Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Βασίλης Τσιτσάνης 18/1/1914 – 18/1/1984

Έβραζαν οι δρόμοι. Τροχοφόρα, διαβάτες, περαστικοί, μια πορεία που περνά γυρεύοντας μια θέση μες σε τούτο τον κόσμο. Έτσι όπως περπατούν αργά, με τον ρυθμό μιας λιτανείας δεν θα φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους και θαρρείς πως έπειτα από χρόνια πιο κάτω θα τους βρεις, ελαφρά γερασμένους μα με το βήμα τους δραστήριο και ζωντανό, με το δίκιο τους ανεκπλήρωτο. Κάτι τελευταία στρας αναβόσβηναν στο βάθος της γειτονιάς ως πέρα. Και ο σαλός, με το θερινό του πουκαμισάκι καταμεσής του χειμώνα, να πουλά στραγάλια, κλαίγοντας κάθε τόσο για μια Μαρία. Πάντα οι Μαρίες σε αυτόν τον κόσμο, να μονοπωλούν το ρεπερτόριο της καρδιάς. Έτσι το ‘θελε ετούτη εδώ η ζωή και ο νόμος της παραμένει απαραβίαστος. Αυτό είναι όλο.

Κοίταξε το ρολόι του και ξεχύθηκε στην λεωφόρο βιαστικός. Ο αυτοκινητιστής που έχει συνηθίσει να ξεχωρίζει τους πελάτες εμφανίστηκε εμπρός του. Φρέναρε ακαριαία και έπειτα με ένα ξαφνικό χαμόγελο του ‘γνεψε να μπει. Καθώς ξεκινούσαν από τα ηχεία ακούστηκε μια ανεπαίσθητη φωνή. Δεν ήταν τίποτε. Στο μέσον της διαδρομής τα αυτοκίνητα κολλήσανε και τα φορτηγά έβαζαν τα δυνατά τους με επιδέξιες μανούβρες να ξεκλειδώσουν το αδιέξοδο, να ανοίξουν δρόμους.

Στα ηχεία το Σακάκι του Βασίλη Τσιτσάνη τον έκανε να σουλουπωθεί μια ιδέα. Κοίταξε το πανωφόρι του, τριμμένο, δεύτερο. Η Στέλλα Κασχήλ τραγούδαγε μέσα από τις δεκαετίες που πήρε μαζί του ο καιρός. Η μέρα ερχόταν από μακριά κατάκοπη από τους συμβιβασμούς, τους διχασμούς, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τις καρδιές που καίγονται. Ήταν στις σκέψεις του χαμένος όταν την είδε να προβάλλει μέσα από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου που τραβούσε έναν άλλο δρόμο. Έκανε να μιλήσει, μα συλλογίστηκε πως άλλο δεν θα καταφέρει από το να πληγωθεί. Πιο πιθανό είναι να γέλασε τον εαυτό του πως ήταν εκείνη.

Στο μεταξύ ο αυτοκινητιστής δυναμώνει την ένταση του ραδιοφώνου. Όπα, φωνάζει και στο καθρεφτάκι του οδηγού σαλεύει ένα μικρό χριστιανικό τέμπλο με μια φωτογραφία που στην λεζάντα της έγραψε, Ντόρτμουντ, 1959. Ποτέ δεν τ’αποχωρίζομαι ετούτο εδώ αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να ξεχάσω. Και τα όπα να δίνουν και να παίρνουν έτσι όπως το αυτοκίνητο έπαιρνε την στροφή κάτω στα Χαυτεία. Η μουσική ήταν σαν φάντασμα, τρελή από ομορφιά και αθεράπευτα θνητή. Μιλούσε για την αγάπη και τον αποχαιρετισμό. Και παντού στην πόλη κάτι τριμμένα φτερά, σπασμένα, στις ράχες των περαστικών. Η πόλη  νύχτωνε και οι δυο τους θα περνούσαν σαν πάντα στην πλευρά της ανυπαρξίας.

Κάτω από τους φωτισμούς, ανάμεσα στους καπνούς της ποίησης, μπορούσες να δεις ένα είδος τραγικού αισθησιασμού. Έξω σηκώθηκε ένας άγριος άνεμος και τότε ήταν που συλλογίστηκε πως πάει καιρός που ρώτησε για εκείνον. Μελαγχόλησε και είπε μέσα από τα δόντια του ένα στιχάκι. Ο χρόνος που καταμετράται μόνον με τον θάνατο χάριζε στο Τζαμί μια όψη απόκοσμη και λυρική. Κάτω ένας Ληθαίος ποταμός έπαιρνε μακριά τα κρίματά μας και τις αγάπες μας, πετώντας χούφτες νοσταλγίας στα μάτια του ντουνιά. Που τον δέρνει ο πόνος της προδομένης της καρδιάς.

Τσιτσάνης είπε δυνατά ο οδηγός καθώς έστριβε νευρικά το τιμόνι. Να πεθαίνεις λέει ολόκληρος μα ένα κομμάτι σου να δραπετεύει από τον Άδη. Κόρναρε στακάτα και χάθηκε προς το κέντρο της πόλης αφήνοντας μετά μια παρατεταμένη σιωπή πάνω στο λιθόστρωτο της ανθρώπινης μοίρας. Για αυτήν τραγούδησε και πόνεσε και έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης τα τραγούδια του που σήμερα συγκαταλέγονται στις πιο τρυφερές και ιερές χοές της νεοελληνικής μας εποποιίας. Δεν το ‘θελε μα έπειτα από λίγα βήματα βρέθηκε εμπρός στο σπίτι της. Την είδε από μακριά στην βεράντα, ασάλευτη σαν κούκλα βιτρίνας, θεότρελη να κολυμπά στα πλούτη.

Περπάτησε μέχρι το παλιό σπίτι. Τα Τρίκαλα βγάζανε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια τους και φορούσαν την ειρήνη του κάμπου που ξανοίγεται σαν πέλαγο. Κάποιο καφενείο παίζει τα τραγούδια του και ένας μοναχικός οργανοπαίκτης κάτω από το φανάρι του δρόμου σκαρώνει ένα ταξίμι. Η ώρα πια έχει περάσει και τούτη η γειτονιά έχει επιστρέψει στα 1914. Ο δικτάτορας Μεταξάς απαγορεύει τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά ακούσματα που λογαριάζει ως πηγή διαφθοράς για τον ελληνικό λαό. Ο Τσιτσάνης διαθέτει όμως σπάνιο ταλέντο. Και κατορθώνει να μπολιάσει το παλιό, αγαπημένο είδος με καινούρια στοιχεία, αυξάνοντας ραγδαία την φήμη του. Στα 1936 θα κατέβει στην Αθήνα για να δουλέψει. Θα βγάλει τους πρώτους δίσκους του και τότε είναι που θα γράψει μερικά από τα ομορφότερα και πλέον εμβληματικά τραγούδια του. Στα 1942, καθώς μαίνεται η τρομερή, γερμανική κατοχή θα επισκεφτεί και πάλι την Αθήνα και για χάρη της θα γράψει την μυθική πλέον, Συννεφιασμένη Κυριακή. Έκτοτε και μέχρι την δεκαετία του 1950 θα μεσουρανεί στα νυχτερινά κέντρα ενώ στο πλάι του θα φιλοξενήσει μερικές από τις σημαντικότερες φωνές που έμελε να γράψουν την δική τους ιστορία στα κατοπινά χρόνια. Χωρίσαμε ένα δειλινό, Όμορφη Θεσσαλονίκη, Αντιλαλούνε τα βουνά, Ξημερώνει και Βραδιάζει μερικοί από τους τίτλους των τραγουδιών που κατέταξαν τον Τσιτσάνη μες στην καρδιά της ελληνικής, αυθεντικής ψυχής. Τα τραγούδια του συντροφεύουν τα καραβάνια των Ελλήνων που δουλεύουν κάτω από το άγρυπνο μάτι της βάρδιας στο Ανόβερο, το Ντόρτμουντ, την Κολωνία και το Λεβερκούζεν. Ανήμερα των γενεθλίων του θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε κάποιο βρετανικό νοσοκομείο. Έχει εισαχθεί για μια επέμβαση στους πνεύμονες και τίποτε δεν προμηνύει ότι ο μεγάλος συνθέτης και ερμηνευτής που άλλαξε για πάντα το πρόσωπο του ελληνικού τραγουδιού πρόκειται να πετάξει για τις αιωνιότητες.

Τις σκέψεις του διέκοψε ένα κορίτσι. Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ, τραγούδησε και είδε τα μεράκια της που τρέκλιζαν κάτω στο πλακόστρωτο. Έπεφτε μια παγωνιά άλλο πράγμα και έτσι όπως διασταυρώθηκαν γύρισε και τον κοίταξε. Θα ‘ταν το φεγγάρι που πνίγηκε στα δυο της μάτια, θα ‘ταν βροχές αρχαίες εκείνες στις άκρες των ματιών της, αλλιώς δεν εξηγείται τέτοια ομορφιά. Ήταν καλοντυμένη με χαλασμένο μακιγιάζ και όλο γύρευε κάτι που αδυνατούσε να ανακαλύψει. Στο βάθος του δρόμου άναψε μια τελευταία φορά η μαρκίζα και έπειτα σώπασε για πάντα.

Και όλα θα τα λογάριαζε μια ιδέα πιο γερασμένα  αν δεν ήταν η φωνή της μες στ’απόβραδο που κρατούσε στην νύχτα το ίσο.

Ώρα τώρα το ‘χεις ρίξει στο κρασί

και τα μάτια σου

τα βλέπω να δακρύζουν.

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular