Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

 Ορατή σαν αόρατη, Ζυράννα Ζατέλη, Εκδόσεις Καστανιώτη

 

«Αλλά μήπως αφήνεις δουλειά και για μετά, για πιο μετά;»

 

Έναν μαρτυρικό Ιανουάριο η Λεύκα Ταντανόζη, η περιώνυμη απόστολος της Ζυράννας Ζατέλη, αποφασίζει να μην γράψει το βιβλίο που επί χρόνια την τυραννούσε και που προ πολλού προσδοκούσε. Η απόφαση ήταν απόληξη ενός πολύχρονου παραδαρμού. Σχεδιάσματα, ατελεύτητες σημειώσεις, όνειρα, οράματα και συνειρμοί, που έσμιγαν με συγγραφικές εκκρεμότητες και επιθυμίες, στροβιλίσματα και ζαλίσματα, τρομερά ιστορήματα, διαμελισμένα σε αναρίθμητα τετράδια, στιγμές αποθάρρυνσης, πνοές ευφορίας, ξεσπάσματα ξαστεριάς και ξαφνικές νεφώσεις, παραλυτικοί πανικοί, οδυνηρές σιωπές, καθησυχαστικές μεταθέσεις, μετέτρεψαν το διακαές βιβλίο σε ανεκπλήρωτο πόθο, αλλά και σε νικημένο φόβο. Διότι η Λεύκα γράφει τελικά ένα βιβλίο για το πώς δεν κατάφερε να γράψει το άλλο βιβλίο, το πιο ξεχωριστό. Στις πιο συγκλονιστικές σελίδες του μυθιστορήματος η Ζατέλη μισανοίγει την καταπακτή των θαυμάτων, δείχνοντάς μας πόση οδύνη απαιτεί η γραφή μέχρι να γίνει ορατή.

Έξι μήνες μετά την απολυτρωτική απόφαση, η Λεύκα οδοιπορεί προς μία γάτα, την «ιερή» Σέρκα, οιονεί γλαυξ, και δη κεχριμπαρένια. Στο μυαλό της φτεροκοπούν κουκουβάγιες, σκορπώντας θρηνώδεις σκοπούς, άδοντας τον θάνατο από τον βυθό του χρόνου. Μια απόκοσμη βοή, από τον άλλο κόσμο, αύρα θανάτου, γνέθει τα βήματά της. «Ευανάτρεπτος» βηματισμός. Ξαφνικά, στη μέση του δρόμου, τη σαρώνει η παλιά αντάρα για το βιβλίο-φάντασμα.

«Οι αγωνίες, οι αναστολές, ο παραδαρμός μες στην σιωπή και στους δισταγμούς της, το αεράκι της ευφορίας που πάνω που την άγγιζε ματαιωνόταν, και γενικώς όσα τράβηξε τα τελευταία πέντε χρόνια, ξαναβγήκαν πανηγυρικά στο προσκήνιο. Απίστευτο κι όμως σαν να μην είχε αποδεσμευτεί, σαν να μην έκλεισε εκείνο το βαρύ κεφάλαιο».

Σε αυτή την αδόκητη κι όμως ανεκρίζωτη αγωνία, κυοφορείται μια άλλη ιστορία.

«[…] μετά θα καταλάβαινε -πόσο μετά δεν μάθαμε- πως έτσι χρειάστηκε να γίνει, να αναβιώσει οδοιπορώντας την ανέλπιδη προσπάθεια, την εμπειρία της απόγνωσης, προκειμένου να καταπιαστεί εν καιρώ με την γραφή και το ξετύλιγμα μιας ιστορίας για το πώς και γιατί δεν γίνεται κάποιες φορές να γράψουμε μια ιστορία…».

Αυτό το «εν καιρώ» έχει ήδη συντελεστεί στο μυθιστόρημα της Ζατέλη. Επί πολλές σελίδες η συγγραφέας παρακολουθεί την ομοούσια Λεύκα να ταλανίζεται πάνω από τα μαρτυρικά της τετράδια, να σημειώνει θραύσματα σκέψεων και «τα πάντα σχεδόν απ’ ό,τι βίωνε εν σιωπή», να σημαδεύει με την πένα της τα σημεία και τα τέρατα που επώαζε η αλγεινή αναμονή, να διαβάζει ατέρμονες ιδιόχειρες γραφές, παράξενες, που αδημονούσαν να γίνουν ιστορία, να ανεμοδέρνεται από τον σάλαγο των φύλλων, να παλινδρομεί ανάμεσα στη σύγκορμη συμπόνια και την απροσμάχητη μυθοπλαστική επιθυμία. Το βιβλίο που ήθελε να γράψει η Λεύκα έπρεπε να γραφτεί (όρος δικός της) μετά τον θάνατο της ηρωίδας της. Όμως, η κυρία Σιουντεβά, το αληθινό πρόσωπο της επικείμενης ηρωίδας, δεν έλεγε να πεθάνει. Όσο ζούσε, έδινε παράταση και κάποιου είδους αναστολή στην παραδαρμένη Λεύκα.

Για μια δεκαετία η Λεύκα βιοποριζόταν ως αόρατη συγγραφέας των ποιητικών και διηγηματογραφικών συλλογών της κυρίας Εζμίρας Σιουντεβά. Η τελευταία, πολύπαθη, αναξιοπαθής και αναλφάβητη, οιστρηλατούνταν από συγγραφική ματαιοδοξία, για την ικανοποίηση της οποίας πλήρωνε σεβαστό αντίτιμο στη Λεύκα, που από νεαρή δεν της έλειπε η χάρις. Άλλωστε, η Λεύκα έδινε από το περίσσευμά της. Τα πιο πολύτιμα και μυστικά τα κρατούσε για το μετέπειτα της δικής της γραφής. «[…] φρόντιζε ώστε ό,τι προοριζόταν για την ξένη υπογραφή να είναι ευπρεπές, να στέκει, να λογίζεται καλό και αρκετό για τα μέτρα της άλλης, μα για την ίδια να υστερεί, να μην της φτάνει, να λείπει ο κάτωθεν βασανισμός, η “σερπετιά” του νου, η μέθεξη…».

Ωστόσο, ακόμα και αυτή η φειδωλή, υποκριτική συγγραφή την πλήγωνε.

«Δεν ήταν και μικρή σκοτούρα να γράφει ως “άλλη” και να το κάνει όσο πιο έντιμα μπορούσε, όσο καλύτερα για τα μέτρα της άλλης, να γίνεται δηλαδή ο ρόλος που υποδυόταν, να μαστορεύει τον ρόλο της, χωρίς αυτό να της παρέχει βέβαια καμμιά πνευματική ευχαρίστηση, κανένα ρίγος – το ενδόμυχο τοπίο μέσα της σιωπούσε, ο “θρήνος των φαραγγιών” δεν έφτανε σ’ αυτές τις σελίδες».

Πολύ πριν κατασταλάξει στο έλεος και τη συμπόνια, η Λεύκα περνάει από χίλιες δυο σκοτεινές διαθέσεις απέναντι στην εργοδότριά της· «[…] ήταν πολλά που είχαν μαζευτεί μες στην ψυχή της συν τω χρόνω, μια αντάρα από ανάμεικτα συναισθήματα κι αμφίσημες διαθέσεις, οίκτος και λύπηση, πικρή ανοχή, μια θυμηδία διόλου ανέφελη, κατήφεια, μέχρι απελπισία, θυμός κι αγανάκτηση, και έχθρα, όχι μόνο για την άλλη μα και για τον εαυτό της, για τούτη την στρεβλή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί».

Τριάντα χρόνια μετά το τέλος αυτής της ανεκδιήγητης συνεργασίας, η Λεύκα, διαπρεπής συγγραφέας πια με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, έχει για τα καλά δεσμεύσει τον εαυτό της στη συγγραφή ενός βιβλίου με θέμα την εποχή του φαντάσματος. Όμως, το φάντασμα (η άλλοτε φασματική ίδια ή η κυρία Σιουντεβά που την ήθελε φάσμα) ήταν ένα στοιχειό πονηρό που την παραμόνευε διαρκώς και διαρκώς της διέφευγε. Κανένα τετράδιο και καμία γραφή δεν μπορούσε να το καθυποτάξει. Κανένα όνειρο δεν μπορούσε να το πλανέψει. Και ήταν «αυτός ο διάολος», ο άζευκτος δαίμων, που κάποτε της επέτρεψε να απαλλαγεί από τη μάταιη θήρα.

«[…] αυτός ο διάολος, που αφού την δοκίμασε με κάθε τρόπο ανάμεσα στο δέλεαρ ενός παλιού, πολλά υποσχόμενου σχεδίου και στην ενδότερη απροθυμία της να το υλοποιήσει, αφού την ώθησε εν τω μεταξύ σε κάποιες καίριες νύξεις για ό,τι ακριβώς δεν έμελλε να ολοκληρώσει, κι αφού λοιπόν για χρόνια την χόρεψε και την ταχτάρισε σ’ αυτό το αντιπάλεμα, ερχόταν τώρα να της πει, “Τι σ’ έβαλα να περάσεις, ε; Διότι αυτός είναι ο χαρακτήρας μου και συνεπώς το βάσανό σου. Μα φτάνει τόσο, τώρα για τώρα φτάνει τόσο”, τραβώντας από μπροστά της όχι το ίδιο το πικρό ποτήρι, την υποχρέωση ωστόσο να πιει και το κατακάθι του».

Οι ημέρες εκείνου του Ιανουαρίου ήταν για την Λεύκα οι «σαράντα μέρες στην έρημο». Μέσα από ένα σεντούκι ξεχύνονταν ολόγυρά της παλιές ιστορίες, παλιές υποθέσεις της γραφής, «ανιστόρητες αγωνίες», προσφιλείς μεταμορφώσεις του ειδώλου της, σιβυλλικές, ερμητικές γραφές σαν χρησμοί και γρίφοι, παραινέσεις, ικεσίες και τελεσιδικίες. Τετράδια, σημειωματάρια και στοίβες χειρογράφων είχαν καταλάβει το πράσινο γραφείο της, σε μια ύστατη προσπάθεια είτε να νικηθεί είτε να απωθηθεί το φάντασμα. «Η Λεύκα απ’ τα χαράματα σαν να ’χε ανοίξει ένα σεντούκι με πόρπες, ξίφη και κόκκαλα!»

Το βλέμμα της φιδοσερνόταν ανάμεσα στις φράσεις που μαρτυρούσαν την πάλη της με το δολερό στοιχειό και κάποιες φορές οι φράσεις έφταναν στα χείλη της σαν στιχάκια. «Και μισογέλασε με κάτι τέτοια που της έρχονταν στο στόμα σαν αβίαστα στιχάκια, ένα στοιχείο παιδικότητας που φαίνεται δεν την είχε εγκαταλείψει και την προστάτευε απ’ την ένταση τού τώρα, γενικώς τού τώρα και ειδικώς αυτού εδώ»· «α, πόσο δύσκολο το παιχνίδι πριν απ’ το παιχνίδι».

Τα τετράδια της επέστρεφαν τον χαμένο χρόνο, την καλούσαν στα άβατα και τα τάρταρα του νου της, την γυρνούσαν «σ’ εποχές και μέρη που τής φέρναν ένα ράγισμα στο στήθος». Και μοιραία επανερχόταν ο τρόμος του φαντάσματος, η πιο «επιτακτική» και συνάμα η λιγότερο «πρόθυμη» ιστορία που την περίμενε. Ένα ψυχικό ζόρι που την λύγιζε. «Κεντημένη ρίγος», παράδερνε.

«Έρχονταν κι έφευγαν οι εποχές, οι μέρες καταπίνανε τις μέρες, κι αυτή μέσα σε μια παιπάλη πανικού που η ανάγκη την έκανε μακροθυμία».

Λεύκα η τρέμουσα και κλαίουσα, η πεπαλμένη. Λυγερόκορμη και λεπτοφυής, σχεδόν εξαϋλωμένη, ένα αερικό, ένα φάσμα, με μια απίθανη κόμη να την πλουμίζει, πλούσια μακριά σγουρά μαλλιά, όπου, θαρρείς, φώλιαζαν μουρμουρητά, θροΐσματα και γοργωπά όμματα. Μια Μέδουσα, δαιμονική γοργόνα.

Η Λεύκα υπέφερε, οδυνόταν και οδυρόταν, καταχτυπιόταν με ένα φάντασμα, έναν σκαιό ίσκιο. «Μια κόλαση σαν να λέμε, ένας παραδαρμός». Ωστόσο, υποδεχόταν τον δνόφο, του παραδινόταν συθέμελα, τον αναγνώριζε σαν αναγκαίο πέρασμα προς την ιστορία που της αντιστεκόταν. Όσο βαθιά όμως και αν έμπαινε στο σκοτάδι που την προϋπαντούσε σε κάθε απόπειρα της πένας της, δεν κατάφερνε να απαλλαγεί από την απελπισία, από την υπόνοια ότι αυτό το τωρινό σκοτάδι θα έμενε αξεδιάλυτο. Όσο πάλευε να προσεγγίσει το φάντασμα, ολοένα εκείνο απομακρυνόταν, «κι όσο πιο κοντά του έκανε να πάει, τόσο πιο μακρυά της το αισθανόταν».

«Πώς το υπέμεινε τόσα χρόνια αυτό; Σε τι είδους απαντοχή καλλιεργούσε την κρυμμένη απόγνωση, μαζί όμως και την πίστη της στο “τάλαντο” του χρόνου, μαζί και τους αμίλητους φόβους της;»

Ίσως περισσότερο από την απελπισία, αυτό που τη συγκρατούσε και τη σταματούσε να ήταν η απροθυμία της, μια προειλημμένη άρνηση, να γράψει για το φάντασμα. Διατρέχοντας τα τετράδιά της, η Λεύκα είχε την αίσθηση πως στις σημειώσεις της έκλωθε από τότε, πριν από πέντε χρόνια, «στα βάθη του νου της», κάτι που έμοιαζε με απελευθέρωση και που μπορεί να ήταν η μόνη αρμόζουσα έκβαση στην άγραφη ιστορία της. Σαν να απένειμε χάρη στον εαυτό της. Εκείνη που κάποτε ήταν αόρατη, δίσταζε τώρα να γίνει ορατή. Ακόμα και στα τετράδιά της, τα πιο μύχια και ανίδωτα γραπτά της, φάνταζε αόρατη, το διάβα της στα χαρτιά μια «αόρατη σκιούλα». Η μορφή της κερματιζόταν σε πολλαπλές φωνές και γραφές, μεταστοιχειωνόταν σε ένα πολυκέφαλο τέρας, που την αναστάτωνε, την τρόμαζε κι άλλοτε την παρηγορούσε, την παραινούσε, την προειδοποιούσε. Μέσα από τις επάλληλες μεταμορφώσεις της, συμβατές με τις αμφίρροπες γραφές, ένας απόηχος ξεχώριζε, ολοένα και πιο διάτορος, η προτροπή να αφήσει το φάντασμα ανέγγιχτο. Ήταν σαν η διαφύλαξη της πολυτιμότητας της προσδοκώμενης ιστορίας, να εξαρτιόταν από την απόφασή της να μην την γράψει. Και η Λεύκα δεν μπορούσε να γράψει αυτή την ιστορία. «Όχι ακόμα έως ουδέποτε, με μόνη παρηγοριά μέσα της -πικρή βεβαίως, οξύμωρη- πως τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται και το πιο σημαντικό ποτέ δεν το λέμε».

«Κι εκεί ήταν το ζήτημα: οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να “κρυφτεί” η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; Κι αν δεν υπήρχε διαφορά;»

Ανάμεσα στα τρομερά και φοβερά που ελλόχευαν στα φύλλα των τετραδίων της, υπήρχε και μια ανακουφιστική πρόταση, που υποσχόταν την απαλλαγή από το βάσανο της αναμονής, την άρση του άχθους. «Φρόντισε τουλάχιστον να γράψεις μια μέρα κάτι για τις περιπέτειες μιας ιστορίας που δεν της έμελλε να γραφτεί».

Ένα άλλο χάραμα, μεσούντος του άραχλου Ιανουαρίου, η Λεύκα ξύπνησε με έναν ασυνήθιστο «σάλο» στο λαρύγγι της, «κάτι ανάβλυσε μες στο λαρύγγι της, ρόγχος λαγαρός, μια ομιλία υγρή και απόκοσμη, και παιχνιδιάρικη». Η αιφνίδια ευφροσύνη αφύπνισε την παλιά ελπίδα, την «αθέμιτη προσδοκία της», την «απόκρυφη ευχή», πως η κυρία Σιουντεβά είχε αποδημήσει το προηγούμενο βράδυ. Η Λεύκα ακόμη ήλπιζε πως το τέλος της θα μπορούσε να γίνει η αρχή της δικής της ιστορίας. Τέλος και αρχή, ένα «χαρωπό χαροπάλεμα», «δράμα και πανδαισία». Η κυρία Σιουντεβά θα πέθαινε και το φάντασμα θα έπαιρνε ζωή.

Η προϋπόθεση του θανάτου της κυρίας Σιουντεβά για να γραφτεί εκείνο το ξεχωριστό βιβλίο, δεν φανέρωνε εκ μέρους της Λεύκας μοχθηρία και εκδικητική πρόθεση, αλλά υποδήλωνε τη δέσμευσή της σε ένα ηθικό χρέος. Κανέναν πεθαμένο δεν ενοχλούν ή πληγώνουν οι λαθροχειρίες ενός συγγραφέα. Ένα «περίεργο έλεος» αγκύλωνε την πένα της Λεύκας. Και αυτό το έλεος κατίσχυσε εντέλει του ευκταίου θανάτου της κυρίας Σιουντεβά, ενώ την ίδια στιγμή έδινε τέλος σε κάθε συγγραφική μετουσίωση του φαντάσματος. Έτσι, η συγγραφική ματαίωση αρτύνεται με μια εκπλήρωση ηθικής τάξεως.

«Δεν ήταν πλέον οίκτος, μια λύπηση εκ του ασφαλούς -αυτά την παίρναν πότε-πότε από κάτω κι εν όσω έκανε χρέη “φαντάσματος” στο ξένο σπίτι-, δεν ήταν καν μια ξαφνική πράξη της θέλησης· αλλά μια σύγκορμη, θερμή συμπόνια για το αλλιώς παραδαρμένο άτομο της κυρίας Σιουντεβά. Κι ένας επίσης σεβασμός, μια ταπείνωση, για την ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη που εξ αρχής και μέχρι τέλους τής είχε δείξει εκείνη».

Όπως η ιστορία του φαντάσματος υποκαταστάθηκε από μια άλλη ιστορία, για το πώς δεν γινόταν να γραφτεί η ιστορία του, η κυρία Σιουντεβά αντικαθίσταται προς στιγμήν από μια θρηνώδη Αρμένισσα. Εκείνο το χάραμα που η Λεύκα συλλογιζόταν με έναν σάλο στο λαρύγγι της τον θάνατο της κυρίας Σιουντεβά, την κάλεσε στο τηλέφωνο, λίγο για να επιβεβαιώσει, λίγο για να ξορκίσει το προαίσθημά της. Από το ακουστικό, όμως, της όρμησε η λυγμική, δακρύβρεχτη φωνή της Μαρέμ, μιας άγνωστης Αρμένισσας, που πολύ πρόθυμα και σπαραξικάρδια κατέθεσε στη Λεύκα τα πένθη της ζωής της. Αυτό το απίθανο τηλεφώνημα συνιστά ένα απολαυστικό, σπαρταριστό στιγμιότυπο, όπου η Ζατέλη καταδεικνύει πόσο ζευκτήρια μεταξύ τους είναι το δράμα και η φάρσα. Η ιλαροτραγική αμηχανία της Λεύκας μπροστά στην ακάλεστη εκμυστήρευση συναιρείται θαυμαστά με το χειμαρρώδες μοιρολόι, «το λυπητερό τραγούδι», της άγνωστης γυναίκας, που θρηνωδεί ασθματικά, με πάθος και πνιγμονή, τις συμφορές της.

«Μιλούσε αλλού, παραληρούσε, ικέτευε, μ’ έναν τρόπο εκλιπαρούσαν και οι βαρειές ανάσες της, οι παύσεις μοιάζαν με γονυκλισίες, ψυχοθροΐσματα, κι από μια παλαβή σύμπτωση, ένα τερτίπι της στιγμής -όταν συμβαίνει το τελευταίο που περιμένεις να συμβεί-, τα άκουγε τώρα η Λεύκα που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά».

Η φωνή της Αρμένισσας ήταν μια θύελλα, ένας άνεμος ζαής, «πλέριο παραλήρημα». Αντηχούσε γδαρμένη από βόγγους, βρόγχους, υλακές, συριγμούς και στοναχές. «Και τι ανάσες· λες και συνοδεύονταν από στοιχειά της φύσης και τελώνια – από τους αναστεναγμούς της έναν ν’ άνοιγες, θα σ’ έρριχνε κάτω ο άνεμος!…»

Ο βαθύτερος γόος της Μαρέμ ήταν για τον χαμό της μοναχοκόρης της, μιας Σισίνας, που αργότερα θα έκανε θριαμβική εμφάνιση σε ένα όνειρο της Λεύκας. Σε ένα δικό της όνειρο η Αρμένισσα είχε δει την κόρη της να της λέει πως είχε γεννήσει. «Πέθανε κι ύστερα γέννησε, προσωπικά το βρίσκω εξαίρετο», θαύμασε η Λεύκα, που είχε σηκώσει το τηλέφωνο με την ελπίδα ένας θάνατος να γεννήσει την ιστορία της. Ωστόσο, άλλο ανέλπιστο λάφυρο προέκυψε από το λάθος τηλεφώνημα, ένα όνειρο. Η Λεύκα είδε την Σισίνα ντυμένη «με εξώπλατο φουστάνι σε χτυπητό τριανταφυλλί», να κρατάει στην αγκαλιά της ένα μωρό, έχοντας ριγμένο πίσω στην πλάτη της ένα χρυσό σταυρουδάκι. Γύρω απ’ τα πόδια της «κυλούσε ένα αίμα αραιωμένο σαν από βροχή…».

Ας θυμηθούμε εδώ με αφορμή το τριανταφυλλί φόρεμα, πως ο θρυλικός παππούς της Λεύκας, ο Ντάφκος, με το τσεκούρι πάντα περασμένο στον βραχίονα του ενός χεριού, έφερε το όνομα Τριαντάφυλλος, ενώ και ο ίδιος έβλεπε την εγγονή του σαν τριαντάφυλλο, έτσι όπως ήταν γεμάτη αγκάθια. Από την άλλη, η Λεύκα στο Πάθος χιλιάδες φορές (2009) είχε δει σε όνειρο τον παππού της να έχει «αίματα στα γυμνά του πέλματα». Αίμα έτρεχε από τα δάχτυλα των ποδιών του, κυλούσε στις σχισμές ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα. Αλλά και ο Ντάφκος είχε ονειρευτεί τη Λεύκα ματωμένη στα πόδια, ξυπόλητη, να περπατά σε έναν τόπο μαρτυρίου· «κόκκινες πατημασιές παντού, πέτρες κόκκινες, χορτάρια που γλουγλούκιζαν στο αίμα…».

Κόβει την ανάσα η λεπταισθησία, η άκρα, σεβάσμια λεπτότητα, με την οποία η Ζατέλη υπαινίσσεται στο Πάθος χιλιάδες φορές τη βαθιά αγάπη ανάμεσα στον Ντάφκο και τη Λεύκα. Αγάπη αμφίπλευρη και δυναστική, δεινή και δυσπερίγραπτη, περισσότερο εκ καρδίας παρά εξ αίματος, φοβερή μια κυρίως ανέφικτη, και γι’ αυτό μυστική, ανείπωτη, άρα απέθαντη.

Επέκεινα της ονειρεμένης Σισίνας, στα μεθεόρτια του ύπνου, στον γητεμένο από ονειροφαντασίες ξύπνο της, η Λεύκα απαντήθηκε και με άλλες θεσπέσιες εκπλήξεις, έξαφνα ξαστερώματα, «αινιγματικά φανερώματα», «ανέλπιστα λάφυρα», «πεφταστέρια του νου». Ψιχία ομιλιών από τα γύρω παράθυρα, ενύπνια θρύμματα, ανύποπτες παρηχήσεις ονομάτων, μια εκθαμβωτική σελήνη που κυνηγιόταν με τα σύννεφα (από έφηβη η Λεύκα συνοδοιπορούσε στα νυχτοπερπατήματά της με το φεγγάρι), το σταυρουδάκι στην πλάτη της Σισίνας, η Σταυρίνα, μια παιδική άσπονδη φίλη, και ένα σαυράκι ξεψυχισμένο σε σχήμα σταυρού (αείμνηστος ο σταυρωμένος λύκος, που τιμήθηκε με τον πρώτο ολοφυρμό της πεντάχρονης Λεύκας, το πρώτο της λάβωμα, ο παρθενικός θρήνος της ζωής της, το εναρκτήριο πλάνταγμα), δεμένα όλα σε ατέρμονους οφιοειδείς συνειρμούς, ένα πλέγμα, μια ψηφιδωτή αφήγηση. «Σαν μ’ έναν τρόπο να “σταύρωναν” όλα σήμερα, ακόμη και τ’ ανάποδα»· «έδεναν αίφνης πολλά», «και σιγά μη βρεις ποιο έκανε την αρχή και τι έφερε τι, μια ψιλή σταυροβελονιά το ένα με το άλλο».

Όταν βρήκε το άψυχο σαυράκι, η Λεύκα, η οιονεί οιωνοσκόπος, αναρωτήθηκε για την απώτερη σημασία αυτού του σημαδιού. «“Πώς να σε πάρω τώρα εσένα”, του ψιθύρισε, “για καλό; για κακό;… Μπορεί και να μου πεταχτείς στα μάτια, όλα να τα περιμένουμε”».

«“Για καλό θα σε πάρω κι όπως μου βγεις”, του είπε τέλος».

Ακριβώς η ίδια αμφιθυμία κλονίζει τη γιαγιά της Ελένη στο Πάθος χιλιάδες φορές, όταν βλέπει μια δεκαοχτούρα να γεννά δύο θνησιγενή αυγά στον αέρα. «“Πώς να το πάρουμε αυτό σήμερα, μαζί κι όλα τ’ άλλα; Για καλό; Για κακό;… Αχ, για καλό ας το πάρουμε!” είπε μόνη της».

Το μυαλό της Λεύκας οργίαζε, χαμένο ολότελα μες στα «ευφορικά της μαρτύρια», και «τι “φασαρία” μέσα η ψυχούλα της…». Ένιωσε λες και ξαφνικά «κάτι μέριασε». Τελικά, όλα δούλευαν για «το έχειν της πέννας της». Και τα αχειροποίητα και τα ιδιόχειρα θαύματα. Και τα ονειρικά και τα πραγματικά· «ως δύο σταγόνες ύδατος τα πιθανά και τα απίθανα, τα τεκμαρτά και τα ανείκαστα» (Το πάθος χιλιάδες φορές).

Όμως, η κυρία Σιουντεβά, πεισματικά ζωντανή, χάλασε με την τηλεφωνική της παρουσία, την παροδική ευωχία της Λεύκας, που ρέμβαζε ανίδεη σε ξανοιγμένους ουρανούς. Τι κι αν επί δέκα χρόνια πρόσεχε να μην χαλαλίζει για την ξένη υπογραφή τίποτα από την «σερπετιά» του νου της, τώρα που η κυρία Σιουντεβά, είκοσι χρόνια μετά, συνέχιζε να της μιλάει ολοζώντανη στο τηλέφωνο, η Λεύκα χαλάλισε μεμιάς το ενύπνιο τρόπαιο, ενθέτοντας στον μύθο του την παντελώς παρείσακτη συνομιλήτριά της, βρέχοντας κιόλας τα πόδια της με το αραιωμένο αίμα όπου πατούσε η Σισίνα.

«Δεν την ένοιαζε να σπαταλήσει άλλη τόση φαντασία για κάτι επινοημένο ή παρά τρίχα αληθινό, για μια πλαστή ιστορία τέλος πάντων, αλλά αυτό με το αίμα άρμοζε μόνο στην ανίδωτη Σισίνα, μόνο σ’ εκείνο το όνειρο. Κι αυτό θα ’θελε να το πάρει πίσω η Λεύκα, να βάλει κάτι άλλο στην θέση του -την ίδια την λύπη της ει δυνατόν-, όμως ήταν αργά».

Επειδή ως ον εξόχως συμπονετικό η Λεύκα δεν μπορούσε να πει στην κυρία Σιουντεβά: «Συνέβη κάτι στον ύπνο μου, Εζμίρα, που μ’ έκανε να ελπίσω ότι πέθανες», της αφηγήθηκε το όμορφο όνειρο, θυσιάζοντας το αίμα της Σισίνας. Όμως, ούτε αυτό το βαλάντωμα, ούτε και τα άλλα τα παλαιότερα που της προκαλούσε η συνάφεια με την κυρία Σιουντεβά, ήταν ικανά να κάμψουν τη συμπόνια της Λεύκας, συμπόνια που δεν θα έμενε μόνο στο χαράμισμα ενός ονείρου, αλλά θα έφτανε ώς τη θυσία ενός αδήριτου βιβλίου.

Την εξήγηση για το έλεος με το οποίο η Λεύκα περιθάλπει εντέλει την κυρία Σιουντεβά, δίνει η ίδια η προσωπογραφία της επίδοξης συγγραφέως προς το τέλος του μυθιστορήματος. Η Ζατέλη φτιάχνει ένα οξύμωρο πορτραίτο, συνδυάζοντας το ακραίο δράμα με φαιδρότατες εξάρσεις, διακοσμώντας τον κλαυθμό και τον οδυρμό με γλαδιόλες και άριες. Ωστόσο, παρά τους εξεζητημένους, στα όρια της κωμωδίας, θρηνητικούς ακκισμούς της και την ανίατη ματαιοδοξία της, η κυρία Σιουντεβά αποσπά από τη συγγραφέα μια ανεπιφύλακτη, γενναιόδωρη τρυφερότητα.

Και σε αυτό το μυθιστόρημα η Λεύκα προβάλλει στολισμένη από τη ζατελική μαγεία. Τρώει ρόδια εν είδει χοών στον Πλούτωνα, αυτή η ιέρεια της Στυγός, φωτόλουστη από τον αστερισμό του Σείριου, γράφει σε ένα απέραντο πράσινο γραφείο, μες στο μάργωμα αρωματικών στικ, κάθεται σε μια καρέκλα, τη ράχη της οποίας περιφρουρεί μια ανάγλυφη στο ξύλο νυχτερίδα, με ολάνοιχτα τα πέπλα των φτερών της (την ίδια καρέκλα που η Λεύκα έφερε από τη Γερμανία, όταν ένα κλάμα ατέρμονο τη γύρισε στα γενέθλια χώματα), αγαπάει τα δέντρα που γεννούν χαρτί, σαγηνεύεται από μια παλιά εικόνα, εικόνισμα στο τέμπλο της ζατελικής μυθολογίας, όπου μια κοπέλα με μακριά κόκκινα μαλλιά, πάσχουσα από μια θλίψη εξαίρετη, καλπάζει με τον αγαπημένο της πάνω σε έναν ωραίο γκρίζο λύκο, «που έτρεχε σαν τον άνεμο πάνω από σκοτεινά απολιθωμένα δάση», σκύβει και πάλι να γλείψει το μέλι από το τσεκούρι και ανασύρει τα τετράδιά της από τα έγκατα ενός σεντουκιού, που το κοσμούσαν δέκα κυπαρίσσια. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα ζει στην Αθήνα του 2005, μακριά από τις «χοϊκές επιρροές» που τη διαμόρφωσαν. Κανένας, ωστόσο, ξενιτεμός δεν μπορούσε να διαρρήξει τις βαθιές της ρίζες στα χώματα. Εκ γενετής (ανα)μετρημένη «πάνω στον άβακα της γης». Άλλωστε, το εδώ και τώρα δεν χωρά στις μυθοπλασίες της Ζατέλη, ο χρόνος των μύθων της είναι το όταν, το όποτε και το κάποτε· «στα όνειρα ο χρόνος δεν συμβαίνει».

Ο βόρειος τόπος της Λεύκας (το βορεινό της δωμάτιο), με ομφαλό του ένα εμβληματικό βουνό, ανθοβολούσε και ανάσαινε μέσα της. Με κάθε της βήμα τον ανέσταινε, ανασκαλεύοντας τα χώματα, ξεθάβοντας πεφιλημένα οστά. Στην αυλή του αθηναϊκού της σπιτιού την παραμόνευαν ίσκιοι και χίμαιρες, οι ψυχές των φτερουγισμένων, η άχνα ανείπωτων λέξεων, ο αχός λόγων απρόφερτων.

Τρώγοντας ρόδια, η Λεύκα αναχάραζε τη βάσανο του άγραφου βιβλίου, που το πόσο τη μάτωνε της το έλεγαν τα δεκάδες «μαρτυρικά σημειωματάρια που μάτι άλλου δεν τα ζύγωνε». Τα ρόδια δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το νεκρόδειπνο που τελεί ως οινοχόος η δεκατριάχρονη Λεύκα στο Πάθος χιλιάδες φορές. Κάποια στιγμή, ο Σέρκας, ο αφάνταστος θείος της, μεταναστευτικός και ακριβοθώρητος, τραγικά μετέωρος μεταξύ ιλαρότητας και σκοτεινιάσματος, προσφέρει στους ομόδειπνους, τους επαναπατρισμένους από τον άλλο κόσμο, ένα πανέρι με «άφθαρτα» επιδόρπια, όπου ξεχωρίζουν τα ρόδια, «ώριμα ρόδια, ανοιγμένα σαν καρδιές που πλάνταξαν -ίδια για γάμους και κηδείες-, με κατακόκκινους ζουμερούς σπόρους να περιμένουν και ν’ αδημονούν να μπουν στα στόματα να τα ματώσουν».

Στην αρχή του βιβλίου η Λεύκα πεζοπορεί σε συνάντηση της Σέρκας, αναπολώντας βουρκωμένη την παιδική της ηλικία. Είναι Ιούνιος και εκείνος ο δύστηνος Ιανουάριος έξι μήνες πίσω. Αλλά ακόμη δεν το ξέρουμε. Η Ζατέλη αφήνει για αργότερα τα ζόρια της γραφής, τα «χάδια με την τσουκνίδα», και επιλέγει να μιλήσει για κουκουβάγιες, που φτεροκοπούν στον ανήλικο, αταξίδευτο ακόμη, χοϊκό χρόνο της Λεύκας, ωσάν πτερόεντα προαγγέλματα της μυστικότητας που διά βίου θα τη σημάδευε, όπως τα πυρωμένα σιδεράκια με τα οποία σταύρωνε το πρόσωπό της. Στίγματα ορατά σαν αόρατα, «πικρές αποφάσεις που δήλωναν κάποιον πρώιμο σπαραγμό», «γοερά» σημάδια. Και «φαίνονται, μαρτυρούν κάτι, και το κρύβουν μαζί». Εξ απαλών ονύχων «αυτή η μέθεξη με το κρυφό». «Και πιο πολύ κι απ’ το μυστικό, η ίδια η “μυστικότητα”» (Το πάθος χιλιάδες φορές). Η εορταστική μυστικότητα, η ευφραντική ολοσκότεινη ιεροπραξία.

Ένα «ιδιότροπο» κρυφτό έπαιζε η δεκατριάχρονη Λεύκα, «παρασυρμένη απ’ την φαντασία της κι από κάποια πένθημα αχολογήματα του νου της». Περνώντας τα άφατα, όχι όμως και άγραφα, μυστικά και μυστήριά της, στις αδειανές κόγχες των ματιών της Τριγωνούλας, της αγαπημένης κατσίκας του Ντάφκου, που ήταν πια μόνο καύκαλο, η Λεύκα μαρτυρούσε στους γύρω της, και την ίδια στιγμή απέκρυπτε, διαμήνυε «εν κρυπτώ και παραβύστω», το πάθος που τη συνείχε, «τα παράξενα κι ανίδωτα, τα δουλεμένα σ’ ένα ευφρόσυνο σκοτάδι», τα φτιαγμένα από μια «φανταχτερή» εσωστρέφεια, φυλαγμένα σε «μικρά μελανόχρωμα χαρτιά». Χαρτιά γεμάτα θελκτικά γραμμένα, καλλιγραφημένα θανατικά, ασυνήθιστα θανατικά και φονικά, ευκταία και αδόκητα· «ανατριχιαστικά παραμύθια» αυτά τα ανεκλάλητα «θανατοβαμμένα γραμματάκια». Οι ματότρυπες της Τριγωνούλας «φωσφόριζαν» από τις μαβιές, μπλάβες ιστορίες.

Και στο πρόσφατο μυθιστόρημα η Λεύκα θυμάται τα μελανόχρωμα χαρτάκια με τις «εξόδιες» ιστορίες, που έριχνε στο καύκαλο της κατσίκας, προτού αυτό μεταφερθεί σε ένα ψηλό ράφι της αποθήκης, δίπλα στο υνί και την ανέμη, θέση οπωσδήποτε ταιριαστή για ένα οστό που μετατράπηκε σε φιαλίδιο λογοτεχνικών αντιδραστηρίων, όπου η άνηβη Λεύκα έριχνε τα χαρτιά της, γραμμένα «με μικροσκοπικά περίτεχνα γραμματάκια μα και γραφή ανάστροφη, αντικατοπτρική, κάτι απίθανα κατεβατά, τέλειες κυματιστές μυρμηγκοπορείες πάνω σε χαρτιά». Μια παιδιά, ένα έμφοβο τραμπάλισμα ανάμεσα στο κρυφό και το φανερό.

Το πάθος χιλιάδες φορές και στο θελκτικό, αλαβάστρινο πρόσωπο της Λεύκας. Με πυρωμένα σιδεράκια στιγμάτιζε το μέτωπο, τα μάγουλα και το πηγούνι, σαν «κατά λάθος», σαν να απέθετε στο δέρμα της παράξενες γραφές, να το κοσμούσε με κατάσαρκα γραψίματα. Μια κρύφια οδύνη φέγγιζε στην στικτή όψη της. «Εκεί θέλει απόφαση, θέλει χεράκι που να οδηγεί την τσιμπίδα και να χαράζει αυτά τα στίγματα».

«Κι έμαθε να σημαδεύεται μονάχη στο πρόσωπό της, να το “γράφει” εκεί και έτσι, ορατό κι όμως αδιάβαστο, γιατί αυτό το ίδιο σε λόγια, σε εξηγήσεις, θα ήταν ό,τι πιο ανήκουστο και εξωφρενικό για τον κόσμο που την περιέβαλλε. Μα και γι’ αυτήν την ίδια» (Το πάθος χιλιάδες φορές).

Μέσα από την εγκαυστική της τέχνη, χαράσσοντας με λεπτές πυρωμένες βέργες αναποδογυρισμένα «ταυ» στο πρόσωπό της, η Λεύκα ανακάλυψε το πρώτο της λογοτεχνικό είδωλο. Τις πρώτες της ιστορίες τις υπέγραφε με το «αληθινό της ψευδώνυμο», «Λύκα Ταυ». Ίσως το «ταυ» να κρυπτογραφούσε ένα τριαντάφυλλο.

Έτσι μετρούσε τους θανάτους της οικογένειας ο Ντάφκος, με καψίματα στα χέρια του, και σαν από κάποιο λάθος εμφανίζονταν τέτοια σπαρακτικά σημάδια στους πήχεις του. Σιδεράς ήταν άλλωστε. Κι όταν η εγγονή του επέμεινε να μάθει τι ήταν αυτά τα καψίματα: «“Μερικά κατά λάθος“, της είχε πει, “μερικά… έγιναν, μη ρωτάς”». Όταν, όμως, είδε εκείνος παρόμοια σημάδια στο πρόσωπο της εγγονής του, «σφάδαξε κάτι μες στα σπλάγχνα του».

Μικρό κορίτσι ήταν η Λεύκα, όταν είδε πρώτη φορά μια ζωντανή κουκουβάγια και ήταν σαν τότε ακριβώς να κοινώνησε ένα ζείδωρο μυστήριο. Σε εκείνο το βλέμμα αντίκριζε όσα κρύφια και άφατα θα συντάραζαν κάποτε τις λέξεις της. «[…] δεν έλειπε τίποτε από εκείνο το έξοχο και έντονο βλέμμα που εδέησε να μεταλάβει ως παιδί, ανώτερο πολύ απ’ ό,τι βλέμματα την είχαν εντυπωσιάσει μέχρι τότε κι απ’ όσες λέξεις δύναται να συγκαλέσει ένας άνθρωπος για να τιμήσει το ανείπωτο».

Στο Πάθος χιλιάδες φορές ένα εξίσου έντονο, ζοφερό και αβυσσαλέο, βλέμμα καθήλωσε τον Ντάφκο, διακρίνοντάς το στο πρόσωπο της εγγονής του, της ελαφίνας του, χωμένης διαρκώς «σ’ εκείνα τα χαρτιά της μοίρας της», αποσυρμένης «στην τελετουργική της απομόνωση», που μοσχοβολούσε λιγωτικά λιβάνια, ωσάν να έθυε στο άδηλο. Είδε στα μάτια της «τα ανήσυχα γυαλιστερά μάτια ενός νυκτόβιου πουλιού που δεν θέλει σώνει και καλά να έρθει το χάραμα, αλλά και δεν δύναται να το αποτρέψει». Η Λεύκα καρδιοχτυπούσε μπροστά στον παππού της, με βλέμμα περίφοβο και παρακλητικό τον ικέτευε να μην αγγίξει το μυστικό της, παρ’ όλα αυτά ο Ντάφκος τη ρώτησε: «Τι κάνεις εδώ μέσα, Λεύκα, μυθιστόρημα γράφεις;»

Την ίδια ερώτηση («Τι γίνεται εδώ μέσα, ρε ψυχή, μυθιστόρημα γράφεις;»), απευθύνει τώρα στη Λεύκα ένας εργάτης, απορημένος με το αλλόκοσμο σπίτι της, και εκείνη απαντώντας του: «Νομίζω πως το τέλειωσα», έδινε μια απάντηση και στο πονηρό στοιχειό.

Αυτά τα μάτια της Λεύκας, σκέτη «φασαρία», βοή και γόος, κάτοπτρα του ανείπωτου, «μια αφθονία στιγμάτων, εκφράσεων…», «κόσμος ολόκληρος». Μια «τρικυμία σωθικών» καθρεφτιζόταν «στην σκοτεινή εξαίσια ματιά της». Συναρπάζουν οι περιγραφές τους στο Πάθος χιλιάδες φορές. Τα μάτια της Λεύκας είναι η κατοικία τής ιδιαίτερης, πολυτάραχης, πολύπλαγκτης ψυχής της. Τα διαστίζει κάτι «αόριστα τυραννικό και διφορούμενο, άπιαστο». Τα πυρώνει ένας «ολέθριος πυρετός». Τα φωταγωγεί ένα αμάλγαμα περιέργειας, καχυποψίας, φόβου, απόγνωσης, αλλά και κάποιας υπεροψίας. Τα νοτίζει ένα επιμνημόσυνο βούρκωμα, ενόσω τα χρωματίζει μια διάφεγγη σκοτεινιά. «Και ώριμα και όμορφα… και με σαράντα αινίγματα το καθ’ ένα».

Ας αφήσουμε, όμως, τα μελανά αινίγματα για να επιστρέψουμε στις γλαύκες. Μια πρώιμη μαθητεία στην ασκητική της συγγραφής ήταν για τη Λεύκα και η φιλοπονία με την οποία λεπτουργούσε πάνω στο ξύλο ο Αθανάσης, ένας κάτοικος της περιοχής, «βιδωμένος» με την τέχνη που τον διάλεξε, να φτιάχνει κουκουβάγιες. Απόμερα από τους ανθρώπους, συγκατοικούσε με τα ξύλινα χειροτεχνήματά του, στα οποία έδινε πνοή «με την μοναξιά της ανάσας του», με «μύχιες ριπές και πόθους», με μύρια ψιμύθια. Ένα από αυτά τα πλουμιστά νεκροπούλια επόπτευε το μπακάλικο του Ντάφκου. Έτσι, όσο η Λεύκα προχωρούσε προς τη γάτα, άλλο τόσο οπισθοχωρούσε προς την επτάψυχη παιδικότητά της. Αξίζει να μνημονεύσουμε, πάλι, τον Σέρκα (το βαπτιστικό του Αναστάσης) και τα «θαυμάσια τεχνουργήματά» του πάνω σε ξύλο, με πιο εκλεκτό από αυτά μια ξυλόγλυπτη φλόγα από ξύλο κέδρου, που έφτιαξε την τελευταία άνοιξη του βίου του.

Όπως ο Αθανάσης πάλευε με τις κουκουβάγιες του «με καλό καιρό ή με άσχημο, μέρα μεσημέρι ή νύχτες με γκαζόλαμπα, και με την μοναξιά της ανάσας του», η Λεύκα θα περνούσε τη ζωή της γράφοντας. «Με τις ώρες, είτε έλαμπε είτε σκοτείνιαζε, και ανατέλλει ο ήλιος και δύει ο ήλιος».

«Αόρατη όπως ορατή». Έτσι ήταν η κουκουβάγια που κατοικούσε σε ένα ερημόσπιτο καταστοιχειωμένο. Παντού και πουθενά. Ζώσα αλλά και άφαντη μες στα χαλάσματα. Κανείς δεν την είχε δει, μόνο «ψυχανεμίζονταν την κρυφή παρουσία της». Με κάθε λογής μαγγανείες η Λεύκα την καλούσε και την περίμενε, με πόθο και φόβο. Την ένιωθε παντού, «σε τρύπες, σε ρωγμές, σε εσοχές, σε κάθε πρόσφορο ή αναπάντεχο σημείο», και ήταν τόσο σίγουρη για την παρουσία της που μπορούσε να περιγράψει την ανίδωτη μορφή της, «κι ούτε που έβρισκε διαφορά ανάμεσα σε ψέμα και αλήθεια».

Περισσότερο, όμως, από τη φανταστική κουκουβάγια θα τη σαγήνευε η αληθινή. Όταν κάποτε την είδε, η Λεύκα σάστισε, ο περιπόθητος φόβος της είχε επαληθευτεί. «[…] μια σκοτεινή ανάγκη ήταν η τρομάρα, σαν έκσταση ένας πανικός που την πλημμύρισε».

«Η τόσο ακριβοθώρητη, η οιονεί αόρατη, είχε το βλέμμα της σοφίας όσο να ’ναι, της μυστικής ζωής, όμως τι θλίψη ήταν αυτή. Μέλανα χολή την πότιζαν τα όσα κοίταζε, τα όσα ίσως συλλογιζόταν;…»

Αόρατες κουκουβάγιες υπερίπτανται στο νεκρόδειπνο της Λεύκας, καθώς η λήξη του είχε οριστεί για τις πέντε μετά τα μεσάνυχτα· «πόσοι θα άντεχαν λοιπόν ώς τις πέντε το πρωί, ώρα που οι κουκουβάγιες διπλώνουν πάλι τα φτερά τους και παν για ύπνο;»

Αλλά την πιο ξεχωριστή κουκουβάγια τη βρίσκει η Λεύκα προς το τέλος του μυθιστορήματος Το πάθος χιλιάδες φορές, μες στο κεχριμπάρι του δαχτυλιδιού της Μάργως, άνασσας θεραπευτικών όσο και θανατερών βοτάνων, που έναν χειμώνα ανέβηκε στο βουνό για να μαζέψει ένα «ψυχρό βότανο» και εκεί, σε μια χαράδρα, αφέθηκε από άκρα απελπισία στα «δηλητήρια του χιονιού» και αφανίστηκε διά παντός μαργωμένη. Στο σπίτι της, μια μικρή αυτοκρατορία θανάτου, όπως άλλωστε και το αθηναϊκό σπίτι της Λεύκας, μέσα σε ένα ντουλάπι με νεκροκεφαλή, όπου φυλούσε τα πιο φονικά της φαρμάκια, είχε αφήσει για την εξίσου θανατόληπτη Λεύκα το μόνο στολίδι της ζωής της, ένα δαχτυλίδι. Μες στο μισοσκότεινο κεχριμπάρι, στο κέντρο του, «μια τέλεια εν σμικρώ, δουλεμένη στην τρίχα, σχεδόν αδιόρατη σε γυμνό μάτι κουκουβάγια· μια ντιλετάντικη ονειρευτή κουκουβάγια σε κλαδί!…»

Μαζί με τον Αθανάση οι κουκουβάγιες έφεραν στη σκέψη της Λεύκας και τη δύστυχη Φορίκα, ταγμένη στο ισόβιο πένθος για τον αρραβωνιαστικό που την εγκατέλειψε, μόνο κατ’ όνομα Ελπιδοφόρος. «Με την φυγή του σαν να κουρσεύτηκε η λαλιά της, να μην ανήκε πια στους ανασαίνοντες – τέτοιος ένας ελπιδοβόρος».

Το κατερειπωμένο της σπίτι είχε γίνει καταφύγιο για κουκουβάγιες. Δέσμια όπως ήταν του πένθους της, η Φορίκα δεν φοβόταν τη μακάβρια φήμη τους, «πως άλλη δουλειά δεν κάνουν παρά να προσκαλούν τον θάνατο με τις λυπητερές φωνές τους στο σκοτάδι». Καμιά «θρηνώδης λαλιά» δεν ήταν ικανή να τρομάξει τον ανεκλάλητο ζόφο της.

Από τις πιο συνταρακτικές σκηνές του μυθιστορήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο η ενδόμυχα ανταριασμένη Φορίκα «ενταφιάζει» τον προδότη αρραβωνιαστικό. Αφού πλύνει τα προικιά του, τα παλιά του εσώρουχα και μερικά καλά, ένα πουκάμισο, ένα γιλέκο και άλλα, αφήνει τα ρούχα έξω στα σύρματα, βορά ενός άγριου νοτιά που λυσσομανούσε.

«Και τα άφησε εκεί όλη μέρα κι όλη νύχτα, κι όλη την άλλη μέρα – με τον αέρα μισοστέγνωναν, ύστερα πάλι νότιζαν, ήλιος δεν έβγαινε ούτε γι’ αστείο. Και το δεύτερο βράδυ, προς τα χαράματα δηλαδή, που η ανεμοταραχή δυνάμωσε κι άλλο και τα μαστίγωνε πια -τα ’βαζε να δέρνονται μεταξύ τους και να βογγούν σαν νοματαίοι-, πήγε αυτή και τα απάλλαξε απ’ τα διπλά και τριπλά μανταλάκια τους, τα είδε να πετάν από δω κι από κει, άσωτα χέρια και πόδια και λαιμοί, μέχρι που χάθηκαν τελείως. Και κατάλαβε τότε ότι τον είχε αγαπήσει πάρα πολύ, και καθόλου».

Παρόμοια τιμωρία επιφυλάσσει σε μια ζακέτα της η γιαγιά τής Λεύκας Ελένη, στο Πάθος χιλιάδες φορές. Νευριασμένη που μια ξαφνική βροχή είχε περιλάβει τη φρεσκοπλυμένη, κρεμασμένη σε έναν γάντζο ζακέτα, την άφησε εκεί, να δέρνεται από τη νεροποντή. «Δυο μέρες έβρεχε συνέχεια, δυο μέρες μάζευε βροχή η ζακέττα».

Μάλλον τελικά ήταν αστόχαστος ο τόσος συγχρωτισμός με τις κουκουβάγιες, καθώς μια μέρα η Φορίκα ξεψύχησε άωρα και παράλογα. Από τα δοκάρια στην οροφή του σπιτιού της οι κουκουβάγιες ανάσαιναν κι επιτηρούσαν, «έφτανε πότε-πότε μια άχνα από διάφορα στόματα (η σιγαλιά αν είχε ήχο, αυτός θα ήταν), γυάλιζαν κάτι μάτια ζηλεμένα ή περιζήτητα αλλά ανοίκεια».

Κάποια παιδιά ήταν που βρήκαν το νεκρό κορμί της Φορίκας. «Στην πραγματικότητα διάβηκαν μια σκοτεινιά πρωτόγνωρη κάτω απ’ τον ήλιο που μεσουρανούσε».

Ίσως γι’ αυτό η Ζατέλη επανεισάγει στη μυθοπλασία της τη Λεύκα τριγυρισμένη από φτερωτούς αγγελιαφόρους θανάτου. Υποδηλώνει τη χθόνια, πλουτώνια καταγωγή της ηρωίδας της, το πλάσιμό της από επίζηλους ζόφους, πανώριους πανικούς, πανίερες ταφές, τη σμίλευσή της από ασύλληπτες μεσιτείες και κρυφές δοσοληψίες, έμμονες, σκότιες, κατάβαθες εξερευνήσεις, συνταρακτικά βλέμματα, μυστηριακά σαστίσματα και αόρατα, εξαίσια φτεροκοπήματα, αλλά και τη διά βίου ταλάντωσή της ανάμεσα σε φέγγη και ερέβη.

Ο άλλος της παππούς, ο Στυλιανός, ο πατέρας της μητέρας της, την προσφωνούσε Νύφκα, ένα όνομα που παρέπαιε ανάμεσα στη νύχτα και τη νύφη, το μαύρο και το λευκό. Αλλά και ως Λεύκα παρέμενε δίχρωμη, όπως οι λεύκες, με τα φύλλα τους ανοιχτά από τη μία πλευρά και πιο σκούρα από την άλλη, «που χαίρονται να τις φυσάει ο άνεμος, να τις ξεπατώνει – αλλά να μην τις σπάει».

Από πολύ νωρίς η Λεύκα περπάτησε προς «τα σκιερά βασίλεια του Άδη, τα πέραν της Στυγός». Όπως στον Σέρκα άρεσαν οι βόλτες στα νεκροταφεία, εκείνη, που επίσης ήταν συχνή στα μνήματα, την ξεσήκωναν οι πένθιμες καμπάνες, «αντανακλούσαν μέσα της τα πέρατα του βίου, βάθη ζωής απροσμέτρητα, μια παθιασμένη συγκίνηση την πάλευε, την τρυγούσε, την έκανε κτήμα της, της κόστιζε κιόλας όσο δεν λέγεται αυτό “της μοίρας το γραμμένο”, η υπέρτατη ταπείνωση […] που ήταν όμως, για δες, κι ευφορία για την ζώσα ψυχούλα της, ήταν δέος, ομορφιά σκοταδερή, καταχνιά, απελπισία, αγαλλίαση· και την αυλάκωναν τα δάκρυα λες και τα πλήρωνες».

Στο Πάθος χιλιάδες φορές, περπατώντας μαζί με τον Σέρκα σε ένα νεκροταφείο, η δωδεκάχρονη Λεύκα, ήδη ένα «παράδοξο θηρίο», αναφωνεί πλανταγμένη: «Τι θα ήταν η άνοιξη χωρίς τους πεθαμένους!…», συγκινημένη συθέμελα από το αβάστακτο ταίριασμα του θανάτου με «την ολόχαρη φύση»· «δέντρα, πουλιά, γαλανός ουρανός, να δένουν έτσι αρμονικά με τους σταυρούς και τις λύπες, τους λυγμούς, τα φτυαρίσματα…».

Η γιαγιά της η Ελένη, που τη φώναζε «η θανατούλα μας», της λέει κάποια στιγμή: «Ναι, ήταν αυτός ο θάνατος σ’ εσένα που μου φαίνονταν σαν να τον συμπαθούσες κάπως, είχες το θάρρος να τον αγαπάς!»

Μια άλλη φορά η Ελένη, αλαφιασμένη και περιδεής, από τα μυστήρια που έζωναν την εγγονή της, λέει στη Λεύκα: «Το μυστικό σου είναι σαν τριζόνι». «Σαν τριζόνι που τ’ ακούμε, μας τρυπάει τ’ αυτιά, μα δεν το βλέπουμε!»

Την ίδια ανάμνηση ανακαλεί τώρα η Λεύκα σχεδόν αυτολεξεί, τη γιαγιά της να της λέει: «Το μυστικό σου, Λεύκα, είναι σαν τριζόνι· τ’ ακούμε, μας τρυπάει τ’ αυτιά, μα δεν το βλέπουμε. Τι είναι πια, θάνατος;»

Αν στο νεκροταφείο, εκείνη την εαρινή μέρα, ο Σέρκας είχε στολίσει το κεφάλι της με ένα στεφάνι από κυπαρισσόκλαδα, τώρα (και πάλι έφηβη η Λεύκα) της μιλάει για μια Ιουλία με κόκκινα μαλλιά, «μια έξοχη σε όλα νεαρή αινιγματική δέσποινα», που κλέφτηκε με τον αγαπημένο της, αρπαγμένη στη ράχη ενός λύκου, που έτρεχε σαν τον άνεμο, και τρίβοντας στις παλάμες του κλαδάκια ενός κυπαρισσιού, τα πρόσφερε έπειτα σε εκείνη.

Ο Ντάφκος φαντάζεται την εγγονή του να γράφει τα δαιμονικά και δαιμόνια ιστορήματά της, κλεισμένη στη βορεινή κάμαρα του πατρογονικού σπιτιού, όπου και το εικόνισμα με τον λύκο (κατοικία άλλοτε ενός ολιγόζωου κοριτσιού, αργότερα των απόκρυφων θρήνων της μητέρας του, έπειτα του Σέρκα, επίσης τραγικά βραχύβιου, ο οποίος κλεινόταν εκεί μέσα αφοσιωμένος στα ξυλώδη λεπτουργήματά του, αλλά και της λιγοζώητης Ωραιοζήλης, ζηλευτά ωραίας στον θάνατό της), απομονωμένη σε υπερβατική ερημιά, για να «γιορτάζει τα κρυφά της». Σαν σε όνειρο έβλεπε τη Λεύκα, «βαρκούλα σε τρικυμία», να «κλυδωνίζεται μεταξύ ουρανού και γης». Συχνά την παραμόνευε στη μοναξιά της, τις ώρες που εκείνη λογαριαζόταν «με ό,τι αόρατο την τριγύριζε», ολομόναχη μες στη «λαλούσα σιωπή της», αναζητώντας στο γράψιμο μια δεύτερη ζωή, «δεύτερη και θαυματουργή». Την παρατηρούσε απορροφημένη στο άδηλο που την τυραννούσε, αφοσιωμένη σε αυτό «με τόση μύχια ένταση», και τον πλημμύριζε φόβος και ανησυχία, αλλά και «μια εξαιρετική συγκίνηση». Η ασάλευτη Λεύκα τού θύμιζε μια νεαρή ελαφίνα που είχε δει κάποτε στο δάσος. Ταβιθά την έλεγαν, ή την είχε ονομάσει ο ίδιος, από «τα βυθά» της εγγονής του.

«Και δεν θα ξεχνούσε το κεφάλι της έτσι όπως το κοιτούσε απ’ το πλάι να κάνει αχνές κινήσεις, σαλέματα, τρεμίζοντας τα ρουθούνια, καμμιά φορά και να γυρνάει ελαφρώς τον λαιμό της προς την άλλη μεριά (ποτέ προς τον Ντάφκο), σαν να τα έλεγε στόμα με στόμα με ό,τι αόρατο την τριγύριζε, ό,τι επικείμενο· δεν θα ξεχνούσε εκείνο το κεφάλι, παραδομένο θαρρείς στην άρρωστη περιέργειά του, στο δέος, ένα κεφάλι τόσο όμορφο, καθαρό -οι εσοχές, οι εξοχές, οι μαγικές γραμμές, τα τόσο υμνημένα μάτια, τα σκαλιστά κόκκαλα-, που ίσως την άλλη στιγμή…».

Ο πέλεκυς, δίχως τον γλυκασμό του μελιού, που τσάκισε την εφηβεία της Λεύκας και την σκοτείνιασε κατάσαρκα, ήταν ο αιφνίδιος θάνατος του Σέρκα, τον οποίο σκότωσε στα σαράντα του χρόνια ένα αστροπελέκι δίπλα σε μια βελανιδιά. Συγκλονίζει ο θάνατός του στο Πάθος χιλιάδες φορές, αλλά και εδώ η Ζατέλη αφιερώνει στην ανάμνησή του σπαρακτικές περιποιήσεις της αριστοτεχνικής της γραφής, επιθανάτια χάδια από λέξεις. Ο βαθύσκιωτος Σέρκας ενσαρκώνει το εκμαγείο της συγγραφέως με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους. Όλη του η υπόσταση, «μυθιστορηματικής κοπής», εγκιβωτίζει ένα έρεβος και ένα μυστήριο, που προπαιδεύουν τη Λεύκα σε ιεροτελεστικές κηδείες και στην καλλιέργεια αειθαλών τάφων, στη σαγήνη των μύθων και στα θαμβωτικά αστραποβολήματα των λέξεων. Εκείνος ήταν που την έκανε «ντάμα σπαθί».

«Σαν την αλαφροήσκιωτη με το βαρύ σπαθί· μια τέτοια “φιγούρα” μάς βγαίνει στα χαρτιά, εν προκειμένω στα χειρόγραφα, αναφορικά με την εφηβεία της Λεύκας· την από πριν, αρκετά πριν, και πόσω μάλλον μετά το αδόκητο τέλος του θείου Σέρκα. Εκείνος ακολούθησε πιστά το σταυροδρόμι του, όπως θα το ’λεγε κι ο ίδιος εάν γινόταν τρόπος, κι αυτή είδε την αστραπή για το υπόλοιπο του βίου της».

Οδοιπορώντας προς τη Σέρκα, η Λεύκα θα θυμηθεί ένα απόγευμα των παιδικών της χρόνων, πάνω στο οποίο κατέπεσε ξαφνικά μια αντάρα, «ένα βαρύ σκούρο φέγγος σαν να ξημέρωνε νύχτα, απότομο, ανεξήγητο». Η ανάμνηση, «σκιώδης, ακατάληπτη και σαγηνευτική, σαν ανησύχαστο στοιχειό στα όρια της λήθης», της θυμίζει πως από παιδί, από πέντε ετών, κάποιες στιγμές τη σκίαζε και την ανέπαλλε σύγκορμη μια αλλόκοσμη σκοτεινιά. Νότιζε από μέσα, μια υγρασία την κυρίευε, σαν να έσταζε αδάκρυτα κλάματα.

Άλλες πάλι φορές, «μες στα περίεργα μεσάνυχτα», «τα ήσυχα κι ανήσυχα μεσάνυχτα», τελώντας εν υπνώσει, αναλυόταν σε λυγμούς, καθισμένη στη μυθική σκάλα του πατρικού της (στο έβδομο σκαλοπάτι, κατεβαίνοντας), μην ξέροντας τι ήταν αυτό που τόσο την έθλιβε, απλώς έκλαιγε, «χωρίς λυγμούς και φανερές αιτίες». Κάτωχρη, «ένα χλωμό απερίγραπτο πρόσωπο» ανάμεσα σε δυο κάγκελα, αφηνόταν σε έναν άγριο, σιγηλό σπαραγμό, «ένα κλάμα ήρεμο, αβίαστο», «ήσυχο αλλά σώψυχο», «δάκρυα μόνο που γεννούσαν δάκρυα κι έρρεαν απ’ τα γλυκά υπνοβόρα μάτια της…».

Στο Πάθος χιλιάδες φορές, ένα βράδυ η υπνοβασία της Λεύκας την εγκλωβίζει ανάμεσα στα κάγκελα μιας άλλης σκάλας του σπιτιού και η αγωνία της να απελευθερώσει το κεφάλι της από την έξαφνη, ανυπέρβλητη μέγγενη την ξυπνά απότομα, για να βυθιστεί διαμιάς σε έναν αβυσσώδη πανικό, σε μια φρίκη απερίγραπτη. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα η Ζατέλη κάνει λόγο για έναν ακόμη δύσκολο απεγκλωβισμό, μόνο που τώρα το στιγμιότυπο είναι κωμικοτραγικό, καθώς αφορά έναν ευτραφή κύριο, σφηνωμένο στο παράθυρο της κουζίνας του, που σχεδόν ψυχομαχεί από την αγωνία του, ενώ η Λεύκα ιδροκοπώντας παλεύει με κάθε τρόπο να τον ξαγκιστρώσει από την παγίδα.

Το παράπονο έπαιρνε και πάλι σβάρνα τη Λεύκα, καταμεσής του δρόμου, ενόσω προχωρούσε προς τη Σέρκα, και εκείνη υποτασσόταν ξανά ανίσχυρη στο θέλημά του. Πολλοί οι λόγοι, όπως και πολλοί οι τρόποι, για να κλαις. Πόσα άραγε δάκρυα χωρούν τα μάτια και πόσα οι λέξεις; Αξιέραστα, λατρεμένα δάκρυα· «σαν η απόγνωση να ’ταν η μόνη αιτία για όλα, η αστείρευτη πηγή» (Το πάθος χιλιάδες φορές).

«Η Λεύκα κόντευε να βουρκώσει αναπολώντας τέτοια πράγματα, που δεν ήθελε και πολύ για να βουρκώσει, να μπουν νερά ώς την ψυχή της καταμεσής του δρόμου».

Ο παππούς Ντάφκος τής κληροδότησε την αφηρημάδα (αλλιώς αφοσίωση), ο θείος Σέρκας τη μυστικότητα και την υγρασία η γιαγιά της η Ελένη, όλη ένας ολοφυρμός.

«Υγρασία κάνει! Πολλή υγρασία, μπήκαν νερά ώς την ψυχή μου, τι δεν καταλαβαίνεις; Απ’ όπου κι αν με πιάσεις στάζω», οίμωζε η Ελένη, σπαραγμένη από «ένα πένθος ανένδοτο».

Ο Αθανάσης έβαφε ορισμένες από τις κουκουβάγιες που έφτιαχνε, με χτυπητά, «φωναχτά» χρώματα, σαν για να ξορκίσει ένα ενδότατο πένθος. Όταν τα μάτια της άρχιζαν να βουρκώνουν, η Λεύκα τα έβαφε στα μαβιά του λυκόφωτος, «για να βάλει ένα εμπόδιο στα δάκρυα, να βρει κάποια αιτία να μην κλάψει». Και οι δυο τους ζωγράφιζαν τη λύπη τους.

Όπως συμβαίνει συνήθως στα μυθιστορήματα της Ζατέλη, οι πιο θελξικάρδιες εικόνες είναι εκείνες του πένθους, του έσχατου χωρισμού. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα συνταράζει ο θρήνος μιας μάνας που γέννησε και μέσα σε λίγες ημέρες έθαψε ένα πλάσμα σακατεμένο, τιμωρημένο με μια υπερτροφική γλώσσα, που του απαγόρευε τη ζωή. Η φρικτή δυσπλασία μετέτρεπε την κάθε του ανάσα σε πνιγμονή. Η μάνα του «το ράντιζε στα χαμένα με το γάλα της» και τα δάκρυά της.

«Πριν το παραδώσει για τα ύστατα, στην άκρη εκεί του λάκκου, το ξεσκέπασε λίγο από την πάνα του κι έγειρε και το φίλησε, συνετή και βουρλισμένη, πάνω στην γλώσσα».

Στο Πάθος χιλιάδες φορές η Λεύκα θα πάρει υπό τη φροντίδα της ένα πλάσμα εξίσου αδικογεννημένο και ταχυθάνατο, την Ωραιοζήλη ή αλλιώς Ζήλη (ίσως το πιο συγκλονιστικό γέννημα της ζατελικής μυθοπλασίας), αθεράπευτα, αδυσώπητα τραυματισμένη στον έκτο μόλις μήνα της ζωής της. Την ένιωθε σαν δίδυμη αδελφή της, καθώς είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα και ώρα ακριβώς. Η Ωραιοζήλη ήταν σαν «ένα σακατεμένο μικρό ζώο, ασουλούπωτο, “φτυσμένο”», που κάθε του προσπάθεια να χαρεί ήταν μια μάχη, ένα πάλεμα. Από το λαρύγγι του κοριτσιού ανέβλυζαν κάτι ανατριχιαστικές «θρηνητικές κορώνες», «άναρθρες θανατερές φωνούλες». Στο στόμα της, αντί για χαμόγελο, κατοικούσε «ένας θλιμμένος μορφασμός». Η χαρά της Ωραιοζήλης, «αυτή η ιδιαίτερη, η έκτακτη χαρά, δεν ήταν λύπης αμέτοχος, σε άλλη ταΐστρα απ’ την οδύνη, δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, ποιος ξέρει […]».

Η Ωραιοζήλη ήταν ένα πλάσμα χαμηλό, η τρομερή δυσμορφία της δεν της επέτρεπε να κοιτάει ψηλά. Διόλου δεν μπορούσε να υψωθεί ο αυχένας της. Αδιανόητο το παραμικρό τάνυσμα. Το άμοιρο κορμί της είχε παγιδευτεί στα χαμηλά, κοντά στο χώμα. «Κι είχε μανία με τα χώματα»· «έτριβε λοιπόν τα μάγουλά της στα χώματα, νιβόταν με απόγνωση την γη, και χτυπούσε εκεί πάνω το κεφάλι της». Από το παράφορο σύρσιμο στα χώματα, από τη δριμύτατη πάλη με τη σκιά της, κατέληγε πάντα «ματωμένη και μισοαναίσθητη, κεκρουσμένη».

Την πρώτη φορά που γνώρισε τον ουρανό, «που κοινώνησε την θέα του», η Ωραιοζήλη άρχισε «να τρικυμίζει ξάφνου ολόκληρη, να βγάζει κάτι λαρυγγισμούς ασύλληπτης αγαλλίασης, δικούς της, ήχους που θα τους άκουγες μόνο σε δασάκι με πουλιά ωδικά, κοινά ή πιο άγρια, της νύχτας, από κείνα που οιμώζουν, που ποιούνται θρήνους…».

Κάποια στιγμή βγαίνει από το στόμα της μια ακόμα περίεργη τρίλια, ένα τερέτισμα, κάτι σαν γογγυσμός και μινύρισμα, που ακούγεται στη Λεύκα «σαν από κλάμα μικρής μισότυφλης κουκουβάγιας στα χώματα…».

Απέναντι σε αυτό το πλάσμα, το τόσο αμέτοχο στις χαρές της ζωής, η δεκατετράχρονη Λεύκα πλάνταζε από πόνο, «νόμιζε θα πεθάνει απ’ αυτόν τον πόνο, δεν θα προλάβει να γνωρίσει άλλο πράγμα στην ζωή της». Η καρδιά της έγινε «μια απύθμενη γούβα». «Και στέγνωνε απ’ την θλίψη η ψυχή της, απ’ την πιο βουβή απόγνωση».

Όταν η Ωραιοζήλη ήταν στα τελευταία της, «η Λεύκα ανέλαβε να της κάνει παρέα ώς εκεί, να την βοηθήσει να μη φοβάται, έως και να την πείσει πως δεν υπάρχει μέρος ομορφότερο».

Χαρισματική ψυχοπομπός η Λεύκα, από μικρή εξαιρετική σε ερεβώδεις μεσιτείες, συνοδοιπορούσε με την Ωραιοζήλη στο τρομερό ταξίδι, δίνοντάς της να μεταλάβει το μυστικό που την όριζε, «το μυστικό το δικό της, το καταδικό της, που φόβιζε και φλόγιζε μόνο την ίδια, και θα την φόβιζε όσο ζούσε».

«[…] πήγαινε το στόμα της στο αυτί της σπαρασσόμενης και της έλεγε πράγματα, μυστικά ανήκουστα, ποιος ξέρει τι της έλεγε, που είχαν την δύναμη να την ηρεμούν ξανά, να φτάνουν πιο κάτω κι απ’ το βύθος της και να ξορκίζουν τον πρωτόγνωρο πανικό· γαλήνη ακολουθούσε την μπόρα, μαλακοί ξεθυμασμένοι ανασασμοί τις οιμωγές και τα ουρλιάσματα· το σπάνιο τέλος, όμως, ακόμη».

Και, ω του θαύματος, ο θάνατος έδωσε στην Ωραιοζήλη την ομορφιά που της είχε αρνηθεί η ζωή. Ενόσω ψυχομαχούσε, τα μάτια της, που μέχρι τότε φάνταζαν σαν τις «ανήλιαγες κόγχες της ψυχής της», που ήταν «το τρισκόταδο της ακίνητης και αθώρητης ματιάς της», τώρα πάνω στο γαληνεμένο της πρόσωπο, ξαφνικά σπιθοβόλησαν, στο βάθος τους γυάλιζαν «κάτι κουκκίδες σαν ψιχαλίσματα, πιο μικρές κι από κεφαλάκια καρφίτσας».

«Γυάλισαν […], στραφτοκόπησαν, αμέτρητες τέτοιες κουκκίδες σε δυο μεγάλα, ολάνοιχτα, στο χρώμα της μελάνης μάτια, όπου χιλιάδες στρόβιλοι ουρανού είχαν καθρεφτιστεί και ανακρατούνταν».

Όσο πέθαινε τόσο πιο όμορφη γινόταν η Ωραιοζήλη. Το σώμα της, «απαλλαγμένο απ’ τον βραχνά της ύπαρξής του», λυνόταν, ξεδιπλωνόταν, τανυζόταν λυτρωτικά, τα δάχτυλα των χεριών της «ξεκυρτώθηκαν» κι έγιναν κρινάκια, «τα ίδια τα χέρια μάκραιναν σαν κλώνοι»· «το “ποτέ” συνέβαινε, αυτό που έλεγες πως δεν μπορούσε να συμβεί ποτέ».

Το ίδιο θα γράψει η Ζατέλη, όταν στο παρόν μυθιστόρημα πεθαίνει (ξαναπεθαίνει, ακριβέστερα) η δεκαοκτώ μηνών Δάφνη, η μοναχοκόρη της γιαγιάς Ελένης· «το επόμενο κιόλας πρωΐ έγινε το ποτέ».

Η Λεύκα καταμαγεύεται από το ψυχομαχητό της Ωραιοζήλης και την αδόκητη ομορφιά που εγκυμονούσε ο θάνατος. Αναρωτιέται: «Αυτό ήταν το αποτρόπαιο πρόσωπο του θανάτου;»

«Να φέρνει ρίγη φόβου με την όψη της η Ζήλη όσο ζούσε […], και τώρα που σώθηκαν οι μέρες και οι ώρες της, νεκρή και άπνους πάνω στα σεντόνια, να προκαλεί με την ασύλληπτη ηρεμία στην μορφή της, μ’ εκείνην την απόκοσμη σαγήνη, δέος και θαυμασμό που δεν εκφράζονται με λόγια;»

Μην μπορώντας να εκφράσει το αιφνίδιο κάλλος της νεκρής, η Λεύκα αφήνει για λίγο το μολύβι της. Ωστόσο, η Ωραιοζήλη θα διεκδικήσει επίμονα, μετά τον θάνατό της, τη γραφή της και έτσι αρχίζει «ένας πρωτόγνωρος βασανισμός για την έφηβη», παρόμοιος με τον παραδαρμό που μαστίζει τώρα τη Λεύκα. Και οι δύο Λεύκες γλιτώνουν από το γραπτό που τους ταλανίζει, προσπερνώντας το με χάρι. Όπως κάνει η τωρινή Λεύκα, η έφηβη Λεύκα κάθισε κι έγραψε «γι’ αυτό καθαυτό το βάσανο, που ήτανε μέρος πια της ιστορίας, ήταν το αντιβούισμα». Βέβαια, προτού η Λεύκα καταπιαστεί με το γράψιμο της Ωραιοζήλης, η Ζατέλη προλαβαίνει να αφιερώσει τις σπουδαιότερες σελίδες του μυθιστορήματος σε αυτό το άδοξο, αλλά στα έσχατα έξοχα δοξασμένο, πλάσμα. Ωραιοζήλη, η «πιο ευλογημένη δύσμοιρη».

Αν η μεγάλη Λεύκα αδημονεί για τον θάνατο της ηρωίδας της, μαζεύοντας υλικό και «αναθήματα γύρω απ’ αυτό», η έφηβη Λεύκα βρίσκει την ηρωίδα της αφότου αυτή πεθάνει. Η ιστορία «Της νεκρής αδελφής», η πρώτη σοβαρή, πολυσέλιδη υπόθεση του μολυβιού της, είναι εξίσου ζόρικη με την «ιστορία του φαντάσματος». Η μικρή Λεύκα παιδεύεται πολύ να αναστήσει στα χαρτιά της την Ωραιοζήλη. Όσο και αν είχε «μαζέψει γύρω της όλα τα στοιχεία, τα απτά και τα άυλα, σαν τις μάγισσες», το φάντασμα της νεκρής δεν την καταδεχόταν, διέφευγε τη γραφή, «η νεαρή γράφουσα έπεσε σε βαθύ πηγάδι». Λύγισε πριν από τη μάχη. Θα έγραφε «σαράντα ιστορίες» μέχρι να γράψει εκείνη τη μία.

«[…] ανακατώθηκαν μέσα της τα πάντα, η φωτιά με το νερό, η ευλογία με την αγωνία, η πιο παθιασμένη ζέση και ικανότητα να φέρει εις άξιον πέρας αυτό που έκανε, να γίνει κομμάτια γι’ αυτό, αλλά και κάτι φόβοι σκοτεινοί κι ανυπολόγιστοι που της έδεναν ξαφνικά τα χέρια και την ανάγκαζαν να περιέλθει στην πιο πονεμένη σιωπή και αδράνεια. Αυτή δεν ήταν, αλήθεια, που έγραφε ώς τώρα όπως ανάσαινε σχεδόν;»

Ένα αντικαθρέφτισμα της Ωραιοζήλης διαφαίνεται στο πρόσφατο μυθιστόρημα στη μορφή της Οφίας («Τι ξέρει ο Όφις για την Ζήλη;» αναρωτιέται η Ελένη στο Πάθος χιλιάδες φορές), μιας γυναίκας νάνου, που πιάνει φιλίες με τον απομόναχο Αθανάση. Και η Οφία ζει στα χαμηλά, μακριά από τον ουρανό, «πιο κοντά στο έδαφος». Τα καλοκαίρια τριγυρνούσε στα χωράφια. Ίσως είχε και αυτή μανία με τα χώματα. «Θα την τραβούσε κάτι εκεί, δεν εξηγείται αλλιώς, θραύσματα ίσως, οσμές χόρτων και χώματος από κάποια “αρχική” ζωή». Μια μέρα η Οφία ζητάει από τον Αθανάση να την κάνει κουκουβάγια, να πλάσει σε ξύλο τη φιγούρα της μεταμορφωμένη σε νυκτόβιο πτηνό, που απαγκιάζει στις κορφές των δέντρων, έτσι ώστε να μπορέσει και εκείνη να κοιτάξει από ψηλά, είχε μπουχτίσει εκεί κάτω.

«Μαμά, θέλω να γίνω νάνος σε τσίρκο όταν μεγαλώσω», είχε πει κάποτε ο Στέλιος, ο αδελφός της Λεύκας, στη μητέρα τους τη Θωμαή (Το πάθος χιλιάδες φορές). Ένα αγόρι που επίσης ήθελε να γίνει νάνος σε τσίρκο, κάνει τώρα ένα πέρασμα από το εργαστήρι του Αθανάση. Τόσο η Θωμαή όσο και ο Αθανάσης δίνουν στα αγόρια την ίδια απάντηση, να παν να τα κουβεντιάσουν με τον πατέρα τους. Στις σελίδες εμφανίζεται και το εξίσου γνώριμο αγόρι που είχε πεθάνει από τύφο, ένα παιδί «που αρρώστησε εκεί που γελούσε», «τύφος τυφώνας». Ας θυμηθούμε εν παρόδω τον άλλο μυθικό Τυφώνα, γιου της Γαίας και του Τάρταρου.

«Ένα παιδί τις προάλλες αρρώστησε εκεί που γελούσε, γύρισε σπίτι του με τύφο και σε δυο μέρες πέθανε, θερίστηκε άρον-άρον· τύφος-τυφώνας» (Το πάθος χιλιάδες φορές).

«Η Λεύκα θα ευχηθεί, αυτός που θα γράψει γι’ αυτήν να μη μπορεί».

Προτού διαβάσουμε το βιβλίο, διαβάζουμε αυτή τη φράση. Προειδοποίηση προς τον αδίκως αδημονούντα αναγνώστη; Αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Και η ίδια η Λεύκα απορεί τι ήταν άραγε αυτό εκεί πέρα στο τετράδιο. «Παγίδα; Μια έντεχνη τρικλοποδιά που έβαζε η ίδια στον εαυτό της; Ένα οξύμωρο παιγνιώδες στοίχημα; Γρίφος; Χρησμός; Φοβέρα;»

«Από πότε είχε δώσει τέτοια διαβολεμένη ευχή η Λεύκα στον εαυτό της;»

Οπωσδήποτε, είναι το πιο απόκρυφο, το πιο συναρπαστικό αίνιγμα του βιβλίου. Η Λεύκα, παρωθούμενη από τον έλεο και τον φόβο για την τέλεση της προσωπικής της κάθαρσης, εναντιώνεται στο είδωλό της. Η Λεύκα απαγορεύει στη Λεύκα να γραφτεί περαιτέρω. Η μυστική γραφή, η φυλαγμένη στα τετράδια, αντιμάχεται την ορατή γραφή. Ωστόσο, στα τετράδιά της, «σοδειές ολόκληρες από χαρτί και μελάνι», το ανεκπλήρωτο αχνόφεγγε ωσάν ήδη εκπληρωμένο. Η μαγεία συντελούνταν εν κρυπτώ. Μες στο σεντούκι που το φρουρούσαν τα δέκα κυπαρίσσια και μες στα μαρτυρικά τετράδια που μνημόνευαν μια δεκαετή ιστορία-φάντασμα. Τετράδια πολυκύμαντα, τρικυμισμένα από «κύματα ακοίμητα». Βαρκούλες σε τρικυμία.

«[…] αυτά τα σκόρπια κι ανησύχαστα, σαν από τρεις διασταυρώσεις το καθένα κι ωστόσο μυστικά μεθοδευμένα στοιχεία, δεν ήταν άραγε από μόνα τους η τέλεση ενός τέτοιου έργου; Η μύχια εκπλήρωσή του; Βεβαίως αποκλίνουσα από το προσδοκώμενο, με χάρι προσπερνώντας το».

Σε ένα από τα τετράδιά της, η Λεύκα διαβάζει: «Φαντάσου δυο τρικέφαλα τέρατα να κοιτιούνται κατάματα!» Η Λεύκα απέναντι στη Λεύκα. Η Ζατέλη απέναντι στη γραφή της. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο φοβερή εικόνα για να παρασταθεί η ονειρώδης όσο και ερεβώδης μυθοπλασία της Ζατέλη, από το σμίξιμο δύο τρικέφαλων όντων, της Χίμαιρας και του Κέρβερου, σε ένα μετωπικό, σφοδρότατο κοίταγμα.

Ο «πιο ενδόμυχος στα περί της γραφής της φίλος», παροτρύνοντάς την να κινήσει για «το δύσβατο πόνημα», της λέει κάποια στιγμή: «Έτσι κι αλλιώς δέκα βιβλία δεν γράφεις μέχρι να γράψεις το κανονικό; Και τι, θ’ αλλάξεις τώρα;»

«Και τα δέκα βιβλία μπορεί να τα ’χε κιόλας γράψει η Λεύκα στα τετράδιά της, στρατιές τετραδίων, μα το “κανονικό” εν προκειμένω έμοιαζε μ’ έναν ήλιο που περιμένεις να φανεί απ’ την δύση».

Βέβαια, η γιαγιά της η Ελένη θα μπορούσε να της αντιτείνει: «Μόνο ο ήλιος δεν ανατέλλει απ’ την δύση, όλα τα άλλα γίνονται».

Όταν η Λεύκα, κουρασμένη πολύ από τη σκιαμαχία της με το φάντασμα, ομολογεί στον φίλο της την επιθυμία της να αποδεσμευτεί επιτέλους από αυτή την ιστορία, εκείνος φαίνεται να μην πείθεται για την τελεσιδικία της απόφασής της. Τη ρωτάει: «Αλλά μήπως αφήνεις δουλειά και για μετά, για πιο μετά;»

Η Λεύκα απορεί, «πόσο πιο μετά;», για να λάβει την απάντηση: «Ε… απ’ το μετέπειτα ώς το επέκεινα – η φαντασία δεν σου λείπει».

Τη συνομιλία τους κλείνει η εξίσου ερμητική, ανοιχτή σε κάθε λογής ενδεχόμενα, απόκριση της Λεύκας. «Στο κάτω-κάτω, αν ήταν εξ αρχής μια αμφίρροπη υπόθεση, πώς αλλιώς θες να κλείσει;»

Όλοι εμείς που αγαπάμε τη Ζυράννα Ζατέλη, περιμέναμε πολλά χρόνια αυτό το βιβλίο. Μετά την επταετία, απαράβατη διορία, αρχίζει η αδημονία. Ποιο βιβλίο, όμως, περιμέναμε ακριβώς; Εκείνο το ξεχωριστό που οραματιζόταν η Λεύκα; Ή εκείνο που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα σφράγιζε περίτρανα την τριλογία Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους; Ο κάθε αναγνώστης θα έχει σίγουρα τη δική του απάντηση, τη δική του προσδοκία και πιθανότατα και τη δική του διάψευση. Για μένα αυτό το μυθιστόρημα ήταν μια έκπληξη, το απόλυτο σάστισμα. Διότι δεν μοιάζει με κανένα άλλο μυθιστόρημα της Ζατέλη. Είναι ζατελικό με τρόπο αιρετικό. Δείχνει εξομολογητικό, ενόσω την ίδια στιγμή παραμένει περίκλειστο και ενδοστρεφές, σχεδόν κρυπτικό. Κι άλλοτε πάλι μου φαίνεται σαν σαρδόνιο περιγέλασμα, σαν ένα αόρατο πέπλο ειρωνείας να το σκεπάζει. Μια εξαίρετη πλάνη.

Το μυαλό μου πάει στη φάρσα που έστησε η Λεύκα στον Ντάφκο στο Πάθος χιλιάδες φορές. Ο Ντάφκος ήθελε να μάθει κάτι για τις μυστήριες γραφές της εγγονής του, για τη διπλοκλειδωμένη μυστική της ζωή, και μια μέρα εκείνη δέχεται να του δείξει λίγο από το μείζον μυστήριο που τη διακατείχε. Με ένα κλαδί σχηματίζει στο χώμα (καταχθόνια συγγραφέας γαρ) μερικές φράσεις που ήταν αδύνατον να διαβαστούν. Δεν ήταν γραμμένες για να διαβαστούν. Διότι, ό,τι και αν ήταν αυτό που η Λεύκα ομολογούσε τάχα στον Ντάφκο, το φανέρωνε κλεισμένο σε γραφή ανάστροφη, κατοπτρική. Μολονότι ο Ντάφκος γνώριζε την έφεση της εγγονής του στην ανάδρομη γραφή, δεν ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσει τις χωμάτινες φράσεις. Αυτές μόνο κάτω από το χώμα δεν ήταν ανάποδες.

«Θα υπάκουε. Και θα του έδειχνε την τέχνη της, την “ύλη” της την μυστική και δήλη, όπως δεν το είχε ξανακάνει ώς τότε – υπό τα όμματά του: κρατώντας εκείνο το κλαδάκι σαν να ήταν, το λιγότερο, ένας πολύτιμος κονδυλοφόρος, άρχισε πάλι να σχηματίζει πάνω στο σφιχτό νωτισμένο χώμα την μια μετά την άλλη αρκετές καλογραμμένες λέξεις, μια φράση ολόκληρη, διόλου ευκαταφρόνητη σε μάκρος και νοήματα, που την μοίρασε σε έξι-εφτά αράδες… μόνο που όλα, βέβαια, τα έγραφε με τον δικό της τρόπο, με το χέρι της να ξεκινάει από τα δεξιά και να πηγαίνει προς τα αριστερά, από τα δεξιά προς τα αριστερά και μόνο έτσι, σ’ ένα στριφογυριστό και σαγηνευτικό μονοπάτι που όλο και πιο κοντά τον έφερνε στο χείλος του μυστικού, όλο και πιο κοντά…».

Ο Ντάφκος απελπίζεται. Ένας υποδόριος φόβος τον κεντάει. Η Λεύκα δίπλα του, πολύ κοντά του, κι όμως απλησίαστη. Από «τα ρηχά θολωμένα νερά» τον είχε σύρει «στα πιο βαθειά και ταραγμένα».

«[…] δοκίμασε να διαβάσει αυτό που είχε μπρος στα μάτια του, έκθετο πάνω στον άβακα της γης, αυτό τέλος πάντων που ο ίδιος της είχε ζητήσει να κάνει -να του μάθει γράμματα σήμερα-, και είδε πως δεν μπορούσε, δεν τα έβγαζε πέρα: το νερό να κυλάει μπροστά του, η δίψα να τον γονατίζει, κι όμως να μη μπορεί να πιεί. Κι έμεινε ώρα σιωπηλός, ένοιωσε μόνος και αβοήθητος, σχεδόν τιμωρημένος, όσο λίγες φορές στην ζωή του».

Τελικά λέει στην εγγονή του: «Ένα καταλαβαίνω· καλάμι εμπαιχτικό κρατάς στο χέρι σου και μας εμπαίζεις όλους».

Ίσως και τώρα η Λεύκα να μας περιπαίζει, ίσως και πάλι δόλιο δόνακα να κραδαίνει. Όπως και αν έχει, η Ζατέλη κρατάει σφαλιστά τα χαρτιά της. Κάθε εικασία τίθεται υπό αίρεση. Κάθε αντινομία περιδένει το μυστικό. Η περιπάθεια και πολυπάθεια των λέξεων γέρνουν προς τη σιωπή. Αρχινισμένες αφηγήσεις σκορπούν σε συνειρμούς και όνειρα. Η αυτοαναφορικότητα μετατρέπει το μυθιστόρημα σε συγγραφικό εργαστήριο μιας δυστοκίας, μιας ματαιωμένης γέννας. Την ίδια στιγμή, τις λιγοστές φορές που η Ζατέλη μάς αφήνει να κρυφοκοιτάξουμε μέσα εκεί, σαν να παραμερίζει μια λεπτή κουρτίνα, το φανταζόμαστε κατάφορτο με ξόρκια, μάγια, φαρμάκια και αλχημείες, μνήμες, πένθη και μεταμφιέσεις, και μόνο αργότερα, πολύ αργότερα, βλέπουμε την κλειδωμένη πόρτα. Πολλά κλειδιά κροτούν στο μυθιστόρημα, «ένα σμάρι ασημένιων κλειδιών» τραγουδά μες στο λαρύγγι της Λεύκας, «ένα κοπάδι κλειδιά» βροντά στο παραμιλητό της Αρμένισσας, αλλά τα μυστικά παραμένουν αξεκλείδωτα. Σε κάθε σελίδα η γοητεία αιχμαλωτίζεται από την απορία. Ποια είναι η ιστορία; Η ιστορία του άγραφου βιβλίου ή πολλές ιστορίες, ιστορίες προ καιρού γραμμένες, οι παραπόταμοι στους οποίους δολιχοδρομεί η Λεύκα, αποφεύγοντας την ορμή του κύριου ποταμού;

Ενδεχομένως, η αγωνιώδης εξιστόρηση για ένα βιβλίο που ποτέ δεν γράφτηκε, να συγκαλύπτει μια άλλη, ισόβια αγωνία, την ανάγκη της συγγραφέως να καταλάβει για ποιο λόγο γράφει ιστορίες, πώς βρέθηκε σεσαγμένη στον ζόρικο όσο και ζωηφόρο ζυγό της γραφής, πώς έγινε και την επέλεξε αυτή η ερατεινή, έρμη ειμαρμένη και την έκανε «δούλη του δόλου». Ο ακριβός της φίλος την αποκαλούσε «κεκρουσμένη».

«Η Λεύκα, οιονεί ταγμένη […], έγραφε από πολύ παλιά και συνέχιζε να το κάνει, ίσως κιόλας για να μπορέσει να καταλάβει μια μέρα -πράγμα αμφίβολο- όχι τόσο “τι ήθελε να πει” με αυτά που έγραφε, αλλά ποια ανεξήγητη μοίρα, ποιο άρρητο και άδηλο της ζωής γινάτι την ήθελε με μολύβι και χαρτί ή καρφωμένη μπροστά στην γραφομηχανή επί δεκαετίες».

Θαυμαστό είναι το άφατο και κανένας γρίφος δεν συναρπάζει μετά τη λύση του, θαρρείς και μας λέει η Λεύκα. Το πιο σημαντικό, το πιο βαρύτιμο, ας μείνει ανείπωτο, ας μην χαλάσουν οι λέξεις τη μαγική φτιαξιά του. Η άρνησή της να πορευτεί στο «δύσβατο πόνημα», μαρτυρεί την πολυτιμότητά του για την πένα της. Είναι μια υπόσχεση εις εαυτόν που παραμένει αδήριτη, στον βαθμό που αθετείται. Και όμως, η τρανή γραφή προσπερνά ακόμη και αυτό το σαγηνευτικό μυστήριο της υπόσχεσης, τη γριφώδη προφητεία της Λεύκας. Διότι η γραφή της Ζατέλη υπερβαίνει τα γραφόμενα. Είναι από μόνη της ένας ολάκερος κόσμος. Μια γόνιμη επικράτεια, όπου τα οστά βλασταίνουν μέσα από το εύκαρπο χώμα. Η πένα γίνεται υνί, το σκήπτρο για να τελεστούν μυστικές εκταφές. Η ζωή της Λεύκας δεν απέχει διόλου από τη μυσταγωγία των μυθοπλασιών της. Η Λεύκα ζει, και εν μέρει ιερουργεί, σε μια στοιχειωμένη πραγματικότητα, σημαδεμένη από σκοτεινές όσο και αποκαλυπτικές γραφές.

«Αυτό που ζούσε η Λεύκα ήταν αυτό που έγραφε, και δεν χρειάζεται να πούμε πόσες ζωές και πόσα σκοτάδια είχε περάσει για να φτάσει όπου έφτασε· εντός πολύ και πέραν».

Το μόνο που μετράει είναι η ομορφιά. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η γραφή της Ζατέλη είναι ατόφια, απαράμιλλη ομορφιά. Στο τετράδιο Φυτολογίας του σχολείου, η μικρή Λεύκα στην ερώτηση σε τι μας χρησιμεύει το τάδε φυτό ή το δείνα άνθος, έδινε πάντοτε την ίδια απάντηση: «Μας χρησιμεύει για την ομορφιά του και για άλλα». Μπροστά στην ομορφιά, όλα τα «άλλα» ωχριούν.

Ζηλωτή διακόνισσα δαιμονίων, η Ζατέλη μεταμορφώνει τώρα τη γραφή της (άλλωστε μια «δαιμονιώσα φύση» σοβεί πίσω από την πένα της) σε δύστροπο δαίμονα, που λυμαίνεται τόσο τον παραμυθένιο, ονειρικό της οίκο όσο και τα τετράδιά της (άλλου είδους οίκος αυτά, άλλου είδους παραμύθια). Σε κάθε περίπτωση η πάλη με το φάντασμα τίκτει εξαίσιες στιγμές, όπως το τηλεφώνημα της Αρμένισσας, το θρηνολόγημα της Φορίκας, το φιλί της μάνας στη γλώσσα του θνησιμαίου μωρού της, ο καταυγασμός του Ντάφκου από τις σπίθες του αμονιού στο σιδηρουργείο του, ο σπαραγμός της Ελένης για τον θάνατο της μοναχοκόρης της, το σκιαγράφημα του Σέρκα, ο ανεμοφόρητος χαμός της Ζήνας, της μητέρας του, το κρανίο του Ντάφκου, «κορώνα ανείπωτη», πάνω στον σωρό με τα ξεπλυμένα οστά του, η περίζωση της Λεύκας στην προτελευταία σελίδα από τα κόκκαλα του οστεοφυλακίου. Ζοφώδης ζώσις.

Περισσότερο από μια ιστορία που δεν γράφτηκε, το βιβλίο αφορά τα πάθη της γραφής, μυστήρια και μυσταγωγικά, ευφραντικά δεινά, δαιμονικά και ευδαιμονικά. Η Ζατέλη ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο θάμβος και τον ζόφο των λέξεων. Τελεί διαρκώς υπό ένα «βαρύ σκούρο φέγγος». Η γραφή, δράμα και πανδαισία, παιχνίδι και παραδαρμός, παιδεμός και χαρά, ζόρι και ζέση, χαρμολύπη και αμφιλύκη, ευφροσύνη και απόγνωση. Όλα ανυπολόγιστα, ανεκτίμητα. Ένας «πόνος που σ’ αρέσει». Στύγια στίλβη. Όσο απελπίζει το φοβερό σκοτάδι που προπορεύεται της γραφής, άλλο τόσο καταθέλγει το λαγαρό, αστραποβόλο φως που ξεχύνεται, όταν αίφνης τα σύννεφα μεριάζουν. Με τις λέξεις της η Ζατέλη μοιάζει να λεπτουργεί τα αμύθητα θέλγητρα καθετί άρρητου. Πόσα άφαντα και άφατα στα επτασφράγιστα τετράδιά της! Τι να πούμε. Σπουδαία η συγγραφέας, σπουδαίο και το πάθος της. Όσο για εμάς, θα μείνουμε στη γητειά και την αδημονία. «Ώς την άλλη άγνωστη φορά».

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular