Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

Ο νυχτερινός δρόμος, Laird Hunt, Εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου

 

Στο κέντρο ενός αστραποβόλου χάρτη υπάρχει ένα αστέρι και στην καρδιά του αστεριού ένα μοβ θαύμα. Το αστέρι το σχηματίζουν ασημένιες γραμμές, που εξακτινώνονται από τη γραμμένη με μοβ μελάνι λέξη Μάρβελ· ένας επιμνημόσυνος φιόγκος σε ένα ερεβώδες εικονογράφημα, που σπίθιζε από απόκοσμες λάμψεις. Το Μάρβελ είναι ο κεντρικός χώρος της μυθοπλασίας, εκεί όπου πάνε και εκεί απ’ όπου φεύγουν οι ήρωες. Τη νύχτα της 7ης Αυγούστου 1930 έλαβε χώρα στο μυθοπλαστικό Μάρβελ ένα αληθινό γεγονός, ένα δημόσιο λιντσάρισμα. Καλοί λευκοί χριστιανοί κρεμούν από τα δέντρα της πλατείας μερικούς μιαρούς μαύρους. Προς αυτή τη φρικτή νύχτα, μια «νύχτα γεμάτη δέντρα και σκοινιά», οδεύουν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, διασχίζοντας μια ζεματιστή, κολασμένη γη, καμένη από τα πυρά του ήλιου. «Τα όρνια έκαναν κύκλους στα μολυσμένα ρεύματα του αέρα που στοίχειωναν τα ουράνια […]».

«Στον δρόμο συναντήσαμε νυσταγμένα γουρούνια, νυσταγμένες αγελάδες, νυσταγμένα άλογα. Ετοιμοθάνατα σπίτια και πεθαμένους αχυρώνες».

«Όλα ζεμάταγαν κάτω από το λιοπύρι, λες και ο ουρανός είχε αφήσει για πολλή ώρα το σίδερό του πάνω στον κόσμο».

«Καλαμπόκι, στάρι, κριθάρι, κι ακόμα περισσότερο καλαμπόκι».

Ο Λερντ Χαντ, γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το υπέροχο μυθιστόρημά του Neverhome (Πόλις, 2021, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου) περιπλανιέται και εδώ στην αμερικανική ενδοχώρα, αποτυπώνοντας μια ολόκληρη ημέρα που είναι όλη ένα ανάθεμα. Κατά τη διάρκειά της κανένα πρόσωπο, εκτός από τη Σάλι Γκάνερ που μιλούσε με αγγέλους, δεν μένει ανέγγιχτο από τη βία, τον φόβο, την ντροπή και την ταπείνωση. Όλοι φτάνουν στο τέρμα του νυχτερινού δρόμου ψυχικά και ηθικά αποδεκατισμένοι. Η αφήγηση μοιράζεται σε τρεις γυναίκες. Τους κύριους ρόλους επωμίζονται η λευκή Ότι Λι και η μαύρη Κάλα Ντέστρι, ενώ τον επίλογο αναλαμβάνει η Σάλι Γκάνερ, η Κυρά των αγγέλων. Όταν η Ότι Λι και η Κάλα εξιστορούν σε πρώτο πρόσωπο τη νυχτερινή τους πορεία, βρίσκονται πια πολύ μακριά από εκείνη τη νύχτα. Μόνο η Σάλι Γκάνερ αφηγείται κυκλωμένη από μια θεοσκότεινη νύχτα, που απλώνεται σε έναν ατέρμονο παροντικό χρόνο. Αλλά εκείνη είχε τους αγγέλους της και μια φίλη που μιλούσε στο φεγγάρι. Και οι τρεις επιζούν της νύχτας, αλλά για καμία δεν μαθαίνουμε σε τι κόσμο ξημέρωσε. Διότι ο Λερντ Χαντ γράφει για μία ατελείωτη νύχτα.

Όταν ζούσε στο ορφανοτροφείο, η Ότι Λι είχε ζητήσει από κάποιους φίλους της να την κατεβάσουν στον πάτο ενός πηγαδιού. Φανταζόταν πως εκεί κάτω κοιμόταν το φεγγάρι. Τίποτα το φεγγαρόλουστο δεν έφεγγε στα τραχιά παγωμένα τοιχώματα, που έσταζαν από την υγρασία, αλλά έτσι κρεμασμένη όπως ήταν πάνω από ένα σκοτεινό νερό, είχε την αίσθηση της προσμονής που υποβάλλει μια εκκλησία: «να κρέμεσαι μέσα σ’ ένα σκοτεινό τούνελ με βαθύ νερό στον πάτο του. Νερό και κάτι άλλο. Κάτι που παραμόνευε κρυμμένο στα βαθιά. Κάτι που δεν είχε ακόμα όνομα».

Η Ότι Λι αδημονούσε για λίγο φως. Πίστευε πως μια καθαρτήρια πυρά θα ορθωνόταν στο Μάρβελ, πως ένας πελώριος, υπερβατικός πυρσός θα άναβε και θα την έλουζε με μια κατακλυσμιαία, τελεσίδικη διαύγεια. Ο ήλιος θα έλαμπε πάμφωτος «σ’ όλη την πλατεία των δικαστηρίων». Θυμόταν πως ένας παπάς που είχε έρθει κάποτε στο ορφανοτροφείο για κατήχηση, τους είχε πει ότι «τα μάτια δεν βλέπουν και οι καρδιές δεν νιώθουν αν δεν ανάψεις τον διακόπτη». Από την άλλη, η Σάλι Γκάνερ την είχε διαβεβαιώσει, με τη μεσιτεία των αγγέλων της, πως εκείνη την ημέρα την περίμενε κάτι σπουδαίο: «Ένας πυρσός που σκορπίζει διαύγεια». Κάτι «που σίγουρα θα το δεις και τότε θα γίνουν όλα ξεκάθαρα!» Αν μη τι άλλο, η Σάλι Γκάνερ ήξερε από φως. Η Ότι Λι την πιστεύει απόλυτα.

«Θα έπαιρνα το μήνυμα. Θα έβλεπα το φως. Εκείνο το φως που θα έδιωχνε το σκοτάδι. Που θα μου έδειχνε τον δρόμο».

Η Ότι Λι γλιστρά στο σκοτάδι ανέμελη. Ήθελε απλώς να περάσει καλά. Αν έβλεπε και κανένα φως, ακόμα καλύτερα. Ενόσω προχωρούσε μες στη νύχτα, σκεφτόταν πως «ο φωτεινός πυρσός ήδη έκαιγε για χάρη άλλων και το γλέντι σίγουρα θα είχε ανάψει για τα καλά, καθώς ετοιμάζονταν να ανέβουν στις σκάλες για να κρεμάσουν τα σκοινιά απ’ το δέντρο». Είχε ακουστά ότι «το Μάρβελ ήταν από παλιά η πόλη της διασκέδασης». Το πρώτο ρίγος, το κεντρί της ενοχής, την κέντησε όταν μπήκε σε μια εκκλησία. Εκεί μέσα «καλακομποκομούστακα» (λευκοί) και «καλαμποκολούλουδα» (μαύροι) στέκονταν δίπλα δίπλα και με σκυμμένα κεφάλια προσεύχονταν για τα καταδικασμένα αγόρια. Εκεί ήταν και η Σάλι Γκάνερ και ήξερε ότι «ήταν το μέλλον που καθόταν εκεί με σκυμμένο το κεφάλι». Η Σάλι ήξερε επίσης, ήταν μάλιστα βέβαιη για αυτό, πως δεν είναι σωστό να πηγαίνει κανείς σε λιντσαρίσματα. Αντιμέτωπη με την κατάνυξη της αγρυπνίας, η Ότι Λι αναρωτιέται μήπως δεν ήταν σωστό να πάει στο Μάρβελ. Η προσευχή δεν την άφηνε ανεπηρέαστη, οι εκκλησίες δεν της ήταν ξένες. Όταν, όμως, θέλησε και εκείνη να σκύψει το κεφάλι για να προσευχηθεί, συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει το «Πάτερ ημών». Η φωνή της κόμπιαζε, ακουγόταν λάθος, τα λόγια έμεναν ημιτελή, η δέηση ανεπίδοτη. «Πάτερ ημών, πανάθεμά σε». Η Ότι Λι σκέφτηκε μήπως ήταν κιόλας μέσα στον τάφο της, μήπως και εκείνη κρεμόταν από ένα δέντρο, δίπλα στα πεθαμένα αγόρια.

«Ίσως να κρέμομαι κι εγώ δίπλα τους. Ίσως κάποιος με πήρε είδηση από τη μυρωδιά. Τώρα θα με λούσουν με βενζίνη και θα μου βάλουνε φωτιά. Έκπληξη! Ίσως ήμουνα εγώ το φωτεινό μου μήνυμα».

Εκείνη τη νύχτα ήταν όλα σβηστά και άφεγγα. Ο Θεός σιγούσε και η πίστη έμοιαζε ανήκουστη. Οι καλοί χριστιανοί λαχταρούσαν να κοινωνήσουν αίμα. Αλάλαζαν και ζητωκραύγαζαν για τον θεό τους, μεθυσμένοι από το καρναβάλι του θανάτου που είχαν στήσει, και έμοιαζαν «λες κι ήταν πεθαμένοι που είχαν βγει απ’ τους τάφους σκάβοντας με τα νύχια τους το χώμα, μόνο και μόνο για να γυρίσουν στην πόλη και να κοιτάξουν με μάτια γυάλινα τα κλαδιά των δέντρων μπροστά από τα δικαστήρια». Η ηθική αμφιβολία της Ότι Λι, μήπως να μην πάει στο Μάρβελ, ουδέποτε μετατράπηκε σε απόφαση, σε μια ξεκάθαρη, συνειδητή, κατηγορηματική άρνηση.

Ήταν η δεύτερη φορά που η Ότι Λι έμπαινε σε εκκλησία εκείνη τη μέρα. Η πρώτη ήταν σε μια στάση της διαδρομής, όταν μπήκε σε μια εκκλησία των μεθοδιστών που μοίραζε φαγητό σε όσους ταξίδευαν προς το Μάρβελ. Το κυρίως γεύμα ήταν γατόψαρο. Στο υπόγειο της εκκλησίας υπήρχαν υπερβολικά πολλά γατόψαρα, σωροί από ψάρια. «Ο αέρας ήταν γεμάτος αχνούς, όλα λαμποκοπούσαν». Ήταν, σκέφτηκε η Ότι Λι, λες και βρισκόσουν σε καμιά από εκείνες τις παλιές ιστορίες, «όπου ο Χριστός αναστατώνεται και κάνει κανένα από τα μαγικά Του».

Έχει σημασία το ψάρι, στον βαθμό που αφενός συνιστά ένα κατεξοχήν χριστιανικό σύμβολο, αφετέρου παραπέμπει στο θαύμα του Χριστού με τον πολλαπλασιασμό των ιχθύων. Τη νύχτα, όμως, του μυθιστορήματος ούτε άγιοι εμφανίστηκαν ούτε κάποιο θαύμα συντελέστηκε. Τίποτε το ιερό δεν αχνοφέγγει εκείνη τη νύχτα. Ακόμα και το φεγγάρι έμοιαζε να έχει κρυφτεί στον πάτο του σκοταδιού. Η Κάλα Ντέστρι είχε πάει πολλές φορές στην εκκλησία, είχε ακούσει το ευαγγέλιο και ήξερε τα βασικά, «ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας ξυλουργός που εμφάνιζε ψάρια ως διά μαγείας για να χλαπακιάζουν τα καλαμποκομούστακα. Και μπλα μπλα μπλα». Η Κάλα Ντέστρι ήταν πρόθυμη να σκύψει το κεφάλι της και να προσευχηθεί. Θα το έκανε, αν μπορούσε να πιστέψει ότι ο κόσμος θα έπαυε να σε σηκώνει «μ’ ένα απότομο τράβηγμα ψηλά στον αέρα», αν πίστευε πως από την απουσία θα μπορούσε να αναστηθεί η Ορτανσία, η χαμένη της αδελφή. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία νυχτερινά της βήματα αναζητούν μια εκκλησία.

Και πάλι όμως, τα καλαμποκομούστακα ήταν που είχαν κρεμάσει τον Χριστό. «Ο Χριστός ο ξυλουργός διψούσε και του έδωσαν να πιει ξίδι. Του το έφεραν στο στόμα μ’ ένα μακρύ ραβδί. Τι ήταν αυτό που έκανε τα καλαμποκομούστακα να πιστεύουν ότι έπρεπε να σηκώνουν τους ανθρώπους στον αέρα για να τους σκοτώσουν; Και τους άγιους και τους αμαρτωλούς τους».

Μολονότι πεινούσε, η Ότι Λι δεν κατάφερε να φάει το ψάρι, γιατί ένας νεαρός που ρητόρευε στην πλατεία για το χριστιανικό καθήκον της συμμετοχής στο λιντσάρισμα, έχοντας προφανώς τον Κύριο με το μέρος του, την πλησίασε για να της πιάσει κουβέντα. «Ένας πυρσός που σκορπίζει διαύγεια και καταυγάζει τον τόπο μας σε καιρούς ζοφερούς», κάτι τέτοια της έλεγε ο ρήτορας, ενόσω το γατόψαρο σάπιζε μες στα ζουμιά του. Αλλά ούτε η Κάλα τρώει το γατόψαρο που της προσφέρει μια καλή κυρία, λέγοντάς της ότι αυτό το φαγητό είναι του Θεού, «φτιαγμένο για να τρώγεται απ’ όλους». Μετά το εκκλησιαστικό συσσίτιο, η κυρία θα έμπαινε σε ένα λεωφορείο για το Μάρβελ. Η Κάλα πετάει το πιάτο σε μια αλθαία.

Στην αρχή της εκτυφλωτικής, πύρινης μέρας με τη διαβολική λάμψη, της μέρας «του όχλου και του φόνου», τόσο η Ότι Λι όσο και η Κάλα Ντέστρι είναι χαρούμενες και ξέγνοιαστες, γιατί περιμένουν κάτι να συμβεί. Η Ότι Λι ανυπομονεί για το γλέντι στο Μάρβελ, το «πάρτι με τα σκοινιά», ενώ η Κάλα περιμένει τον «Λέανδρό» της, τον λευκό εραστή της, δίπλα σε ένα ποτάμι, έχοντας μαζί της ένα καλάθι για πικνίκ, όπου είχε κρύψει ένα πιστόλι. Είχε κάτι σημαντικό να του πει και υποψιαζόταν πως δεν αρκούσαν τα λόγια. Χαμογελούσε, όμως, καθώς τον περίμενε και δεν σκεφτόταν το όπλο. «Πάντα μπορείς να χαμογελάς». Η ζέστη την τύφλωνε, έκρυβε από τα μάτια και το μυαλό της το σκοτάδι της κόλασης, μέχρι που κατάλαβε ότι ο Λέανδρος δεν θα ερχόταν για πικνίκ.

Κρυμμένη πίσω από την αλθαία, κοντά στην εκκλησία των μεθοδιστών, η Κάλα ακούει μια σκληρή, στριγκή φωνή να ρητορεύει για τον Θεό και την πατρίδα και για τις φωτιές της κόλασης. Η φωνή ήταν σίγουρη για τη χριστιανική και πατριωτική αποστολή της. Κάποτε «η φωνή έπαψε να είναι βροντερή και έγινε πιο απαλή για μια στιγμή, απαλή και τρυφερή για ένα δευτερόλεπτο», και εκείνο το δευτερόλεπτο της φανέρωσε πως ήταν ο Λέανδρος που μιλούσε. Η λέξη «λάθος» εκρήγνυται στο μυαλό της Κάλα. Ένα λάθος που γίνεται ακόμα πιο φοβερό, όταν τον βλέπει να φλερτάρει με μια γυναίκα που είχε μπροστά της ένα πιάτο με γατόψαρο. Την ίδια στιγμή, η Ότι Λι στράφηκε προς τον θεριεμένο θάμνο και ξαφνιάστηκε, γιατί έμοιαζε «σαν να ήταν ολόκληρος σκεπασμένος με μάτια αντί με ανθεκτικά ροζ λουλούδια».

Όταν αργότερα εκείνη τη νύχτα, η Ότι Λι ανασύρει από τα χαλίκια τον τσαλακωμένο ρήτορα, που ατένιζε έναν σβηστό από αστέρια ουρανό, και χορεύει για λίγο μαζί του μες στο σκοτάδι, ξαφνιάζεται από τη γλυκύτητά του. «Έμοιαζε σαν να είχε βγει από εργοστάσιο μουσικής, τόσο γλυκά κι απαλά ήταν όλα πάνω του». Δεν είχε κάνει λουτρό στο δυνατό φως που οραματιζόταν και βρέθηκε σωριασμένος στη σκόνη του δρόμου. Αλλά και η Κάλα που ήθελε να του προσφέρει την κάννη ενός όπλου, τον έβλεπε σαν έναν «σβόλο πετιμέζι», που είχε παρατήσει να στάζει μέσα σε ένα χαντάκι. Και ήξερε πως θα την πονούσε η εγκατάλειψή του, πως για πολλά χρόνια θα θυμόταν αυτό το απαλό και τρυφερό που είχε το πρόσωπό του και θα λυπόταν που αυτό το κάτι είχε χαθεί μέσα σ’ ένα βράδυ.

Ο χάρτης, που οι δύο ηρωίδες κρατούν κάποια στιγμή στα χέρια τους, είχε σχεδιαστεί πάνω σε μια πόρτα, που λειτουργούσε εν είδει γραφείου. Ήταν μια πόρτα με χερούλι, αλλά ξαπλωμένη καθώς ήταν πάνω σε δύο καβαλέτα, ούτε άνοιγε ούτε έκλεινε. Είχε πάψει να έχει την οποιαδήποτε σχέση με τον χώρο, την είσοδο ή την αποχώρηση. Το ίδιο συνέβαινε με τον χάρτη. Δεν καθοδηγούσε, απλώς έδειχνε. Ήταν υπόμνηση ενός τόπου, δίχως κατευθυντήριες γραμμές. Περισσότερο από εδώ ή εκεί, καλούσε κάπου αλλού. Σε αυτή τη στολισμένη με λαμπερά χρώματα επικράτεια, σημασία είχε το μαύρο, τα μικρά μαύρα ορθογώνια που διέστιζαν τη φαντασμαγορία. Αυτά τα σήματα είχαν σημασία, τα νεκροταφεία της αμερικανικής γης. Εκείνος ο τόπος του Θεού ήταν γεμάτος μνήματα. Ο χάρτης δεν έδειχνε πού να πας, σου έδειχνε «πού δεν πρέπει να πας». Ίσως γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντικός για τις ηρωίδες. Περισσότερο από το να φτάσουν, τις ενδιέφερε να φύγουν. Άλλωστε και ο άνδρας που είχε φτιάξει τον χάρτη σαν ένα αστέρι με σκότια καρδιά, διωκόταν από φαντάσματα, από τα οποία πάλευαν να διαφύγουν οι ασημένιες κλωστές.

Διατρέχοντας τις ασημιές γραμμές που απλώνονταν στη μέση του χάρτη, περνούσαν από τα μαύρα σήματα και έσμιγαν στο μοβ Μάρβελ, η Ότι Λι είχε την αίσθηση πως το χαρτί διέχεε μια απόκοσμη λάμψη. Κάτι ζοφερό έκαιγε στο κέντρο του, «σπιθοβολούσε και έλαμπε». Κάτι στο οποίο ίσως δεν έπρεπε να πλησιάσει.

«Όσο περισσότερο τις κοιτούσα τόσο περισσότερο γυάλιζαν. Έμοιαζε να σχηματίζουν έναν εκθαμβωτικό θυρεό με κάποιο άγριο θηρίο, που είχα την εντύπωση ότι τον έβλεπα μπροστά μου όλο το απόγευμα, και τώρα ξεπηδούσε μέσα από ένα κομμάτι χαρτί, ακόμα και μέσα από ένα όνομα μόνο».

Το φθινόπωρο που είχε προηγηθεί του αιμοσταγούς Αυγούστου, μια ξεδοντιασμένη γριά είχε σταθεί στο κατώφλι του σπιτιού τής Ότι Λι, λέγοντας: «Μπορώ να περάσω, παρακαλώ;» Η Ότι Λι την αναγνώρισε και την έδιωξε αμέσως και μια εβδομάδα αργότερα έλαβε ένα ροζ χαρτί, όπου η γυναίκα εκμυστηρευόταν ό,τι πιο μύχιο τη συντάραζε: «Είναι σκοτεινά εδώ πέρα». Από εκείνο το δειλινό και εκείνο το ροζ γράμμα αγωνιούσε να διαφύγει η Ότι Λι, ακόμα και πηγαίνοντας να δει «το πατιρντί στο Μάρβελ». Η Ότι Λι τρέχει στο σκοτάδι με τη θηλιά του παρελθόντος στον λαιμό της. Τρέχει όσο γίνεται πιο μακριά, κατευθείαν στην καρδιά του σκότους, μόνο και μόνο για να ξεφύγει από εκείνη τη μακάβρια γυναίκα που την είχε επισκεφτεί. Η αλγεινή επίσκεψη την καταδιώκει σε ολόκληρη τη νυχτερινή διαδρομή της.

Ίσως έβρεχε εκείνο το απόγευμα. Η Ότι Λι θυμόταν πως η γυναίκα που είχε σταθεί στο κατώφλι της, έσταζε. Από το πανωφόρι της κρέμονταν «αστραφτερές σταγόνες», που λαμποκοπούσαν όπως οι ασημένιες κλωστές στον χάρτη.

Όταν η Ότι Λι και η παρέα της κάνουν στάση σε μια παράγκα, το παρελθόν αποκτά διαμιάς έναν αποτρόπαιο όγκο. Η παράγκα την επιστρέφει στο ερημόσπιτο, όπου ο πατέρας της σφάδαζε από πόνο και θυμό, αλλά και σε εκείνο το απόγευμα που είχε διώξει από το σπίτι της την ξεδοντιασμένη γριά. Οι αναμνήσεις τη ραπίζουν. Γέρνοντας στην παράγκα και σπρώχνοντας με όλο της το σώμα, προσπάθησε να τη σωριάσει, «αλλά, δυστυχώς, το ρημάδι δεν έλεγε να πέσει».

Φεύγοντας από την παράγκα, έκανε εμετό και αμέσως ένιωσε καλύτερα. Το ίδιο είχε κάνει και όταν ο πατέρας της την πήρε από το ορφανοτροφείο για να τη βάλει στο γκρεμίδι που ήταν η ζωή του. Είχε γονατίσει μπροστά της, απαγγέλοντας ένα σονέτο, αλλά ήταν πολύ μεθυσμένος για να προσέξει τις βιτσιές στις γάμπες της.

«Τελικά, ίσως το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένας καλός εμετός. Να τα βγάλω όλα από μέσα μου, να καθαρίσω. Κι ας υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς με τίποτα να τα ξεράσεις».

Μπαίνοντας όλο και βαθύτερα «μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου», πλέοντας ναρκωμένη από την προσμονή του φωτός «στα βαθιά νερά της νυχτερινής Ιντιάνα», η Ότι Λι μοιάζει να αποκοιμιέται, διώχνοντας από τα μάτια της το σκοτάδι για να δει πίσω από τα βλέφαρά της «εκείνο το δυνατό φως».

Η Ότι Λι δεν είχε ξεχάσει το σκοτεινό νερό στον πάτο του πηγαδιού. Καταδυόμενη σε νηπενθείς παραισθήσεις, εξερευνούσε φωτόλουστα βάθη. Έφευγε από τον νυχτερινό της δρόμο και περπατούσε σε απύθμενα σπήλαια, σε βαθιά θαμμένα ύδατα.

«Μπορούσες να κάνεις βαρκάδα σε υπόγεια ποτάμια και να δεις, λέει, σπάνια ψάρια χωρίς μάτια. Ή να δεις και κανέναν άγγελο ίσως. Να βρεις λίγο φως. Να βρεις το φεγγάρι να κοιμάται. Να ξεχάσεις τα λιντσαρίσματα. Το ατέλειωτο περπάτημα στη ζέστη. Να ξεχάσεις τις νυχτερινές επισκέψεις από ξεδοντιάρες γριές. Να χωθείς στα έγκατα της γης και να τα ξεχάσεις όλα. Ή να ξεχάσεις αρκετά».

«Το Μάρβελ και τα θαύματά του. Απ’ τη μια ήταν το λιντσάρισμα, κι απ’ την άλλη όλα τα υπόλοιπα. Ποιος ήξερε τι τρομακτικά θαύματα έκρυβε η νύχτα; Ποιος ήξερε για πόσο ακόμα θα συνεχίζονταν όλα αυτά;»

Είναι συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Λερντ Χαντ διασταυρώνει τις πορείες των δύο γυναικών, τόσο την παροντική όσο και την παρελθοντική (υπονοώντας μια θυμική και ηθική ταύτιση), χωρίς ωστόσο οι ίδιες να αποκτούν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους ή να γνωρίζουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Στα ανύποπτα ανταμώματα των ηρωίδων, κρίσιμο ρόλο παίζει ο χάρτης, ένα εκπληκτικό μυθοπλαστικό εύρημα. Αυτός ο χάρτης που διαρκώς αλλάζει χέρια, υποδηλώνει τόσο τον εγκλωβισμό των προσώπων σε έναν απάνθρωπο κόσμο όσο και την ανέφικτη μετάβαση σε κάποιον άλλο. Όπως λέει κάποια στιγμή στην Κάλα η μητέρα του Λέανδρου, ήταν αδύνατη η διαφυγή από εκείνον τον τόπο. «Τέτοια μέρη χώνονται μέσα σου βαθιά μέχρι το κόκκαλο και δεν βγαίνουνε με τίποτα».

Ακόμα και όταν οι δύο πρωταγωνίστριες βρίσκονται πολύ κοντά στον ίδιο χώρο ή ακόμα η μία απέναντι στην άλλη, σε μετωπική σύγκρουση, με το όπλο της καλαμποκολούλουδης Κάλα («λουλούδι που άνθιζε μέσα από το όνειρο εκείνης της ατέλειωτης νύχτας») να σημαδεύει την Ότι Λι, δεν μπορούν ούτε καν να υποψιαστούν πως μοιράζονταν την ίδια ακριβώς φρίκη, τον ίδιο φόβο και την ίδια απόγνωση για το σκοτάδι ολόγυρά τους. Προχωρούν προς αντίθετες κατευθύνσεις, η μία πηγαίνοντας στο Μάρβελ (Ότι Λι) και η άλλη φεύγοντας από αυτό (Κάλα Ντέστρι), αλλά και οι δύο έχουν στο βλέμμα τους τον ίδιο χάρτη, που μοιάζει με ονειροπόληση ενός άλλου, ιδεατού κόσμου ή, αλλιώς, ξόρκι για έναν αληθινά καταραμένο τόπο. Και οι δύο αποζητούσαν το φως, έψαχναν έναν πυρσό, η μία στο Μάρβελ και η άλλη στη σημαία της Ιντιάνα. Η Κάλα Ντέστρι μαγεύτηκε από το φως ενός πορτοκαλιού, ενώ η Ότι Λι βρέθηκε ξαφνικά σε έναν σκοτεινό, δασωμένο δρόμο, διάστικτο από φωτάκια, που άστραφταν σαν παραίσθηση. Ήταν λες και το φως που αναζητούσε στο πηγάδι, να είχε ανέβει στα δέντρα.

Η Κάλα Ντέστρι είχε μπει σε εκείνο το φωταγωγημένο δάσος, που το κατέκλυζε «η γλυκιά τσίκνα» φρεσκοτηγανισμένων ψαριών, είχε σταθεί κάτω από ένα δέντρο δίχως σκοινιά και είχε φάει το ψάρι της, ακολουθώντας και πάλι με το βλέμμα της τα ασημένια νερά του χάρτη. Ήταν μια όμορφη εικόνα. Οι άνθρωποι που έτρωγαν ψάρια γύρω από μικρές φωτιές, έμοιαζαν σαν να προσεύχονταν. Πολύ καιρό μετά και πολύ μακριά από εκείνον τον νυχτερινό δρόμο, συνέχιζε να αναθάλλει στα μάτια της το ωραίο σκοτάδι της εικόνας.

«Τη βλέπω ολοκάθαρα, ακόμα κι εδώ, ακόμα και τώρα, με το δικό της σκοτάδι μονάχα, το φυσικό σκοτάδι, το ωραίο, αθόλωτο σκοτάδι του δειλινού».

Όπως επίσης άσβεστη παρέμενε στα αυτιά τής Κάλα η διαπεραστική, εφιαλτική κραυγή που είχε ξεχυθεί μέσα από τον όχλο του Μάρβελ. Το πλήθος, τρελαμένο για αίμα και σκοινιά, είχε βγάλει μια κραυγή, που λόγχισε τον διαβολικό, καυτό ουρανό. Παντού κραυγές, «για τον Θεό και την πατρίδα, για την τιμή, την αλήθεια και τον θάνατο, τον θάνατο, τον θάνατο». Και όσα χρόνια και αν είχαν περάσει, το πλήθος εξακολουθούσε να ωρύεται και η φρικτή οχλοβοή του έφτανε την Κάλα και της χτυπούσε την πόρτα. «Και όταν έρχεται, όταν την ξαναφέρνω στο μυαλό μου, ο ουρανός που διασχίζω με το αυτοκίνητο, εκείνος ο διαβολικός, εκτυφλωτικός απογευματινός ουρανός, βυθίζεται ξαφνικά στο σκοτάδι, ο αέρας γίνεται ακόμα πιο καυτός, και τα κεφάλια των καλαμποκομούστακων πυρώνουν κατακόκκινα από την κάψα και γελούν κακαριστά και βρυχώνται και κινούν για τη φυλακή. Είναι χιλιάδες από δαύτα, στίφη ολόκληρα που φεγγοβολούν, και η γη αρχίζει να τρέμει στο πέρασμά τους». Στη συνέχεια του εφιαλτικού οράματος της Κάλα, τα μαινόμενα στίφη ορμούν στη φυλακή, σπάνε τις σιδερένιες πόρτες, σέρνοντας έξω από τα κελιά τούς καταδικασμένους νεαρούς. «Τους σέρνουν νεκρούς ή μισοπεθαμένους, μέσα στη νύχτα και τη ζέστη, μέσα στο πλήθος που ουρλιάζει και το σύμπαν που τρέμει, μέχρι τα δέντρα του θανάτου».

Μολονότι ήταν μόλις δεκαέξι ετών και τα χέρια της ήταν προδοτικά, καθώς έτρεμαν διαρκώς, και τα μάτια της δεν έβλεπαν καλά, επειδή τα έπνιγαν δάκρυα, η Κάλα Ντέστρι πολύ θα ήθελε να αρχίσει τον κόσμο στις μπουνιές. «Αν ήθελαν καταιγίδα, θα μπορούσαν να βάλουν μέσα και τη δική μου αστραπή».

Δίπλα στην κατερειπωμένη παράγκα, που δεν κατάφερε να γκρεμίσει, υπήρχε κάποτε ένα σαλόνι ομορφιάς και εκεί οδηγεί την Ότι Λι μια γριά, για να της φτιάξει τα μαλλιά. Η Ότι Λι ρωτάει την κομμώτριά της αν ήταν σωστό να πάει στο Μάρβελ και εκείνη της απαντά: «Τίποτα δεν είναι σωστό σε τούτο τον κόσμο. Δεν το ήξερες αυτό; Ρίξε μια ματιά στον χάρτη σου αν δεν με πιστεύεις, Ότι Λι».

Το σαλόνι ομορφιάς ήταν φαγωμένο από τη σήψη, ήταν ένα συνονθύλευμα σκόνης, σκουπιδιών, μούχλας, σκασμένων σοβάδων και χαλασμένων, πεθαμένων πραγμάτων. Παρατημένο σε μια άκρη, η Ότι Λι προσέχει ένα στραπατσαρισμένο στερεοσκόπιο, με τις κάρτες του χυμένες στο πάτωμα. Καθώς βυθίζεται σε λήθαργο, βλέπει το στερεοσκόπιο επισκευασμένο και μέσα του μια κάρτα, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει την εικόνα.

Στο ορφανοτροφείο της Κάλα υπήρχε ένα στερεοσκόπιο, αλλά οι περισσότερες κάρτες απαθανάτιζαν καλαμποκομούστακα, αγόρια και κορίτσια. Πουθενά δεν έβλεπες καλαμποκολούλουδα. Υπήρχαν, όμως, κάποιες κάρτες μόνο με τοπία, κτίρια και μνημεία. Σε αυτά τα καθαρά από ανθρώπους τοπία, απολάμβανε να περιπλανιέται η Κάλα, ελπίζοντας να υπήρχε τρόπος να ζήσει εκεί μέσα. Στις κάρτες με τα άδεια σπίτια και τους έρημους δρόμους, η Κάλα έβλεπε τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου. «Ο κόσμος, άδειος πια, ήταν έτοιμος να δει άλλα πόδια να περπατούν στους δρόμους του. Άλλα πρόσωπα να ανοίγουν τις πόρτες του. Να δουλεύουν τα μαγαζιά του. Να πατούν τις κόρνες του, να ανάβουν τα φώτα του. Ωστόσο, παρά τα όμορφα όνειρα της στιγμής, δεν ήμουν ανίδεη, ούτε χαζή. Ήξερα ότι ένα καλαμποκομούστακο είχε τραβήξει εκείνες τις φωτογραφίες με τα άδεια τοπία και ότι τα καλομποκομούστακα είχαν χτίσει όλα όσα κοίταζα τώρα».

Τα καλαμποκολούλουδα που δεν υπήρχαν στις κάρτες, η Κάλα τα ανακαλύπτει στις παρυφές του χάρτη. Φωτογραφίες από κάθε λογής καλαμποκολούλουδα σχημάτιζαν μια γιρλάντα που πλαισίωνε το ζοφερό άστρο. «Όλοι μας, ο ένας μετά τον άλλο, στις άκρες του. Χωρίς κανείς από μας να ξέρει τι ακριβώς κοιτάζαμε». Ίσως εκεί, ανάμεσά τους, να έβρισκε χώρο και η Ορτανσία, που ξαφνικά χάθηκε από τον κόσμο της και από τότε δεν είχε ιδέα πού πήγαινε. «Νά, έναν τέτοιον χάρτη ήθελα. Έναν χάρτη που θα μου έδειχνε πού πήγαινε, πού είχαν πάει όλοι οι άλλοι που με είχαν εγκαταλείψει, πού έπρεπε να πάω εγώ».

Η Κάλα αναζητά τον παράδεισο στα πιο απίθανα μέρη, τα πιο στενόχωρα και μικρά. Στις κάρτες ενός στερεοσκοπίου, αλλά και σε ένα ποτήρι με παγωμένο τσάι, που της προσφέρει μια λευκή γυναίκα. «Έμοιαζε σαν ένας μικρός κόσμος, μέσα στον οποίο θα μπορούσες να ζήσεις. Ένα μικρό μέρος, δροσερό και μυρωδάτο, που είχε ανοίξει για να σε υποδεχτεί». Ένα εξίσου ευχάριστο μέρος ήταν και μια άμαξα, όπου μαζί με τέσσερις άλλους συνταξιδιώτες, που τραγουδούσαν δυνατά μια προσευχή, έτρεχε μακριά από το Μάρβελ, πηγαίνοντας στην αγρυπνία για τα νεκρά αγόρια.

«Θα ήθελα να ταξιδεύω έτσι για πάντα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα, καθώς τσουλάγαμε με τις ρόδες της άμαξας να τρίζουν, ότι ίσως είχαμε γλιστρήσει μέσα σε κάτι λίγο καλύτερο από τα περασμένα και τα μελλούμενα, ότι είχαμε γλιστρήσει και οι πέντε μέσα σ’ έναν μικρό πληγωμένο παράδεισο που ήταν μοναχά δικός μας».

Η Κάλα Ντέστρι είναι δεκαέξι ετών, ερωτευμένη με έναν κάποιον Λέανδρο, ο οποίος την προδίδει. Δεν την προδίδει μόνο με την αχρειότητά του, αλλά πρωτίστως με τη δειλή αγάπη του. Δεν είχε καμία σχέση με τον μυθικό συνονόματο εραστή, που τα βράδια κολυμπούσε στα στενά του Ελλησπόντου για να συναντηθεί με την αγαπημένη του Ηρώ στην αντίπερα όχθη, οδηγημένος από τον λύχνο που άναβε εκείνη εν είδει ερωτικού καλέσματος. Ο Λέανδρος της Κάλα είναι ο Χόμερ Χέιλ, ένας αοιδός της κολάσεως. Όπως την προειδοποιούν οι θετοί της γονείς, πηγαίνοντας στο πικνίκ δίπλα στο ποτάμι, πήγαινε να συναντήσει τον διάβολο. Και πράγματι, κρυμμένη πίσω μια αλθαία, η Κάλα είχε δει τον διάβολο. Καθώς ο Λέανδρος καλούσε τους καλούς χριστιανούς να μπουν στα λεωφορεία για το Μάρβελ, η Κάλα είχε την αίσθηση πως ο ουρανός συννέφιαζε και μαύριζε πίσω του.

«Μοιάζει πιο πολύ σαν κάποιο βιαστικό σύννεφο, ή μια φέτα φεγγαριού, ή ο αντίχειρας κάποιου απρόσεχτου δαίμονα να σκεπάζει τον ήλιο. Κρύβοντας μαζί κι εμένα καθώς απομακρύνομαι γρήγορα από το προαύλιο της εκκλησίας. Όλα γίνονται θολά και σκοτεινά για λίγο, αλλά ύστερα φωτίζονται ξανά».

Όλα φωτίζονται, γιατί ακόμη το σκοτάδι αργούσε. Όμως, το φως εκείνης της μέρας ήταν φονικό. Η Κάλα, από τη στιγμή που άφησε το ποτάμι για να βρει τον Λέανδρο, περπατούσε ανάμεσα στις πυρές που είχε ανάψει «το καρναβάλι του θανάτου», κάτω από έναν ουρανό, όπου ο ξεμαντάλωτος παράδεισος άφηνε έκθετη την κόλαση. «Ήταν περασμένο απόγευμα, αλλά ο ήλιος έμοιαζε να βρίσκεται ακόμα στη μέση του ουρανού. Όπως όταν ήμουνα κάτω στο ποτάμι. Λες και οι άγγελοι είχαν αφήσει ανοιχτή την πύρινη πύλη του παραδείσου, εκεί ψηλά στο γαλάζιο υπερπέραν».

Ο μυθικός Λέανδρος πνίγηκε στη θάλασσα και η Ηρώ τον ακολούθησε στον θάνατο, μέχρι που αγκαλιασμένοι ξεβράστηκαν στην ακτή. Η Κάλα, απελπισμένη από τον Λέανδρό της που δεν ήταν παρά ένας Χέιλ, κεντρίζεται από την έλξη του πνιγμού. Τρεις φορές η σκέψη της αυτοκτονίας περνάει από το μυαλό της. Πρώτα, όμως, προβαίνει σε έναν κάπως φαιδρό απαγχονισμό. Τυλίγει τη σημαία της Ιντιάνα (όπου ανάμεσα σε κάμποσα αστέρια αστράφτει ένας πυρσός) στο «κεφάλι» μιας σφουγγαρίστρας και κραδαίνει το «πτώμα» από ένα παράθυρο του δικαστικού μεγάρου στο Μάρβελ. Οπωσδήποτε το δικό της λάβαρο ήταν πιο χαριτωμένο από ματωμένα πουκάμισα και δέντρα με σκοινιά. Έπειτα, συνεχίζοντας να οδηγεί το αυτοκίνητό της μακριά από το Μάρβελ, έχοντας για συνοδηγό τη στραγγαλισμένη σφουγγαρίστρα, συλλογίζεται, με αφορμή τη λιποταξία του Λέανδρου, τις απώλειες που τη συνέθλιψαν, την απώλεια των γονιών της και της Ορτανσίας. Φτάνοντας μπροστά σε ένα ποτάμι, σκέφτεται πως εκεί μέσα θα έπρεπε να πάει. Εκεί όπου είχε ρίξει ό,τι πιο όμορφο και φωτεινό τής χάρισε η μέρα, μια λαμπερή, ολόφωτη πορτοκαλόφλουδα, που έπλεε πλησίστια στο ρέμα.

«Πολλά πράγματα εκείνη τη μέρα, και όλα από τότε, θα είχαν αλλάξει αν το είχα κάνει. Ίσια κάτω στην πλαγιά και μέσα στο ποτάμι, και ίσως να βρίσκαμε την Ορτανσία και να κυνηγούσαμε τη βαρκούλα με την πορτοκαλόφλουδα, να την κυνηγούσαμε μέχρι κάτω στον Γουάμπας, όπου έχυνε το ποτάμι μας τα υπέροχα καταπράσινα νερά του».

Από την αρχή εκείνης της ζεματιστής μέρας, από τη στιγμή που έβαλε ένα περίστροφο σε ένα καλάθι για πικνίκ, η Κάλα Ντέστρι δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Δεν ξέρει τι να κάνει με τα ακατάσχετα κλάματά της. Η απόγνωσή της εκδηλώνεται με σπασμωδικές, αφελείς, παιδιάστικες χειρονομίες, όπως ο απαγχονισμός της σφουγγαρίστρας (ή της Ιντιάνα). Όπως και να είχε, το σόου στο Μάρβελ παρέπαιε ανάμεσα σε φάρσα και θέατρο σκιών. Αργότερα κρεμάει τη σφουγγαρίστρα από το κλαδί ενός δέντρου και την κυριεύει «άγρια χαρά που κρεμόταν αυτή εκεί ψηλά και όχι τ’ αγόρια». Όμως, αμέσως συνειδητοποιεί πόσο απαίσιο θέαμα ήταν, καθώς εκείνη την ημέρα όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος σκοινιά και ματωμένα πουκάμισα, που κρέμονταν από τα παράθυρα των δικαστηρίων. «Τίποτα δεν έπρεπε να κρέμεται μια μέρα σαν κι αυτή».

Κάποια στιγμή η Κάλα αποφάσισε πως, αφού είχε χάσει τον χάρτη που θα της έδειχνε πού δεν έπρεπε να πάει, της χρειάζονταν περισσότερα μάτια, πολλά μάτια για να βλέπει τα πάντα ολοκάθαρα, με τρομερή διαύγεια, γιατί και εκείνη πίστευε αυτό ακριβώς που υποστήριζε η Ότι Λι, πως: «Όλοι χρειαζόμασταν λίγη διαύγεια. Μια στο τόσο τουλάχιστον». Έτσι, βάλθηκε να ζωγραφίζει στο αυτοκίνητό της πολύχρωμους, άγρυπνους οφθαλμούς που θα διέσχιζαν ορθάνοιχτοι τον νυχτερινό δρόμο. Ακόμα και στο εγκαταλελειμμένο της σπίτι αγρυπνούσε ένα μεγάλο γυάλινο μάτι, κρεμασμένο από έναν γάντζο, εποπτεύοντας το κενό και το σκοτάδι, την τέλεια απουσία. Τελικά η ανοιχτόχρωμη Κάλα, πάντα βέβαια καλαμποκολούλουδο, έγινε πολύχρωμη. Με τα ζωγραφικά της παιδιαρίσματα το δέρμα της βάφτηκε με κάθε λογής χρώματα, διασώζοντάς την από την αμείλικτη μονοχρωμία.

Όμως, κανένα σκέρτσο δεν μπορούσε να τη γλιτώσει από τη νύχτα, το απόλυτο, καταλυτικό μαύρο. Η σκέψη της αυτοκτονίας περνάει άλλες δύο φορές από το μυαλό της. Τρέχοντας δίπλα στις όχθες της λίμνης, όπου κολυμπούσε με τον Λέανδρο, η Κάλα Ντέστρι αισθάνθηκε πως ένα κομμάτι του εαυτού της βγήκε από το σώμα της και πήδηξε μέσα στο δροσερό νερό. «Όσο εγώ έτρεχα βαριανασαίνοντας, με τον καρπό μου να πονάει και τα μηνίγγια μου να χτυπάνε, εκείνο το άλλο κομμάτι μου βυθίστηκε. Βούλιαξα με τα ρούχα στο ηλιόλουστο νερό, καθάρισα από τις μπογιές και τον ιδρώτα, έφτασα σαν βολίδα κάτω βαθιά, στον σκοτεινό βυθό, και τότε έκλεισα τα μάτια και είπα στον εαυτό μου: “Κοιμήσου τώρα, Κάλα Ντέστρι. Πνίξου”».

Την τρίτη φορά που σκέφτεται να πεθάνει, βγάζει το περίστροφο από το καλάθι. «Έστρεψα τη γαλαζωπή κάννη στο πρόσωπό μου. Την κράτησα έτσι για πολλή ώρα». Η κάννη ήταν ένας ακόμη οφθαλμός, ένα τρίτο μάτι στο μέτωπό της, που ίσως επιτέλους της έδειχνε τι κόσμος ήταν αυτός, όπου είχε σκοτεινιάσει τόσο απότομα.

«Το ακούμπησα στο μέτωπό μου, εκείνο το πιστόλι που είχα πάρει έτσι κι αλλιώς, γιατί χρειαζόμουνα κάτι, οτιδήποτε, που θα με κοίταζε από κοντά και θα μου έλεγε τι έβλεπε».

Όπως στο Neverhome και εδώ ο Λερντ Χαντ περιδιαβάζει τη βαθιά Αμερική, τη μέλαινα τοπιογραφία της ιστορίας της, αναβιώνοντας έναν κόσμο εξαχρειωμένο από τη βία, την ωμότητα και την ανηθικότητα. Και εδώ η εκτραχηλισμένη βία διαθλάται μέσα από ένα γυναικείο βλέμμα, που άλλοτε ενδίδει σε αυτήν και άλλοτε της αντιστέκεται. Αυτή τη διχοστασία εγκιβωτίζει η γραφή, αμφιρρέποντας ανάμεσα σε έναν τραχύ, στυγνό ρεαλισμό, καθυποταγμένο από την κυριολεξία του εφιάλτη, και σε υπερλογικές διαφυγές, που γέρνουν προς το όνειρο και την προσδοκία. Πολύτιμη ασφαλώς η συμβολή του Χρήστου Οικονόμου στην ανάδειξη του υφολογικού δυϊσμού, που τόσο αριστοτεχνικά καλλιεργεί ο Χαντ.

Στον επίλογο του μυθιστορήματος, όπου συνεχίζει να είναι νύχτα, εμφανίζεται η Σάλι Γκάνερ, που μιλούσε με αγγέλους. Ως η πιο αγιωτική μορφή του βιβλίου, κάνει ό,τι πιο χριστιανικό εκπηγάζει από μέσα της, σκύβει πάνω από ένα καλαμποκολούλουδο στην άκρη του δρόμου. «Πάντα βοηθάω τους ανθρώπους, όταν μπορώ. Είναι το χούι μου». Λίγο πριν είχε παρηγορήσει έναν καταρρακωμένο ρήτορα, που σπαρταρώντας σαν το ψάρι, ριγώντας από ντροπή, είχε αναζητήσει καταφύγιο στην εκκλησία όπου γινόταν η αγρυπνία.

Δίπλα στο αγόρι, που είχε στα μάτια του σκοινιά, καθώς είχε δει αυτό δεν επιτρεπόταν να δει, υπήρχε πεσμένο ένα ποδήλατο. Ήταν ένα καλό ποδήλατο. Όταν ανέβηκε πάνω του, η Σάλι Γκάνερ ένιωσε μια «τέλεια ισορροπία». «Μου προκαλεί θαυμασμό μια τέτοια κατασκευή. Αποπνέει αρμονία. Σε κάνει να πιστέψεις ότι ο κόσμος είναι πιο ισορροπημένος απ’ ό,τι στην πραγματικότητα».

Κάνοντας τα τελευταία χιλιόμετρα του νυχτερινού της δρόμου πάνω σε ένα τέλεια ισορροπημένο ποδήλατο, η Σάλι Γκάνερ επαληθεύει την εντύπωσή της πως ο κόσμος ακόμα και αν είναι στραβός και ανάποδος, μερικές φορές γίνεται ίσιος, ιδανικός για μια νυχτερινή βόλτα κάτω από το φεγγάρι, πάνω εκεί που κουβεντιάζουν οι άγγελοι.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular