Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

   «Δεν ξέρουμε πώς να ξυπνήσουμε» 

 

 

Η μνήμη είναι κιβωτός παραφρασμένων ιστοριών. Ένας γαλαξίας παρανοήσεων, επινοήσεων και ανεπίδοτων ευχών, που αχνοτρέμουν στον νου. Η μνήμη δεν έχει ιστοριογραφική ηθική, δεν αρχειοθετεί, αλλά μετατρέπει σε καλειδοσκοπικό κάτοπτρο όσα ανήκουν ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Όλα όσα έχουμε διά παντός χάσει. Είναι ένα αληθοφανές όνειρο. Δεν είναι αξιόπιστη, αλλά είναι αναγκαία. Απλώνει μια νοητή γέφυρα προς ό,τι κάποτε υπήρξε. Διασχίζοντας αυτή τη γέφυρα, που κάτω της χαίνει η λήθη, μπορούμε για λίγο να κρατηθούμε από φωνές και μορφές, που μας λείπουν αφόρητα. Άλλες φορές η γέφυρα τρέμει κάτω από τα πόδια μας, καθώς αυτό που προσδοκούσαμε να ξαναδούμε μας τραβά στα έγκατα ενός εφιάλτη. Και τότε δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε, παραμένουμε παγιδευμένοι σε σεντόνια που ολοένα βαθαίνουν και μας πνίγουν.

Η διάσημη Χιλιανή συγγραφέας Νόνα Φερνάντες (γεν. 1971) έχει συνείδηση της λογοτεχνικής υφής της μνήμης. Η μνήμη είναι η κατεξοχήν μυθοπλασία. Στη νουβέλα της Φερνάντες μεσήλικα σώματα παλεύουν με ανήλικους εφιάλτες. Βρίσκονται εγκλωβισμένα σε έναν αναπόδραστο ύπνο. Έχουν ήδη αρχίσει να γερνούν, αλλά δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ανάμνηση της ανηλικότητας, η οποία σκορπίζεται στο υποσυνείδητό τους σε ετερόκλιτες, παραισθητικές αφηγήσεις. Η Φερνάντες τους βλέπει ξαπλωμένους σε στρώματα, διάσπαρτα στην αχανή επικράτεια του γενέθλιου Σαντιάγο, να πολεμούν έναν ύπνο γεμάτο όνειρα, τα οποία αρνούνται να ενηλικιωθούν, ιδίως τις νύχτες. Η άλλοτε παιδική συντροφιά, διασκορπισμένη σε κρεβάτια βουλιαγμένα από ιστορίες, ονειρεύεται τη φίλη που λείπει. Τη βλέπουμε στα όνειρά μας, μας λέει η Φερνάντες, από τα στρώματά μας, «[…] από τα βρόμικα σεντόνια που οριοθετούν τη θέση που βρισκόμαστε σήμερα, όταν αναζητάμε καταφύγιο στα ντιβάνια όπου αποθέτουμε τα κουρασμένα μας κορμιά που δουλεύουν και δουλεύουν· τη νύχτα, μερικές φορές ακόμα και τη μέρα, τη βλέπουμε στα όνειρά μας».

Μια μέρα του Απριλίου του 1985 η Γκονσάλες δεν ξανακάθισε ποτέ πια στο θρανίο της στην τελευταία σειρά. Ο πατέρας της ήταν καραμπινιέρος. Το αριστερό του χέρι ήταν ξύλινο. Ατύχημα στη δουλειά. Το έβγαζε όταν επέστρεφε σπίτι. Όσο η δικτατορία του Πινοτσέτ αποδυναμωνόταν, η οικογένειά της βρισκόταν όλο και πιο εκτεθειμένη. Ο θείος Κλαούντιο με την κόκκινη Σεβρολέτ, δεξί χέρι του πατέρα της, δεν την έπαιρνε πια από το σχολείο. Ούτε αυτός, που ήταν τόσο υπάκουος στις εντολές του καθεστώτος, δεν μπορούσε να την προστατεύσει. Ένας άλλος καραμπινιέρος, ο σύζυγός της, τη σκότωσε στα είκοσι ένα της.

Η ιστορία της Γκονσάλες είναι πολύ μικρή, αποτελεί όμως μέρος μιας πρόσβαρης Ιστορίας, πολλών χρόνων ερμητικών, περίκλειστων, περισφιγμένων από τη δικτατορία. Οι φίλοι της την ονειρεύονται, δημοκρατικά. Ο καθένας ασκεί το δικό του δικαίωμα στη μορφή της. Η μνήμη βουλιάζει ολονών τα στρώματα. Είναι, άραγε, μνήμη ή ένα ατελεύτητο όνειρο; Η Φερνάντες ονειρεύεται τους φίλους της, ξαπλωμένους σε «αμνήμονα στρώματα». Ίσως η αμνησία των σεντονιών να είναι ευχετική, να σκεπάζει μνήμες που είναι αδύνατον να ξεχαστούν, μνήμες που παριστάνουν τα όνειρα μόνο και μόνο για να γίνονται πιο παρηγορητικές. Τα όνειρα μεταμορφώνονται σε αναμνήσεις, που μπλέκονται και συγχέονται καθώς βαθαίνει η νύχτα. Στα όνειρα δεν υπάρχει ομοφωνία. Η αλήθεια μικρή σημασία έχει σε αυτή την επικράτεια των ίσκιων και των απόηχων.

«Από την ονειρική διαφορετικότητά μας μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο καθένας με τον τρόπο του τη βλέπει όπως τη θυμάται».

Η Φουενσαλίδα ονειρεύεται τη φωνή της. Ο ύπνος της κατοικούνταν από παιδικές φωνές που αντηχούσαν σε μια σχολική αίθουσα. Για τη Φουενσαλίδα «η φωνή είναι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα». Η φωνή της Γκονσάλες γλιστράει από το στρώμα της Φουενσαλίδα και διαχέεται στον ύπνο των άλλων φίλων, δίνοντας φωνή στη δική τους εκδοχή της μορφής της. Η Μαλδονάδο βλέπει στα όνειρά της τις επιστολές της κολλητής της. Βλέπει γαλάζια γράμματα σε στενόχωρες σελίδες. «Τα όνειρα της Μαλδονάδο είναι η ανάγνωση της κάθε μίας από αυτές τις επιστολές». Κατακλείδα της αλληλογραφίας μια παράκληση, «μη με ξεχνάς σε παρακαλώ». Κάθε βράδυ η Μαλδονάδο εκπληρώνει το αίτημα αυτής της ικεσίας, αφήνοντας τον ύπνο της διαπερατό από τις λέξεις και τις φράσεις της Γκονσάλες. Πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα φυλάσσει με ευλάβεια τα μυστικά και σημαντικά πράγματα που της εκμυστηρευόταν η φίλη της στα γράμματά της. Γράμματα σημαδεμένα στο τέλος τους από ένα αστέρι, πιθανόν εκπεσόν από τη σημαία, από εκείνη τη σημαία που κυμάτιζε κάθε σχολικό πρωινό στην κορυφή του ιστού, συντονισμένη στον κυματισμό της με τον ρυθμό των παιδικών φωνών που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, «κι εμείς να την κοιτάζουμε από κάτω με τη σκοτεινή σκιά της να μας προστατεύει».

«Ο Ρικέλμε βλέπει στα όνειρά του προσθετικά χέρια. Είναι τα χέρια του σπιτιού της Γκονσάλες». Πέρα από αυτό που φορούσε, ο πατέρας της φυλούσε και άλλα παρόμοια αριστερά άκρα σε ένα ντουλάπι. Τη μοναδική φορά που επισκέφθηκε το σπίτι της φίλης του, ο Ρικέλμε ένιωθε τρομοκρατημένος στη σκέψη αυτών των τεχνητών χεριών. Στους εφιάλτες του το αριστερό χέρι του μπαμπά της Γκονσάλες παραμορφωνόταν σε αποτρόπαιο φονικό όπλο, στις απολήξεις του φύτρωναν «ακονισμένα δάχτυλα, νύχια διαμετρήματος 2,5 χιλιοστών, χέρια κάννες ή γκιλοτίνες». Η αρπάγη τους τον κατέτρυχε. Στα όνειρά του το ξύλινο χέρι γινόταν πράσινο φωσφοριζέ και τον κυνηγούσε, εκείνον, έναν μικρό Αρειανό, που στο φευγαλέο άγγιγμα του πράσινου χεριού θρυμματιζόταν σε χρωματιστά φωτάκια και έσβηνε.

Αλλά και το πατρικό της Γκονσάλες δεν ήταν λιγότερο τρομακτικό από το αριστερό χέρι του πατέρα της. Μολονότι στο καθιστικό υπήρχε μια κονσόλα Atari, όπου έπαιξαν Space Invaders, ο Ρικέλμε δεν μπορούσε να πάρει τη σκέψη του από το ανατριχιαστικό ντουλάπι, αλλά και από την κλειστή πόρτα, πίσω από την οποία βρισκόταν το δωμάτιο του νεκρού αδελφού της Γκονσάλες. Σε μια φωτογραφία στον τοίχο κρεμόταν το απομεινάρι της ύπαρξής του, περιστοιχισμένο από μετάλλια και μικροσκοπικές σημαίες, που υποδήλωναν διφορούμενες επιδόσεις σε άδηλα πεδία διάκρισης. Γι’ αυτό, αν και εκείνη την ημέρα έπαιξαν για πολλές ώρες Space Invaders, προσπαθώντας να σπάσουν το άφθαστο ρεκόρ του νεκρού αδελφού, ο Ρικέλμε δεν ξαναπήγε στο διαμέρισμα της Γκονσάλες. Προτιμούσε να την καλεί στο δικό του, «όπου τα χέρια δεν έβγαιναν απ’ τα σώματα, ούτε τα παιδιά κρέμονταν στον τοίχο».

Τα όνειρα του Σούνιγα, του κρυφού έρωτα της Γκονσάλες, κυριαρχούνται από την αίσθηση της αφής. Αποκοιμισμένος από τον λευκό θόρυβο της τηλεόρασης, αισθάνεται το βάρος του εφηβικού της κορμιού πάνω στα σεντόνια. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της είναι βρεγμένα, ραντίζοντας με σταγόνες το γυμνό της κορμί. Μοιάζει σαν να έχει μόλις αναδυθεί από τη μικρή πισίνα μέσα στην άμμο, όπου κάποτε είχε βουτήξει μαζί με τους φίλους της. Μπορεί πάλι το σώμα της στα σεντόνια να μην ζυγίζει περισσότερο από ένα φάντασμα. Δεν έπρεπε να είχαν βουτήξει σε εκείνη την ψεύτικη θάλασσα. Ενόσω πλατσούριζαν ολόγυμνοι στα νερά της, μια τρύπα στην άμμο τούς ρούφηξε έναν προς έναν σε μια «σκοτεινή αποχέτευση». Το όνειρο γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Κινδυνεύουν όλοι να χαθούν εξαιτίας εκείνης που λείπει. Η Γκονσάλες τους είχε σπρώξει στον βυθό, στον πυθμένα της Ιστορίας, και τώρα παρείσδυε στον ύπνο του Σούνιγα για να του θυμίσει πως εκείνος τουλάχιστον είχε επιζήσει.

Ο Σούνιγα την ακούει να του ζητά συγγνώμη, ενόσω τα μαύρα της μαλλιά, γεμάτα άμμο και αλάτι, νοτίζουν τα σεντόνια του. Την ακούει να του λέει «σώθηκες», παίρνει το γράμμα που του είχε γράψει κάποτε, όταν ήταν ερωτευμένη, και έπειτα ξυπνά. «Δεν υπάρχει τηλεόραση. Δεν υπάρχει γράμμα. Είμαι μόνος και έχω γεράσει έναν αιώνα».

Παρ’ όλα αυτά, η Γκονσάλες επιστρέφει στον ύπνο του Σούγινα για να τον παρηγορήσει για την επιβίωσή του. Είναι πάλι νύχτα και νιώθει και πάλι στο στρώμα του το βάρος από το σώμα της, ανάλαφρο όσο και το βάρος των σεντονιών πάνω του. Μέσα από τον λευκό θόρυβο της τηλεόρασης την ακούει να του λέει «σώθηκες». Το μουστάκι από καμένο φελλό μουτζουρώνει το πρόσωπό της, καθώς σβήνεται από τα δάκρυά της. «Ξυπνάω πάλι. Δεν υπάρχει τηλεόραση. Είμαι μόνος και έχω γεράσει».

Είναι πάντοτε επίφοβη η απόπειρα της λογοτεχνίας να ανακαλεί το παιδικό βλέμμα. Η απομίμηση της εκφραστικής της ανηλικότητας ελλοχεύει τον κίνδυνο της αφέλειας, νοθευμένης ωστόσο από την αλαζονεία τής εκ των υστέρων γνώσης. Έτσι προκύπτει ένα ψευδεπίγραφο άκουσμα, που δεν πείθει ούτε ως ανίδεο ούτε ως ώριμο. Η Φερνάντες αποφεύγει μαεστρικά αυτή την παγίδα, καθώς ο λόγος της φέρει τη βραχνή, κουρασμένη απόγνωση της ενηλικίωσης. Κάθε στιγμιότυπο που ανασταίνουν τα διασκορπισμένα όνειρα, εμφανίζεται σε διπλοτυπία. Έρχεται από το απώτερο παρελθόν, αλλά εγχάρακτο από τη χρονική φθορά. Τα πρόσωπα προβάλλουν στις σελίδες ακαριαία, σαν μέσα από το ανοιγοκλείσιμο ενός κλείστρου. Απαθανατίζονται στο χαρτί και έπειτα σβήνουν, θαρρείς και η φωτογραφία αυτοκαταστρέφεται άμα τη εμφανίσει. Τα πρόσωπα είναι όνειρα που πεθαίνουν στο φως. Ξυπνούν μουντζουρωμένα από τις απειλές του σκοταδιού, σε σεντόνια διάτρητα από τις ριπές των ονείρων.

Τα όνειρα που εξιστορεί η Φερνάντες διαβρώνονται από τους εφιάλτες που επωάστηκαν στο άπλετο φως της πραγματικότητας. Είναι όνειρα λεκιασμένα από τη μαυρίλα των εφιαλτών, όπως λεκιάζουν τα σεντόνια των κοιμώμενων φίλων από τον καπνισμένο φελλό των ψεύτικων γενιών τους, την καπνιά που απέμεινε στα πρόσωπά τους από τις σχολικές, εθνεγερτικές παραστάσεις.  Στριμωγμένα σε μια χάρτινη βάρκα, τα παιδιά παίζουν ναυμαχία, αναβιώνοντας το ένδοξο παρελθόν της Χιλής, τις ατέρμονες εχθροπραξίες με το Περού. «Ζήτω η Χιλή» ουρλιάζει ο πλοίαρχος Σούνιγα λίγο πριν ανέβει στο εχθρικό πλοίο, όπου τον περιμένει ο ηρωικός θάνατός του.

«Τη μια χρονιά μετά την άλλη επαναλαμβάνω αυτή την αιώνια συμφορά που μοιάζει να μην έχει τέλος».

Η Γκονσάλες με ψεύτικο μουστάκι τον ενθαρρύνει στο απονενοημένο του άλμα, κουνώντας μανιασμένα τη σημαία. Ανάμεσα στα μαύρα της μαλλιά το πρόσωπό της φαίνεται υγρό, μουσκεμένο από σταγόνες της θάλασσας ή ίσως από δάκρυα. Ο Σούνιγα, εγκλωβισμένος για μία ακόμη νύχτα σε ένα θανάσιμο όνειρο, δεν καταφέρνει να πηδήξει στο εχθρικό πλοίο, φτιαγμένο από χαρτί γλασέ. Πέφτει στο νερό και βυθίζεται σε ένα λευκό σεντόνι. Η Γκονσάλες, η οποία ξέρει ότι στο τέλος ο Σούνιγα σώζεται, του ρίχνει τη σημαία για να τον ανασύρει από τον βυθό των σεντονιών. Ο Σούνιγα νιώθει να πεθαίνει κάτω από το τρίχρωμο πανί.

«Δεν είναι ότι δεν θέλω να πάω στη μάχη, είναι ότι αυτό το άσπρο σεντόνι με παγιδεύει. Πέφτω σ’ αυτό και με τυλίγει και με κρύβει και με αποκοιμίζει».

Η Φερνάντες γνωρίζει σαφώς ότι η φωνή του παρελθόντος είναι αναπόφευκτα ενεστωτική. Το παρελθόν επινοείται σε χρόνο ενεστώτα. Τόσο η Φουενσαλίδα όσο και ο Σούνιγα ονειρεύονται μια φανταστική φωνή. Κανείς δεν ακούει πια τη Γκονσάλες. Τη σκεπάζει ολόκορμη η σάρκα ξένων βλεφάρων. Ό,τι απομένει από τη μορφή της είναι οι ισχνότατες σκιές ονείρων, που αναθάλλουν από στρώματα μουσκεμένα από τον ιδρώτα και τα δάκρυα του επίμοχθου, βασανιστικού χρόνου, όπως είναι πάντα ο χρόνος που περνά.

«Κι έτσι αυτό το νυχτερινό δρομολόγιο είναι ένα κυκλικό προσκλητήριο που δεν τελειώνει ποτέ, ένας αέναος έλεγχος που δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε ήσυχοι. Έχουν περάσει χρόνια. Υπερβολικά πολλά χρόνια. Τα στρώματά μας, όπως και οι ζωές μας, έχουν σκορπιστεί σε ολόκληρη την πόλη μέχρι που χάθηκαν μεταξύ τους».

Ο τίτλος του βιβλίου, που δανείζεται το όνομα ενός βιντεοπαιχνιδιού, είναι δηλωτικός της οπτικής της Φερνάντες. Ένα παιχνίδι που παραχώνει σε εκατόμβες τερατώδεις εχθρούς. Παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα πεδίο βολής. Η Φερνάντες βάζει τα προ καιρού ενήλικα παιδιά να ανταγωνίζονται σε ένα παιχνίδι εξόντωσης. Κυνηγημένα από ορδές εξωγήινων, εξαπολύουν εναντίον τους πράσινες βολίδες. Οι Αρειανοί τινάζονταν στον αέρα, κομματιάζονταν σε άπειρα αστεράκια, διαλύονταν σε χρωματιστά φωτάκια. Ο Ρικέλμε και η Γκονσάλες εκτόξευαν τις φωσφορίζουσες σφαίρες τους, ξοδεύοντας κάθε ζωή που διέθεταν, προκειμένου να ξεπεράσουν το χάι-σκορ ενός νεκρού αγοριού.

«Πρόσφεραν στη μάχη μια ζωή, μετά άλλη και μετά ακόμα μία, σε μια κυκλική σφαγή χωρίς προοπτική τέλους».

Η νουβέλα της Φερνάντες χωρίζεται σε τρεις ζωές. Μετά το τρίτο μέρος, ακολουθεί το τέταρτο, που τιτλοφορείται «Game Over». Μετά από τρεις διαδοχικές ήττες, επέρχεται ο επίλογος της ενηλικίωσης. Η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί, αλλά η ανάρρωσή της είναι βραδεία και ημιτελής. Για να αναβιώσει αναγκάστηκε να διατηρήσει το θεσμικό πλαίσιο που είχε επιβάλει η πολιτικοστρατιωτική δικτατορία. Όπως σημειώνει στο Επίμετρο ο Κώστας Αθανασίου (υπό την άξια επιμέλεια του οποίου τελεσφορεί η μετάφραση), η «βαριά κληρονομιά της δικτατορίας» παραμένει ζωντανή στη Χιλή. Υπάρχει μια παράξενη συνέχεια ανάμεσα στη δικτατορία και τη δημοκρατία, μια «συνέχεια ύποπτη και ανατριχιαστική» ανάμεσα στο χθες και το τώρα. Τα σώματα ξαπλώνουν αποκαμωμένα στα στρώματα. Αγρυπνούν μια ματωμένη Ιστορία.

Στα τέλη του 2019 οι Χιλιανοί βγαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας τη σύνταξη νέου συντάγματος, το οποίο θα αντικαθιστούσε εκείνο του 1980. Η Φερνάντες εκφράζει έντονα την υποστήριξή της στις κινητοποιήσεις. Σε κάποιο σημείο βγάζει και τα παιδιά του βιβλίου της στους δρόμους. Ήταν ακόμα πολύ μικρά για πολιτική, ήταν ακόμα 1982, αλλά έξω στον δρόμο, μακριά από την αυλή του σχολείου, ένας ρυθμός διαφορετικός από τις καθημερινές προσευχές στην Παναγία και τον εθνικό ύμνο, αναπάλλει τα κορμιά τους. Βρίσκονται αίφνης μέσα σε κάτι μεγάλο και άγνωστο που ουρλιάζει και τους υποβάλλει τον βρόντο του, «τυμπανίζοντας ένα ρυθμό καινούργιο που υπερβαίνει τα σώματά μας».

«Ουρλιάζουμε μια κραυγή που βγαίνει από κάπου πέρα από το στόμα μας, ένα σύνθημα που έχουν επινοήσει και φωνάξει άλλοι, αλλά είναι φτιαγμένο για μας».

Οι Αρειανοί επέλαυναν  στην οθόνη σε μπλοκ, «σε ένα τέλειο τετράγωνο». Ήταν ένας απόλυτα προσδιορισμένος εχθρός. Τα παιδιά ήξεραν πως αυτά τα μικρά τέρατα ήταν τα κακά πιόνια της σκακιέρας. Έπρεπε να αφανιστούν από το μέτωπο της οθόνης. Όταν στοιχίζονταν σε παράλληλες γραμμές στην αυλή του σχολείου, σχημάτιζαν και εκείνα «ένα τετράγωνο ατελείωτο και τέλειο». Δεν ήξεραν, όμως, ούτε από ποιους κινδύνευαν ούτε σε ποιους αντιστέκονταν.

«Πολλές φάλαγγες που σχηματίζουν ένα τετράγωνο ατελείωτο και τέλειο, ένα μπλοκ που προχωράει συγχρονισμένα, ένα και μοναδικό σώμα που κινείται στη σκακιέρα. Είμαστε το βασικό πιόνι σ’ ένα παιχνίδι, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη σε ποιο».

Σε ένα χοντρό ντοσιέ στο ράφι αριθμός τέσσερα στον τρίτο διάδρομο της βιβλιοθήκης του σχολείου, σωρεύεται η ειδησεογραφία της εποχής. Το περιεχόμενο του φακέλου δεν περιλαμβάνεται στη διδακτική ύλη. Οι εφημερίδες της εποχής δεν παραβιάζουν τις σχολικές αίθουσες. Οι μαθητές συστεγάζονται με την Ιστορία, αλλά δεν έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Μόνο με νύξεις τους αγγίζει. Το τεχνητό μέλος του πατέρα της Γκονσάλες, τα παράσημα του νεκρού γιου, το απαγορευμένο «κόκκινο» σπίτι του Σούνιγα, η κόκκινη Σεβρολέτ του προστάτη θείου Κλαούντιο, στο παρμπρίζ μια προκήρυξη που ξεβάφει το μπλε μελάνι της, τα γαλάζια γράμματα της Γκονσάλες στη φίλη της Μαλδονάδο, που γίνονται ολοένα και πιο κρυπτικά. Στα όνειρά της η Μαλδονάδο αφήνει τις γαλάζιες λέξεις της φίλης της να την οδηγήσουν στο χείλος ενός μισοειπωμένου εφιάλτη. Κάθε λέξη χτίζεται σε ένα δυσνόητο οικοδόμημα. Οι λέξεις που λείπουν ριζώνουν στα θεμέλιά του. «Κάθε τούβλο είναι ένα ρήμα, ένα άρθρο, ένα επίθετο, κι έτσι το οικοδόμημα μεγαλώνει, υψώνει σκάλες και μεταμορφώνεται σε ένα ψηλό τούνελ που μπορεί να συνδέει τον ουρανό με την κόλαση».

Οι μαθητές διαπλέουν την κόλαση με βλέμμα ληθαργικό. Βηματίζουν σε ολόισιες σειρές, ντυμένοι τις ατσαλάκωτες στολές τους, παραπλεύρως της Ιστορίας. Στην αυλή του σχολείου ο συριγμός των σφαιρών δεν διαταράσσει τις προσευχές, το πατριωτικό τέμπο του εθνικού ύμνου και τον κυματισμό της σημαίας. Οι εχθροί που τους παραμονεύουν δεν είναι αλλόκοτοι, τερατόμορφοι και οφθαλμοφανείς, όπως οι εισβολείς από το διάστημα. Είναι ο πατέρας της Γκονσάλες, οι πατέρες και οι μητέρες των συμμαθητών της, ο θείος Κλαούντιο, ο καθηγητής των μαθηματικών. Οι σφαίρες που ματώνουν τη Χιλή δεν φωσφορίζουν πράσινο. Οι καραμπινιέροι δεν κατεβαίνουν από διαστημόπλοια.

Η Φερνάντες μάς θυμίζει πως το κακό δεν είναι ορατό, δεν ξεχωρίζει έτσι ώστε αμέσως να συγκεντρώσει τα βέλη των καλών. Οι κακοί δεν είναι «άνθρωποι ενός άλλου είδους, πολύ μακρινού». Έχει τεράστια σημασία η επισήμανσή της ότι «είμαστε πιο επικίνδυνοι απ’ ό,τι νομίζουμε». Σε συνθήκες ακραίας βίας, όπως ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το έγκλημα διαπράττεται από ανθρώπους απλούς και καθημερινούς, «[…] όπως είμαστε όλοι εμείς, και σε αυτό το σκηνικό δεν υπάρχει κανένας που να αποκλείεται να μεταμορφωθεί σε τέρας, σε προδότη, σε δολοφόνο, σε βασανιστή, σε γουρούνι, σε έναν συνένοχο ενεργητικό ή παθητικό».

Η Ιστορία δεν επιτρέπει στα παιδιά του βιβλίου να παραμείνουν για πολύ παιδιά. Όπως για τη Φερνάντες και για εκείνα η δικτατορία υπήρξε το τοπίο της παιδικής τους ηλικίας. Κάποια στιγμή ο δρόμος μπήκε με όλο του τον αχό στην αυλή του σχολείου. Βήματα πλήθους που ξεχύνεται στις λεωφόρους, βροντώδη συνθήματα, σημαίες και πλακάτ, μπλε σύννεφα προκηρύξεων, πορείες και συλλήψεις, φέρετρα και κηδείες, αμέτρητα ονόματα νεκρών και φονιάδων. Ξαφνικά το χοντρό ντοσιέ στο ράφι αριθμός τέσσερα στον τρίτο διάδρομο της βιβλιοθήκης, άνοιξε διάπλατα και πλημμύρισε με φρίκη το σχολείο.

«Ξαφνικά τα πράγματα ξύπνησαν αλλιώς. Η αίθουσα του σχολείου άνοιξε στο δρόμο, κι εμείς, απελπισμένοι και αφελείς, πηδήξαμε στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου σε μια πρώτη και τελευταία απόπειρα καταδικασμένη στην αποτυχία».

Φυλλομετρώντας καθ’ ύπνους τη δεκαετία του ’80, οι αλλοτινοί φίλοι μετοικούν στην αντίπερα όχθη του ονείρου, τον εφιάλτη. Έξαφνα ο ύπνος τους κατακλύστηκε από τον κλαυθμό εκείνων των ημερών. Στα στρώματά τους ρίχνονται αναρίθμητοι νεκροί, τους γραπώνουν αδέσποτα χέρια που σπέρνουν θάνατο, άλλα χέρια ραίνουν με λουλούδια τις σορούς που κείτονται δίπλα τους. Τα σεντόνια ποτίζουν με αίμα και κραυγές. Ο λευκός θόρυβος της τηλεόρασης καλύπτεται από μια οχλοβοή ολέθρου.

«Κανένας δεν μπορεί να πει με σαφήνεια την ακριβή στιγμή, όλοι όμως θυμόμαστε ότι ξαφνικά εμφανίστηκαν φέρετρα και κηδείες και λουλούδινα στεφάνια και δεν μπορέσαμε πλέον να ξεφύγουμε απ’ αυτά, γιατί τα πάντα είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι που έμοιαζε με κακό όνειρο».

Ανάμεσα στις γαλάζιες φράσεις της φίλης της, η Μαλδονάδο διακρίνει τη φράση «με κομμένο το λαιμό». Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων βρήκαν τελικά τη δίοδο για τα όνειρά της. Η Φουενσαλίδα ακούει τη φράση στους δικούς της εφιάλτες, όπου χιλιάδες άνθρωποι βηματίζουν προς το νεκροταφείο για να τιμήσουν τους σφαγμένους.

«Η Φουενσαλίδα ακούει το βουητό του πλήθους που ραίνει με πέταλα λουλουδιών τις νεκροφόρες, χιλιάδες πέταλα που καλύπτουν τα πάντα σαν μια βροχή από προκηρύξεις που ρίχνονται στο δρόμο».

Το 1994 στο Σαντιάγο η δικαιοσύνη της Χιλής καταδεικνύει τους αυτουργούς της σφαγής. Τα παιδιά αναγνωρίζουν στην τηλεόραση το ξύλινο χέρι του πατέρα της Γκονσάλες και τον θείο Κλαούντιο με την κόκκινη Σεβρολέτ.

«Στην ίδια τηλεοπτική οθόνη στην οποία πριν έπαιζαν Space Invaders τώρα εμφανίζονται οι καραμπινιέροι που είναι υπεύθυνοι για τους φόνους».

Η δικτατορία του Πινοτσέτ διαπερνά σε θραύσματα τα όνειρα των αλλοτινών φίλων. Η χρονική απόσταση την κάνει να δείχνει φανταστική και γκροτέσκα, σαν το πεδίο μάχης ενός βιντεοπαιχνιδιού. Όμως το αίμα δεν στεγνώνει στα σεντόνια. Η αφαιρετική, σπασμένη γλώσσα των ονείρων, την οποία η Φερνάντες μιλάει εκπληκτικά, είναι ιδανική για να αποδώσει τη χαώδη πραγματικότητα, που διαστέλλεται πίσω από τα κλειστά μάτια σε ασύλληπτο εφιάλτη. Μέσα από τη ναρκωμένη γραφή οι αφηγήσεις προβάλλουν σε ημίφως, σε ένα νεφέλωμα φωτοσκιάσεων. Οι φίλοι της Γκονσάλες ξαναβρίσκονται νοερά μέσα από ένα νυχτερινό, αέναο προσκλητήριο, όπου συνομιλούν με λέξεις ενύπνιες, νοηματοδοτημένες από το συντακτικό της μνήμης. Ξαπλώνουν στα στρώματά τους, διάσπαρτα στο Σαντιάγο, χαλαρώνουν τις στολές τους που τους στενεύουν και επιστρέφουν στη σχολική αυλή, περιφρονώντας την απηνή χωροταξία της σκακιέρας. Όμως, δεν μπορούν να αφήσουν πίσω τους το παιχνίδι. Σφυρηλατημένα από χρόνια καταστολής, τα σώματά τους σχηματίζουν ένα τέλειο τετράγωνο.

«Είμαστε τα πιόνια σε κάποιο παιχνίδι που δεν ξέρουμε πώς να το αφήσουμε πίσω μας».

Στα όνειρά τους τα παιδιά συνεχίζουν να βρέχονται από τα απόνερα μιας ναυμαχίας, στην οποία νικήθηκαν χωρίς στ’ αλήθεια να πάρουν μέρος. Τα χάρτινα πλοία τους το πολύ να επέπλεαν σε μια στέρνα με νερό μέσα στην άμμο. Ωστόσο, τα στρώματά τους είναι βρόμικα και μουσκεμένα. Μουλιάζοντας μέσα τους ονειρεύονται τη Χιλή. Μέσα από το κοίλο πρίσμα του ονείρου η στιγμή γιγαντώνεται, ενώ η θηριώδης Ιστορία κομματιάζεται σε φωσφορίζουσες βολίδες, που διαστίζουν ιλιγγιωδώς τη νύχτα, ολοσκότεινη, σαν οθόνη που μόλις έσβησε. Η παραίσθηση δεν κατισχύει της οδύνης. Κάθε ξύπνημα είναι αλγεινό, καθώς αποστάζει από το όνειρο τον εφιάλτη.

Τα ίχνη του ονείρου τούς πληγώνουν σαν το σημάδι μιας ήττας. «Μένει εδώ, πονώντας μας κάθε φορά που σβήνουμε το φως». Πονούν, αλλά δεν μπορούν να ξυπνήσουν, δηλαδή να ξεχάσουν.

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular