ύπαρξής του. Ό,τι γνώριζε για τον εαυτό του, ήταν πλέον σπαράγματα αναγνώσεων. Η πραγματικότητα, στην οποία αναρρώνει, είχε διασαλευτεί ριζικά από τη λογοτεχνία, ήταν κατάμεστη από μύθους και ιστορίες. Ακαριαία και διά παντός ο Ισμαήλ αποδήμησε στον κόσμο των βιβλίων που είχε διαβάσει. Αυτός ο ίδιος ήταν πια «και το χαρτί και το μελάνι κι η πένα». Τη στιγμή που άρχιζε να ζει, με τη σκέψη πως τα λεπτά, ήρεμα χέρια της Λέο ήταν ένας τόπος, όπου θα μπορούσε να αναπαυθεί, τον άδραξε η μυθοπλασία. Είχε γίνει δεσμώτης των βιβλίων, κυρίως εκείνου του πρώτου βιβλίου.

«Ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, όπως ο επιφανής προκάτοχός του, αλλά δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μες στη θαλασσοταραχή, δίχως φάλαινα να κυνηγήσει, περιτριγυρισμένος από καρχαρίες με ευγενή όψη που, για κάποιον λόγο, δεν τον είχαν ακόμα καταβροχθίσει».

Μετά το ατύχημα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε εκείνον και την πραγματικότητα, σαν ένα πυκνό σύννεφο, ο Ισμαήλ ξυπνάει σε έναν πολυφωνικό εφιάλτη. Η θλιβερή, μονότονη ζωή του αποκτά αίφνης ιλιγγιώδες σασπένς. Τον συντάραζε ένας διαρκής φόβος, αλλά αυτός ο φόβος ήταν συναρπαστικός, καταύγαζε το σκοτάδι. Ενέδιδε σε αυτό τον φόβο, όπως οι νυχτοπεταλούδες πέφτουν με αυτοκτονική μανία πάνω στο φως. Στις δύο εισαγωγικές σελίδες του μυθιστορήματος, που ακτινοβολούν από σπαρακτική ομορφιά, ο Καμπρέ ανακαλεί τη φρενίτιδα της νυχτοπεταλούδας, όταν πλησιάζει μια λάμπα, ένα φανάρι ή μια φλόγα, και τη λαχτάρα της να φτάσει στο φως, ακόμα και αν την καταβροχθίσει η φωτιά. «Ένα είδος αυτοθυσίας στον θεό της φλόγας». Και ο Ισμαήλ, πλάσμα αλλοπαρμένο και απαρηγόρητο, ένα ψυχάρι ήταν, που λαχταρούσε τη φωτιά που θα τον καταβρόχθιζε· «ήμουν μια γκρίζα νυχτοπεταλούδα τυφλωμένη από τη λάμψη, μια νυχτοπεταλούδα που αγνοούσε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα φανάρια και τη θανατηφόρο επίδραση που ασκεί η λάμψη του φωτός, ακόμα κι αν προέρχεται από τη φλόγα ενός ταπεινού κεριού».

Το φως που κατακαίει τον Ισμαήλ ήταν από τη φλόγα που ανάβει η φαντασία στον νου και την ψυχή. Μέσα στα βιβλία είχε ανακαλύψει τα φανάρια που θα τον αφάνιζαν, αφού όμως πρώτα θα τον ζέσταιναν. Ο Ισμαήλ είχε γεννηθεί μια Τετάρτη που έκανε πάρα πολύ κρύο. Η μητέρα του είχε πεθάνει από το κρύο, όταν ο ίδιος ήταν εννέα ετών. Από τότε αποζητούσε τη ζέστη, τη φλόγα που θα έλιωνε τον παγετό. Τα βιβλία τον κρατούσαν ζεστό. Μετά το ατύχημα, όμως, τον καψάλιζε επίμονα ένα φως προς το οποίο πλησίαζε επικίνδυνα. Η πραγματικότητα καλύφθηκε από έναν εξεζητημένο, επιμελώς τεχνουργημένο, νουάρ φωτισμό. Το φονικό φανάρι τον παραμόνευε στην άκρη του δρόμου. Εκβιάζοντας την πλοκή, οι διώκτες του έφτασαν στο σημείο να τον κατηγορήσουν πως είχε πεθάνει, αλλά με κάποιον τρόπο ο Ισμαήλ ήξερε πως δεν θα έμενε για πολύ πεθαμένος. Η πολυγλωσσία ήταν η καταδίκη και η σωτηρία του. Μια νεκρή γλώσσα θα τον έβγαζε ζωντανό από τον εφιάλτη. Βέβαια, από τη στιγμή που είχε μετοικήσει στη μυθοπλασία, ο Ισμαήλ ήταν καταδικασμένος να δει το τέλος της ιστορίας να συμπίπτει με το τέλος της ζωής του.

Ακολουθώντας ένα αχνό φως, σαν «μπάμπουρας που ελκύεται απ’ το φως της φλόγας του κεριού μέχρι να καψαλιστεί», στον σκοτεινό διάδρομο ενός νοσοκομείου, ο Ισμαήλ δραπετεύει από τη ζωή (του). Κάποια στιγμή μπαίνει σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και έτσι όπως ήταν δίχως μνήμη, αισθανόταν σαν χρυσόψαρο στη γυάλα. Δεν θυμόταν τίποτε «κι είχε ένα ύφος σαν να είχε χάσει τη ζωή του. Αλλά τουλάχιστον δεν ένιωθε το δυσάρεστο κρύο που έκανε έξω».

Ήθελε να κλάψει, αλλά σκεφτόταν πως «έξω έκανε περισσότερο κρύο απ’ ό,τι μέσα στο νερό». Η άλλη ζωή στην οποία καταδύεται ο Ισμαήλ, ήταν, όπως και η αληθινή, γεμάτη δυστυχία, μια δυστυχία, όμως, αλλιώτικη, πιο έντονη, πιο ενδιαφέρουσα, πιο επείγουσα. Η ιστορία του Ισμαήλ είναι ιστορίες θανάτων. Άλλωστε, δεν νοείται λογοτεχνία δίχως θάνατο. Μετά το ατύχημα, ο Ισμαήλ είχε ξυπνήσει σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, όπου το παράθυρο ήταν πολύ στενό, «σαν να ήθελε να εμποδίσει να μπουν κακές ιδέες στους αρρώστους». Αλλά και όταν επιστρέφει στο σπίτι του, σε μια ζωή που είχε γίνει σκέτο θρίλερ, δεν ήξερε αν είχε νόημα να συνεχίσει να ζει. «Δεν ήξερε αν είχε νόημα να ζει τρέμοντας μέρα-νύχτα. Δεν απέκλειε ότι η καλύτερη εναλλακτική θα ήταν να έπεφτε στον ακάλυπτο».

Πέρα από ιστορίες θανάτων, η μυθοπλαστική υπόσταση του Ισμαήλ περιλαμβάνει και ένα παραμύθι με πέντε μικρά γουρουνάκια. Ο Καπρέτ, το μικρότερο από τα πέντε, έλκεται από την ίδια φλόγα που τυφλώνει και ζεματάει τον Ισμαήλ, τη φλόγα της φαντασίας. Και εκείνου του άρεσε να σκέφτεται όλη την ώρα και να αναζητάει εξηγήσεις για τα παράξενα του μεγάλου δάσους, που ήταν η ζωή του. Δεν ήθελε τα μουγκρητά του να είναι κενά νοήματος. Η μητέρα του η Λόττα, που τον γέννησε μια βροχερή Τετάρτη, του είχε πει κάποτε πως ήταν ποιητής. Όταν η Λόττα και τα τέσσερα αδέλφια του πέθαναν, ο Καπρέτ κατάλαβε «τι βαρετό που είναι να είσαι πάντα μόνος». Είχε ξαφνικά βρεθεί μόνος και χαμένος στο μεγάλο δάσος, μέχρι που άρχισε να αφηγείται ιστορίες· «τι βάρος κι αυτό!» Όμως, είχε συνείδηση της αναγκαιότητας των ιστοριών και της ευθύνης της εξιστόρησής τους, καθώς η μαμά του τού έλεγε πάντα τρομακτικές ιστορίες για να τον προειδοποιήσει «πόσο επικίνδυνο ήταν να περιφέρεται κανείς μόνος στο δάσος».

Ο Ισμαήλ βυθίζεται σε έναν εφιάλτη, αναζητώντας ένα κάποιο φως, το πιο αμυδρό. Ο ουρανός παρέμενε σκοτεινός. «Το φεγγάρι, μισοφαγωμένο, έμοιαζε να προσπαθεί να κρύψει ένα ειρωνικό χαμόγελο». Προχωρώντας κάτω από τον ίδιο νουάρ ουρανό, ατενίζοντας το δαγκωμένο φεγγάρι, ο Καπρέτ αναρωτιόταν αν ήταν η Μεγάλη Γουρούνα που το είχε δαγκώσει. «Αυτό όμως που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πώς γινόταν πάλι ολόκληρο μετά από μερικά βράδια, αφού το ουράνιο αγριογούρουνο το είχε καταβροχθίσει; Ε μαμά; Πώς γίνεται;»

«Θα τρελαθώ αν δεν βγάλω άκρη μες στο μυαλό μου με όλα αυτά», σκεφτόταν έντρομος ο Ισμαήλ, αναλογιζόμενος πως αν δεν είχε πάει σε εκείνο το συμπόσιο πολυγλωσσίας, «ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι μπορεί εγώ να ζούσα τέτοια πράγματα».

Μετά τον χαμό της οικογένειάς του, ο Καπρέτ εξερευνούσε με τη μουσούδα του έναν κόσμο όλο και πιο ακατανόητο· «δεν του ήταν σαφές αν αυτό ήταν ένας θάνατος ή ένα στιφάδο ή απλώς ένα παραμύθι».

Ο Καπρέτ ήξερε πως το στιφάδο ήταν η χειρότερη τιμωρία για τα πλάσματα του είδους του, αλλά δεν γνώριζε ακόμη τι ακριβώς ήταν το στιφάδο. Πλησιάζοντας τη νεκρή του μητέρα, προσπάθησε να την ξυπνήσει. «Αλλά η Λόττα δεν κουνήθηκε και ο Καπρέτ, πολύ ανήσυχος, είπε στο αυτί της μητέρας του αυτό είναι το στιφάδο, μαμά;»

Ο Καπρέτ ήξερε επίσης πως πάνω ψηλά στα σύννεφα ζούσε η Μεγάλη Γουρούνα, «που τους πρόσεχε όλους», αλλά όταν έμεινε μόνος, κυκλωμένος από σκοτάδια και κινδύνους, αναρωτήθηκε αν υπήρχε τελικά. «Αυτό το τελευταίο το σκέφτηκε πολύ βαθιά μέσα του, μην τυχόν και η Μεγάλη Γουρούνα εξοργιζόταν και τον έστελνε κατευθείαν για στιφάδο. Αν υπήρχε τελικά κάτι τέτοιο».

Ανάμεσα στις απορίες που βασάνιζαν τον Καπρέτ ήταν και τα ψυχάρια, «που στριφογύριζαν γύρω από το φανάρι, διψασμένα για φως, ικανά να καούν ζωντανά μόνο και μόνο για να αγκαλιάσουν το φως».

Επειδή ο Καπρέτ άλλο δεν έκανε από το να σκέφτεται, ιδίως από τότε που πήρε γεύση του στιφάδου, φαντάστηκε ένα βέλος με ανάστροφη φορά, που δεν θα εφορμούσε προς τα εμπρός αλλά προς τα πίσω. Αυτό το φανταστικό βέλος θα ήταν μια ανάποδη μνήμη. «Και με το βέλος ανάποδα, ο χρόνος θα γυρνούσε πίσω κι έτσι θα μάθαινα τι συνέβη στη μαμά και στους άλλους και πού είναι τώρα».

Το βέλος που οραματίζεται ο Καπρέτ δεν θα αναποδογύριζε μόνο τον χρόνο, αλλά και την έννοια της νοσταλγίας. Θα ήθελε αυτό το μαγικό βέλος της μνήμης να εκτινασσόταν πολύ πέρα από το παρόν, προς το μέλλον, έτσι ώστε «να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα». «Θα ήθελα να θυμάμαι το μέλλον μόνο και μόνο για να μάθω αν θα ζυγίζω ογδόντα λίβρες κρέατος». Πρόκειται στην ουσία για μια λογοτεχνική σύλληψη. Διότι η λογοτεχνία αφυπνίζει μια ιδιαίτερη νοσταλγία, τη νοσταλγία για ό,τι δεν έχουμε βιώσει, δεν γνωρίζουμε και πιθανότατα ποτέ δεν θα γνωρίσουμε.

Εγκλείοντας τον ήρωά του σε μια τρελή, πολύ λυπητερή αλλά και πολύ αστεία ιστορία, γεμάτη φονικά, απελπισμένους έρωτες, μοιραίες γυναίκες, συνωμοσίες, πλάνες και εξαπατήσεις, ο Ζάουμε Καμπρέ αποθεώνει το κατοχυρωμένο δικαίωμα της λογοτεχνίας στην αυθαιρεσία. Το βιβλίο του, ένα αριστουργηματικό συμπίλημα αφηγηματικών ειδών, είναι η αποθέωση της λογοτεχνικής ασυδοσίας. Η εικόνα της νυχτοπεταλούδας που πεταρίζει στο σκοτάδι για να πεθάνει μες στο καύμα ενός φονικού φωτός, αντανακλά με συνταρακτική ποιητικότητα την καταβύθιση στη μυθοπλασία. Ο κόσμος σκοτεινιάζει για να ανάψει στις σελίδες μια άλλη ζωή, όχι απαραίτητα καλύτερη από την πραγματική. Συνήθως οι μύθοι είναι πλασμένοι από εφιάλτες, που παρηγορούν τα αληθινά δεινά. Από την αρχή του χρόνου, μόνοι και χαμένοι μες στο σκοτάδι, στριφογυρίζοντας γύρω από μικρές φωτιές, οι άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλο ιστορίες για να εξηγήσουν τα μυστήρια του μεγάλου δάσους. Ο Ισμαήλ και τα πέντε μικρά γουρουνάκια είναι ένα παραμύθι για τον Θεό και τον θάνατο, όπως είναι όλα τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular