Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Όλοι θέλουν να χορεύουν, Alberto Garlini, Εκδόσεις Πόλις 

  

«Κανείς ποτέ δεν ξέρει από ποιο φεγγίτη θα τρυπώσει ο θάνατος»

 

Μετά τη γιορτή, έρχεται η παγωνιά. Τα κεράκια της τούρτας γενεθλίων λιώνουν στο χώμα. Στα άδεια δωμάτια, η αποφορά της μούχλας. Το ιερό βεβηλώθηκε. Ο πόνος έδιωξε την ηδονή. Η σιωπή κατέπαυσε τις φιέστες. Οι ήρωες του Αλμπέρτο Γκαρλίνι (Πάρμα, 1969) διεμβολίζουν σαν αστραπές τη δεκαετία του ’80 και γίνονται παρανάλωμα. Το 1975 ο ήλιος ακόμη λάμπει στα μαλλιά τους. Το λυκαυγές είναι «ένα ανάριο μισόφωτο». Το ξημέρωμα η φωτοχυσία είναι εκτυφλωτική. «Ο ύπνος έχει τη γεύση καραμελωμένης ζάχαρης». Ο Ρομπέρτο κοιμάται τον ζαχαρώδη ύπνο του, αλλά πέρα από το πάπλωμα παραμονεύουν η παγωνιά και η αγωνία. Όταν ξυπνά, είναι η ημέρα της θυσίας. Μια αρρωστημένη Κυριακή. Το γουρούνι θα σφαχτεί και μες στις κραυγές του ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο θα γίνουν φίλοι.

Το τελετουργικό των χοιροσφαγίων προοιωνίζεται συμφορές, αίμα και γόους. Αλλά ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο είναι ακόμη παιδιά. Περιμένουν το αίμα να στραγγίξει και έπειτα κάνουν κούνια πιασμένοι από τα πλευρά του κρεμασμένου γουρουνιού. Είναι άτρωτοι και αδιάφοροι, ίσως και αθώοι. Αγνοούν ότι το σφάγιο της θυσίας, που συλούν με το παιχνίδι τους, προμηνύει τη δική τους θυσία που έρχεται ολοταχώς καταπάνω τους. Στο στήθος του Ρομπέρτο τρεμίζει ένας χρυσός σταυρός, ταλαντεύεται μαζί με το σφαγμένο γουρούνι και τα δύο αγόρια, που χορογραφούν την αιώνια τραμπάλα ανάμεσα στο ιερό και το ανίερο. Κάτω από τον ήλιο, που φωτίζει τη σκηνή του μαρτυρίου, ο Ρικάρντο «λάμπει σαν θυμιατήρι».

Τρέχοντας μακριά από το χοιροστάσιο, με τις κραυγές του γουρουνιού να «βουίζουν εκκωφαντικά κάτω απ’ τα λόγια τους» και την αηδιαστική μυρωδιά της σφαγμένης σάρκας να βαραίνει τον αέρα, φτάνουν στο «σπίτι των παράφωνων τραγουδιών». «Τους περίμενε όλο το πρωί, μπορεί κι από πριν ακόμα». Μες στο σπίτι αντηχούν λυπημένες, τραγουδιστές φωνές, «μεθυσμένες και πολύ λυπητερές, φαγωμένες απ’ την αρρώστια». Είναι χίπηδες που θρηνούν το τέλος της εποχής τους. Ο Ρομπέρτο καθηλώνεται από τη φωτεινότητα ενός νεαρού, που απαγγέλλει στίχους του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ορθωνόταν ανάμεσα στα ναρκοληπτικά σώματα σαν ένσαρκη μακαριότητα. «Αυτός ο πανύψηλος νεαρός μοιάζει πολύ με τον Ιησού επί του Όρους, όπως τον φαντάζεται. Ακτινοβολεί. Ο Ρομπέρτο δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του, λες και ο Βίκι ενσάρκωνε το καλοκαίρι».

Ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο είναι παιδιά. Παίζουν συνέχεια ποδόσφαιρο. Παίζουν πολύ καλά και ασταμάτητα, παρόλο που «ξέρουν ότι όλα θα τελειώσουν, θα ’ρθουν το σκοτάδι και το κρύο». Μετά το παιχνίδι απλώνεται μέσα τους μια ρωγμή, ένα κενό που αδειάζει τη χαρά.

«Το κενό στο στομάχι και στην καρδιά, γιατί μετά τα παιχνίδια σκοτεινιάζει, έρχεται η βραδινή ψύχρα, έρχονται τα φώτα των αυτοκινήτων και του δρόμου, έρχονται το κρύο και το σκοτάδι, και μετά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».

Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος κάθε σχολικής ημέρας έχουν συσσωρεύσει τόση ενέργεια, που δεν μπορούν να μην πετάξουν τη σάκα τους με τα βιβλία στον καθαρό αέρα και να μην τρέξουν στην αλάνα και στο παιχνίδι. Ειδικά αν είναι άνοιξη. Σχολείο και άνοιξη. Αυτό μαθαίνουν στην τάξη ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο. «Πόσο λίγο ταιριάζει η άνοιξη με τον κόσμο: τη μετράμε με σκουπίδια και με ιλίγγους και με βλέμματα που κοιτάζουν αλλού».

Ο Βίκι είναι είκοσι δύο χρονών και πενθεί έναν θάνατο απροσδιόριστο. Έχει την αίσθηση πως ο θάνατος είναι μέσα του, «έτοιμος να του ριχτεί». Μια «κρύα λάμα» χαρακώνει την καρδιά του. Το σώμα του τον πονάει, τα κόκαλά του τρέμουν, όπως τα κεριά στην εκκλησία. Η αίσθηση του θανάτου είναι γνώριμη, σχεδόν γλυκιά· «όπως κάθε έφηβος, πέρασε κι αυτός νύχτες ολόκληρες φλερτάροντάς τον, σχεδόν λαχταρώντας τον, μέσα από φωνές ποιητών και σελίδες μυθιστορημάτων».

Για να ξαναβγεί στη ζωή πρέπει να βγάλει τον σταυρό από πάνω του και να τον αποθέσει σε ένα αγορίστικο στήθος. Μια αρρωστημένη Κυριακή ο Βίκι περνάει τον χρυσό σταυρό του στο στήθος του Ρομπέρτο και ενδίδει στη χυδαιότητα. Θέλει να λερωθεί, να γευτεί τη βρομιά. Απαρνείται το όνομά του, υφαρπάζει το όνομα ενός νεκρού ποιητή και γίνεται ένας Πιερ, που το 1980 πηγαίνει στη Ρώμη, συνεπαρμένος από το φρενήρες καρναβάλι της νεολαίας. Ηρωίνη και πάρτι. Σεξ. Άκρατος ευδαιμονισμός. Η ευτυχία στη διαπασών. Μέρες διωγμένες από τις νύχτες. Ο Πιερ και οι φίλοι του υποδέχονται «τη νέα εποχή άσχημα τριπαρισμένοι απ’ το μεθύσι».

Η Ρώμη ξεχειλίζει από ροδοπέταλα και αίμα από τα αγκάθια. «Τ’ αγκάθια τρύπησαν το δέρμα, το αίμα λέρωσε το χώμα». Τα ροδοπέταλα μαραίνονται. Μετά από κάθε πάρτι, κάνει πάντα πολύ κρύο. Μες στο βραδινό κρύο ξεψυχούν τα γέλια. Το αλκοόλ ξεθυμαίνει. «Η ψύχρα οξύνεται από το αλκοόλ που υποχωρεί, γιατί όταν περπατάμε το καίμε, και το ξεθυμασμένο αλκοόλ είναι η αρχή της απελπισίας».

«Μένει στην καρδιά ένας μεθεόρτιος ίλιγγος. Όταν είσαι ακόμα μισομεθυσμένος, η ευφορία έχει χαθεί, και η αγωνία παίρνει σιγά σιγά τη θέση της χαράς».

«Στ’ αλουμινόχαρτα που είναι σκόρπια στο δωμάτιο, τα ίχνη της ηρωίνης λάμπουν σαν τους θησαυρούς στις Χίλιες και μία νύχτες». Ο εραστής του Πιερ είναι πανέμορφος. «Έχει φως στα μαλλιά του και στο δέρμα του, το πυρετικό φως που εκπέμπει όταν χτυπάει ηρωίνη, έχει τα υγρά μάτια της Οφηλίας και την τραγική χάρη του πνιγμένου». Ο Πιερ νιώθει στυμμένος από τους έρωτες και τις νύχτες. Όλα κρατούν πολύ λίγο κι έπειτα μένει η «βίαιη αίσθηση μιας ομορφιάς που την έχουν στραγγίξει, όπως μια πετσέτα πριν την απλώσεις να στεγνώσει».

«Τα φτερά του αγγέλου κρεμασμένα στο σπάγκο με μανταλάκια».

Ο Πιερ είναι συγγραφέας και πιστεύει ότι η ζωή μπορεί να είναι μια μεταφορά. Πιστεύει πως οι λέξεις θα τον ξεπλύνουν από την «καταχνιά της εφηβείας του», από την ανία, από τη μυρωδιά του σανού και του σαπισμένου χώματος, από την κοπριά και τη γουρουνίλα, από το ρίγος της αγωνίας και την απόπνοια της επαρχίας. Στη ζωή του έχει ακόμα καλοκαίρι, αλλά στο βάθος της νύχτας νιώθει «την παγωνιά της λάμας», μια «χειμωνιάτικη παγωνιά», που τον κάνει κομμάτια. Θέλει να πάρει τη λάμα και να την κάνει λέξεις. Είναι το μόνο παιχνίδι που μπορεί να παίξει εις βάρος της πραγματικότητας. «Βασίζεται στις λέξεις. Οι λέξεις το καθιστούν εφικτό, αληθινό. Κι αυτό το παιχνίδι θα το παίξει».

Το 1982 στο Ρίμινι η γιορτή τελείωσε. «Το Καρναβάλι τελείωσε». Είναι ήδη χειμώνας. «Οι δρόμοι είναι έρημοι. Αραιά κόκκινα φώτα. Απόηχοι από καμπανίσματα. Θαμποί φανοστάτες. Μια υγρασία διάχυτη και επίμονη, υγρασία νεκροταφείου».

«Το καλοκαίρι που τελειώνει τώρα, τελειώνει για πάντα».

Ο Πιερ τσιμπολογά τα αποφάγια του γλεντιού. Έχει περιέργεια να δει «τι υπάρχει πίσω απ’ τη γιορτή». Θέλει να πιστεύει πως το σεξ είναι προσευχή δύο σωμάτων. Το άλλο σώμα, όμως, θέλει ηρωίνη και ο Πιερ βγαίνει έξω να αγοράσει. Παρατηρώντας τον πρεζέμπορα να ζυγίζει ευλαβικά βουναλάκια σκόνης σε ένα δωμάτιο ενός έρημου ξενώνα, τον κατακλύζει και πάλι η ψευδαίσθηση της ιερότητας. Η ηρωίνη που ζυγίζεται για να προσφερθεί στους πιστούς της είναι Θεία Κοινωνία. Ο άνθρωπος που είχε μπροστά του ιερουργούσε, τελούσε ένα άχραντο μυστήριο και ο Πιερ ήταν έτοιμος να μεταλάβει. «Καταλαβαίνει τι μπορεί να είναι ένας ξενώνας το χειμώνα, και μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο αναλογίζεται όλα τ’ άδεια δωμάτια του κόσμου που, το ένα μετά το άλλο, οδηγούν στο πιο μεγάλο άδειο δωμάτιο, δηλαδή στον Θεό».

«Ο Πιερ στενοχωριέται με όλες αυτές τις καθημερινές Λειτουργίες, γι’ αυτά τα σώματα του Χριστού που προσφέρονται κάθε μέρα σε θυσία. Πρέπει να τις αφηγηθεί αυτές τις καθημερινές Λειτουργίες. Να γράψει Λειτουργίες, τις Λειτουργίες κάθε ημέρας. Το ιερό που ποτίζει ώς και την έσχατη αθλιότητα».

Ένα διάτορο ερωτικό αίσθημα, αποπνικτικό σαν σπασμός ηδονής, ρημάζει τον Πιερ ενόσω παρακολουθεί μια ποιητική βραδιά. Τα νεαρά κορμιά ολόγυρά του, ολοστόλιστα με στίχους, τον συνταράζουν. Σε μια μυστικιστική παρόρμηση αρχίζει να γδύνεται για να προσφέρει γυμνός, όπως ο Χριστός, όλη την ανυπόφορη αγάπη, που τον πλημμυρίζει για αυτά τα ανυπεράσπιστα, πανέμορφα, πάνσεπτα, ανίδεα και καταδικασμένα πλάσματα.

Η αγάπη του «θυμίζει αγάπη αγίου· μιαν αγάπη μυστικιστική, ανώτερη, εξωπραγματική και αδιανόητη, μιαν αγάπη ευγενή· την αγάπη για τις αναρίθμητες κι αθώες πράξεις αυτής της υβριδικής γενιάς που πουλιέται με αμείωτη χαρά, για όλη αυτή την ανεπίγνωστη ζωή, για όλη αυτή τη μυωπική και πολυάσχολη νεολαία».

Θα περάσει καιρός μέχρι ο Πιερ να ανακαλύψει πως στην πλάτη του Ρομπέρτο φυτρώνουν φτερά αγγέλου. Πάσχα του 1985, στη Βαρκελώνη. Πομπές θεόληπτων καθολικών κατακλύζουν τους δρόμους. Ανάμεσά τους ο αυχένας τού αφηνιασμένου από ευλάβεια Ρομπέρτο, προβάλλει έτοιμος για τη θυσία. «Το δέρμα του, αθώο και άσπιλο, προσφορά σε θυσία. Όλη αυτή η μακαριότητα που, έστω και για πολύ λίγο, αίρει την αμαρτία».

Ερεθισμένος από τη διάχυτη θρησκοληψία, ο Ρομπέρτο τρέχει ανάμεσα σε λάβαρα και ρασοφόρους προς τον καθεδρικό ναό. «Είναι Μεγάλη Παρασκευή, και η άκρως καθολική Βαρκελώνει γιορτάζει». Ο αέρας μυρίζει «αγιασμό, κερί και ιδρώτα». «Ο Πιερ αισθάνεται σαν άγγελος της πιο υψηλής βαθμίδας κι ορμάει στην εκκλησία ψάχνοντας τον Ρομπέρτο». Ανάμεσα στους γονυπετείς διακρίνει την πλάτη του και διαμιάς η ένταση της οργιαστικής τελετουργίας πυκνώνεται σε «ένα δυνατό ερωτικό ερέθισμα».

Αυτή η ένταση, ένα μείγμα λαγνείας και θεοληψίας, είχε ηλεκτρίσει τον Πιερ και παλαιότερα, όταν ήταν παπαδάκι. Μια φορά είχε βγάλει όλα του τα ρούχα μέσα στην παγωνιά του σκευοφυλακίου. «Για να προσφέρει τον εαυτό του, γυμνό, στον Χριστό, έλεγε συνειδητά, αλλά το πιθανότερο ήταν ότι είχε καταληφθεί από ένα είδος ερωτικής έκστασης που γλιστρούσε πάνω στο δέρμα του και τον έκανε ν’ αναριγεί».

Μεγάλη Παρασκευή στη Βαρκελώνη. Το μαρτύριο του Εσταυρωμένου φτάνει στην αποθέωση. Ανθοστόλιστα άρματα λιτανεύουν ιερές εικόνες. «Οι Χριστοί στο σταυρό, οι Χριστοί αποκαθηλωμένοι, οι στοργικές Παναγίες». Ο Ρομπέρτο φοράει πάντα τον σταυρό που του χάρισε ο Πιερ. «Τα πόδια που μπλέκονται στη διάρκεια του έρωτα. Ένας σταυρός». Ο Ρομπέρτο και ο Πιερ σμίγουν μέσα σε έναν αχό από ψαλμωδίες και προσευχές. Καθώς πέφτει η νύχτα, ο Ρομπέρτο φαντάζει ολοφώτεινος, το δέρμα του «αντανακλά το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα». Μες στην ευφορία της στιγμής, ο Πιερ νιώθει στο δέρμα του την κόψη από τη λάμα της παγωνιάς. «Κι ενώ τα αισθάνεται όλα αυτά, αισθάνεται και δύο άτομα σε αρμονία, συγχωνευμένα σε ένα, αισθάνεται ότι τα κομμάτια της αναζήτησής του ενώνονται με άλλα κομμάτια, κι ότι όλα αυτά τα κομμάτια αποκτούν μια σημασία πιο μεγάλη, πιο ιερή».

Το πρωί η γιορτή έχει ήδη τελειώσει. Μια δυσωδία διώχνει το λιβάνι. Η βρομιά στιγματίζει τη σεπτότητα. Ένας ασήμαντος καβγάς, μια αδέξια χειρονομία, μερικές άσχημες λέξεις, αρκούν για να ξεριζώσουν τα φτερά του αγγέλου από την πλάτη του Ρομπέρτο. Οι προσευχές κηλιδώνονται από βία. Ο Πιερ με ηδονική μοχθηρία, με την ηδονή της αυτοτιμωρίας, βεβηλώνει το σώμα που το προηγούμενο βράδυ είχε ιεροποιήσει.

«Ο Πιερ δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να λερωθεί, αισθάνεται ότι θα φτάσει στο σημείο της μη επιστροφής, στην καθαρή τρέλα της ταπείνωσης, ότι θα βυθιστεί μαζί με το ταπεινωμένο αντικείμενο σε μια ρυπαρή, ελεεινή δυστυχία, κι ότι από μόνη της αυτή η δυστυχία, αυτός ο βαθμός μηδέν της χυδαιότητας, φαίνεται να τον ικανοποιεί, να του δίνει νόημα».

Σε ένα άλλο δωμάτιο, σε ένα μοτέλ της Πάρμας που λέγεται «Ήλιος», ο Ρικάρντο και η Κιάρα ανάβουν κεριά, μεταμορφώνοντας το άθλιο καταφύγιό τους σε γενέθλια τούρτα. Δεκάξι κεράκια, όσα και η ζωή της Κιάρας, μετατρέπουν τους τέσσερις τοίχους σε μια μεγάλη τούρτα γενεθλίων. Το δωμάτιο λαμποκοπά και λαμπαδιάζει, φλέγεται, «γίνεται ήλιος και φλόγα κι ανοιξιάτικο πρωινό κι ένα σωρό άλλα πράγματα». Το μυσταγωγικό σμίξιμό τους έχει τη βαρύτητα ιεροπραξίας. Είναι ευλογία και δέηση. Το σώμα της Κιάρας οδηγεί τον Ρικάρντο σε έναν «κόσμο που έχει πάντα γιορτή, χρυσάφι και πράσινα λιβάδια». Βυθίζεται μέσα της σαν να καταδύεται σε μια απέραντη, καθαρτήρια «αμόλυντη θάλασσα». Αλλά και η Κιάρα διαστέλλεται, για να διαχυθεί «μες στον ωκεανό της, ανακατεύεται με τον αφρό των κυμάτων κι ανακαλύπτει πόσο μεγάλη μπορεί να ’ναι η ζωή, μεγάλη σε σημείο να ξεχειλίζει, να δέχεται τα πάντα και τους πάντες στους κόλπους μιας απέραντης ευσπλαχνίας».

Την ίδια στιγμή ο Ρικάρντο, αναριγώντας από το θρησκευτικό αίσθημα που του επιβάλλει το όσιο σώμα της Κιάρας, νιώθει την κάθε του κίνηση σαν βιασμό, σαν «βλασφημία προς τον Θεό». Αλλά δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη σκέψη πως αυτή η βία αναβλύζει από μια βαθύτατη ευλάβεια, φωταγωγημένη από δεκάξι μικρά κεριά που δείχνουν πόσο μεγάλο είναι αυτό που φωτίζουν. «Ο Ρικάρντο αισθάνεται πραγματικά ότι το σώμα του είναι ένα θαύμα κι ότι αυτό που ζουν είναι ένα τελετουργικό θανάτου και γέννησης».

«Κανείς δεν ξέρει με ποια μορφή παρουσιάζεται ο Χριστός».

Ο Ενρίκο, ο αδελφός του Ρομπέρτο, αντικρίζει την Παναγία σε μια κολασμένη γωνιά της γης, στα σύνορα του Αφγανιστάν. Είναι δημοσιογράφος και ταξιδεύει στην Ασία και τη Μέση Ανατολή για να συλλέξει ιστορίες πολέμου. Όπως ο Πιερ και η Κιάρα, θέλει κι αυτός να γράψει ιστορίες, «θέλει να δει, να γράψει, να μάθει, να συλλάβει τα βάσανα και να τα παραδώσει στον κόσμο». Όπως ο πατέρας του, που είναι επίσης διάσημος δημοσιογράφος, στην ουσία γράφει και εκείνος επικήδειους λόγους. Περισυνέλλεγε πτώματα. Διότι αυτό ήταν η δουλειά του, διότι ενδεχομένως «η μόνη απομένουσα μορφή πολιτισμού είναι να μετράς τα πτώματα και να μιλάς γι’ αυτά με οίκτο».

Σε ένα καταγώγιο της Πεσαβάρ, ο Ενρίκο βλέπει μια γυναίκα και νιώθει ότι πρέπει επειγόντως να τη φωτογραφίσει. Εκείνη για είκοσι δολάρια κατανεύει στην επιθυμία του. Μέσα απ’ τον φακό φαντάζει πάνσεπτη. Είναι μια γυναίκα της Βίβλου, του Κορανίου και της Τορά. Η αποκάλυψη της ιερότητας απαιτεί διαμεσολάβηση, ένα κάδρο.

«Η γυναίκα έχει τα μάτια κλειστά, φουσκωτά μάγουλα, και το δέρμα της φαίνεται μεταξένιο, πολύ απαλό, εύθραυστο και λείο, ενώ η μικρή χρυσή κορόνα στην κορυφή του τσαντόρ την κάνει να μοιάζει με τοσκανική Παναγία του 18ου αιώνα, να δείχνει ακόμα πιο λαμπερή και μυστηριώδης».

Στα σύνορα της Πάρμας με τη Μάντοβα, στο Μοτέλ Sole, το ιερό αντιπαλεύει το μιαρό. Το γραφείο του ιδιοκτήτη στη ρεσεψιόν είναι γεμάτο «Εσταυρωμένους και γυμνές, μυρίζει βαρβατίλα και σπέρμα». Στο γραφείο υπάρχουν τσόντες και ένα πιστόλι, φυλαγμένο σε ένα ξύλινο κουτί, που έχει πάνω του ζωγραφισμένο ένα καλοκαιρινό τοπίο. «Ολόλαμπρο, ξασπρισμένο από τον ήλιο». Προτού αγγίξει την Κιάρα, ο Ρικάρντο άγγιξε το όπλο. «Το ηλιόλουστο, φονικό τοπίο». Δεν χρειάζονται περισσότερα για να αντιληφθούμε τον ζόφο που υφέρπει στη γιορτή.

Στο δωμάτιο του μοτέλ υπάρχει μια κρυφή κάμερα που υποκλέπτει τις διαχύσεις των ενοίκων, έτσι ώστε να εμπλουτίζεται το ιδιωτικό τσοντάδικο της επιχείρησης. Ο Ρικάρντο και η Κιάρα δεν νοιάζονται. Ο έρωτάς τους ήταν εξαρχής σκηνοθετημένος. Η Κιάρα εισέβαλε στη φιλία του Ρομπέρτο και του Ρικάρντο αντιγράφοντας μια σκηνή από το μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Κρατούσε μια ανθοδέσμη από κίτρινα λουλούδια, που θύμισαν αμέσως στον Ρομπέρτο την ερωτική ιστορία από το μυθιστόρημα, που του είχε κάποτε διαβάσει ο πατέρας του, την εποχή που πέρα από το πάπλωμά του δεν υπήρχε μόνο παγωνιά, αλλά και παραμύθια. Το βράδυ που ο πατέρας του κάθισε δίπλα στο κρεβάτι του και άνοιξε το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ, κάθε του χειρονομία έδειχνε τελετουργική, «όπως στη Θεία Λειτουργία». Όταν ο πατέρας του έκλεισε το βιβλίο, ένας πόνος απλώθηκε στο δωμάτιο. «Μέσα σε μια στιγμή το λίγο γίνεται πολύ και φέρνει πόνο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό, είναι ένας λεπτός πόνος, που μοιάζει πολύ με τον έρωτα».

Η συνάντηση του Ρικάρντο με την Κιάρα προέκυψε από μια φάρσα του Ρομπέρτο. Το άγνωστο κορίτσι εμφανίστηκε αδόκητα στη ζωή τους ένα βροχερό απόγευμα που οι δύο φίλοι περιδιάβαζαν στη Μάντοβα. Όταν είδε για πρώτη φορά την Κιάρα, ο Ρικάρντο τής συστήθηκε σαν ένας παλιός φίλος, που εκείνη τον είχε ξεχάσει. Για να την πείσει τής διηγήθηκε απίστευτα περιστατικά μιας φανταστικής ζωής. Και η Κιάρα τον πίστεψε, γιατί τα ψέματα του Ρικάρντο ήταν «πιο αληθινά από την αλήθεια», αλλά και γιατί δεν υπάρχει έρωτας δίχως πλάνη. «Είναι σαν θαύμα: η Κιάρα ανακαλεί μιαν ανύπαρκτη ανάμνηση, θυμάται αυτό που δεν υπήρξε, μιαν ανάμνηση που την έχει ανάγκη γιατί είναι πιο αληθινή από την αλήθεια».

Η Κιάρα είναι δεξιοτέχνις της εξαπάτησης. Της αρέσει να γράφει, ενώ επίσης συμμετέχει σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα. Δοκιμάζει διάφορες μεταμφιέσεις προκειμένου να νιώσει αληθινή. Κάθε φορά που υποδύεται την Ιουλιέτα, αισθάνεται πιο ερωτευμένη από ποτέ. Όντας Ιουλιέτα αγαπάει τον Ρικάρντο με ένα τρόπον βαθύ και ουσιώδη, προπάντων όμορφο. Διότι μόνον η ομορφιά, έστω και με το τέχνασμα του εξωραϊσμού, μπορεί να δώσει αξία στο αληθινό. «Η υποκριτική είναι ένας τρόπος, ίσως ο καλύτερος, να είσαι αληθινός».

Όταν η Κιάρα μπαίνει μες στο φως της σκηνής για να υποταχθεί στην ειμαρμένη της Ιουλιέτας, την καταυγάζει μια ανείπωτη λάμψη. «Και όπως η Ιουλιέτα, νιώθει κι αυτή ένα αγκάθι στην καρδιά, μια μεγάλη αγωνία για την επερχόμενη δυστυχία».

Αυτή η αγωνία δηλητηρίαζε και τον πόθο του Ρικάρντο, ο οποίος διαισθανόταν ότι η αγλαότητα της Κιάρας ήταν δολερή, ότι η αληθινή της φύση ήταν καταστροφική, φονική. «Μια φύση βαθιά ριζωμένη μέσα της. Μια αγάπη φτιαγμένη από βάθος. Ένας βάλτος».

Εκείνο το πρώτο βράδυ στο δωμάτιο του μοτέλ, που είχαν φωταγωγήσει σαν τούρτα γενεθλίων, ούτε ο Ρικάρντο ούτε η Κιάρα αγωνιούσαν για το επόμενο πρωί. Όμως, κάποτε τα κεριά λιώνουν και σβήνουν και οι εραστές πρέπει να ξυπνήσουν. Είναι ήδη πρωί. «Ο ήλιος λάμπει, η παγωνιά είναι απάνθρωπη».

«Εκτός από τη χθεσινή γιορτή υπάρχει και κάτι άλλο: αυτό το ξύπνημα».

Η φάρσα που δυο βαριεστημένα αγόρια έστησαν στη Μάντοβα, ξεγελώντας μια έφηβη, που ερχόταν να τους συναντήσει κουβαλώντας το αχάρακτο, άχραντο δέρμα της και το μυστήριο της ζωής της, γίνεται κάτι αληθινό και πονάει τους δύο φίλους, με έναν πόνο που παραμονεύει στο μέλλον. Η ευφορία σκιάζεται από το σκοτάδι μιας απειλής. Η συντριβή στην ακμή της ηδονής. Το δέρμα που συναντά δέρμα, προσευχή και βεβήλωση. Η ανελέητη γύμνια που σπαράζει από άφατες ικεσίες.

Εκείνο το απόγευμα στη Μάντοβα μαύριζε γρήγορα σε νύχτα. Καθώς φιλάει για πρώτη φορά την Κιάρα, ο Ρικάρντο στρέφει το βλέμμα του στον Ρομπέρτο, ο οποίος ανιχνεύει στο πρόσωπο του φίλου του την υπόνοια μιας βαθιάς θλίψης, παρόμοιας με εκείνη που καταπλακώνει τον ίδιο. «Δείχνει σαν να κρυώνει ο Ρικάρντο, σαν να ’ναι κι εκείνος θλιμμένος – θλιμμένος, όπως ο Ρομπέρτο δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ ώς τώρα».

Αλήθεια και ψέμα, αφοσίωση και εξαπάτηση, ιερό και βέβηλο, χαρά και θλίψη, όλα μαζί συνιστούν τα κυρίαρχα δίπολα στο μυθιστόρημα του Γκαρλίνι. Οι αντινομίες συνυπάρχουν και καμία δεν είναι ισχυρότερη από την άλλη. Οι εύπλαστες όσο και εύθραυστες ιδιοσυστασίες των ηρώων κυβερνώνται από αντιφάσεις, δηλωτικές της αγωνίας τους να σχηματίσουν μια αρραγή ταυτότητα, η οποία μένει μέχρι τέλους ανεύρετη. Χάνουν την ταυτότητά τους πολύ πριν τη βρουν. Οι ήρωες παλινδρομούν ακατάπαυστα ανάμεσα σε ελεγείες και σάτυρους, αναζητώντας το πιο αυθεντικό τους πρόσωπο, το οποίο ωστόσο οριοθετούν με τεχνουργήματα. Αγωνιούν για την αυθεντικότητα, αλλά παραμένουν επίπλαστοι. Δεν υπάρχουν φτερά αγγέλου στην πλάτη του Ρομπέρτο, όπως και ο Πιερ δεν είναι ο Ιησούς. Η Κιάρα δεν είναι ούτε αμόλυντη κόρη ούτε Εδέμ. Το σώμα της, αφόρητα ιερό για τον Ρικάρντο, του προσφέρεται με επιτήδευση, με υποκριτική συστολή, με την προσποίηση μιας από καιρό χαμένης αθωότητας.

Ο Ρικάρντο, επίσης, δοκιμάζει διάφορες αναπαραστάσεις του προσώπου του, προκειμένου να εξερευνήσει το δέρμα της Κιάρας, που τον ταξιδεύει «σ’ έναν τόπο όπου έχει πάντα γιορτή, σ’ έναν τόπο με χρυσάφι, με λουλούδια, με πράσινα λιβάδια». Θέλει να χορέψει μαζί της σε έναν τόπο επινοημένο από εκείνους και μόνο για εκείνους.

«Θέλει να δοκιμάσει να ζήσει ο Ρικάρντο, να προσποιηθεί συναισθήματα, να μπει στο χορό, και το κάνει με αφέλεια, με μια πλαστή ειλικρίνεια που εκρήγνυται στην πράσινη γη».

«Είμαι μια πουτανίτσα», λέει η Κιάρα σε μια συνέντευξή της. Η Κιάρα «είναι μια ψεύτρα και μια αγία». Μοιάζει να συναινεί στη θυσία της, αλλά δεν είναι αμνός. Όταν τελικά έρθει η ώρα της θυσίας της -μια συμφορά που θα τσακίσει και τους τρεις πρωταγωνιστές- δεν θα διστάσει να την εκμεταλλευτεί. Κάνει το δράμα της θεατρικό και αποσπά τη συλλογική συμπόνια. Είχε δραματοποιήσει τα συναισθήματά της, έτσι ώστε το κοινό να πλαντάξει στο κλάμα. «Συγκινήθηκε, ντράπηκε, όλο αυτό της φάνηκε μια ανάρμοστη αλλά αληθινή εξομολόγηση, και θέλησε πάση θυσία να το δει ανεβασμένο στη σκηνή». Ίσως «αυτή είναι η μοίρα κάθε αληθινού πράγματος: να γίνεται μυθοπλασία και να δίνεται στο κοινό να βοσκήσει».

Παρά τον κυνισμό της για τα απώτερα κίνητρα του έργου της, η Κιάρα έχει την πεποίθηση πως έγραψε μια Λειτουργία. Και είναι ευτυχισμένη, «γιατί αυτό ήθελε, ήθελε να γράψει μια Λειτουργία κι ήθελε οι άνθρωποι να προσευχηθούν μαζί της». Μπορεί να έγραψε ένα μελό αυτομυθοπλασίας από καθαρή ματαιοδοξία, το έγραψε όμως και σαν ευχή, που επιθυμούσε ολόψυχα να εκπληρωθεί. Με τις λέξεις της έδινε υπόσταση στο ανέφικτο. Στο έργο της συνυπήρχαν το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Ο δόλος της είναι αδιαχώριστος από την ευλάβειά της. Η χυδαιότητά της είναι σύμφυτη με την πίστη της σε ένα θαύμα.

Προτού ακόμα γράψει το θεατρικό που την έκανε διάσημη, η Κιάρα ήξερε πως θα αφοσιωνόταν στη γραφή. Ο έρωτάς της για τον Ρικάρντο τής αποκαλύπτει την ασύλληπτη απεραντοσύνη του κόσμου. Τη συγκλονίζει «η αίσθηση των πραγμάτων που υπάρχουν». Η εγγύτητα της κόλασης με τον παράδεισο. Οι τοίχοι του παιδικού της δωματίου μοιάζουν να εξαερώνονται από το θάλπος «αναπάντεχα ζεστών και γαλάζιων ημερών». Οι αφανισμένοι τοίχοι αποκαλύπτουν αδιανόητα τοπία και τα τοπία αυτά χρειάζονται λέξεις για να γίνουν αληθινά. Οι αθετημένες υποσχέσεις της αληθινής ζωής μετοικούν στη μυθοπλασία. Η Κιάρα θέλει να γράψει για τις σπαρακτικά γαλάζιες ημέρες, για το ατέρμονο «μαγκανοπήγαδο του ήλιου» και την εξουθενωτική προσμονή του θαύματος. Οι λέξεις αφρίζουν μέσα της και κυλούν πολύ όμορφα πάνω σε ό,τι της συμβαίνει, το κάνουν να δείχνει τέλειο, διότι «το καθαρίζουν και το αφήνουν να ευωδιάζει λουλούδια». Γράφοντας η Κιάρα παραλύει από τα θαύματα που εκπληρώνονται και γεμάτη θαυμασμό «αναρωτιέται πώς γίνεται παραποιώντας την πραγματικότητα να φτάνεις σε κάτι πιο αληθινό απ’ αυτήν».

«Της έρχονται κάτι λέξεις σαν αφρός από σαπούνι που κάποια στιγμή πρέπει να φύγει, να τρέξει στο λούκι, όπως πρέπει να εξαφανιστεί και το φεγγάρι των ποιητών. Και πονάνε αυτές οι λέξεις, πονάνε πάρα πολύ!»

Ο Ρομπέρτο που παρακολουθεί τον έρωτα του Ρικάρντο και της Κιάρας με τον πόθο και τον πόνο του παρείσακτου, αντιλαμβάνεται το ψέμα που αποσιωπούν τα σώματα. Εκείνοι μπορούσαν να παριστάνουν πως η κρυφή κάμερα στο δωμάτιο του μοτέλ όχι μόνο δεν υπονόμευε τη φυσικότητα των αγγιγμάτων τους, αλλά και ενίσχυε την αίσθηση πως παραδίδονταν γυμνοί στον κόσμο, σαν σε θυσία, ο Ρομπέρτο, όμως, δεν ξεγελιέται. Μια νύχτα βρίσκεται μαζί τους στο δωμάτιο του μοτέλ. Η Κιάρα υποδύεται την ηρωίδα στην ταινία Παρίσι, Τέξας του Βέντερς. Γδύνεται με ηδυπάθεια, παριστάνοντας την πρωθιέρεια ενός peep show, υπακούοντας στο σενάριο της ταινίας. Προτείνει το σώμα της σαν θέαμα. Διακονεί τη σάρκα της στο πλαίσιο μιας σκηνοθεσίας. Ένα μαγνητικό πεδίο σχηματίζεται στο δωμάτιο γύρω από το σύμπλεγμα των κορμιών του Ρικάρντο και της Κιάρας, τα σώματά τους διαχέουν «ένα εναλλασσόμενο ρεύμα τόσο δυνατό» που αναστατώνει τον Ρομπέρτο. «Θα ’θελε να ’ναι μέσα σ’ αυτό το ρεύμα, να μη φύγει ποτέ και να το νιώσει πάνω στο δέρμα του σαν κάτι αληθινό, όχι σαν ένα ντοκουμέντο που το ’χει καταγράψει μια κρυφή κάμερα».

Όταν πια η Κιάρα θα βρίσκεται πολύ μακριά του, παγιδευμένη σε ένα άλλο δωμάτιο, ο Ρικάρντο θα πενθεί την απώλεια του έρωτα, βλέποντας στο δωμάτιο του μοτέλ τα βιντεοσκοπημένα σμιξίματά του με την Κιάρα. Το σώμα της στην οθόνη, ένα σώμα που τρεμοφέγγει σε κιαροσκούρο, συνεχίζει να τον διεγείρει και αυνανίζεται τόσο με την εικόνα της όσο και με την ανάμνησή της. Το κρεβάτι, όπου άλλοτε τελούσαν τις ανίερες Λειτουργίες τους, είναι γεμάτο σκουπιδάκια και κάθε λογής απορρίμματα. Το ίδιο δωμάτιο, που την πρώτη τους νύχτα, είχαν μεταμορφώσει σε τεράστια τούρτα γενεθλίων, ήταν τώρα «απλώς η ακραία μορφή ενός πράγματος κενού και ακίνητου». Νεκρή φύση. Μόνο τα σώματα στην οθόνη συνέχιζαν από κασέτα σε κασέτα να χορεύουν, αρπαγμένα από το ένα από το άλλο. Η Κιάρα τρεμούλιαζε αδιάντροπα, σπαρταρούσε, σάλευε ηδονικά μες στο νοσηρό φως της οθόνης. Ο Ρικάρντο κοινωνούσε ευλαβικά κάθε λήψη. Με ένα ματωμένο χέρι άγγιξε την οθόνη. «Το αίμα κυλάει από τα δάχτυλά του στην οθόνη. Κυλάει πάνω στα νεαρά κορμιά που ηδονίζονται. Σαν δάκρυα. Δάκρυα από αίμα».

Όπως η Κιάρα γράφοντας, έτσι και ο Ρικάρντο βλέποντας, αδημονούσε για ένα θαύμα, ήθελε το ανύπαρκτο να γίνει υπαρκτό.

«Το σημαντικό είναι να μη χάσει το μίτο, να συνεχίσει ν’ ακούει και να βλέπει, γιατί αν συνεχίσει ν’ ακούει και να βλέπει με απόλυτη προσήλωση, τότε αυτό το θέαμα θα γίνει η πραγματικότητά του και δε θα ’ναι πια ένα αντίγραφο της πραγματικότητας, και δεν θα υπάρχει άλλη πραγματικότητα έξω απ’ αυτήν».

Περιπλανώμενος το 1987 στο παντοτινά εορταστικό και αμαρτωλό Άμστερνταμ, ο Ρικάρντο εξερευνά «μιαν άλλη νυχτερινή περιοχή, σκοτεινή, τεμαχισμένη σε συλλαβές». Βρίσκεται στον παράδεισο του αγοραίου σεξ. Έχει λεφτά και αδημονεί να τα ξοδέψει· «θα πλήρωνε όσο όσο για να μπορεί να φοράει το ρολόι στον καρπό του και να βλέπει το χρόνο να περνάει σαν να ’ταν οτιδήποτε άλλο εκτός από μαρτύριο».

Ο Ρικάρντο ξεχύνεται στα δρομάκια του Άμστερνταμ λυσσώντας για σάρκα. Μόνο σάρκα αποζητούσε, σκέτο δέρμα, γδαρμένο από ιστορίες. Όμως, τα κορίτσια «δεν ήταν ποτέ μόνο δέρμα, κουβαλούσαν πάντα κάποια ιστορία». Τα κορίτσια στις κόκκινες βιτρίνες θύμιζαν την Κιάρα που αναριγούσε στην οθόνη του μοτέλ. Το ίδιο χαμηλό, κοκκινωπό φως και η εκτεθειμένη, ανυπεράσπιστη γυμνότητα. Ο Ρικάρντο έβλεπε ξανά μπροστά του το δωμάτιο του μοτέλ, το κρεβάτι, το φως του πορτατίφ, το σκοτάδι γύρω. «Δύο σώματα ακαθόριστου χρώματος, κάτι σαν ανοιχτό κόκκινο ή έντονο χρώμα δέρματος, ξεχωρίζουν σ’ αυτό το φως, τα περιγράμματά τους συγχέονται, ζευγαρώνουν, σμίγουν και χωρίζονται».

Μπαίνοντας σε ένα sex shop και περιεργαζόμενος τις προσφερόμενες παραλλαγές, ο Ρικάρντο ξεσπά σε κλάματα μπροστά σε ένα ράφι. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο της ερασιτεχνικής κασέτας τού ήταν δυσβάσταχτα οικεία. «Ένα πολύ νεαρό ζευγάρι κάνει έρωτα. Ο Ρικάρντο βλέπει ένα πορτατίφ. Κι ένα θανάσιμο σκοτάδι γύρω από τα σώματα που αγκαλιάζονται και δίνονται, αμείλικτα φιλμαρισμένα σε πλονζέ». Ο έρωτας του Ρικάρντο και της Κιάρας από προσευχή είχε καταντήσει πορνογραφία. Ο Ρικάρντο κλαίει, θρηνώντας για τις μυθικές περιπέτειες που είχε κάποτε αφηγηθεί στην Κιάρα για να την κάνει να τον αγαπήσει, θρηνεί για εκείνη την εποχή που ήταν μόνο γιορτή. «Όταν η ζωή φαινόταν απλώς σαν μια ανυπεράσπιστη γιορτή».

Η πρώτη συνάντηση του Ρομπέρτο και του Πιερ συμβαίνει, όπως είδαμε, λίγο πέρα από ένα χοιροστάσιο, σε ένα κτίριο που βοούσε από λυπημένες, θρηνητικές φωνές. Η δεύτερη συνάντησή τους, επίσης τυχαία, γίνεται σε ένα σφαγείο, το 1985 στο Ριτσόνε. Σε λίγο καιρό θα βιώσουν ένα βακχικό Πάσχα στη Βαρκελώνη. Προς το παρόν παρακολουθούν μια περφόμανς βασισμένη σε θανατόληπτα κείμενα του Ζενέ, που κορυφώνεται με τη θυσία ενός αλόγου. Σε ένα σκηνικό που έμοιαζε με «τοιχογραφία εκκλησίας», άντρες με μαύρες ποδιές ακόνιζαν τα μαχαίρια τους. Το άλογο που εμφανίζεται στη σκηνή είναι «τόσο αληθινό που δε φαίνεται γι’ αληθινό, που φαίνεται σαν οπτασία». Το αίμα καταπνίγει την ποίηση. Η οπτασία σφαδάζει και σωριάζεται. Το φιλόμουσο κοινό ταράζεται. Ο Ρομπέρτο ουρλιάζει και ο Πιερ σπεύδει να τον σώσει από το αίμα και τον πόνο.

«[…] όταν το άλογο χλιμιντρίζει για τελευταία φορά, όταν τα πόδια του λυγίζουν και η κραυγή του γίνεται ο θρήνος του Υιού και του σταυρού, όταν κάθε ομορφιά το εγκαταλείπει για να τεμαχιστεί, όταν ο θάνατος ιδρώνει στο λερό τρίχωμα της χαίτης του, όταν δεν μένει πια παρά αυτό, παρά μόνο αυτό, ένα εξίσου απελπισμένο ουρλιαχτό ακούγεται από το κοινό».

Μες στην εμβοή από τις επιτάφιες φωνές των ηθοποιών που λες και έρχονταν από το υπερπέραν, μιλώντας για «μια κατάσταση πολέμου και θανάτου που έχει ήδη επέλθει», μες στην κραυγή του αλόγου, ο Πιερ και ο Ρομπέρτο γίνονται εραστές, προτού ακόμη αγγιχτούν. Μέσα στη μυθοπλασία του σφαγείου εκκολάφθηκε η μυθοπλασία του έρωτά τους. Την ένθεη έξαψη μπροστά στο «ωραίο και γλυκό αίμα του αμνού της θυσίας», χαρακώνει η λάμα με τη φονική της κόψη. Ο σταυρός αστραφτοκοπούσε στο στήθος του Ρομπέρτο, ενόσω ο Πιερ κοιτούσε τον αυχένα του, τόσο δοτικό στην κοπή. Ο αυχένας του Ρομπέρτο είναι άσπρος, «ο αυχένας του λάμπει όσο το φεγγάρι σχεδόν». Το βράδυ που η Κιάρα ξεγυμνώθηκε μπροστά στους δύο φίλους της, παριστάνοντας τη Ναστάζια Κίνσκι, φανέρωσε το χνούδι στον αυχένα της και αυτή η αποκάλυψη ήταν μια αλληγορία, σαν να πρόσφερε «τον αυχένα της σε μια θυσία». Τον Πιερ, πάλι, τύλιγε μια κίτρινη άλως, «μια κίτρινη λάμψη, σαν από λουλούδια». Κίτρινα λουλούδια κρατούσε η Κιάρα στη Μάντοβα, αντιγράφοντας μια μυθιστορηματική ηρωίδα.

Ιμπίθα, 1984. Ο Ρικάρντο και ο Ρομπέρτο εκστασιάζονται παραθερίζοντας «στον παράδεισο της διασκέδασης». Είναι πλούσιοι, όμορφοι και υπερβολικά νέοι. Η εποχή τούς αποθεώνει. Οι νύχτες τούς κάνουν να αστραποβολούν. Τα βράδια χορεύοντας στις ντισκοτέκ, φέγγουν εκτυφλωτικά. Ξεχειλίζουν από γέλια. Η ευμάρεια είναι το εισιτήριο για τον παράδεισο. Μπορούν να αγοράσουν όλα τα χάπια, όλα τα ποτά, όλες τις σκόνες, όλο το σεξ. Βρίσκονται στην ιδεατή κατάσταση για να απολαύσουν μέχρις εσχάτων κάθε εξτραβαγκάντσα της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας. Βρίσκονται στο άνθος της θυσίας τους. Είναι οι εκλεκτοί.

«Οι πίστες είναι πολλές, οι άνθρωποι είναι πανέμορφοι, και το ότι είσαι ανάμεσά τους σημαίνει ότι είσαι ευλογημένος, ότι είσαι εκλεκτός, ότι αυτό είναι η μακαριότητα, δεν μπορεί παρά να είναι η μακαριότητα. Ο Ρομπέρτο αισθάνεται σε αρμονία με τον ιδρώτα της γιορτής, με τη γενιά του. Όλα τα σώματα γύρω του είναι γυμνά και ανυπεράσπιστα· τόσο ανυπεράσπιστα, που είναι σαν διάφανα».

«Τα σώματα χορεύουν, αυτά τα σώματα αυτής της ζωής, αυτής της στιγμής, και δεν είναι ποτέ μόνο σώματα, αλλά και η πιο αγνή μορφή αποδοχής του κόσμου».

Κάθε βράδυ ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο εμβαπτίζουν τους εαυτούς τους σε αυτή τη θεόσταλτη όσο και χημική μακαριότητα. Περιδιαβαίνουν σε διάφορες ντισκοτέκ προτού κατέλθουν στη μεγάλη πίστα, έτσι ώστε «να φτιαχτούν όπως πρέπει προτού πάνε να χορέψουν». Και είναι προετοιμασμένοι ακόμα και για το χειρότερο: «αν το down διαδεχθεί την ευφορία, βρίσκεις Valium ακόμα και στα ράφια των σούπερ-μάρκετ». Όμως υπάρχει πάντα εκείνη η οδυνηρή στιγμή, όταν τα φώτα στις ντισκοτέκ χάνουν διαμιάς όλα τους τα χρώματα και τη λάμψη και αυτό μόνο ένα πράγμα σημαίνει, «ότι η φιέστα, γι’ απόψε, έχει τελειώσει». Τότε το σκοτάδι δίνει τη θέση του σε «ένα συμπαγές τίποτα», «και καμιά φορά πρέπει να πιεις πολύ για ν’ αντέξεις αυτό το μηδέν και το κρύο της άσχημης εποχής».

«Ήμαστε ωραίοι, ήμαστε έτσι όπως έπρεπε να είμαστε, αλλά ο χρόνος μάς πρόδωσε και μας παρέδωσε στη μοναξιά».

Τα γέλια κόβονται απότομα, καταπλακωμένα από μια βαθιά μελαγχολία, «που την κάνει πιο βαθιά και πιο οδυνηρή το ότι κατέλαβε το χώρο όπου μέχρι πριν από λίγο ήταν το γέλιο». Κάθε φορά η γιορτή τελειώνει πριν την ώρα της. Και ενόσω το αλκοόλ ξεθυμαίνει, τα δάκρυα μαίνονται.

«Κι ο χρόνος δεν είναι μόνο λίγος, αλλά και μεθυσμένος και απρόθυμος, χρόνος που είναι γνωστό απ’ τα πριν ότι δε θα κρατήσει πάνω από ένα άρρυθμο καρδιοχτύπι».

«Το σώμα που υπερπαράγει δάκρυα».

Ο απόηχος της φιέστας διαστίζεται από υπόκωφα κλάματα, λυγμούς πνιγμένους στο σκοτάδι. Ένα βράδυ, επιστρέφοντας στη βίλα που νοίκιαζε στην Ιμπίθα (τόσο το πατρικό όσο και το εξοχικό του Ρομπέρτο είναι βίλες), ο Ρομπέρτο ακούει έναν λυγμό. Ένα σκυλί, χαμένο μες στη νύχτα, κλαίει σπαρακτικά. Ο Ρομπέρτο προσπαθεί να το βρει για να το βοηθήσει. Το σκοτάδι προοιωνίζεται ένα παγερό πρωινό, ένα αδέκαστο φως, «το πρωινό φως που θα φτάσει σε λίγο και θα ’ναι ακόμα πιο τρομερό απ’ αυτό το σεμνό σκοτάδι». Το σκυλί ουρλιάζει από πόνο και ο Ρομπέρτο νιώθει το κλάμα σαν «δοκιμασία που θα τον εξιλεώσει». Όταν τελικά το βλέπει, αντικρίζει «μια σκηνή άδικου μαρτυρίου». Ξαπλώνει δίπλα στο τραυματισμένο ζώο και απευθύνει μια έκκληση στον ουρανό, δίχως όμως να ξέρει τι να εκλιπαρήσει. «Μιαν αποκάλυψη, την έσχατη πράξη, το δώρο που πρέπει να τον φωτίσει για πάντα, να του δείξει το νόημα, την κατεύθυνση ενός πόνου. Να του εξηγήσει».

Στη Φλωρεντία την ίδια χρονιά, το 1984, ο Πιερ πηγαίνει από πάρτι σε πάρτι. Γίνεται κουρέλι. Κάθε ξημέρωμα είναι δοκιμασία. Τα βήματά του αναδεύουν «μια μυρωδιά αιθάλης και μούχλας». Η Φλωρεντία είναι γεμάτη πάρτι και σκουπίδια. Ο Πιερ υποφέρει, είναι ένας συγγραφέας σε κρίση, αντιμέτωπος με την αίσθηση της ματαιοπονίας, αισθάνεται εγκλωβισμένος «μέσα στη σύνθεση μιας εγκατάλειψης», σαν εκείνη στις εκκλησίες που αναπαριστά την Εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Επίγειο Παράδεισο. Το συγγραφικό μαρτύριο είναι ένα επινόημα του Πιερ, μια αναπαράσταση πόνου. Είναι ένας τρόπος να προσφέρει και να προφέρει το όνομά του, που είναι κι αυτό ψεύτικο, κλεμμένο από έναν νεκρό ποιητή. Στη Φλωρεντία έχει πολλά θέατρα, καφέ, μπαρ και ωραίες αίθουσες για κουλτουριάρικες γιορτές, έχει και πολλά «γυάλινα τραπέζια για όποιον θέλει να κάνει μια γραμμή κόκα». Και κάθε ξημέρωμα οι εκδιωγμένοι της γιορτής περιπλανιούνται στην παγωνιά, μες στη «δυσωδία της μούχλας» και ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένες σακούλες σκουπιδιών.

Όπως ο Ρομπέρτο διείδε στο δράμα του σκυλιού ένα μαρτύριο που τον αφορούσε, την οδό της εξιλέωσης για τη ξεδιαντροπιά της γιορτής, ο Πιερ καταφεύγει στο τέλος μιας ακόμα βέβηλης νύχτας σε έναν ναό, σπρωγμένος από μια ακαθόριστη ανάγκη προσευχής και ικεσίας. Μπροστά στο τέμπλο με τις αγιογραφίες, δυσκολεύεται να θυμηθεί τις σωστές λέξεις, «[…] κι ύστερα τα λόγια κυλάνε ελεύθερα στο νου του και τα λέει χωρίς να καταλαβαίνει το νόημά τους, παρά μόνο ένα βαθύ και άφατο νόημα, που είναι ένα με τα νεύρα του».

Το 1987 στη Ρώμη, ο Ρομπέρτο περπατάει δαιμονικά και πηγαίνει σε εκκλησίες. «Υπάρχουν χιλιάδες εκκλησίες στη Ρώμη, όλες ωραίες και δροσερές, κι εκείνος κάθεται σ’ ένα ξύλινο στασίδι και προσεύχεται».

«Μια προσευχή σε κάθε βήμα, χίλιες στο χιλιόμετρο».

Ο Ρομπέρτο περπατάει παραδέρνοντας ανάμεσα στον θάνατο του πατέρα του και τον θρήνο της μητέρας του. Τη μέρα του θανάτου, λίγο πριν επιστρέψει στην Πάρμα για την κηδεία, συναντά έναν θλιμμένο ηλικιωμένο άντρα, με εμφανή πάνω του τα σημάδια της επικείμενης αυτοχειρίας του. Ο άντρας τού δείχνει τον δρόμο για το Βατικανό, τον προσκαλεί σπίτι του και του δανείζει την ομπρέλα του. Η συνάντησή τους είναι καταθλιπτική. Δύο απαρηγόρητοι άντρες σε ένα πένθιμο δωμάτιο. Όταν ο Ρομπέρτο, έχοντας πια ακούσει τη Λειτουργία στον Άγιο Πέτρο, χτυπάει την πόρτα για να επιστρέψει την ομπρέλα, κανείς δεν του ανοίγει. Ακουμπώντας την ομπρέλα μπροστά στη μαύρη πόρτα, η καρδιά του σπάει σε κομμάτια. «Απόψε πέθανε ο πατέρας του, κι όλος ο κόσμος σαπίζει και πεθαίνει, αργά, κομμάτι κομμάτι».

Το 1984 στην Τάμπα της Φλόριντας, ο Φράνκο και η Γκρατσιέλα, οι γονείς του Ρομπέρτο, παρακολουθούν το Superbowl του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Το μεγάλο γεγονός της Αμερικής εγκυμονεί το μεγάλο γεγονός της ζωής, τον θάνατο. Ο Φράνκο δυσφορεί μπροστά σε αυτή την τερατώδη φιέστα. Ήταν ένα ακόμα τσίρκο, που προσδοκούσε να πνίξει στην ελαφρότητα την αιώνια «τελετουργία της ζωής και του θανάτου». Κάτω από τις ενθουσιώδεις ζητωκραυγές, καραδοκούσε η σιωπή του θανάτου. Τα χιλιάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο τεράστιο τσιμεντένιο πάρκινγκ, φάνηκαν στον Φράνκο σαν ένα «απέραντο νεκροταφείο άδειων αυτοκινήτων».

«Αναπαριστούσαν πιστά την ιδέα που έχει ο Φράνκο για το υπερπέραν, για τη στιγμή που θα συναντήσουμε τον Χριστό, άπαξ διά παντός».

 «Δίπλα σ’ αυτή τη σιωπή, το πανδαιμόνιο της φιέστας».

«Το ηλιοβασίλεμα είναι βιολετί στο νεκροταφείο αυτοκινήτων, και τα αποσμητικά εσωτερικού χώρου διαχέουν ένα άρωμα τάφου».

Όπως συμβαίνει σε πολλές σκηνές του βιβλίου, και εδώ ο Γκαρλίνι κάνει χρήση της προοικονομίας, νοθεύοντας την ιλαρότητα της στιγμής. Μες στο εκθαμβωτικό, έκλυτο καύμα της Φλόριντας, ο Φράνκο προαισθάνεται τον θάνατό του. Όλο αυτό το αμερικανικό πανηγύρι, φάνταζε σαν μια απελπισμένη προσπάθεια για χαρά, ξέφρενη χαρά. Το τσίρκο, όμως, δεν κρατάει για πάντα. Κάτω από τις ακροβασίες χάσκει πάντα το κενό.

«Οι τάσεις είναι πάντα οι ίδιες: η ζωή, ο θάνατος, ο αγώνας για να ζήσεις και να μην πεθάνεις. Δεν έχουν μείνει πολλά να εφεύρουμε».  

Η ποδοσφαιρική φαντασμαγορία έσβηνε από ήχο και χρώματα, καθώς ο Φράνκο έχανε τις αισθήσεις του. Η αρρώστια τον είχε προλάβει καταμεσής της γιορτής.

«Μέσα σε κάτι που θυμίζει ηδονικό οργασμό, ο Φράνκο νιώθει ότι η ζωή του πλησιάζει το τέλος της. Και καλά κάνει και πλησιάζει, προτού γίνει ψεύτικη όπως η ζωή των άλλων».

Το 1985 ο Φράνκο και η Γκρατσιέλα κρύβονται προσωρινά από την αρρώστια και τον θάνατο, βρίσκοντας καταφύγιο στην παραθαλάσσια εξοχική τους βίλα. Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, αναπολούν τις παλιές καλές Κυριακές που ήταν σαν Θεία Ευχαριστία. Ο Φράνκο μιλάει στη γυναίκα του για τα κρουασάν που της έφερνε τα πρωινά. «Εσύ έτρωγες το σώμα μου, αυτά τα κρουασάν ήταν το καθαγιασμένο σώμα μου, με κοινωνούσες. Ήταν θρησκευτικό όλο αυτό».

Η Γκρατσιέλα ανατρέχει νοερά στην εποχή που γνώρισε τον Φράνκο. Συλλογίζεται πως ακόμα και στον πρώιμο έρωτά τους ενυπήρχε η «αίσθηση ενός μελλοντικού θανάτου, σχεδόν γλυκού». Ο Φράνκο δεν ήταν παρά «ένας συνηθισμένος ήρωας» της καθημερινής ζωής. Γιόρταζε όταν έπεφτε η νύχτα κι έπειτα επέστρεφε σπίτι, «στο ιδιωτικό του σκοτάδι», όταν πια άρχιζε να χαράζει. Δεν είχε έρθει μόνο για να της εμπιστευτεί τον επικείμενο θάνατό του, αλλά και για να την προειδοποιήσει για κάτι σημαντικό, ότι η νιότη τέλειωνε.

Ο Φράνκο βρισκόταν ήδη στον αντίπερα πόλο. Μια κάποια γαλήνη καθησύχαζε τον φόβο, «η μεταθανάτια γαλήνη αυτών που ζουν για να πεθάνουν». Ανοίγοντας το ψυγείο, αντικρίζει κατάματα τον θάνατο, διότι αυτό ήταν ο θάνατος, «πολύ φως και πολύ κρύο». «Πρώτα έρχεται το φως. Ξαφνικά. Ύστερα έρχεται το κρύο. Το κρύο είναι για πάντα». Μετά τις φωταψίες του γλεντιού, η παγωνιά.

«Υπάρχει το άγιο πνεύμα, αλλά υπάρχει και ο καρκίνος, κι αυτά είναι και τα δύο ανθρώπινα, και δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο…»

Μέσα σε έναν άλλο ήλιο, εντελώς διαφορετικό από το Μοτέλ Sole όπου σύχναζε ο γιος του, ο Φράνκο δέχεται τις ιατρικές φροντίδες της Villa Soleil στη Μασσαλία, παραδίδοντας το σώμα του στον αναισθησιολόγο. Ο ήλιος ολοένα υποχωρεί για να απλωθεί η παγωνιά, η έσχατη, κατά κάποιον θρησκευτικό τρόπο, μακαριότητα. Η γαλήνη, η παντοτινή ανακωχή.

«Τώρα πια δεν είναι παρά ζήτημα χρονομέτρων και χρόνου κι αυτής της ατέλειωτης καθόδου στον πάγο, στο κρύο, προς το τέρμα που είναι εκεί, στο βάθος, όποιο κι αν είναι αυτό το τέρμα».

Την αρρώστια έχει μέσα του και ο Πιερ, ο οποίος το 1987 διαλύεται από παρατεταμένους ηδονοθηρικούς σπασμούς, κοιτάζοντας τα έκλαμπρα αγόρια που χορεύουν στα γκέι μπαρ της Νέας Υόρκης. Η ηδονοβλεψία και η αλγολαγνεία είναι μια τελετουργία, είναι τα προεόρτια του θανάτου. Όπως ο Ρικάρντο στο Άμστερνταμ, έτσι και ο Πιερ στη Νέα Υόρκη πενθεί σε έναν οργιαστικό κλοιό αγοραίου σεξ. Πεθαίνει από Aids, κυκλωμένος από σφύζοντα σώματα που εναλλάσσονται σπασμωδικά, σε μια ηδονιστική δίνη που τον τρελαίνει από πόνο. Παρακολουθεί όλο μελαγχολία τα αγόρια στο πάλκο «και βαθιά μέσα του αισθάνεται βρόμικος, μιαρός». Αλλά η βρομιά ωχριά μπροστά στον θάνατο. Όπως η ταπείνωση και η προσευχή. «Ωραία…, σκέφτεται ο Πιερ. Εδώ. Τώρα. Έχεις αρχίσει να πεθαίνεις».

Ο Πιερ έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς του με τη σεμνοτυφία και τις αγιωτικές φαντασιώσεις. Είναι ένας ετοιμοθάνατος κοσμοπολίτης «και ξεπλένει τη συνείδησή του με το χαρακτηριστικό απορρυπαντικό που χρησιμοποιούν όλοι οι κοσμοπολίτες: το χρήμα». Έχει αρκετό χρήμα και για ποτά και για αγόρια. Μπορεί να περνάει όλα του τα βράδια μέχρι το ξημέρωμα σε νάιτ κλαμπ, χαζεύοντας με απόγνωση τα αγόρια στο πάλκο. Είναι κι αυτός κοινωνός της παράλογης οδύνης της ανθρωπότητας· «κι ο ίδιος ανήκει σ’ αυτά τα δισεκατομμύρια άχρηστα και πονεμένα όντα, χαμένα μέσα σ’ ένα παράλογο και οδυνηρό πεπρωμένο».

Και το πάρτι είναι πάντα το ίδιο πάρτι, και η ντισκοτέκ είναι πάντα η ίδια ντισκοτέκ.

 «Όλος ο κόσμος έχει διασταλεί, έχει γίνει μέγιστος σε χιλιόμετρα και μικρότατος σε εμπειρίες».

Μια ακόμα νύχτα, στο πίσω δωμάτιο ενός νάιτ κλαμπ, ο Πιερ παραλύει από πόνο και ηδονή, καθώς δέχεται τα επαγγελματικά αγγίγματα ενός αγοριού, το οποίο με τις επιδέξιες, προμελετημένες κινήσεις του τον βυθίζει στο σκοτάδι και τον θάνατο. «Ο πόνος είναι ανυπόφορος, είναι κάτι πολύ βαθιά μέσα του. Κλείνει τα μάτια, και μες στα μάτια του υπάρχει σκοτάδι, αν και είναι ένα σκοτάδι πιο φωτεινό απ’ το σκοτάδι ενός σεπαρέ ανάμεσα σε δύο παραβάν, και ο Πιερ νιώθει ηδονή, δυνατή ηδονή, που όμως δεν αρκεί για να τον κάνει να χύσει».

Το 1987, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ρομπέρτο επισκέπτεται το παραθαλάσσιο εξοχικό των παιδικών του χρόνων, τη βίλα που παλιά, τις Κυριακές, μετατρεπόταν σε εκκλησία. Η παραλία είναι έρημη και παγωμένη. Η ερήμωση είναι πάντα παγερή. Το φως της αυγής δυναμώνει το ψύχος. Ο άνεμος σαρώνει την άμμο σχηματίζοντας αμμόλοφους, τα κύματα εκπνέουν με αφρούς, οι αφροί γίνονται νερό, «και στο τέλος τίποτα». «Η βουή της θάλασσας καλύπτει τα πάντα. Το κρώξιμο των γλάρων και η βουή των κυμάτων καλύπτουν τα πάντα». Ο βυθός ανασαλεύει με ακατονόμαστα θέλγητρα. «Μια τελευταία, κρύα αγκαλιά, κι έπειτα η γαλήνη».

«Καλύτερα ήταν στον βυθό. Υπάρχουν ακόμα φύκια που τον τραβάνε προς τα κάτω, αλλά εκείνος θέλει να σηκωθεί, θέλει να δει, θέλει να πιει όλο το βρόμικο νερό που προορίζεται γι’ αυτόν».

Η ζωή του Ρομπέρτο σκοτεινιάζει, κυλίει προς τη νύχτα. Την κυριεύει η βρομιά. Και η ενοχή, την οποία ο Ρομπέρτο υποδέχεται σαν ένα ακόμα επτασφράγιστο μυστήριο. Η ενοχή είναι τα απόνερα της γιορτής.

«Ένα αραιωμένο σκοτάδι και ένα αφόρητο αίσθημα ενοχής: όχι φορτίο, αλλά ένας μυστικός χειρισμός που αλλοίωσε την ψυχή του και ρύθμισε οριστικά τη ζωή στη θέση νύχτα. Η γιορτή τελείωσε».

Ο Ρομπέρτο είναι εγκαταλειμμένος. Έχει χάσει τον πατέρα του, αλλά και τον Πιερ, τον Ρικάρντο και την Κιάρα. Περπατώντας στην άμμο, έρμαιο της παγερής μοναξιάς του, λυγίζει από την ανάγκη μιας προσευχής, θέλει να πιστέψει ξανά στο θαύμα, θέλει να πιστέψει ότι οι άγγελοι υπάρχουν. Απαγγέλλει το Πάτερ ημών, ενόσω τον παγώνουν οι ριπές του κρύου αέρα. «Η άμμος κάτω απ’ τα νύχια του είναι πολύ δυσάρεστη, σαν να ’χει μπει μέσα στα νύχια όλος ο μαύρος ουρανός, η νύχτα που έρχεται».

Ο Ρομπέρτο θέλει να πιει, να μεθύσει από όλο το βρόμικο νερό. Με κάθε γουλιά μπαίνει στο λαιμό του ένα «μαύρο πράγμα». Είναι μόνος και η σιωπή είναι τρομαχτική. «Και το αλκοόλ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό».

«Σκοτείνιασε, και για να τα βγάλεις πέρα με το σκοτάδι καλό είναι να πιεις κάτι: αν δεν πιεις, το σκοτάδι σε βάζει κάτω, και τότε δεν μπορείς πια να κοιτάζεις τα δέντρα και τα λουλούδια, ούτε καν τα πεζοδρόμια, γιατί το σκοτάδι συμπυκνώνεται και σου κόβει την ανάσα».

Όταν εγκατέλειψε την Κιάρα, ο Ρικάρντο αφοσιώθηκε στη θάλασσα, στα καράβια που τον πηγαινοέφερναν στον κόσμο. Πίστευε ότι μπορούσε να φύγει μακριά, μακριά από την Κιάρα, από τον Ρομπέρτο, από το Μοτέλ Sole. «Απ’ τη χυδαιότητα αυτής της κωλοεποχής».

 Ένα βράδυ στην Οδησσό, στο θλιβερό δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ο Ρικάρντο νιώθει να τον συνθλίβει ο συσσωρευμένος πόνος, ένας πόνος φτιαγμένος από σκοτάδι και σύννεφα, από ομίχλες, από ξεθωριασμένα ηλιοβασιλέματα και από τον υγρό και δύσοσμο αέρα. Κάποια στιγμή «όλος ο πόνος συγκεντρώνεται στο δεξί του χέρι που δε βολεύεται πουθενά, σφίγγει κι ανοίγει τη γροθιά, απλώνει την παλάμη και την κλείνει, μα δε βολεύεται το χέρι που έχει μέσα το κενό της νύχτας».

Όταν ξεμπάρκαρε στην Οδησσό, νόμισε ότι αναγνώρισε σε μια ομιχλώδη γωνία τη «γωνία του σπιτιού του στην Πάρμα». Είχε πάει μακριά, αλλά δεν είχε καταφέρει να φύγει. Ο Πιερ, ο κοσμοπολίτης καταραμένος συγγραφέας, είχε καταλάβει από νωρίς πως όπου και να πήγαινε, θα παρέμενε καρφωμένος στον τόπο του μαρτυρίου του, τον πιο ιδιωτικό τόπο. Η κοπριά και η γουρουνίλα της επαρχίας τον κυνήγησαν μέχρι την Τυνησία. Οι ατελείωτοι κυματισμοί της ερήμου, οι ψαλμωδίες του μουεζίνη, τα κεφάλια καμήλας, καρφωμένα σε πασσάλους, για να δηλώνουν το εμπόριο κρέατος, όλος αυτός ο τουριστικός εξωτισμός τον επέστρεφε στον γενέθλιο τόπο του, στα χοιροσφάγια και το εμπόριο αλλαντικών. «Τι νόημα είχαν όλες αυτές οι έξοδοι κινδύνου, όταν η Εμίλια-Ρομάνια είναι ακόμα κι εδώ, στην Τυνησία;»

«Πού μπορούμε να βρούμε ή έστω να φανταστούμε έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που αφήνουμε πίσω μας;»

Κάποια άλλη φορά, κάπου αλλού, περιδιαβάζοντας σε ένα νεκροταφείο μιας αυστριακής πόλης, τον Πιερ κατακλύζει η ισοπεδωτική αδιαφορία του θανάτου, η αδιαφορία του ουρανού. Το Κλάγκενφουρτ τού θύμιζε τη γενέτειρά του, την επαρχία απ’ την οποία όλη του τη ζωή ήθελε να ξεφύγει. Περπατώντας στους διαδρόμους του νεκροταφείου, αναλογιζόταν το μικρό νεκροταφείο, όπου σε λίγο καιρό θα ενταφιαζόταν. «Το μικρό του κοιμητήρι, τη μικρή του ταφόπλακα στην πεδιάδα του Πάδου». Είχε κόψει τις γέφυρες μόνο και μόνο για να τις ξαναστήσει και να επιστρέψει για να πεθάνει στο ακριβές σημείο απ’ όπου είχε φύγει, στην αυλή του σπιτιού του.

«Η ηρεμία αυτού του νεκροταφείου. Ο αδιανόητος χαρταετός που κυματίζει ανάμεσα στα σύννεφα. Τα παιδάκια που συνεχίζουν ανύποπτα να παίζουν, όπως έπαιζε κι αυτός με τους φίλους του, πάνω στον τάφο που ήταν η αυλή του».

«Θα ’πρεπε να γυρίσει πίσω. Θα ’πρεπε να ξαναζήσει. Σ’ έναν άλλο χρόνο, ένα χρόνο ολότελα δικό του. Θα ’πρεπε να τον αγγίξει η φωτεινή φτερούγα ενός θαύματος και να κάνει κάτι αδιανόητο κι ανόητο».

Μπροστά στον τάφο της συγγραφέως Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Πιερ βγάζει από τις τσέπες του κεριά και τα φυτεύει στο χώμα. Οι μικρές φλόγες τρεμόλαμπαν μες στο φως του πρωινού. Όλες οι φωτιές, του ήλιου και των κεριών, πυράκτωναν την προσμονή του θαύματος.

Ένα βράδυ, πολύ μετά το τέλος της γιορτής, ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο κλέβουν τα κεράκια μιας γενέθλιας τούρτας και ξεχύνονται στο κρύο για να αντιμετρηθούν με τη δοκιμασία του ξημερώματος. Καθώς φωτίζει ο παγερός αδιάφορος ουρανός, φυτεύουν τα κεράκια στο χώμα και τα ανάβουν. Γιορτάζουν έτσι το τέλος της εποχής τους, απευθύνοντας σιωπηρά δέηση στην πράσινη, χλοερή γη της Κιάρας, που και οι δύο αγάπησαν.

«Είναι κεράκια, είναι κόκκινα, λάμπουν στο πράσινο χορτάρι, είναι ιερά. Μόνο αυτό το κόκκινο που ’χει ανάψει στο χορτάρι, αυτή η απλή λάμψη της ακίνδυνης φωτιάς πάνω στη χλόη που ακτινοβολεί».

Κάποια στιγμή η Κιάρα λέει στον Ρικάρντο και στον Ρομπέρτο πως και οι τρεις τους είναι αποκυήματα του Πιερ· «είμαστε οι ενσαρκώσεις των ηρώων του…».

Την αυγή που ο Ρομπέρτο γονάτισε στην άμμο για να προσευχηθεί, αισθάνθηκε να τον καταβάλλει η σκοτεινή γοητεία της χειμέριας θάλασσας, η παγερή αγκαλιά της. Προχωρώντας προς τον αφρό των κυμάτων, αντιγράφει, θαρρείς, τις σελίδες ενός βιβλίου του Πιερ, ο οποίος φανταζόταν τον εραστή του να αποζητά «φιλιά μεγάλα σαν ωκεανούς», να λαχταρά να χαθεί μέσα τους και να πνιγεί, μέσα «σε λουτρά από φιλιά», μέσα σε «φιλιά μεγάλα και φιλιά αργά σαν κοσμική αναπνοή».

Και οι τρεις πρωταγωνιστές αυτοσυστήνονται στο πλαίσιο μιας μυθοπλασίας. Αν η Κιάρα φιλοτεχνεί τη μορφή της μέσα από επάλληλες μεταμφιέσεις, η φιλία του Ρομπέρτο και του Ρικάρντο μοιάζει να ξεπηδά από τις σελίδες του συνταρακτικού μυθιστορήματος του Χάρι Μούλις Η ανακάλυψη του ουρανού. Το σπαραξικάρδιο δέσιμό τους παραπέμπει σε πολλά σημεία στη φιλία του Όννο Κουίστ και του Ντέλιους Μαξ, μια φιλία αποκαλυπτική για τις μείζονες εκφάνσεις και αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Αλμπέρτο Γκαρλίνι, ένας συγγραφέας αμετάφραστος μέχρι τώρα στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Πόλις θα κυκλοφορήσει ένα ακόμα μυθιστόρημά του), εντυπωσιάζει με την ηπιότητα της γραφής του, με την εκλέπτυνση και την αφάνταστη κομψότητά της, η οποία σμιλεύεται από έναν απαλότατο λυρισμό. Οι χαμηλοί τόνοι θέλουν πολλή τέχνη. Η συγκίνηση υφέρπει, δεν επιβάλλεται. Είναι ένα διακριτικό ρίγος που θερμαίνει τις λέξεις, ανεβάζει τον μύχιο πυρετό τους. Όπως οι ήρωες, η γραφή εκκολάπτει την αρρώστια, το ψύχος, το τέλος της γιορτής. Οι φράσεις μοιάζει να κυλούν από το σκοτάδι στο φως, αλλά ένα φως ζοφερό, μεταθανάτιο, σαν αυτό που αντικρίζει ο Φράνκο στο ανοιχτό ψυγείο. Όταν ξημερώνει, δεν έχει μείνει τίποτα από τη φρενίτιδα και τις φωτοχυσίες της νύχτας. Ένα λερό μισόφωτο, σκουπίδια και μια αποφορά μούχλας και υγρασίας.

Το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Κιάρας. Το μυθιστόρημα είναι μια ακόμα μεταμφίεση. Πρώτα το βίωμα, κατόπιν η δραματοποίηση, μετά το γράψιμο, μετά το ανέβασμα του θεατρικού και τέλος η μεταποίηση του θεατρικού σε μυθιστόρημα. Όπως σχεδόν όλοι οι συγγραφείς, η Κιάρα δεν μπορεί παρά να γράψει ένα και μοναδικό βιβλίο. Άλλωστε και ο Πιερ «όλο γυρίζει και γυρίζει γύρω από μια ιστορία, και η ιστορία είναι αυτός ο ίδιος». Στο βιβλίο της η Κιάρα μιλάει για την ίδια και τους δύο φίλους της, για τη γενιά της, για τους επιζώντες της νύχτας, για την ομορφιά και την παγωνιά, για τα θνησιγενή θεάματα, για τα ψέματα, τις πλάνες και τις προδοσίες, για μια εποχή που τελείωσε και τους ρήμαξε. Μιλάει για την πίστη της στα θαύματα. Αυτή την πίστη επαληθεύει η μυθοπλασία. Χάρη στις λέξεις της ο Ρικάρντο βρέθηκε ξανά κοντά της. Επέστρεψε για να της προσφέρει ένα μπουκέτο κίτρινα λουλούδια και αυτή η προσφορά αρκούσε για το θαύμα. Το σώμα του ήταν πια αξεχώριστο από το δικό της. Και τα δυο μαζί ήταν μια προσευχή.

«Ενώ ο Ρικάρντο ήταν δίπλα μου και μου χάιδευε τα μαλλιά κι αναπολούσε, ένιωθα τη ζωή μας να κυλάει, να κυλάει σαν προσευχή που δε γινόταν να μην την πούμε και που ο Θεός δε γινόταν να μην την ακούσει».

Όλα τα θαύματα τα εκπληρώνει η γραφή. Η γραφή του Γκαρλίνι είναι μαγευτική, καθηλωτική, η αποθέωση της πεποιημένης λιτότητας. Συνυφαίνει αριστοτεχνικά τις αντινομίες που μαστίζουν τους ήρωες, παλινδρομεί ανάμεσα στο γέλιο και τον γόο, ανάμεσα στην πιο απηνή σκληρότητα και το πιο άπλετο συναίσθημα, ανάμεσα στο αληθινό και το κίβδηλο, ρέοντας κυματιστά, με ελαφρές ταλαντώσεις, ρέποντας άλλοτε στην παλίρροια και άλλοτε στην άμπωτη, αναδεικνύοντας μέσα από αυτή την ταλάντωση και με όλη την εικαστική ασυδοσία της ποίησης, τα υποθαλάσσια τρικυμίσματα στον βυθό του ψυχισμού. Και είναι οπωσδήποτε ευλογία που ο Αχιλλέας Κυριακίδης μετέφρασε αυτό το θεσπέσιο βιβλίο, που τόσο πολύ αγωνιά για τη φύση του ιερού.

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular